Έχουμε Καισαροπαπισμό στο βυζάντιο; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Μελετώντας την βυζαντινή ιστορία, ξεχωρίζεις από τις πρώτες ημέρες του δύο πόλους, την αυτοκρατορική κυβέρνηση και την εκκλησία. Όμως άλλοι σου διακρίνουν κοσμική θεοκρατία και σου παρουσιάζουν τον αυτοκράτορα ως ορατή κεφαλή της εκκλησίας και την όλη κατάσταση σου την τιτλοφορούν Καισαροπαπισμό. Αρχικά σ’ αυτούς μπορείς να παρατηρήσεις ότι «ο όρος Καισαροπαπισμός δεν συναντιέται σε καμία βυζαντινή πηγή και είναι νεόκοπη σύγχρονη δυτική έκφραση και πρέπει να είμαστε προσεκτικότεροι στη χρήση του όρου καισαροπαπισμός» (Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, βυζαντινή ανατολή και λατινική δύση, σελ. 93).
Οι ιστορικοί και οι διάφοροι επιστήμονες, παλαιοί και νέοι σου θέτουν υπόψη εξαρχής τα εξής: «Ο διαχωρισμός της πνευματικής από της κοσμικής εξουσίας δεν υπήρχε κατ’ εκείνον τον χρόνον τοσούτον οριστικώς διαγεγραμμένος, όσον είναι την σήμερον… Και είναι άξιον σημειώσεως ότι αι διπλωματικαί διαπραγματεύσεις διεξήγοντο τότε συνήθως υπό ιερωμένων… πολλάκις ωσαύτως ιερωμένοι ανέλαβον επισήμους πολιτικάς υπηρεσίας» (Κ. Παπαρρηγοπούλου, ιστ. Ελλην. Έθν., εκδ. Γαλαξία, τ. Γ’, σ. 354). Και ακόμα: «Στο βυζάντιο δεν υπήρχε τόσο οξεία διχοτόμηση ανάμεσα στην πολιτική και την πνευματική σφαίρα… Είχαν διαφορετικά καθήκοντα, έμεναν στην ίδια πόλη και συνεργάζονταν τις πιο πολλές φορές» (Κ. Γ. Γιαννακόπουλου, βυζ. ανατολή και λατιν. Δύση, σελ. 93). Δηλαδή οι ιστορικοί δεν διακρίνουν καισαροπαπισμό, αλλά στενή συνεργασία της αυτοκρατορικής αρχής με την εκκλησία.
Οι περισσότεροι ιστορικοί σου επισημαίνουν ότι δεν είναι εύστοχος ο όρος Καισαροπαπισμός για το βυζάντιο και σου παραθέτουν ιστορικά γεγονότα όπου διακρίνεται η πρωτοβουλία της εκκλησίας, όπως λ.χ. οι Bayness – Moss: «Καισαροπαπισμός, με τον οποίον εζητήθη να χαρακτηρίζεται η θέση του αυτοκράτορα στη σχέση του προς την εκκλησία. Ακόμη και η εικονομαχία φαίνεται ότι άρχισε με διακηρύξεις επισκόπων των ανατολικών επαρχιών και μόνο μετά από αυτή την επισκοπική πρωτοβουλία ο αυτοκράτορας επενέβη» (Βayness – Moss, βυζάντιο, σελ. 35). Άλλες φορές πάλι ο αυτοκράτορας έπρεπε να ξεκαθαρίζει εξαρχής στον πατριάρχη την πολιτική που θα ακολουθούσε στα εκκλησιαστικά. Λ.χ. ο Αναστάσιος ο Α’ ορκίσθηκε ότι θα λησμονούσε τις προηγούμενες έχθρες και επειδή θεωρήθηκε ύποπτος για αιρετικές παρεκκλίσεις «κατ’ απαίτηση του πατριάρχου Ευφημίου υπέγραψε επίσημη διακήρυξη ότι δεν θα εισήγαγε ποτέ νεωτερισμούς στην εκκλησία» (Bayness – Moss, βυζάντιο, σελ. 389).
Ο Κ. Ι. Γιαννακόπουλος στο έργο του «βυζαντινή ανατολή και λατινική δύση» εμβαθύνει περισσότερο στο όλο θέμα και σου εντοπίζει αρκετά αξιοπρόσεκτα. Αναγνωρίζει ότι υπήρξαν και «προστριβές δογματικές ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη… και καμμία απ’ αυτές τις αιρέσεις που υποστήριξαν οι αυτοκράτορες δεν μπόρεσε τελικά να επικρατήσει στην εκκλησία». Τονίζει ότι ήταν πολυσύνθετο θέμα η διαρχία αυτοκράτορα και πατριάρχη, καθόσον «δεν υπήρχε ίσος καταμερισμός δυνάμεως ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη… Τριπλή η διαίρεση στις σύνθετες κοσμικές και πνευματικές σχέσεις (πρώτη το καθαρά κοσμικό βασίλειο, δεύτερη το πνευματικό – εκκλησιαστικό βασίλειο, η εξωτερική πλευρά της εκκλησίας και τρίτη η ζωτική έκφραση της εκκλησίας με τα μυστήρια και τα δόγματα). Και οι τρεις σφαίρες στο βυζάντιο ήταν αλληλοεξαρτώμενες και αλληλοεπηρεαζόμενες… ακόμα και η κοσμική σφαίρα ήταν διαποτισμένη ολόκληρη από την ηθική επιρροή των ιδεωδών του χριστιανισμού και η εκκλησία θεωρούσε πως είχε ευθύνη να είναι οι αυτοκρατορικοί νόμοι ανθρώπινοι και σύμφωνοι με τις ηθικές διδασκαλίες της εκκλησίας» (Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, βυζ. ανατολή και λατινική δύση, σελ. 102 και 105). Δηλαδή σου επισημαίνεται ότι όχι μόνον δεν υπήρχε Καισαροπαπισμός, αλλά το αντίθετο συνέβαινε πολλές φορές, καθόσον η εκκλησία επηρέαζε την αυτοκρατορική εξουσία και σε κοσμικά θέματα.
Είχε βέβαια ο αυτοκράτορας το δικαίωμα να καθαιρεί τον πατριάρχη, αλλά και ο πατριάρχης μπορούσε ν’ αρνηθεί τη στέψη του αυτοκράτορα, αν δεν ήταν σύμφωνος με την Ομολογία της πίστεως. Είχε δικαίωμα ο αυτοκράτορας να ορίζει όρια επισκοπών και να συγκαλεί οικουμενικές συνόδους, αλλά την εργασία στις επισκοπές και στις συνόδους ασκούσαν οι κληρικοί και οι αποφάσεις των συνόδων των κληρικών ήταν υποχρεωτικές για τον αυτοκράτορα. Και επέλεγε ο αυτοκράτορας τον πατριάρχη, αλλά τον επέλεγε από τρία ονόματα που πρότειναν τα μέλη της συνόδου, που πρότεινε η εκκλησία. Και πρέπει να παραδεχθείς ότι «ο βαθμός επιρροής εξαρτιόταν σε σημαντικό σημείο από τη δύναμη και την προσωπικότητα του κάθε αυτοκράτορα και του κάθε πατριάρχη» (Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, βυζ. ανατ. Και λατιν. Δύση, σελ. 105).
Αλλά και η φιλάνθρωπη μεταχείριση πολλές φορές εκ μέρους της εκκλησίας δεν εσήμαινε επέμβαση ή νίκη του αυτοκράτορα, αλλά «συμβιβαστική – ρεαλιστική» λύση σε περιπτώσεις συγκρούσεων «κατ’ οικονομίαν». Εξάλλου η «οικονομία» κατά τον ιστορικό St. Runciman «είναι η ελαστικότητα προς το συμφέρον της χριστιανικής κοινότητος», ενώ κατά τον θεολόγο Α. Αλιβιζάτο «τρόπος εξόδου από την ανωμαλία, που δημιουργήθηκε από την επιβολή εξαιρετικής αυστηρότητας και ακρίβειας στη διαίρεση της κανονικής τάξεως» και κατά τη γνώμη άλλων «είναι η χαλάρωση των πειθαρχικών κανόνων σχετικά με την τέλεση των μυστηρίων και όχι του δόγματος και για το καλό, ίσως, το πολιτικό της κοινότητας» (Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, βυζ. ανατ. Και λατιν. Δύση, σελ. 118). Και σου εξάγει το συμπέρασμα (σελ. 128 – 129) ο Κ. Ι. Γιαννακόπουλος ότι: «ο όρος Καισαροπαπισμός δεν είναι μόνο ανακριβής, αλλά εξαιρετικά απατηλός… Και άλλοι όροι, ως Καισαροπροκουρατορισμός, Καισαροπατερναλισμός ή Καισαροκυβέρνηση, Χριστομίμητος, …. Όροι ανεπαρκείς».
Και ο G. Ostrogorsky δεν αποδέχεται Καισαροπαπισμό στο βυζάντιο, αλλά σου κάνει λόγο για ειρηνική συνεργασία και αλληλεξάρτηση κράτους και Εκκλησίας, διατυπώνοντας ως εξής: «Κατά τους μέσους χρόνους η εκκλησία επιβάλλεται αναγκαστικά και στο βυζάντιο ως δυναμικός παράγοντας, που θέτει ισχυρούς φραγμούς στην αυτοκρατορική εξουσία… Ωστόσο το βυζάντιο δεν τον χαρακτηρίζει η διαμάχη μεταξύ του imperium και του sacerdotium, αλλά ο στενός και βαθύς σύνδεσμος μεταξύ κράτους και εκκλησίας, δηλαδή η ουσιαστική αλληλεξάρτηση του ορθοδόξου κράτους και της ορθόδοξης εκκλησίας» (G. Ostrogorsky, ιστορία του βυζ. κράτους, τόμ. Α’, σελ. 88). Και στη σελ. 116 του Β’ τόμου σου προσφέρει απόδειξη την νομοθεσία των Ισαύρων και των Μακεδόνων, κατά την οποίαν: «Ο οργανισμός του κράτους και της εκκλησίας παρουσιάζεται ως μία ενότητα που αποτελείται από πολλά τμήματα και μέλη, στην κορυφή της οποίας ευρίσκονται ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης ως οι δύο κεφαλές της οικουμένης σε στενή και ειρηνική συνεργασία και με απώτερο σκοπό το καλό της ανθρωπότητας».
Ίσως θα σου αντέλεγε κανένας πως σε σπουδαιότατους αυτοκράτορες παρουσιάσθηκαν και «οι εξουσίες, δικαιοδοσίες και επεμβάσεις του βυζαντινού μονάρχη, που θεωρείτο ο αντιπρόσωπος και τοποτηρητής των θεϊκών επιταγών πάνω στη γη, υπήρξαν απεριόριστες στο λαϊκό (=κοσμικό) και στο θρησκευτικό – θεολογικό τομέα (=Καισαροπαπισμός)» (Αλ. Γ. Κ. Σαββίδη, τα χρόνια σχηματοποίησης του βυζαντίου, σελ. 21- 22). Και ο ίδιος συγγραφέας στη σελ. 52 διευκρινίζει ότι «Ο Μ. Κων/νος παρεμβαίνοντας στις εσωτερικές υποθέσεις της εκκλησίας και επιβάλλοντας τη λύση της αρεσκείας του εγκαινίασε την πολιτική, η οποία η έρευνα του 19ου αιώνα απέδωσε με το συμβατικό νεολογισμό «καισαροπαπισμό» (από τις λέξεις Caesar και papa) δηλαδή την επιβολή των απόψεων του κοσμικού ηγεμόνα (=sacerdotium ) σε όλα τα ζητήματα». Αλλά και ο Κωνστάντιος που θεωρούσε τον εαυτόν του ως «επίσκοπον των επισκόπων… εγκαινίαζε καισαροπαπική πολιτική, την οποία έμελλε να υιοθετήσει ο Ιουστινιανός» (Εκδοτ. Αθηνών, ιστορ. Του ελλην. Έθν., τόμ. Ζ’, σελ. 54).
Σ’ όλα τα παραπάνω θα μπορούσες να επαναλάβεις όσα αναφέρθηκαν στο Α’ κεφάλαιο για τον Μέγαν Κων/νο, ότι «αντί να κυβερνά την εκκλησία, ήθελε να είναι ο μέγας ευεργέτης της, ότι… εις όλας τας ενεργείας του, αι οποίαι μας φαίνονται καισαροπαπικαί, ήχθη από παρακλήσεις επισκόπων κ.τ.λ.». Ακόμα και αν ένας αυτοκράτορας σε ωρισμένη περίπτωση εφάρμοζε «καισαροπαπική» συμπεριφορά, αυτό υπήρξε η σπάνια εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Αλλά δεν μπορείς να παρασιωπήσεις και το γεγονός ότι «η σθεναρή στάση εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων απέναντι στα κελεύσματα της πολιτείας (και έχεις ν’ αναφέρεις λ.χ. τον Μέγαν Αθανάσιον που έδειξε επανειλημμένα σθεναρή στάση απέναντι στον Μέγαν Κων/νον και απέναντι στον Κωνστάντιο), ούτε φαινόμενο μεμονωμένο υπήρξε, ούτε περιορισμένο χρονικά, αλλά διαρκεί καθ’ όλη τη βυζαντινή ιστορία. Η παρουσία μάλιστα στους κόλπους της εκκλησίας δύο ρευμάτων, από τα οποία το ένα αποδέχεται την κρατική παρέμβαση, ενώ το άλλο αξιώνει την πλήρη ανεξαρτησία της εκκλησίας, απέβη σημαντικός παράγοντας του βυζαντινού πολιτικού βίου» (Εκδ. Αθηνών, ιστ. Ελλη. Έθν. Τόμ. Ζ’, σελ. 257). Και απέναντι στον Ιουστινιανό «ο επίσκοπος Αφρικής Φακούνδος υποστήριξε με φανατισμό ότι ο καθορισμός της πίστης ήταν αποκλειστικό δικαίωμα και καθήκον του ιερατείου. Απείλησε μάλιστα τον Ιουστινιανό με θεία τιμωρία, γιατί συζητάει τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης, έργο που είναι προνόμιο των ιερέων της ανωτάτης τάξης, όταν πολλοί μαζί συγκεντρώνονται για ν’ αποφασίσουν. Ο Ιουστινιανός αναγκάσθηκε να παραδεχθεί το σφάλμα του και για να βγει από το αδιέξοδο, συγκάλεσε σύνοδο» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορία της βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Α’, σελ. 330).
Ο Σπυρ. Ζαμπέλιος σου προσφέρει μία λεπτομέρεια, που δίκαιον είναι να την παραδεχθείς ως απόδειξη ενδεικτική της ανυπαρξίας του καισαροπαπισμού στο βυζάντιο, ως εξής: «Το χειροφίλημα – εφεύρημα της τιμαριωτικής εξαχρειώσεως του μεσαίωνος – ουδόλως βυζαντινόν, καθότι και απολύτως έτι οι Έλληνες υπό αυτοκράτορας κυβερνηθέντες, άλλην χείρα δεν εφίλησαν, πλην της τελούσης το ιερόν μυστήριον της Μετουσιώσεως» (Σπ. Ζαμπελίου, κρητικοί γάμοι, σελ. 59).
Οι ιστορικοί συγγραφείς της εκδόσεως του Παν/μίου του Καίμπριτζ, «Ιστορ. Της βυζ. αυτοκρατ.» έχουν να σου υπογραμμίσουν ιστορικά δεδομένα, με τα οποία σου τονίζουν ότι δεν έχουμε καισαροπαπισμό στο βυζάντιο: «Είναι άραγε δυνατόν να μιλά κανείς για καισαροπαπισμό στο βυζάντιο, όταν ο πατριάρχης μπορούσε να αφορίσει τον αυτοκράτορα» όπως λ.χ. αφόρισε ο Ιγνάτιος το Βάρδα ή ο Νικόλαος ο Μυστικός τον Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό; Η εκκλησία περιόριζε την απολυταρχία του αυτοκράτορα» (σελ. 632, τόμ. Β’). Επομένως «Ο Γέλτσερ έσφαλλε όταν με τον όρο «καισαροπαπισμός» χαρακτήριζε την πολιτική κατάσταση του βυζαντίου, αφού το βασικό χαρακτηριστικό του καισαροπαπισμού είναι ακριβώς η υπαγωγή της εκκλησίας στο κράτος» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτ. τ. Α’, σελ. 123). Όμως «η ταύτιση της Θεού χάριτι βασιλείας με τη θεοκρατία είναι υπερβολική. Στο βυζάντιο εκκλησία και κράτος θεωρούνται δύο διαφορετικά δώρα της Χάριτος του Θεού στον άνθρωπο… Ο αυτοκράτορας δεν θεωρούσε αλάθητο τον εαυτόν του στα θρησκευτικά θέματα, όσο ισχυριζόταν ότι θεωρούσε στον κοσμικό τομέα…». Και καταλήγουν: «Ο αυτοκράτορας δεν ήταν με κανένα τρόπο ο εξουσιαστής ή ο αρχηγός της εκκλησίας, είχε απλά και μόνο το δικαίωμα της εποπτείας» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτ. τόμ. Β’, σελ. 699).
Η εκκλησία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ούτε υποτάχθηκε στον αυτοκράτορα, ούτε θέλησε να υποτάξει τον αυτοκράτορα: «Στην ανατολή η ορθόδοξος εκκλησία ταύτισε τη μοίρα της με το κράτος: είχε περιορισμένη ισχύ και δεν απέκτησε ποτέ μόνιμα ευρύτερες δικαιοδοσίες από το κράτος. Δεν προσπάθησε να σταθεί σε επίπεδο υψηλότερο από το κράτος και το λαό˙ σ’ αυτό το κατώτερο επίπεδο στάθηκε πλησιέστερα στη μάζα του λαού. Έζησε μεταξύ του λαού. Κατηύθυνε τον κοινό μέσα άνθρωπο με περισσότερη κατανόηση από ό,τι θα μπορούσε να επιτύχει μια θρησκεία ισταμένη υψηλά. Κατά συνέπεια η ορθόδοξη εκκλησία ήταν κατάλληλη για να είναι η ψυχή και η ζωή του κράτους, να επιτυγχάνει την αυτοκρατορική ενότητα, να δίνει μορφή και κατεύθυνση σε κάθε εκδήλωση του εθνικού δυναμικού» (Baynes – Moss, βυζ. σελ. 330).
Εκκλησία και αυτοκρατορία στο βυζάντιο δέχθηκαν να ισχύει «το σύστημα της συναλληλίας ή παραλληλίας» και δημιούργησαν την παράδοση της συνεργασίας ως τον άριστο δρόμο για να πορευθούν στους αιώνες. Δύσκολο βέβαιο δρόμο, θάλεγες, άλλ’ όμως επέτυχαν μια ομόδοξη αυτοκρατορία, όπου διακρινόταν η επιτυχημένη συνεργασία με επιτυχημένα αποτελέσματα στους νόμους, στους θεσμούς και στη διοίκηση. Διέκριναν ότι «η εκχριστιάνισις του κόσμου, η άρσις της δουλείας, η καλλιέργεια της επιστήμης, η ανάπτυξις της γεωργίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας, η διαμόρφωσις ανωτέρου δικαίου και ανθρωπισμού, η βελτίωσις της τύχης των πολυειδώς πασχόντων και εν γένει η όλη πρόοδος και ημέρωσις της ανθρωπότητας είναι έργον κοινόν της εκκλησίας και πολιτείας εξ επόψεως ορθοδόξου, σελ. 48).
Σήμερα κατά βάσιν, η αρχή της συναλληλίας και συνεργασίας διέπει κατά το ελληνικό σύνταγμα τις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας. Και το γεγονός αυτό αποδεικνύει μία προσφορά και μία επιβίωση ως σήμερα της παράδοσης του βυζαντίου. Και σ’ εκείνους που έχουν τις αντιρρήσεις των και υποστηρίζουν επαγγελλόμενοι τον χωρισμόν της εκκλησίας από το κράτος η βυζαντινή παράδοση μέσα από τα βάθη των αιώνων έχει να τονίσει τα εξής: «Η πολιτεία εξαγιάζεται υπό της εκκλησίας, καθόσον κηρύττει θεόσδοτον την εξουσίαν, ευλογεί τον γάμον και την οικογένειαν που είναι βάσεις της πολιτείας, κατηχεί την ενότητα, καταστέλλει το έγκλημα δια της πίστεως, προάγει αρετήν και ασκεί ροπήν επί τον κοινωνικόν βίον δια των διδαγμάτων περί εργασίας και της προς τον πλησίον αγάπης…. Αλλά και η εκκλησία δείται της πολιτείας, εν τη κηρύξει θείων αληθειών, εν τη γαληνία ασκήσει της λατρείας, εν τη διατηρήσει της πειθαρχίας, εν τη εφαρμογή του ποινικού αυτής δικαίου» (Χρ. Ανδρούτσου, εκκλησία και πολιτεία εξ επόψεως ορθοδόξου, σελ. 48).

Συνεχίζεται …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.