Ο πραγματικός Θεάνθρωπος και οι ανύπαρκτοι εξωχριστιανικοί «θεάνθρωποι» – αειμνήστου Λεωνίδου Φιλιππίδου.

Τη μοναδικότητα του ιστορικού Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού, την προεγκόσμια προαιωνιότητά του και την από τον ουρανό πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, άριστα υπογραμμίζει η σύγχρονη θρησκειολογική διαπραγμάτευση του όλου χριστολογικού θέματος.

Οι μορφές «δήθεν λυτρωτών» στα εξωχριστιανικά θρησκεύματα είναι «καθαρώς μυθικές μορφές, επινοήματα της ανθρώπινης φαντασίας»1. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιπροέβαλε στον «Sol invictus» τον Ιησού Χριστό, ως τον «Ήλιο της Δικαιοσύνης»2. Εάν ο Χριστός υπερνίκησε τον ισχυρότατό του, κατά την συγκρότηση της πρώτης Εκκλησίας Του, αντίπαλον, τον Μίθρα, ακριβώς σε αυτό έγκειται η απόδειξη, ότι ο Ιησούς δεν είναι μόνο ο Αληθινός Θεός, αλλά και ο Αληθινός Άνθρωπος της Ιστορίας, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος της παγκόσμιας Ιστορίας, εν αντιθέσει προς τους φανταστικούς, πλασματικούς, ανύπαρκτους, θεανθρώπους. Θεανθρώπους διά των οποίων οι λαοί προϋποτύπωσαν τον νοσταλγούμενο πραγματικό ιστορικό Θεάνθρωπο, τον Οποίο οι πηγές εξιστορούν εξ αυτοψίας, ως τον ιστορικό Χριστό και τούτον εσταυρωμένο.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ανοίγει το Ευαγγέλιό του περί Ιησού Χριστού με τον υπέροχο πρόλογο:
«Πριν απ’ όλα υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήταν με τον Θεό και Θεός ήταν ο Λόγος. Απ’ την αρχή Αυτός ήταν με τον Θεό» (Ιω. 1, 12).

Αυτός που είδε το όραμα στην Πάτμο, άρα, πρότασσε της επίγειας διαδρομής του βίου του Ιησού τον προγήϊνο τρόπο ύπαρξης του Χριστού, για να εκφράσει, ότι ουδέποτε υπήρξε απλώς ένας άνθρωπος Ιησούς από την Ναζαρέτ, αλλά μόνο ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, του Οποίου όμως η πορεία ζωής χαράσσει τη διαδρομή: από τον ουρανό, διά του κόσμου, προς τον ουρανό. Η σύντομη επίγεια ύπαρξή Του κρύβει τέτοιο απροσμέτρητο περιεχόμενο, ώστε μόνον κάτι ελάχιστο μπορούμε να συλλάβουμε μέσα στο φως της προϋπαρξής Του, ως ομοουσίου Υιού του Θεού και στην φωταυγή δόξα της μετά ταύτα υπάρξεώς Του, ως του καθημένου σε θρόνο, στα δεξιά του Πατρός, και υπερδοξασμένου Ιησού.

Η πίστη, ότι ο Ιησούς προ της επίγειας ύπαρξής Του, είχε ήδη ύπαρξη και ζωή προαιώνια στον επέκεινα κόσμο, στον Θεό, εκπηδά από τις άμεσες δηλώσεις αυτού του ίδιου του Κυρίου. Εξ αφορμής σχετικής απορίας των Ιουδαίων περί της από τον Αβραάμ θέας της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου στον Χριστό, Αυτός απάντησε:
«Σας βεβαιώνω πως, πριν γεννηθεί ο Αβραάμ, εγώ υπάρχω» (Ιω. 8, 58). Ότι οι Ιουδαίοι σωστά κατάλαβαν πως ο Ιησούς είχε εκφράσει για τον Εαυτό Του την προϋπαρξή Του, αποδεικνύεται από την απόπειρά τους να τον λιθοβολίσουν. Διότι προϋπαρξη σημαίνει μετοχή στην αιωνιότητα και άρα χαρακτηριστικό της ουσίας του Θεού. Λίγο πριν απ’ αυτό το επεισόδιο τους είχε πει: «Εσείς κατάγεστε από εδώ κάτω, ενώ εγώ κατάγομαι από πάνω. Εσείς προέρχεστε από αυτόν εδώ τον κόσμο, ενώ εγώ δεν προέρχομαι από τον κόσμο αυτό» (Ιω. 8, 23). Στην υπερκοσμιότητά Του αυτή, την οποία τόνιζε ο Κύριος, συμπεριλαμβανόταν η προεγκοσμιότητά Του. «Εγώ είμαι το φως του κόσμου», είπε μιλώντας προς τους Ιουδαίους (Ιω. 8, 12). Στον Νικόδημο δε αποσαφήνισε την προέλευσή Του, ως του Φωτός, λέγοντας για τον εαυτό Του, ότι «το φως ήλθε στον κόσμο» (Ιω. 3, 19), ο από τα βάθη της αιωνιότητας αναδυθείς «Ήλιος της Δικαιοσύνης».

Επειδή δε ο Ιησούς από την σφαίρα του Αιωνίου κατέβηκε στο πεδίο της εγκοσμιότητος, μπορούσε να πει όσα είπε στον Νικόδημο, τα οποία μαρτυρούσαν τη θεϊκή Του ουσία και παγγνωσία και την απ’ τον ουρανό προέλευσή Του: «εμείς λέμε αυτό που ξέρουμε από πείρα και μεταδίδουμε στους άλλους αυτό που έχουμε δει με τα μάτια μας… αν δεν πιστεύετε όταν σας μιλάω για πράγματα που συμβαίνουν στη γη, πώς θα με πιστεύσετε αν σας πω για τα ουράνια; Κανένας βέβαια δεν ανέβηκε στον ουρανό παρά μόνο Εκείνος που κατέβηκε απ’ τον ουρανό, ο Υιός του ανθρώπου, που είναι στον ουρανό» (Ιω. 3, 11-13).

Ως παράδειγμα για τη γνώση αυτή των επουρανίων μνημόνευσε, ομιλώντας προς τους εβδομήκοντα μαθητές Του, ένα γεγονός που συνέβη στο υπερπέραν, προ της ενανθρωπήσεώς Του, το οποίο είδε: «Εγώ έχω δει τον σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή» (Λουκ. 10, 18) γεγονός, το οποίο είδε ως οπτασία κατά αποκάλυψη Θεού και ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Αποκ. 12, 79).

Μετά τον πολλαπλασιασμό των άρτων είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος, που χαρίζει τη ζωή και κατέβηκε από τον ουρανό. Όποιος φάει απ’ αυτόν τον άρτο θα ζήσει αιώνια» (Ιω. 6, 51).

Στην μικρή προ του πάθους προσευχή είπε: «Και τώρα, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ εσένα με τη δόξα, που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος» (Ιω. 17, 5)… «Πατέρα, αυτοί που μου έδωσες θέλω, όπου είμαι εγώ να είναι και εκείνοι μαζί μου, για να μπορούν να βλέπουν τη δόξα τη δική μου, τη δόξα που μου χάρισες, γιατί με αγάπησες προτού να γίνει ο κόσμος» (Ιω. 17, 24).

Στην ανάληψή του βλέπει ο Κύριος την ισχυρότατη απόδειξη της προεγκόσμιας ύπαρξής Του: «Τούτο σας σκανδαλίζει; Τότε τι θα γίνει αν δείτε τον Υιό του ανθρώπου ν’ ανεβαίνει εκεί, που ήταν προηγουμένως» (Ιω. 6, 62). Όπως δε είχε πει με άλλη αφορμή: «Κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό παρά μόνο ο Υιός του ανθρώπου, που κατέβηκε από τον ουρανό, και που είναι στον ουρανό» (Ιω. 3, 13).

Η απόδειξη αυτή της προϋπάρξεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, από τον Ίδιο με έμφαση ανθομολογούμενη, άσκησε κολοσσιαία επίδραση στον Παύλο: «Το ανέβηκε όμως τι άλλο σημαίνει παρά πως προηγουμένως κατέβηκε εδώ κάτω στη γη; Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος, που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την παρουσία του το σύμπαν» (Εφ. 4, 910). Και ο Κύριος είχε πει: «Εγώ από τον Θεό εξήλθα και ήρθα σ’ εσάς. Δεν ήρθα από μόνος μου, αλλά με έστειλε Εκείνος» (Ιω. 8, 42). «Εγώ κατέβηκα από τον ουρανό για να κάνω όχι ό,τι θέλω εγώ, αλλά αυτό που θέλει Εκείνος, που μ’ έστειλε» (Ιω. 6, 38).
«Ο Θεός έστειλε τον Υιό Του στον κόσμο» (Ιω. 3, 17) είπε ο Κύριος. Άλλοτε για τον Εαυτό Του: «Με απέστειλε ο Πατέρας, η πηγή της ζωής» (Ιω. 6, 57).

Ο Ιησούς Χριστός είναι το μοναδικό στην Ιστορία Πρόσωπο, το οποίο επανειλημμένως από της εμφανίσεώς Του μέχρι τον θάνατό Του, έδωσε τόσο κατηγορηματικές περί της προϋπάρξεως και προελεύσεως της θεότητός του αποδείξεις, κατά την διάρκεια της ενανθρωπήσεώς Του. Όλες οι εξωχριστιανικές αφηγήσεις για πλασματικούς – ανύπαρκτους θεανθρώπους, αποκαλύπτουν την ασίγητη νοσταλγία της ανθρωπότητος προς τον Ένα πραγματικό Θεάνθρωπο Λυτρωτή, προς πραγματική ιστορική ενανθρώπηση του μόνου αληθινού Θεού, της οποίας προϋποτυπώσεις ήταν οι φανταστικοί θεάνθρωποι.

Όλες αυτές οι θρησκευτικές προαισθήσεις και νοσταλγίες επρόκειτο να εκπληρωθούν σ’ Εκείνον, ο Οποίος, αν και στεκόταν ανάμεσα σε αμαρτωλούς ανθρώπους, μπορούσε να ρωτά: «Ποιος από σας μπορεί να αποδείξει πως έκανα κάποια αμαρτία;» (Ιω. 8, 46).

Στα εξωχριστιανικά μυθεύματα περί φανταστικών θεανθρώπων, αποκαλύπτεται θεία διαπαιδαγώγηση της ανθρωπότητος. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να εννοήσουν το να προβάλλει ανάμεσά τους ο Χριστός, απότομα, χωρίς οποιαδήποτε προετοιμασία και να τους πει: «Σεις κατάγεστε από εδώ κάτω, ενώ εγώ κατάγομαι από πάνω• σεις προέρχεστε από αυτόν εδώ τον κόσμο, ενώ εγώ δεν προέρχομαι από αυτό τον κόσμο» (Ιω. 8, 23). Ο Κύριος, με το να γίνει εκπλήρωση των παγκόσμιων νοσταλγιών και να πραγματοποιήσει στον Εαυτό του την από τα Έθνη προσδοκωμένη και στην φαντασία τους προϋποτυπωμένη παρουσία πραγματικού ιστορικού θεανθρώπου, διαφωτίζει πλήρως με την Προσωπικότητά του την παγκόσμια ιστορία και τερματίζει με πραγματική λύτρωση το πανανθρώπινο δράμα, κηρύσσοντας, ότι στο Πρόσωπό Του, το Υπεριστορικό ήλθε στην Ιστορία, το Υπερκόσμιο στην εγκοσμιότητα, το προ του χρόνου Αιώνιο στο παρόν και στην χρονικότητα.

Αλλά μεταξύ του πραγματικού Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και των φανταστικών εξωχριστιανικών προϋποτυπώσεων, οι οποίες μόνο ως παιδαγωγικές, κατά θεία Πρόνοια, εκφράσεις της πανανθρώπινης νοσταλγίας έχουν αξία προπαρασκευαστική εις Χριστό, υπάρχουν και άλλες ουσιώδεις διαφορές.

Η ομολογία της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν είναι ούτε καρπός φιλοσοφικής θεώρησης, ούτε αποτέλεσμα έρευνας της συγκριτικής θρησκειολογίας, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στην άμεση αποκάλυψη του Θεού. Εδώ στεκόμαστε μπροστά σ’ ένα θρησκειακό μυστήριο, το οποίο κατά τη διαδρομή της ιστορίας των θρησκειών, αποκαλύφθηκε μόνο μία φορά στους ανθρώπους. Στον γήϊνο αυτόν πλανήτη προβάλλει Ένα ιστορικό Πρόσωπο, που είναι αυτός ο άπειρος Θεός. Στα εξωχριστιανικά θρησκεύματα δεν υπάρχει Πρόσωπο, που καθορίζει τη σχέση του με τον Θεό μέσα από αποκαλυπτικές ομολογίες περί της ομοουσιότητός του με τον Θεό Πατέρα και της ενότητός του με Αυτόν: «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα» (Ιω. 10, 30), «αν ξέρατε εμένα, θα ξέρατε και τον Πατέρα μου» (Ιω. 8, 19), «Αυτός που έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα» (Ιω. 14, 9).

Αντίθετα, υπό το φως της θεότητος του Ιησού Χριστού, αποδεικνύεται η ανυπαρξία παρόμοιας Προσωπικότητος στα εξωχριστιανικά θρησκεύματα και βεβαιώνεται η μοναδικότητα του Θεανθρώπου Ιησού, ο οποίος είναι ο προ αιώνων υπάρχων Θεός, σε αντίθεση προς τους υπό ανθρώπων θεοποιούμενους ανθρώπους. Όχι μόνο η προσωπικότητά Του, αλλά και το λυτρωτικό Του έργο προβάλλει στην Ιστορία των θρησκευμάτων ως ασύγκριτο, ως «εντελώς άλλο» και, γι’ αυτό, ως απόλυτο και μοναδικό. Στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό έχουμε τον ίδιο τον Θεό που ενανθρώπησε, ο Οποίος αποκάλυψε τον Εαυτό Του και δίδαξε την αληθινή θεογνωσία, διά της οποίας η πλάνη της πολυθεΐας καταργήθηκε. Σ’ αυτόν και στο μοναδικό προσωπικό Του παράδειγμα έχουμε Αυτόν, που έδωσε τη μόνη γνήσια ηθική ζωή, τον εγκαινιασμό της εν Χριστώ ζωής, η οποία και μόνη σώζει, που αίρει τον επερχόμενο χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό, λόγω της αμαρτίας. Αυτά δε, σε αντίθεση προς τις ποικίλες αντιθέσεις και αντιφάσεις των πλανεμένων ανθρώπινων ηθικών συστημάτων.

Επομένως, στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό έχουμε Εκείνον διά του Οποίου γνωρίσαμε τον αληθινό Θεό, τον Μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, Εκείνον που ένωσε τα διαχωρισμένα, τον πραγματικό Λυτρωτή του ανθρώπινου γένους, ο Οποίος σήκωσε εκούσια, χωρίς Αυτός να έχει ενοχή ή αμαρτία, την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος και τις αμαρτίες μας, και υψώθηκε, φέρνοντας κι αυτές, πάνω στον Σταυρό, και μας ελευθέρωσε απ’ αυτές και από τις θανάσιμες συνέπειες τους. Με τον Σταυρό δε και την Ανάστασή Του, κατάργησε τον θάνατο και απαγκίστρωσε απ’ αυτόν το αιχμάλωτο σ’ αυτόν ανθρώπινο γένος, αφού εγκέντρισε αυτό στον Εαυτό του. Έτσι, εν Χριστώ Ιησού έχουμε την εκπλήρωση και την ολοκλήρωση της από αιώνων νοσταλγούμενης λύτρωσης του ανθρώπου.

«Σήμερα ο παράδεισος άνοιξε για τους ανθρώπους και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης μας καταφωτίζει», αναβοά η Αγία μας Ορθόδοξος Ελληνική Εκκλησία, κατά την μεγάλη εορτή των Επιφανείων: «Σήμερα λυτρωθήκαμε από το σκοτάδι και από το φως της θεογνωσίας καταλάμπουμε. Σήμερα η ομίχλη του κόσμου καθαρίζεται με την επί γης παρουσία του Θεού μας. Σήμερα λάμπει όλη η κτίση άνωθεν. Σήμερα η πλάνη καταργήθηκε, και οδόν σωτηρίας απεργάζεται για μας ο ερχομός του Δεσπότου.

Διότι Συ είσαι Θεός απερίγραπτος και χωρίς αρχή και χωρίς δυνατότητα να σε εκφράσουν! Ήλθες στη γη, παίρνοντας τη μορφή δούλου, αφού έγινες όμοιος με τον άνθρωπο. Διότι δεν ανεχόσουν, Δέσποτα, λόγω της ευσπλαχνίας Σου, να βλέπεις να τυραννιέται απ’ το διάβολο το ανθρώπινο γένος, αλλά ήλθες και μας έσωσες. Διότι Συ, ο Θεός μας, φάνηκες πάνω στη γη και συναναστράφηκες με τους ανθρώπους»3.

Στην μεγαλειώδη αυτή ευχή προβάλλει ανάγλυφο το όλο πεδίο της παγκόσμιας ιστορίας, επάνω στο οποίο και για το οποίο τελεσιουργήθηκε η λύτρωση, διά του ενανθρωπήσαντος Θεού στον Θεάνθρωπο Κύριό μας Ιησού Χριστό. Τούτο δε για πρώτη και μοναδική φορά στην παγκόσμια ιστορία, αλλά και πλήρως και οριστικά.

Ο Ιησούς, ο ενανθρωπήσας Θεού Λόγος Θεός, είναι ο μόνος πραγματικός ιστορικός Θεάνθρωπος. Απ’ εδώ και η ιδιοτυπία του Χριστιανισμού και το ασύγκριτό του με τα άλλα θρησκεύματα. Οι θεάνθρωποι, που πλάστηκαν απ’ αυτούς στην φαντασία τους, είναι απλές φανταστικές εκδηλώσεις της νοσταλγούμενης παρουσίας του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, η οποία μόνο εν Χριστώ έγινε πραγματικότητα.

Έτσι, εξ αφορμής των μυθευόμενων ενανθρωπήσεων θεών στους Ινδούς, αποδείχτηκε ήδη θρησκειολογικά, ότι όλες οι εκτός χριστιανισμού φερόμενες ενανθρωπήσεις θεών είναι, όπως και αυτοί, φανταστικές και ιστορικώς ανύπαρκτες, έναντι της εφάπαξ ενανθρωπήσεως του Θεού προς λύτρωση των ανθρώπων, είναι δηλ. εκφράσεις της θεανθρώπινης προσδοκίας και της νοσταλγούμενης λύτρωσης, η οποία τελεσιουργείται, τουτέστι γίνεται πραγματικότητα, μόνον διά του πραγματικού Λυτρωτού, δηλ. διά του Ιησού Χριστού που είναι ο μόνος ιστορικός Θεάνθρωπος στον οποίο πραγματικά ενανθρώπησε ο Αληθινός Ένας μόνος Θεός.

Έτσι στα ινδικά θρησκεύματα, λ.χ. η ιδέα της ενανθρωπήσεως θεών προς βοήθεια των ανθρώπων, παραμένει μόνο ιδέα, στο πλαίσιο της φανταστικής ανακυκλήσεως των μεταβιώσεων ή αναγεννήσεων (σαμσάρα) στην ινδική διδασκαλία. Θεωρείται μάλιστα δε, ότι πραγματοποιείται κατ’ επανάληψη σε κάθε περίοδο του κόσμου. Ως τέτοια λοιπόν, είναι εντελώς διαφορετική από την εφάπαξ ενανθρώπηση του Θεού εν Χριστώ.

Το κύριο και ουσιώδες χαρακτηριστικό των λεγομένων αυτών επαναληπτικών δήθεν ενανθρωπήσεων θεών είναι, ότι ουδέποτε και πουθενά δεν λέγεται στις Ινδίες για έναν ορισμένο άνθρωπο, που πράγματι έζησε στην Ιστορία, ότι, αυτός ο άνθρωπος ήταν Θεός. Γίνεται λόγος για κάθε είδος ανθρώπων, ότι δήθεν σ’ αυτούς υπήρξε ενσάρκωση ενός Θεού. Αλλά τούτο είναι κατ’ ουσίαν εντελώς διαφορετικό της περί Χριστού από κάθε άποψη ιστορικής διαπίστωσης, ότι δηλαδή αυτός ο ένας και μόνο αυτός, ο ένας Άνθρωπος Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ήταν πράγματι ο ζωντανός Θεός με ανθρώπινη μορφή.

Η ινδική διδασκαλία περί ενανθρωπήσεων θεών αποτελεί απλά απόδειξη της υπάρχουσας και στα ινδικά θρησκεύματα νοσταλγίας για ενανθρώπηση του Ενός Θεού. Αλλά η νοσταλγία παραμένει δυστυχώς γι’ αυτούς νοσταλγία. Αυτή δεν εκπληρώνεται. Εκπλήρωση και πραγματοποίηση της νοσταλγούμενης λύτρωσης ήλθε αληθινά και πραγματικά, μόνο εν Χριστώ. Ότι η ενανθρώπηση του Θεού ήταν αναγκαία, το διαισθάνονται οι Ινδοί. Αλλά όλες οι απόπειρες να πουν κάτι περί του τί και πώς της πραγματικής ενανθρωπήσεως, είναι εντελώς πλανεμένες. Ή μένει η ιδέα, ότι πρέπει ο Θεός να ενανθρωπήσει, απλώς ιδέα, ή, όπου λέγεται, ότι σ’ αυτόν ή σ’ εκείνον τον άνθρωπο υπήρξε δήθεν ένας θεάνθρωπος, τούτο είναι νόθα, δηλ. μη γνήσια, εκτροπή από την πραγματική ενανθρώπηση. Διότι ο ένας Θεός, ο πραγματικός Θεός, μόνο μία φορά θα έπρεπε να γίνει άνθρωπος, γι’ αυτό και πραγματικά μόνο μία φορά ενανθρώπησε. Αυτό και αρκεί. Τελεσιούργησε ο Θεός, κατά την μοναδική ενανθρώπησή Του, τη σωτηρία μας. Έτσι η σωτηρία έχει συντελεστεί. Δεν έχει ανάγκη επαναλήψεως. Ακριβώς άρα γι’ αυτό, οι επαναλήψεις των δήθεν ενανθρωπήσεων θεών, υπό την μορφή περισσοτέρων ανθρώπων, αποδεικνύουν, ότι σ’ αυτές δεν υπάρχει πραγματική ενανθρώπηση του ενός ζώντος θεού.

Και στους Ιρανούς ήδη, η από τον Ζωροάστρη προσδοκία του Σωτήρα (Saoshyant) παραμένει απραγματοποίητη νοσταλγία. Πουθενά δεν λέγεται ότι ο Σωτήρας ήρθε και πραγματοποίησε τη λύτρωση από την αμαρτία και την ενοχή, όπως πραγματικά αυτό έγινε. Και πραγματοποιήθηκε αυτή εν Χριστώ Ιησού.

Η διαφορά των φανταστικών θεανθρώπων από τον νοσταλγηθέντα πραγματικό Θεάνθρωπο, έγκειται σ’ αυτό, ότι δηλαδή ο πραγματικός Θεάνθρωπος, ο μοναδικός, είναι αυτός μόνον ιστορικός, είναι Προσωπικότητα, που ανήκει στην παγκόσμια Ιστορία, σ’ ολόκληρη την οποία δίδει νέο νόημα. Αποκαλύπτει δηλ. ο Χριστός και το νόημα της προ Αυτού Ιστορίας, το όλο σχέδιο της Προνοίας του Θεού για τον κόσμο στο ιστορικό επίπεδο.

Ορθώς έχει λεχθεί, ότι «μία νέα κατανόηση του κόσμου, της ιστορίας και του ανθρώπου είναι δυνατή από της εμφανίσεως του Χριστού»4. «Η ιστορία είναι πάντοτε, στη βαθύτατη έννοια, του Θεού ιστορία»5.

Ό,τι φανερώνεται στην Ιστορία και ό,τι δίδεται στη συνείδηση, ως Θεού βούληση, είναι τελικώς το ίδιο, με αυτό που φανερώνεται πραγματικά μόνο με την πίστη. Και το αντικείμενό της είναι «η αιωνιοποίηση της Ιστορίας και η ιστοριοποίηση του Αιωνίου. Αυτό είναι το θαύμα και μάλιστα το θαύμα της ενανθρωπήσεως, της ενσαρκώσεως»6. «Για τον πιστό, ο οποίος ζητεί τον σκοπό του κόσμου στον Θεό, η διαδρομή του κόσμου είναι στην πραγματικότητα ιστορία της σωτηρίας από την αρχή της, στην δημιουργία του Θεού, μέχρι το τέλος της, στο τέλος του κόσμου» 7.

* Απόσπασμα από το βιβλίο: «Η Παγκόσμιος Προσδοκία Θεανθρώπου Λυτρωτού», νεοελληνική απόδοση επιμέλεια: Βαρβάρα Καλογεροπούλου Μεταλληνού, Μαρία Ζέρβα, έκδοση της Π.Ε.Γ. (2003).

1. Ὅπ. π. σ. 17.

2. Ὅπ. π. σ. 19.

3. Ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, που διαβάζεται στις 6 Ιανουαρίου ως ευχή του Μ. Αγιασμού

4. G . van der Leew, Phänomenologie der Religion, Tübingen 1933, σ. 633.

5, Ὅπ. π. σ. 535.

6. Ὅπ. π. σ. 536.

7. Ὅπ. π. σ. 552.

Πηγή: Περιοδικό Διάλογος, Τεύχος 41

Σημ. Ο αείμνηστος Λεωνίδας Φιλιππίδης ήταν Καθηγητής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.