Το αρνάκι της γριάς – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Σ’ ένα χωριό, που συνόρευε με την έρημο, ζούσε μιά φτωχή γριά. Όλα κι όλα τα υπάρχοντα της ήταν το καλυβάκι της, τα ρούχα που φορούσε, ένα τσουκάλι κι ένα αρνάκι.
Μιά μέρα που έλειπε από το καλύβι, μερικοί νεαροί του χωριού, της έκλεψαν το αρνί της. και σάν να μήν έφθανε αυτό, το κουβάλησαν έξω από το χωριό και το σφάξανε. Γύρισε η γριά και δέ βρήκε το ζωντανό. Έψαξε από δω, έψαξε από κει, τίποτα. το καλύβι ήταν στην άκρη του χω¬ριού, γείτονες δέν ειχε να τους ρωτήσει. Πήγε στην πλατεία να βρει τον προεστό.
«Εχασα το πρόβατο μου, του λέει. Πές στον ντελάλη να βγει να διαλαλήσει μήπως το βρήκε κανείς.
Και ποιός θα πληρώσει τον ντελάλη; την αποπήρε ο προεστός.
«Εφυγε πληγωμένη. Γύρισε στο καλυβάκι της κι άρχισε να κλαίει. το γάλα του προβάτου τη στερέωνε, το μαλλί του την έντυνε. Τώρα τί θ’ απογινόταν;
Ωστόσο, μέσα στην τόση στενοχώρια της, μιά ιδέα άστραψε στο μυαλό της: «Θα πάω να βρω το γέροντα. Αυτός θα με βοηθήσει. Όλοι λένε πως είναι πολύ καλός». Σκούπισε τα μάτια της και ξεκίνησε.
Ο γεροΙωάννης ειχε το κελλί του στα ριζά ενός γρανιτένιου βράχου, τρεις ώρες πεζοπορία από το χωριό. Όμως η απόσταση δέν τρόμαξε τη γριά. Ήταν μαθημένη. Σαν έφτασε, βρήκε το γέροντα να προσεύχεται γονατιστός. Δέν τόλμησε να τον διακόψει, αλλά εκείνος αισθάνθηκε την παρουσία της.
Τί θέλεις, κυρά; τη ρώτησε με καλοσύνη.
«Εχασα το αρνάκι μου, άρχισε η γριά και την πήραν τα κλάματα.
Με λίγα λόγια, που τα έκοβαν οι λυγμοί, του διηγήθηκε το πάθημά της.
‘Ησύχασε, κυρά. Θα έρθω μαζί σου ώς το χωριό, για να μου δείξεις πώς και πού έχασες το πρόβατο σου.
Πεζοπόρησαν παρέα. η γριά ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη για τον άνθρωπο που δέ λογά¬ριασε ούτε τη ζέστη, ούτε τον κόπο του δρόμου, μόνο και μόνο για να τη βοηθήσει. Μόλις φτάσα¬νε στο χωριό, τον οδήγησε στο καλύβι της.
Νά, γέροντά μου, εδώ έξω το είχα. Βλέπεις, να η τριχιά του, να και το παλούκι. Είχα πάει να μαζέψω λίγα χόρτα. στο γυρισμό έλειπε το αρνά¬κι μου…
Σου το κλέψανε, ευλογημένη! Τα αρνιά δέν κόβουν τις τριχιές τους.
Στάθηκε για λίγο αμίλητος κι η γριά τον κοίταξε, περιμένοντας την απόφασή του.
Πάμε στην πλατεία, της είπε.
Η πλατεία δέν ήταν μεγάλη. Όμως εκεί συνήθιζαν να μαζεύονται οι χωριανοί για να κλεί¬νουν δουλειές και να μαθαίνουν τα νέα της ημέρας. Έτσι η κίνηση δέν έλειπε ποτέ. ο γέρον¬τας στάθηκε στη μέση και άρχισε να προσεύχεται σιωπηλά. Γρήγορα μαζεύτηκε γύρω του ένα μικρό πλήθος.
Ο πάτερ ‘Ιωάννης!
Γιατί ήρθε; Τί τρέχει;
Ποιός ξέρει…
Ψιθύριζαν οι άνθρωποι κι αντάλλαζαν τις γνώμες τους. Γνώριζαν και σέβονταν τον γέροντα για την αρετή και τη φιλανθρωπία του. τον παρακολουθούσαν με δέος και περιέργεια. Δίπλα του η γριούλα στεκόταν ταπεινή και αμήχανη.

Κάποια στιγμή ο γέροντας διέκοψε την προσ¬ευχή του και σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό, «Ολοι τον μιμήθηκαν και είδαν ένα μεγάλο κόρακα να πετά πάνω από την πλατεία, να βουτά σχεδόν κάθετα στο πιο κοντινό αμπέλι, και πάλι να σηκώνεται κρατώντας στο ράμφος του ένα κομμάτι κρέας*
Ελάτε μαζί μου, φώναξε ο γέροντας. Μπρός εκείνος και πίσω οι χωριανοί, τράβηξαν για το αμπέλι. η γριά ακολουθούσε. Σάν έφτασαν εκεί ο γερο-Ιωάννης προχώρησε με σιγουριά ανάμεσα στις κουρβούλες, με τους άλλους ξωπίσω του. Σ’ ένα σημείο που τα φυτά ήταν πιό ανάρια, κάθονταν οι νεαροί.

Μπροστά τους βρίσκονταν τα απομεινάρια του αρνιού. το είχαν ψήσει και το είχαν ξεκοκκαλίσει.
Βλέποντας μπροστά τους το γέροντα και τους χωριανούς μαρμάρωσαν. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ήταν φανερό πως δέν περίμεναν ν’ ανακαλυφθούν.
Λοιπόν, τί έχετε να πείτε; ρώτησε αυστηρά ο Ιωάννης.
Οι χωριανοί παρακολουθούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν.
Μά τί τρέχει; ρώτησε κάποιος.
Θα σας το πουν τα παλληκάρια από δώ, αποκρίθηκε ο γέροντας και το βλέμμα του εκαμε τους νεαρούς να ζαρώσουν.. Εμπρός, συνέχισε, πέστε το κατόρθωμα σας.

Με το κεφάλι σκυφτό διηγήθηκαν τα καθέκαστα της κλοπής: πως είδαν τη γριά να φεύγει, πως εκεί γύρω δέν υπήρχε κανένας για να τους μαρτυρήσει, πως ήταν παιχνιδάκι να λύσουν την τριχιά από το λαιμό του αρνιού και να το μεταφέρουν στο αμπέλι.

Και δέ ντραπήκατε να κλέψετε από μιά φτωχή γυναίκα το μοναδικό της ζωντανό; τους κατσάδιασε ο γέροντας. Δέν ξέρετε πως η κλεψιά είναι αμαρτία;
Κούνησαν τα κεφάλια τους.
Τώρα που το λές γέροντα…, μουρμούρισε ο ένας.
Εγώ εχω μετανοιώσει κιόλας, κλάφτηκε ο άλλος.
Θα μας πάς στο δικαστή; ρώτησε ο τρίτος.
Τον κοσμικό δικαστή φοβάσαι; τον αποπήρε ο Ιωάννης και δέ λογαριάζεις πιό πολύ πως έφταιξες στο Θεό; Ποιός νομίζεις ότι είναι πιό δίκαιος και πιό φοβερός κριτής;
• Ο νέος κοκκίνησε.
Μακάρι να μήν ειχε γίνει ό,τι έγινε, είπε συντριμμένος.
Τέλος πάντων, το κακό γίνηκε, αλλά μου φαίνεστε ειλικρινά μετανοιωμένοι. Όμως αυτό δέν φτάνει! Χρειάζεται μετάνοια και στην πράξη, είπε ο γέροντας πιό μαλακά τώρα.

Πές μας τί θέλεις να κάμουμε.
Να αποζημιώσετε τη γερόντισα, τους συμβούλεψε.
Θα της αγοράσουμε ένα άλλο αρνί, υποσχέθηκαν οι νεαροί.
Και για ενα μήνα δέ θα φάτε κρέας, θα σας κάμει καλό λίγη νηστεία, τους σύστησε ο γέροντας.
Τους ευλόγησε όλους και τράβηξε για την έρημο.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος» Αθήνα 1995. Σελ. 37 – 43.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.