Κυριακή ΚΘ’ Επιστολών (των Προπατόρων): Ο παλαιός άνθρωπος – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

Κολ. 3,4-11

«…Απεκδυσάμενοι τον παλαιόν
άνθρωπον συν ταις πράξεσιν
αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον»
(Κολ. 3,9-10)

Στην αποστολική περικοπή, που διαβάστηκε σήμερα σ’ όλους τους ναούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο ένας τύπος ανθρώπου είνε «ο παλαιός» (Κολ. 3,9), κι ο άλλος είνε «ο νέος» (ε.α. 3,10). Έτσι τους ονομάζει. Με ποιον, παρακαλώ, απ’ τους δύο μοιάζουμε, με τον παλαιό ή με τον νέο; Αλλά πριν απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να δώσουμε κάποια ερμηνεία σ’ αυτές τις δύο λέξεις που αναφέρει ο Απόστολος.
«Παλαιός»- «νέος». Μη νομίσετε, ότι οι λέξεις έχουν σχέσι με την ηλικία. Μπορεί να είνε ένας πολύ ηλικιωμένος, γέρος 80 ή 90 χρονών, κι όμως είνε νέος. Και πάλι μπορεί να είνε νέος στην ηλικία, πάνω σ’ όλη την ακμή της νεότητος, κι όμως να είνε παλαιός. Τι είνε άραγε εκείνο που τον ένα άνθρωπο τον κάνει παλαιό, και τον άλλο τον κάνει νέο;
«Παλαιός άνθρωπος»! Στη δημοτική γλώσσα λέγεται παλιάνθρωπος. Παλιάνθρωπος; Τόλμησε να πης έναν άλλον άνθρωπο παλιάνθρωπο, και θα δης τι θα γίνη· θα θυμώση, θα εξαγριωθή και θα σου κάνη μήνυσι. Κι αυτό θα είνε το λιγώτερο. Γιατί υπάρχουν και χειρότερα· υπάρχει περίπτωσι που , όταν κάποιος άκουσε να τον λένε παλιάνθρωπο, πήρε πιστόλι και σκότωσε αυτόν που τον είπε έτσι. Κάθε άνθρωπος έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και δεν επιτρέπει να τον ονομάζουν έτσι. Εγώ παλιάνθρωπος; Σου λέει. Πρέπει να πλύνης το στόμα σου με ροδόσταμο για ν’ αναφέρης τα’ όνομά μου… Και ο πιο διεφθαρμένος άνθρωπος υπερασπίζει την τιμή του ονόματός του. Άτιμο και παλιάνθρωπο δεν θέλει κανένας να τον ονομάσουν. Καθένας, και μάλιστα αυτός που είνε οικογενειάρχης, θέλει ν’ αφήση στα παιδιά του και στα εγγόνια του καλό όνομα. Γιατί το καλό όνομα ζυγίζει παραπάνω από ένα τόννο χρυσάφια και διαμάντια. Το καλό όνομα είνε θησαυρός ανεκτίμητος.
«Παλαιός άνθρωπος»! Και όμως, αγαπητοί μου· παρ’ όλη την καλωσύνη που δείχνουν εξωτερικώς πολλοί άνθρωποι, και για την εξωτερική αυτή καλωσύνη και ευγένεια ονομάζονται καλοί άνθρωποι, υπάρχει στο βάθος πολλή κακία και διαφθορά. Ο «παλαιός άνθρωπος» είνε κρυμμένος στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Ο άνθρωπος, κι αυτός ακόμα που ονομάζεται καλός, μοιάζει μ’ ένα πηγάδι πολύ βαθύ, που στην επιφάνειά του φαίνεται καθαρό· αν όμως πάρης ένα κουβά κι αρχίσης να το αδειάζης και φτάσης στον πάτο, τότε θα δης πόση ακαθαρσία ήταν κρυμμένη στο βάθος του πηγαδιού. Έτσι είνε κι ο άνθρωπος· απ’ έξω φαίνεται καλός, αλλά μέσα στην καρδιά του, που τη βλέπει μόνο ο Θεός, πόση διαφθορά και κακία είνε κρυμμένη! Μόνο όσοι δεν πήραν ποτέ στα χέρια τους το Ευαγγέλιο και δεν το έκαναν καθρέφτη για να δουν σ’ αυτόν την κακία και τη διαφθορά τους, μόνο αυτοί, ενώ το πρόσωπό τους είνε γεμάτο μουτζούρες, μπορούν να λένε, ότι είνε καθαροί και άγιοι κι ότι σ’ αυτούς δεν ταιριάζει η ονομασία «παλαιός άνθρωπος». Όσοι όμως διαβάζουν το Ευαγγέλιο και βλέπουν σε ποιο ύψος αρετής θέλει ο Χριστός τον άνθρωπο, κ΄ εξετάζουν, τον εαυτό τους και βλέπουν πόσο μακριά είνε από το ιδανικό μιας αγίας ζωής που κήρυξε και έζησε ο Χριστός, μόνο αυτοί έχουν το «γνώθι σαυτόν», και συμφωνούν με τον Παύλο, και συντετριμμένοι απ’ τη συναίσθησι της αμαρτωλότητος τους γονατίζουν και παρακαλούν το Θεό, να ξερριζώση από μέσα τους το δέντρο της αμαρτίας με τα πολλά κλαδιά, και να φυτέψη μέσα στην καρδιά τους το νέο δέντρο της αρετής και της πίστεως.

********************

«Παλαιός άνθρωπος»! ο ΆΝΘΡΩΠΟς, όπως και άλλοτε μας δόθηκε αφορμή να κηρύξουμε, δεν είνε όπως βγήκε απ’ τα χέρια του Δημιουργού. Ο άνθρωπος, όπως τον έπλασε ο Θεός, ήταν ένα έξοχο δημιούργημα· ήταν σαν άγγελος, και διέφερε απ’ τους αγγέλους μόνο στο ότι είχε σώμα. Κακία μέσα του δεν υπήρχε. Τα έβλεπε όλα με αθωότητα. Ήταν υγιής κατά πάντα. Και δεν θα πέθαινε ποτέ. Αυτός ήταν ο άνθρωπος όπως βγήκε απ’ τα χέρια του Θεού. Αλλ’ αλλοίμονο! Μέσα στον άνθρωπο, από δική του απροσεξία, μπήκε το πρώτο μικρόβιο, που γέννησε όλα τα εκατομμύρια των μικροβίων που προξένησαν και προξενούν τόση καταστροφή στον κόσμο. Και το πρώτο μικρόβιο είνε αυτό που η Γραφή ονομάζει «αμαρτία». Η αμαρτία έβγαλε τον άνθρωπο από τον παράδεισο. Αυτή έρριξε τον άνθρωπο άρρωστο στο κρεβάτι. Αυτή έφερε τον πόνο και τα δάκρυα στον κόσμο. Αυτή έσπρωξε τον Κάιν να σκοτώση τον αδελφό του. Αυτή ώπλισε αι οπλίζει τους ανθρώπους με μαχαίρια και τσεκούρια και με άλλα ακόμη πιο φοβερά όπλα, για να σκοτώνωνται, αντί να ζουν όλοι αγαπημένοι σαν παιδιά του Θεού. Αυτή, ναι η αμαρτία, άλλαξε τον άνθρωπο, κατέστρεψε την αγγελική ομορφιά που είχε, τον γέμισε με ρυτίδες και πληγές, τον έκανε αγνώριστο, ώστε οι άγγελοι, που τον έβλεπαν σ’ αυτή την αθλία κατάστασι, να λένε· Αυτός είνε ο άνθρωπος που βγήκε απ’ τα χέρια του Θεού;… Αυτόν τον άνθρωπο της κακίας και αθλιότητος και διαφθοράς έχει υπ’ όψι του και ο απόστολος Παύλος, όταν ονομάζη τον άνθρωπο «παλαιόν» (ε.α.).
«Παλαιός άνθρωπος»! Ξέρετε πως μοιάζει ο παλαιός άνθρωπος; Υποθέστε, ότι ένας γλύπτης κάνει από καθαρό μπρούτζο ένα άγαλμα. Όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια του όλοι το θαύμασαν. Οι ακτίνες του ηλίου, που έπεφταν πάνω του, το έκαναν ν΄ αστράφτη. Αλλ’ από τότε που το έστησαν μέχρι σήμερα περάσανε δυο και τρεις χιλιάδες χρόνια. Βάρβαροι το γκρέμισαν απ’ τη θέσι του. Το άγαλμα, εγκαταλελειμμένο, σκεπάστηκε αργότερα απ’ τα χώματα και τις ακαθαρσίες. Χρόνια, αιώνες, ήταν εκεί θαμμένο. Ήρθε όμως κάποιος, έσκαψε και το βρήκε. Ήταν σε άθλια κατάστασι· τίποτε δεν θυμίζε την πρώτη του δόξα. Αλλ’ ο τεχνίτης- και τεχνίτης απαράμιλλος ήταν αυτός που το ανέσυρε- δεν απαελπίστηκε. Το πήρε, το έρριξε μέσα στο καμίνι, το έλειωσε, κι από το ίδιο υλικό έκανε πάλι το άγαλμα, που ήταν χίλιες φορές ωραιότερο από το πρώτο.
Με καταλάβατε τι θέλω να πω με το παράδειγμα αυτό; Παραβολικώς σας μίλησα. Άγαλμα είνε ο άνθρωπος· άγαλμα έξοχο, άγαλμα όχι άψυχο αλλ’ έμψυχο, άγαλμα με νου και καρδιά. Ένα άγλαμα κάποιος το κάνει. Αλλά το άγαλμα αυτό που λέγεται άνθρωπος ποιος το έκανε; Ο Θεός το έκανε. Όποιος πη, ότι έτσι φύτρωσε, δεν είνε στα λογικά του. Το άγαλμα το κάνει ο γλύπτης· τον άνθρωπο τον έκανε ο μέγας καλλιτέχνης που λέγεται Θεός. Τα αγάλματα τα τρώει η σκουριά, τα καταστρέφουν οι βάρβαροι. Και τον άνθρωπο; Τον καταστρέφει η σκουριά της αμαρτίας και τα βαρβαρικά πάθη. Αγνώριστος πια κατήντησε ο άνθρωπος.
Ε, αυτό τον άνθρωπο, τον κακό και διεφθαρμένο, το φονιά και τον εγκληματία, τον πόρνο και το μοιχό, τον γεμάτο από κακίες και πάθη, αυτό τον άνθρωπο, τον «παλαιόν άνθρωπον» (ε.α.), ήρθε ο Χριστός, ο Θείος καλλιτέχνης, τον πήρε, τον έρριξε μέσα στο φλογερό καμίνι της αγάπης του, και από ‘κει μέσα ο παλαιός άνθρωπος, ο φονιάς και ο ληστής, βγήκε νέος άνθρωπος, βγήκε άγιος. Κι ο κόσμος είδε και θαύμασε και είπε· Μόνο ο Χριστός έχει τη δύναμι να παίρνει τα παλιά πράγματα και να τα κάνη νέα· να παίρνη τα κάρβουνα και να τα κάνη διαμάντια· να παίρνη τη σκουριά και να την κάνη χρυσάφι. Σ’ αυτόν, το Χριστό, το Δημιουργό του παντός, τον σοφό Καλλιτέχνη, τιμή και δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Από το βιβλίο: Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: (Σύντομα κηρύγματα επί των Αποστολικών Περικοπών). Γ’ έκδοσις. 2000.

Παράβαλε και:
Κυριακή ΚΘ. επιστολών ή των Προπατόρων: Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «Βασιλίσκος και αετός», Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Κατηγορίες: Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.