Φως εσπερινόν – Φώτη Κόντογλου.

Απάνου στα κεραμίδια της εκκλησιάς ανεμίζουνται κάτι ψιλά χορτάρια. Από μέσα όμως από τον κουμπέ είναι ο Παντοκράτορας, σαν να σκύβει από τον ουρανό «επιβλέπων επί πάντας τους υιούς των ανθρώπων». Η κεφαλή Του είναι μεγαλόπρεπη με πυκνά και άφθονα μαλλιά, οπού πέφτουνε στον αριστερόν ώμο Του. Το γένι Του είναι πυκνό. Η έκφρασή Του είναι απλή, με ταπείνωση και με πραότητα˙ έχει ωστόσο ένα θεϊκό μεγαλείο. Πλατύλαιμος, μ’ ανοιχτό πουκάμισο, με φαρδιές πλάτες και με τα χέρια ανασηκωμένα, όπως πάγει ο γύρος. Είναι περιτυλιγμένος μέσα σ’ έναν φαρδύν μανδύα, σα να αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. «Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον Αυτού!» Με το δεξί χέρι Του βλογά τον κόσμο, και με τ’ αριστερό Του κρατά το Βαγγέλιο, τον Νόμο του Θεού.
Ησυχία βασιλεύει όλη την ημέρα στον τρούλλο, ακόμα και τότες που βουΐζουνε όξω η θάλασσα και τα δέντρα από τον άνεμο. Διάφορα μαμούδια πετάμενα, χρυσόμυγες, μελίσσια, φτερουγίζουνε εκεί απάνου και βουίζουνε ολόγυρα στους Προφήτες, ύστερ’ ανεβαίνουνε κλωθογυρίζοντας στο μεγάλο Παντοκράτορα˙ μάλιστα μια σφήγκα έχει κολλημένη τη χωματένια φωλιά της σε μια ζαρωματιά που σκεδιάζει το πουκάμισο Του. Ο Χριστός όλα τα δέχεται με καλοσύνη.
Προς το βράδυ, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένο πύργο, σα να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τούτην την ιερή ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, βουίζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης. Σιμώνει με ευλάβεια στο θεϊκό πρόσωπο, προσκυνά το μέτωπο, μια χαϊδεύει το μουστάκι, μια τα άγια τα μαλλιά , ύστερα ανεσπάζεται το χέρι Του, φτερουγίζει στο Βαγγέλιο σα να μετρά τα μαργαριτάρια που το πλουμίζουνε, παίρνει βόλτα στους ώμους του Θεού, ψάχνει μέσα στις δίπλες που κάνει το φόρεμά Του. Παίρνει βόλτα πολλές φορές τον κουμπέ, οσμίζοντας το λιβάνι και το κερί που μοσκοβολά από αιώνες κολλημένο απάνου στον καπνισμένον θόλο. Ώρα πολλή ακούγεται το ίσο που βαστά κείνο το αθώο μαμούδι, ο λεγόμενος χαμπαρολόγος, σα να μη θέλει να χωριστεί από τον Χριστό για να πετάξει στα βουνά, σα να λέγει με το βουρβούρισμά του: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων!» Τ’ άγιο κείνο φτερωτό, σα να ‘ναι κανένα μικρό Σεραφείμ, αγάλλεται μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου. Κ’ Εκείνος βλέπει από πάνου με πραότητα. Το χέρι Του δεν κουράζεται ν’ απλώνει σε σχήμα ευλογίας, δε σαλεύει για να διώξει τ΄αθώο το πεταλούδι που βουίζει στ’ αυτιά Του, μπαίνει στα μάτια Του, χαϊδεύει το λαιμό Του. Κείνο πάλε ξέρει πως είναι ο πατέρας του και δε φοβάται την αυστηρή ματιά Του, κι ολοένα μουρμουρίζει, ως που μονομιάς κόβεται το βούισμα, γιατί βγήκε από το στενό θυρίδι κ’ έφυγε στον αγέρα.
Από κάτου κείνη την ώρα λέγει ο καλόγερος με φωνή ήσυχη το «Φως ιλαρόν» ενώ ο ήλιος βασιλεύει και τελειώνει η μέρα. «Φως ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διο ο κόσμος Σε δοξάζει.»
Δάκρυα έρχονται στα μάτια τ’ ανθρώπου ακούγοντας αυτά τ’ αρχαία λόγια, οπού ‘ναι απλά κ’ αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο, που ‘ναι ακουμπισμένο απάνου στ’ αναλόγι, γράφει πως είναι ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος. Παμπάλαιος ύμνος, που τον λένε κάθε βράδυ σαν τελειώνει η μέρα, από δυο χιλιάδες χρόνια ίσαμε τα σήμερα, απλοί άνθρωποι που βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορείτη καλόγερα, που ‘ναι και στο πρόσωπο σαν τους παλαιούς.

Ακατάλυτη ελληνική φύτρα! Ποτές δεν θα ξεραθείς, ποτές, δε θα πεθάνεις! Από το γέρικο και τιμιώτατο κορμί σου πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια, που γεύοντάς τα και τ’ αγρίμια ημερεύουνε! Σε κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο κόσμος, μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια, ως που δεν αργείς να φέρεις άλλον δράκο στον κόσμο, κι αποσβολώνουνται!
Ας παρατήσουνε πια τους παλαιούς Έλληνες, κι ας ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο, που κράζει από την Κύπρο:
Η Ρωμιοσύνη ειν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου.
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ‘πο τάψη ο Θεός μου.
η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όντας ο κόσμος λείψει.

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.