Το λιοντάρι, ο Γέροντας και το γαϊδούρι – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Ένα μίλι πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό, υπήρχε το μοναστήρι του αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη. Διηγούνται, λοιπόν, πως κάποια μέρα, που ο άγιος περπατούσε στην όχθη του ποταμού, συνάντησε ένα λιοντάρι. Το ζώο βρυχιότανε τρομαχτικά κι όλα τα τετράποδα και τα ερπετά τρέξανε να κρυφτούνε. Ως και τα κα¬λάμια της ακροποταμιάς αναρριγήσανε και τα βατράχια σωπάσανε. Όμως ο γέροντας δεν ετρόμαξε. Κατάλαβε πως το λιοντάρι πονούσε. Κι α¬λήθεια, το περήφανο ζώο τον πλησίασε και του έδειξε το δεξί μπροστινό του πόδι. Ο γέροντας κάθισε, πήρε στα χέρια του το πόδι και το εξέ¬τασε: μια μεγάλη αγκίδα είχε μπει στη σάρκα, κι εξαιτίας της, το μέρος εκείνο είχε πρηστεί κι ήταν γεμάτο πύο.
«Γι’ αυτό πονάς τόσο πολύ, φίλε μου», μονολόγησε.
Με υπομονή κι επιδεξιότητα, τράβηξε την αγκίδα, ζούληξε το πρήξιμο να φύγει το πύον κι έδεσε την πληγή, σκίζοντας ένα κομμάτι από το ράσο του.
«Πήγαινε τώρα στο καλό», είπε στο λιοντάρι.
Σηκώθηκε και κίνησε για το μοναστήρι. Ό¬μως το λιοντάρι τον ακολούθησε ίσαμε την πύλη της μονής. Παραξενεμένος ο γέροντας στράφηκε στο θηρίο.
«Άντε στο καλό, το πόδι σου θα γειάνει, δε με χρειάζεσαι άλλο», του είπε και τράβηξε για το κελλί του.
Αλλά το λιοντάρι πήγε μαζί του. Όσοι καλό¬γεροι έτυχε να βρίσκονται εκεί γύρω έτρεχαν να κρυφτούν φωνάζοντας: «Ένα λιοντάρι στο μονα¬στήρι!…»
Όμως το λιοντάρι δεν πείραξε κανένα. Ξά¬πλωσε έξω από το κελλί του Γεράσιμου κι αποκοιμήθηκε. Το πρωί ακολούθησε το γέροντα στην εκκλησία και πήγαινε από πίσω του, όπου κι αν τον καλούσαν τα διακονήματά του. Αυτό γινόταν πια κάθε μέρα. Το ζώο ήταν ήμερο σαν αρνάκι κι όλοι στη μονή άρχισαν να το συμπαθούν και να το ταΐζουν πότε ψωμί, πότε όσπρια μουσκεμένα. Κάποιος μάλιστα πρότεινε να του δώσουν και ό¬νομα κι έτσι το βγάλανε Ιορδάνη, μια και συναν¬τήθηκε με το Γεράσιμο στην όχθη του ποταμού.
Το μοναστήρι είχε κι ένα γαϊδούρι. Κάθε μέρα ένας καλόγερος φόρτωνε στο τετράποδο δυο με¬γάλα κοφίνια, που το καθένα τους χωρούσε τέσσερις στάμνες και κατέβαινε στο ποτάμι για νε¬ρό, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να προμηθευ¬τούν νερό οι μοναχοί. Τον υπόλοιπο καιρό έδιναν στο λιοντάρι το γαϊδούρι να το βόσκει κοντά στην όχθη.
Μια μέρα, το λιοντάρι ξάπλωσε στη λιακάδα και το γαϊδούρι βόσκοντας απομακρύνθηκε αρκετά. Έτυχε τότε να περνά από το μέρος εκείνο ένα καραβάνι, που γύριζε από την Αραβία. Ο καμηλιέρης, βλέποντας το γαϊδούρι ολομόναχο, το πήρε μαζί του. Όταν το λιοντάρι αναζήτησε το γαϊδούρι, δεν το βρήκε. Γύρισε περίλυπο στο μοναστήρι και πήγε ίσια στο γέροντα Γεράσιμο.
«Πού είναι το γαϊδούρι;» ρώτησε εκείνος.
Το λιοντάρι δεν αποκρίθηκε, μόνο τον κοίταξε ένοχα κι έτσι ο γέροντας νόμισε ότι είχε φάει το γάιδαρο!
«Πάει καλά», συνέχισε ο γέροντας. «Αλλά από σήμερα τη δουλειά που έκανε το γαϊδούρι, θα την κάνεις εσύ».
Το θηρίο έσκυψε το κεφάλι και, υπακούοντας στην εντολή του γέροντα, κουβαλούσε τα κοφίνια με τις στάμνες στο ποτάμι κι έφερνε το νερό. Μια μέρα ήρθε στο μοναστήρι ένας στρατιώ¬της να προσκυνήσει. Είδε το λιοντάρι φορτωμένο με τα κοφίνια και το λυπήθηκε.
«Για δες πού κατάντησε ο βασιλιάς των ζώ¬ων», σκέφτηκε.
Κι έδωσε στους αδελφούς τρία νομίσματα, για ν’ αγοράσουν γαϊδούρι. Έτσι το λιοντάρι απαλ¬λάχτηκε από το διακόνημά του.
Και περνούσε ο καιρός.
Κι έτυχε μια μέρα να περιδιαβάζει το λιοντάρι στην ακροποταμιά. Και την ίδια μέρα και ώρα περνούσε από κει ο καμηλιέρης που είχε πάρει το γαϊδούρι. Πήγαινε στην Αγία Πόλη να πουλή¬σει σιτάρι. Μόλις αντίκρυσε το λιοντάρι, παρά¬τησε τις καμήλες του και το γαϊδούρι του κι όπου φύγει φύγει. Το λιοντάρι αναγνώρισε αμέ¬σως το γαϊδούρι και χωρίς να χάσει καιρό, το τράβηξε από το καπίστρι μαζί με τις καμήλες και το οδήγησε στο μοναστήρι. Ήταν καταχα¬ρούμενο και «φώναζε» ότι βρήκε το χαμένο γαϊδού¬ρι. Τότε ο γέροντας κατάλαβε πως είχε αδική¬σει το λιοντάρι. Εκείνο συνέχισε να του είναι αφοσιωμένο κι έμεινε μαζί του πέντε χρόνια. Ύστερα νοστάλγησε την πρωτινή ζωή του κι έφυγε.
Σαν το όρισε ο Θεός, ο γέροντας Γεράσιμος πέθανε. Και σε λίγο καιρό μετά την κοίμησή του γύρισε το λιοντάρι και τον αναζήτησε.
«Αχ, Ιορδάνη», του είπε ο πατήρ Σαββάτιος, ο υποταχτικός του Γεράσιμου, «ο γέροντάς μας, μας άφησε ορφανούς κι έφυγε προς τον Κύριο».
Τότε το λιοντάρι άρχισε να βρυχιέται σπαρα¬χτικά. Οι καλόγεροι πάσχιζαν να το παρηγορή¬σουν. Του φέρανε να φάει και να πιει, τίποτα εκείνο. Θρηνούσε σαν άνθρωπος κι ούτε ήθελε να πιστέψει πως χάθηκε ο ευεργέτης του. Τότε ο πατήρ Σαββάτιος κι ο πατήρ Ακάκιος, ο άλλος μαθητής του γέροντα, του είπαν:
«Έλα μαζί μας, να σου δείξουμε που είναι ο γέροντάς μας».
Και το οδήγησαν στον τάφο του Αγίου Γερασίμου, ως μισό μίλι μακριά από το μοναστήρι. Οι δυο καλόγεροι γονάτισαν μπροστά στο μνήμα, λέγον¬τας:
«Εδώ είναι ο γέροντάς μας».
Τότε το λιοντάρι άρχισε πάλι να κλαίει. Τέλος χτύπησε δυνατά το κεφάλι του στο χώμα και την ίδια στιγμή πέθανε.
Οι δυο μοναχοί κοιτάχτηκαν σαστισμένοι.
«Τι να σημαίνει τάχα όλο αυτό το περιστατι¬κό με τον Ιορδάνη;» ρώτησε ο Ακάκιος. «Τούτο το ζώο φέρθηκε πάντα σαν άνθρωπος».
«Δεν είχε βέβαια λογική ψυχή, ωστόσο η υποταγή του στο γέροντά μας μπορεί να μας έδειξε πόσο υποταγμένα ήταν στον άνθρωπο ακό¬μη και τα πιο άγρια ζώα, προτού βέβαια παρα¬κούσει ο άνθρωπος τη θεϊκή εντολή και διωχτεί από τον Παράδεισο», αποκρίθηκε ο Σαββάτιος.
«Θαρρώ πως έχεις δίκιο, αδελφέ», είπε στοχα¬στικά ο Ακάκιος. «Κοίταξε το νεκρό θηρίο. Δεν του αξίζει να το αφήσουμε στις ύαινες και στα όρνεα», πρόσθεσε.
Ο Σαββάτιος συμφώνησε κι έτσι θάψανε τον Ιορδάνη κοντά στο γέροντά του.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερήμου», Εκδόσεις «Τήνος» Αθήνα 1995. Σελ. 44 – 51.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.