Ο άγιος Αικύτιος – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

Ο άγιος Αικύτιος είχε αξιωθεί να λάβει μεγάλα χαρίσματα από τον Θεό και οδήγησε πολλές ψυχές στον Κύριο με τη διδασκαλία και το κήρυγμά του, το οποίο του ανέθεσε ο Θεός. Αυτός φορούσε πάρα πολύ φτωχικά ρούχα, ώστε όσοι δεν τον γνώριζαν, σιχαίνονταν να του ανταποδώσουν τον χαιρετισμό, όταν τους χαιρετούσε. Όταν ήταν να πάει σε άλλον τόπο, συνήθιζε να παίρνει το πιο ευτελές από όλα τα άλογα του μοναστηριού και να χρησιμοποιεί καπίστρι αντί για χαλινάρι και δέρμα προβάτου αντί για σέλα. Σε ένα δερμάτινο δισάκι κουβαλούσε τα ιερά βιβλία και, όπου και να πήγαινε, άνοιγε την πηγή της Γραφής και πότιζε τη γη των νοημάτων, δηλαδή τον νου του.
Η φήμη του έφτασε μέχρι τη Ρώμη και μερικοί, κινούμενοι από φθόνο, είπαν πολλά σε βάρος του στον πατριάρχη. και δεν έπαψαν να κατηγορούν, ώσπου τον έπεισαν να στείλει τον δεφέενσορα1 Ιουλιανό και να φέρει τον άγιο.
Ο Ιουλιανός πήγε αμέσως στο μοναστήρι του Αικυτίου και εκεί βρήκε τους πιο εξέχοντες αδελφούς να καλλιγραφούν. Τους ρώτησε που είναι ο ηγούμενος, και εκείνοι του αποκρίθηκαν: «Στην παρακάτω κοιλάδα θερίζει χόρτο». Έστειλε λοιπόν τον υπηρέτη του, που ήταν πολύ φαντασμένος και υπερήφανος, για να του φωνάξει τον άγιο.
Ο υπηρέτης πήγε στους θεριστές και ρωτούσε ποιος είναι ο Αικύτιος. Όταν του τον έδειξαν, κυριεύτηκε από πολύ μεγάλο φόβο, άρχισε να τρέμει και να αγωνιά, και μόλις που μπορούσε να βαδίζει. Πλησίασε λοιπόν τον άγιο, έπεσε στα πόδια του και του είπε για τον ερχομό του κυρίου του. Ο άνθρωπος του Θεού έβαλε τότε τα παπούτσια του, τα έδεσε, και με το δρεπάνι στον ώμο πήγε στο μοναστήρι.
Την επομένη μέρα, με το χάραμα, έφτασε ένας υπηρέτης του πατριάρχη στον Ιουλιανό με την εντολή να μην τολμήσει να κουνήσει τον δούλο του Θεού από τη μονή του.Όταν ρωτήθηκε για την αιτία, απάντησε: «Την περασμένη νύχτα ο πατριάρχης φοβήθηκε πολύ από μια θεϊκή οπτασία, επειδή τόλμησε να στείλει να του φέρουν τον δούλο του Θεού».
Σηκώθηκε λοιπόν αμέσως ο Ιουλιανός και είπε στον Αικύτιο: «Ο πατέρας μας ο πατριάρχης παρακαλεί να μην κάνετε τον κόπο». Εκείνος λυπήθηκε πολύ και του αποκρίθηκε: «Δεν σου είπα χθες ότι, αν δεν ξεκινήσουμε αμέσως, δεν θα μπορέσουμε καθόλου να πάμε;». Και αφού τον κράτησε λίγο ακόμη, σε ένδειξη αγάπης, και αφού του έδωσε κάποια αμοιβή για τον κόπο του, αν και αυτός δεν ήθελε, τον ξεπροβόδησε ειρηνικά.
Μάθε λοιπόν, Πέτρε, πόση δόξα έχουν όσοι σε αυτή τη ζωή διάλεξαν να είναι αποκρουστικοί στους άλλους γιατί συναριθμούνται με τους πολίτες της επουράνιας πατρίδας. Όσοι όμως με την υψηλοφροσύνη παριστάνουν τον δίκαιο μπροστά στους ανθρώπους και φουσκώνουν με την κενοδοξία, αυτοί είναι το αντίθετο μπροστά στα μάτια του Θεού. Γι’ αυτό και ελέγχοντάς τους ο Χριστός, λέει: «Εσείς είστε που παριστάνετε τον δίκαιο»2 κτλ.

Υποσημειώσεις
1. Ο δεφένσωρ ήταν αξιωματούχος του Ρωμαϊκού κράτους. Στα ελληνικά λεγόταν έκδικος (=υπερασπιστής, προστάτης. Εννοείται του λαού). Υπήρχε και αντίστοιχο αξίωμα εκκλησιαστικό. Εδώ πρόκειται για δεφένσορα της Εκκλησίας.
2. Λουκ. 16, 15

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.