Η τουρκική επίθεση, η αρχή του τέλους της Μικρασίας – Σαράντου Ι. Καργάκου.

«Λίγο θα ‘ναι όσο κι αν κλάψεις,
για το έρεβος που έρχεται»
(Όλγα Βότση: «Κονταίνοντας τα σκοινιά»).

Γράφει ο Γ. Θ. Γιαννόπουλος στο δεύτερο βιβλίο του για τον Μικρασιατικό πόλεμο:
«Σε όλο το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο 1921 μέχρι τον Αύγουστο 1922, ενώ ο ελληνικός στρατός απρακτούσε, επολιτοκολογούσε, επένετο και εφθείρετο, ο Κεμάλ εκίνησε ¨πάντα λίθον¨, για να προετοιμάση τις συνθήκες, που θα του έδιναν την νίκη. Εκτός από την εργώδη διπλωματική δραστηριότητα, με την οποία μετέτρεψε τους συμμάχους της Ελλάδος σε εχθρούς της˙ εκτός από την προσπάθεια προσεταιρισμού των Μουσουλμανικών χωρών˙ εκτός από την αγρία προπαγάνδα του, η οποία ενεφάνιζε τους Έλληνας ως σφαγείς, τα δε ιδικά του τερατόμορφα θηρία ως θύματα, ωργάνωσε, όσο καλύτερα μπορούσε έμπεδα εκπαιδεύσεως των στρατιωτών του, σχολές ¨εφαρμογής¨ των αξιωματικών του, ίδρυσε ειδική υπηρεσία πληροφοριών, με πλούσιο δίκτυο πρακτόρων δαψιλώς (= πλουσιοπάροχα) αμειβομένων, δια της οποίας ήτο πληροφορημένος για τις κινήσεις, τις οχυρώσεις και – προπαντός – το ηθικό των Ελλήνων, μέχρι τελευταίας λεπτομερείας». 33

Χωρίς να υποτιμώ τις τότε και τις τώρα κατασκοπευτικές ικανότητες των Τούρκων, οφείλω, πάντως, να ομολογήσω ότι τις πληροφορίες που ήθελε, τις αγόραζε δωρεάν από τον ελληνικό τύπο και από τις ακριτομυθίες των Ελλήνων αξιωματικών στα κοσμικά κέντρα της Σμύρνης, τα οποία έβριθαν από ελληνομαθείς κατασκόπους του (π.χ. σερβιτόροι και «κυρίες συνοδείας»). Δεν τηρήθηκε από την ελληνική πλευρά το σπαρτιατικό στρατιωτικό δόγμα: «Το της πολιτείας το κρυφόν». Η απόλυτη μυστικότητα.

Ας έλθουμε, όμως, τώρα στη διάταξη του ελληνικού στρατού που φυσικά ο Κεμάλ δεν μπορούσε να αγνοεί. Αυτό φαίνεται και από τη διάταξη των δικών του στρατευμάτων.

Είναι γεγονός ότι το ελληνικό Στρατηγείο είχε δώσει μεγάλη προσοχή στο νότιο μέρος της όλης γραμμής του μετώπου, διότι εκεί αναμενόταν η επίθεση του Κεμάλ. Πέριξ του Αφιόν Καραχισάρ είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότερες μεραρχίες, για να προστατεύσουν την λεγόμενη στη στρατιωτική γλώσσα «εξέχουσα», δηλαδή τη σχηματιζόμενη προ του Αφιόν γωνία, η οποία μπορούσε να προσβληθεί και από το Νότο και από το Βορρά, κυρίως, όμως, από την Ανατολή. Παρότι σε όλη την έκταση του μετώπου υπήρχαν χαρακώματα, συρματοπλέγματα, οχυρώματα, δεν είχε επαρκώς προσεχθεί το θέμα της επικοινωνίας. «Η ασφάλεια του τηλεφωνικού δικτύου, συμφώνως προς όσα εδίδαξεν η πείρα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου είχε παραμεληθεί, διότι δεν κατασκευάσθηκαν εντός του εδάφους εις βάθος δύο μέτρων τηλεφωνική γραμμή μέχρις αποστάσεως δύο χιλιομέτρων από τα χαρακώματα» (Χαρ. Τριανταφυλλίδης, όπ. π. τ. Β’, σ. 538).

Οι τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές ήσαν ανηρτημένες επί ξυλίνων στύλων, και, όπως ήταν φυσικό, τόσο οι στύλοι όσο και τα καλώδια κατέρρευσαν από τις πρώτες βολές του τουρκικού πυροβολικού. Σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, παρά τη ρόδινη χροιά, την οποία δίνουν κάποιοι στρατιωτικοί ιστορικοί, που είχαν την κύρια ευθύνη για την οργάνωση της άμυνας, βρισκόταν το συγκοινωνιακό δίκτυο. Τόσον οι δρόμοι, όσο και οι σιδηροδρομικές γραμμές ήσαν σε σχεδόν άθλια κατάσταση, τα δε μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς, ήταν παντελώς ανεπαρκή για πόλεμο τέτοιας ολκής. Το βάρος σήκωσαν τα καρτερικά υποζύγια και οι ηρωικοί ημιονηγοί.

Έτσι η επιτυχία της τουρκικής επιθέσεως πρέπει να αποδοθεί σε έναν παράγοντα που είναι εκ των sine qua non, προκειμένου για τη διεξαγωγή ενός επιθετικού πολέμου. Πρόκειται για τον παράγοντα του αιφνιδιασμού. Πάντα ο επιτιθέμενος προσπαθεί να αιφνιδιάσει, αφήνοντας τον αντίπαλο να εφησυχάζει ή με διάφορες ενέργειες να ανατρέπει την ψυχολογική του ισορροπία ή να τον φέρνει σε αμηχανία για το πότε και που θα επιτεθεί. Κι ούτε πρέπει ποτέ σε εμπόλεμες καταστάσεις να λησμονείται η αρχή: το φανερό δόλωμα είναι κρυμμένη παγίδα.

Για το ζήτημα, λοιπόν, του περιβόητου τουρκικού αιφνιδιασμού – την αυγή της 13ης Αυγούστου 1922 – έχουν γραφεί τόσα πολλά και από τόσους πολλούς, ώστε ο αναγνώστης, αντί να φωτίζεται, σκοτίζεται. Δεν μας λείπει η γνώση των πηγών, ούτε της τοποθεσίας, διότι πάντα γράφουμε κατόπιν αυτοψίας κι όχι απλώς μελετώντας το χάρτη – έστω και στρατιωτικό. Φρονούμε ότι η επίθεση μπορούσε να αποκρουσθεί, ή σε δεύτερη φάση, ο εχθρός να καθηλωθεί μπρος στη γραμμή Τουμλού Μπουνάρ – Ουσάκ. Δεν συμφωνώ με τα όσα περί κοπώσεως, ηττοπαθείας, φυγομαχίας έχουν γραφεί για τους Έλληνες μαχητές. Όχι, βέβαια, ότι κόπωση – κυρίως ψυχική – δεν υπήρξε. Ούτε πάλι συμφωνώ ότι μια ομάδα 60 αξιωματικών που περιστοίχιζαν τον Κονδύλη στην ΚΠολη, ήταν ικανή να υποσκάψει το ηθικό του μαχόμενου στρατού, όσο κι αν ο Κεμάλ αξιοποίησε προπαγανδιστικά τα έντυπα των Κονδυλικών κονδυλογράφων. Ακόμη πιο περιορισμένος ήταν και ο «ντεφαιτισμός» που έσπειρε η κομμουνιστική προπαγάνδα, όσο και αν, κομπορρημονώντας, την διογκώνει, όπως δείξαμε, ο
Ελευθέριος Σταυρίδης.

Η ήττα ήταν απότοκος στρατηγικών και τακτικών λαθών. Δεν υπήρχε εμπνευσμένη ηγεσία ούτε σε ανώτατο ούτε σε ανώτερο επίπεδο. Ο Αρχιστράτηγος και το επιτελείο του ήσαν στην Σμύρνη. Ο Κεμάλ και οι επιτελείς του ήσαν σε σημείο επαφής με τις γραμμές εφόδου του στρατού τους. Οι πρώτοι είχαν έμμεση (δια τηλεγραφημάτων), ενώ οι δεύτεροι άμεση αντίληψη του πολέμου.

Το βασικώτερο, όμως, είναι ότι ο Κεμάλ είχε πλήρη αντίληψη του πολέμου. Είχε στρατηγική. Ήξερε τι να πράξει κατά την υποχώρηση του στρατού του, το 1921, ώστε να μην είναι απόλυτα οδυνηρή, και τι να πράξει κατά την επίθεση, ώστε αυτή να αποβεί απολύτως οδυνηρή για τους Έλληνες. Απλώς περίμενε την κατάλληλη στιγμή να καρφώσει το καπάκι πάνω στο φέρετρο της ελληνικής στρατιάς. Η οποίαλ, όπως ενήργησε – κατόπιν άνωθεν εντολών – ήταν σαν να του προσέφερε πρωτοχρονιάτικο μποναμά. Δίνουμε το λόγο σε ένα επιφανή Αθηναίο που μετέσχε και στους Βαλκανικούς και στον πόλεμο της Μικράς Ασίας:

«Ο Κεμάλ εφάρμωσε (sic) τη στρατηγική του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας που παρέσυρε τον Κάρολο Β’ της Σουηδίας, το γενναίο αυτόν πολεμιστή, στα βάθη των απέραντων ρωσσικών στεππών, γιατί είχε υπόψη του το περίφημο στρατιωτικό δόγμα: – ¨ένας στρατός δεν συντρίβεται μόνο με ήττες, αλλά και με ακριβά πληρωμένες νίκες¨. Το ίδιο είχε συμβή και με τη νικηφόρο στρατιά του Μεγάλου Ναπολέοντος, στις απέραντες εκτάσεις της Λευκής Ρωσίας. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη με την εισβολή του γερμανικού στρατού στη Σοβιετική Ένωση.

Έτσι και ο Ελληνικός Στρατός καταστράφηκε στη Μικρά Ασία γιατί είχε κουραστεί να νικά επί τόσα χρόνια τον Τούρκο, ακριβοπληρώνοντας τα κατορθώματά του, που μοιραία του έφεραν ψυχική και σωματική κόπωση. Δεν νικήθηκε στο πεδίο της μάχης από τον Κεμάλ. Απλώς, δεν θέλησε να πολεμήση, εξουθενωμένος από τον μακροχρόνιο και τόσο σκληρό αγώνα».34

Το δεν «θέλησε» συνιστά υπεραπλούστευση, την οποία ο ίδιος συγγραφέας επιχειρεί τρεις γραμμές παρακάτω να «μπαλώσει» λέγοντας: «Ο Έλληνας στρατιώτης, ψυχικά και σωματικά κουρασμένος, δεν πολέμησε με την ίδια καρτερία και γενναιότητα, με αποτέλεσμα να διασπαστή το μέτωπο σε πολλά σημεία, από τις πρώτες ώρες της Κεμαλικής επιθέσεως» (όπ. π. σ. 178). Έτσι, η ευθύνη για τη διάρρηξη και διάλυση του μετώπου – έστω και με πολλά δικαιολογητικά – μετακυλίεται στον Έλληνα μαχητή και όχι στην ηγεσία του, στρατιωτική και πολιτική. Διότι εκεί έπρεπε – και πρέπει – να αναζητηθούν οι ευθύνες. Το ότι ο Κεμάλ εσκόπευε να επιτεθεί δεν χρειαζόταν Τειρεσίας για να προβλεφθεί. Ήταν γνωστό. Συνεπώς, σε μια στρατηγική επιθέσεως έπρεπε να είχε σχεδιαστεί και αντιταχθεί μια άλλη τακτική άμυνας και παράλληλης αντεπιθέσεως ή τακτικής υποχωρήσεως σε άλλο σημείο, δηλαδή ένα σχέδιο άρτια καταρτισμένο για την παγίδευση του αντιπάλου.

Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία δεν είχε διδαχθεί από τον τρόπο υποχωρήσεως που εφάρμοσαν ο Κεμάλ και ο Ισμέτ την προηγούμενη χρονιά, παρόλο που το ηθικό του τουρκικού στρατού ήταν πιο χαμηλό απ’ ό,τι ήταν το 1922 το ηθικό του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922.

Στη στρατιωτική σύλληψη του προβλήματος ως ιστορικοί δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον ποσοτικό παράγοντα. Οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει δυνάμεις πολλαπλάσιες των Ελλήνων. Είχαν απόλυτη υπεροχή σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό (τα πυροβόλα τους ήταν μεγαλύτερου βεληνεκούς από τα ελληνικά), σε αεροπορία και μέσα μεταφοράς. Επί πλέον οι Τούρκοι τώρα δεν ήταν ασύνταχτοι. Είχαν εκγυμνασθεί και οργανωθεί σε εμπειροπόλεμο τακτικό στρατό με ικανούς αξιωματικούς. Δεν ήταν ο πρότερος συρφετός. Έναντι αυτού του καλά οργανωμένου και καλά διοικούμενου στρατού οι Έλληνες που δέχθηκαν την επίθεση, αντέταξαν μαχητική γενναιότητα και ηρωισμό. Πολέμησαν με σθένος. Και όπου υπήρξαν κρούσματα λιποψυχίας και λιποταξίας, αυτά ήσαν μεμονωμένα και η ευθύνη πέφτει σε κάποιους ανάξιους αξιωματικούς, απειροπόλεμους που πήραν τους βαθμούς στα σαλόνια της Σμύρνης και όχι στο πεδίο της μάχης. Ο Έλλην μαχητής υπήρξε απλώς ατυχής, διότι στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου βρέθηκε χωρίς αντάξιά του ηγετική κεφαλή. Ο ηρωισμός δεν αρκεί για να
αντιμετωπίσει έναν ισχυρότερο στρατό, που διευθύνει ένας στρατιωτικός εγκέφαλος ισχυρός. Και τέτοιος ήταν ο Κεμάλ.

Ας δούμε, όμως, το σημείο στο οποίο επρόκειτο να κριθεί μέσα σε μια ημέρα η τύχη ενός τριετούς αμείλικτου στρατιωτικού αγώνα. Το μοιραίο αυτό σημείο είναι η «Εξέχουσα του Αφιόν».

Η «Εξέχουσα» και οι προ αυτής δυνάμεις του Κεμάλ.

Ο στρατηγός Κ. Δ. Κανελλόπουλος, τότε στη Μικρά Ασία λοχαγός, που αργότερα είχε και την επιμέλεια των τόμων της Ιστορίας του ΓΕΣ, σχετικά με την εκστρατεία, στη δική του εργασία γράφει τα εξής για την «εξέχουσα» του Αφιόν:

«Η ωχυρωμένη εξέχουσα του Αφιόν, περιοχή τοσαύτης σημασίας δια την ζώνην ολοκλήρου του Ελληνικού μετώπου, είχεν εν συγκρίσει με άλλους τομείς την αβαθεστέραν εδαφικήν ζώνην δια την κάλυψιν της οπίσω αυτής ελισσομένης αρτηρίας». 35

Ο ίδιος στην επόμενη σελίδα θα εξηγήσει ότι «η εσφαλμένη χρήσις των υλικών δυνάμεων υπήρξε η κυριωτάτη αιτία της ταχείας του μετώπου καταρρεύσεως». Όσο για την «εξέχουσα» του Αφιόν ο ίδιος στη συνέχεια παρατηρεί:

«Η αμυντική περιοχή Αφιόν απετέλει μεγίστην κατ’ ορθήν γωνίαν προέχουσαν του ελληνικού μετώπου. Το προς Ανατολάς εστραμμένον σκέλος αυτού είχε χαραχθεί επί εδάφους αρίστου δια άμυναν. Αναπεπταμένα κα γυμνά πρανή επτυχούντο ελαφρώς προ αυτού. Άριστον πεδίον βολής με αρίστην παρατήρησιν, ουδεμίαν επέτρεπεν εις τον εχθρόν σοβαράν κάλυψιν» (όπ. π. σ. 34).

Άλλ’ όπως παρατηρεί ο ίδιος, ο εχθρός δεν προσέλαβε τις ελληνικές θέσεις από την πλευρά αυτή αλλά από το νότιο σκέλος, όπου η οχυρωματική γραμμή είχε χαραχθεί ατελώς, επί εδάφους ορεινού και δυσβάτου, η οποία όμως δεν είχε προ αυτής ευρύ πεδίο βολής και επέτρεπε στον εχθρό να προσεγγίσει τις ελληνικές θέσεις, σχεδόν απαρατήρητος και απρόσβλητος να επιτεθεί κατ’ αυτών.

Η τουρκική Διοίκηση αφού είχε λάβει την απόφαση να κτυπήσει πρώτα την «εξέχουσα» του Αφιόν, με νυκτερινές πορείες – για να μη γίνονται αντιληπτές από τα ελληνικά αναγνωριστικά – είχε συγκεντρώσει προ αυτής μια δύναμη συμπαγή υπό την προσωπική διεύθυνση του Κεμάλ, που είχε φθάσει στο μέτωπο από τις 7 Αυγούστου. Είχε υπό τη διοίκησή του 11 μεραρχίες πεζικού στην πρώτη γραμμή, 4 μεραρχίες πεζικού και 4 Μεραρχίες ιππικού σε εφεδρεία. Επίσης, νότια του ποταμού Ακάρ, όπου θα γινόταν η προσπάθεια δημιουργίας του μεγάλου ρήγματος, υπήρχαν στην πρώτη γραμμή 8 μεραρχίες πεζικού και στην εφεδρεία 4 μεραρχίες πεζικού και 3 μεραρχίες ιππικού. Στο τμήμα τούτο του μετώπου ειδικά οι τουρκικές δυνάμεις υποστηρίζονταν από ισχυρότατο πυροβολικό, το οποίο αποτελούσε ένα σύνολο 200 ελαφρών και 62 βαρέων πυροβόλων. Στόχος αυτής της πύρινης χάραξης ήταν η Ι και VI ελληνικές μεραρχίες.

Για να έχει ο αναγνώστης μία πλήρη εικόνα των αριθμητικών δεδομένων παραθέτουμε ένα ακόμη απόσπασμα από ένα βιβλίο που έχουμε, για την ακρίβεια και τη σαφήνειά του, πάμπολλες φορές χρησιμοποιήσει:

«Αι δυνάμεις της 1ης τουρκικής στρατιάς αι οποίαι επετέθησαν εναντίον της εξεχούσης του Αφιόν ανήρχοντο εις 76.000 ενόπλους με εφεδρείαν 32.500 αόπλων αναπληρωτών. Η δύναμις της τουρκικής μεραρχίας ανήρχετο εις 7.500 άνδρας κατά μέσον όρον εκ των οποίων 4.500 ένοπλοι και οι υπόλοιποι άοπλοι έτοιμοι ν’ αναλάβουν τον οπλισμόν των τεθέντων εκτός μάχης συναδέλφων των».36

Για να γίνει πιο ψηλαφητή η αριθμητική υπεροχή, θα αποφύγουμε – χωρίς και να τους αγνοήσουμε – τους αριθμητικούς πίνακες της Ιστορίας του ΓΕΣ και θα πούμε απλά ότι 33 ελληνικά τάγματα, όχι επαρκώς εφοδιασμένα, υποχρεώθηκαν στις 13 Αυγούστου, όταν άρχισε η τουρκική επίθεση, να αντιμετωπίσουν 90 τουρκικά τάγματα! Η ελληνική πολιτική ηγεσία είχε ασαφή αντίληψη ή άγνοια της αριθμητικής υπεροχής των Τούρκων. Στην περίφημη «Δίκη των Εξ» ο Επίτροπος του στρατοδικείου Νεόκοσμος Γρηγοριάδης ερώτησε τον Γεώργιο Ράλλη που κατέθετε ως μάρτυρας, αν εγνώριζε «ότι αι επιτεθείσαι εχθρικαί δυνάμεις και σαρώσασαι τον ελληνικόν στρατόν ήσαν μικρότεραι των δυνάμεων αυτού», και ο Ράλλης αμηχάνως αποκρίθηκε:

-«Νομίζω ότι ήσαν μικρότεραι αλλά κατ’ ελάχιστον αριθμόν».37

Τόσον η ερώτηση του στρατιωτικού όσο και η απάντηση του πολιτικού δείχνουν το μέγεθος της αγνοίας τους όσον αφορά στη δύναμη των Τούρκων. Όπως έχει παρατηρηθεί, «τόσον η ερώτησις όσον και η απάντησις είναι δείγμα επιπολαιότητος, διότι αμφότεροι ετέλουν εις πλήρη άγνοιαν των δυνάμεων του εχθρού» (Τριανταφυλλίδης, όπ. π. τ. Β’. σ. 548).

Οι πρωταγωνιστές του δράματος – Ένας διαφωτιστικός διάλογος

Μετά την ανάληψη της Αρχιστρατηγίας από τον Γ. Χατζανέστη, πολλοί ανώτατοι στρατιωτικοί, προβλέποντας τι πρόκειται να συμβεί, ζήτησαν να αποστρατευθούν. Έτσι διορίστηκαν νέες διοικήσεις. Ο νέος Αρχιστράτηγος προσέλαβε ως επιτελείς του τον υποστράτηγο Βαλέτα (Αρχηγός Επιτελείου Στρατιάς) και τον συνταγματάρχη Πάσσαρη (υπαρχηγό). Ως διοικητές των τεσσάρων Σωμάτων Στρατού όρισε: για το Α’ Σ.Σ. τον υποστράτηγο Νικ. Τρικούπη, για το Β’ Σ.Σ. τον υποστράτηγο Κίμ. Διγενή, για το Γ’ Σ.Σ. τον υποστράτηγο Πέτρο Σουμίλα και για το Δ’ Σ.Σ., που βρισκόταν στη Θράκη, τον υποστράτηγο Βλαχόπουλο. Ως μεράρχους τοποθέτησε: για την Ι. Μεραρχία τον υποστράτηγο Αθαν. Φράγκου, για την ΙΙ τον συν/χη Στυλ. Γονατά, για την ΙΙΙ τον συν/χη Γκορτζά, για την ΙV Μεραρχία τον υποστράτηγο Δημαρά, και την V τον συν/χη Πέτσα, για την VII τον συν/χη Κουρουσόπουλο, για την ΙΧ τον συν/χη Γαρδίκα, για την Χ τον συν/χη Παπανικολάου, για την ΧΙ τον υποστράτηγο Κλαδά, για την ΧΙΙ τον συν/χη, Καλλιδόπουλο, για την ΧΙΙΙ τον συν/χη Καϊμπαλή,
για την Ανεξάρτητη Μεραρχία τον συν/χη Θεοτόκη και για την Μεραρχία Ιππικού τον υποστράτηγο Καλλίνσκη.

Όταν ο Γ. Χατζανέστης επισκέφθηκε το Αφιόν Καραχισάρ, συνομιλώντας με τον εκεί Σωματάρχη Νικ. Τρικούπη, του έθεσε ξαφνικά το ακόλουθο ερώτημα: «Δε μου λέτε σας παρακαλώ ποίος είναι διοικητής της Στρατιάς, σεις ή εγώ;» Έκπληκτος ο Τρικούπης του αποκρίθηκε: «Νομίζω ότι είσθε σεις». Και ο Χατζανέστης: «Τυπικώς ναι, πραγματικώς όμως όχι». Η απάντηση φάνηκε ακατανόητη στον Τρικούπη και ζήτησε διευκρίνιση την οποία ο Χατζανέστης έδωσε με έναν πολύπλοκο τρόπο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτός διοικεί το βόρειο συγκρότημα, δηλαδή μόνον Γ’ Σ.Σ., ενώ ο Τρικούπης διοικεί το νότιο συγκρότημα που αποτελείται από δύο Σώματα Στρατού. Και κατέληξε: «Άρα σεις είσθε ο πραγματικός Διοικητής της Στρατιάς». Ο Τρικούπης αντέτεινε λέγοντας πως εφόσον αυτός βρίσκεται υπό τις διαταγές του Χατζανέστη, το συμπέρασμα είναι πως όλη η Διοίκηση είναι υπόθεση του Αρχιστρατήγου («Άρα, διοικεί και τα τρία Σώματα Στρατού»).

Εν συνεχεία σύμφωνα με τα όσα γράφει ο Τρικούπης στα απομνημονεύματά του, προσπάθησε να πείσει τον Αρχιστράτηγο για την αναγκαιότητα της ενιαίας διοικήσεως και των τριών Σωμάτων Στρατού. «Αλλά δεν το κατόρθωσα», προσθέτει. Ο ταξίαρχος Κων/νος Πανταζής, που παραθέτει το διάλογο αυτό, στη δική του αξιόλογη συγγραφή παρατηρεί:

«Εθεώρησα σκόπιμο ν’ αναφέρω αυτουσίαν την ανωτέρω στιχομυθίαν, ως την αφηγείται ο στρατηγός Τρικούπης, διότι η εμμονή του στρατηγού Χατζανέστη – παρά την γνώμην των επιτελών του – εις την κατάργησιν των συγκροτημάτων, είχε σοβαρωτάτας συνεπείας κατά την επακολουθήσασαν επίθεσιν των Τούρκων».38

Ένας πόλεμος με τόση ευρεία χρονική και τοπική έκταση χρειαζόταν έναν κατευθυντικό νου που να συντονίζει τα επί μέρους. Άλλ’ ο Χατζανέστης, ίσως και λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος που άσκησε τη Γενική Διοίκηση, κυρίως όμως λόγω ελλείψεως προσόντων ιδιοφυΐας, δεν ήταν ο κατάλληλος για την άσκηση τόσον υπεύθυνος ηγεσίας. Έναντι ενός ιδιοφυούς Στρατηγού, του Κεμάλ, η Ελλάς αντέταξε ένα στρατιωτικό τεχνοκράτη, μετρίας μάλιστα εμβελείας.

Υποσημειώσεις.

33. Γ. Θ. Γιαννόπουλος, όπ. π. σ. 69.

34. Δ. Γ. Σκουζές: «Ενθουσιασμοί και δόξες», Αθήνα 1967, σσ’. 177-178.

35. Αντ/χης Κ. Δ. Κανελλόπουλος: «Η Μικρασιατική ήττα Αύγουστος 1922», εκδ. Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα 2009 (φωτογραφική ανατύπωση της εκδόσεως του 1936), σ. 33.

36. Χαράλ. Τριανταφυλλίδης, όπ. π. τ. Β’, σ. 547.

37. «Η Δίκη των Εξ» – Τα εστενογραφημένα πρακτικά (31 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου 1922)». Έκδοσις της «Πρωίας», Αθήναι 1931, σ. 255. Την εισαγωγή, υπό τον τίτλο «Αντί Προλόγου», έχει γράψει ο Ν. Κρανιωτάκης, δημοσιογράφος, σφοδρός πολέμιος του Βενιζέλου και του επαναστατικού κινήματος Πλαστήρα – Γονατά, ο οποίος χαρακτηρίζει την διεξαχθείσα δίκη «δικαστική δολοφονία, η οποία εξήγειρε την συνείδησιν ολοκλήρου της ανθρωπότητος, και θα μείνη ως ανεξίτηλον στίγμα εις την Ιστορίαν της Ελλάδος» (σ. ι’).

38. Κων/νος Γ. Πανταζής: «Συμβολή εις την ιστορίαν της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922)» σ. 82.

Συνεχίζεται …

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.