Καθαροί τη καρδία – Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού.

Ο Γέρων Αβέρκιος

Άλλον Γέροντα μας εγνώρισαν οι φιλαλήθεις πατέρες, τον Γερο-Αβέρκιον, άπλαστον,άκακον, ακέραιον, αληθή Ισραηλίτην, όπου όντως δόλος δεν ευρίσκετο. Εγεννήθη στην νήσον Νάξον τον Ιανουάριον του 1852. Το κοσμικόν του όνομα ήτο Κωνσταντίνος και έγινε μοναχός τον Δεκέμβριον του 1898 στην Σκήτην μας. Εις όλον τον σωφρονέστατόν του βίονπερίσσευεν η ακτημοσύνη, σε όλον της το πλήρωμα, γιατί δεν απέκτησεν ο μακάριος τίποτε του κόσμου τούτου, ούτε και μόνιμη καλύβην, αλλά μόνο κάτι πρόχειρο και προσωρινό, όπως ο παλαιότερος ήρωας της ακτησίας Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης. Έμενε μόνιμα επ’ αρκετόν σε μια μεγάλη σπηλιά καλυμμένην στην είσοδόν της με κλαδιά και χόρτα.
Εμείς όταν κατοικήσαμεν στην Σκήτην, στην καινούργια μας Καλύβη, ευρήκαμε στη μεγάλη σπηλιά που ανήκεν στην κατοικίαν μας, ζωντανά τα σημεία της κατοικήσεως τούτου του Γέροντος. Στην είσοδον του σπηλαίου φαίνεται επάλειψις με πηλόν και στο επάνω μέρος, ευρίσκεται ακόμη, ένας ξύλινος σταυρός δικός του, που τον είχε μόνος του στερεώσει, και διάφορα άλλα σημεία, καρφιά και λαμαρίνες, βαλμένα στον βράχο που του χρησίμευαν. Μετά, το υπόλοιπον της πλευράς του όρθιου βράχου στο στόμιον της σπηλιάς, το ολοκλήρωνε με όρθια ξύλα γυρτά, ώστε κάτω να απέχουν και πάνω να ακουμπούν στον βράχο σαν ημικύκλιο. Μετά τα συμπλήρωνε με κλαδιά και σπάρτα, όπως τες αχυροκαλύβες και αυτή ήταν η κατοικία του, και μάλιστα τον χειμώνα που το χιόνι και το κρύο εδώ στον Άθωνα είναι υπερβολικό.
Δεν έτρωγε άρτον δωρεάν, κατά το λόγιον, αλλά έπλεκε καλαθάκια από καλάμια ή λεπτά κλαδάκια και τα πήγαινε στα μοναστήρια ή όπου αλλού του ζητούσαν και μάζευε παξιμάδι και ζούσε μ’ αυτήν την στενότητα και ακτημοσύνη. Κάποτε του έδιναν χρήματα ως αμοιβήν, αυτός όμως τα μοίραζε ελεημοσύνην και δεν αγόραζε ποτέ τίποτε από αυτά. Για τες λίγες ελιές που εχρειαζόταν δεν είχε δικά του δένδρα να μαζεύει, και γι’ αυτό μάζευε άγριες ελιές από το δάσος, που είναι πολύ πικρές. Κάποτε ο π. Θεοφύλακτος από τους αγίους Αναργύρους που τον είδε, τον παρεκάλεσε να μαζεύη από τις ιδικές του ήμερες ελιές και μετά κόπου πολλού τον έπεισε.
Στας αγρυπνίας και εορτάς πήγαινε πάντοτε στο Κυριακό της Σκήτης με όλους τους πατέρες και εστέκετο στο οπίσω μέρος του Νάρθηκος και επαρακολουθούσε με ευλάβεια την ακολουθία. Κάποτε που ήταν αγρυπνία και ευρίσκετο κατά την συνήθειάν του και αυτός, κατά την ώραν που κάπως ησυχάζει η τελετή και οι πατέρες ψάλλουν τους κανόνες, είδαν τον γερο-Αβέρκιον να φεύγει από την θέσηντου και να πηγαίνει με σπουδή μέσα στον κυρίως ναό, χωρίς να υπάρχη λόγος, και να προχωρή με ενδιαφέρον έως το Ιερόν, όπου και μπήκε διά της ωραίας Πύλης εντός του θυσιαστηρίου και πλησίασε την ΑγίανΤράπεζαν. Τότε τον είδαν να βάζημετάνοιαν σε κάποιον, χωρίς να βλέπουν σε ποιον, και να αποκρίνεται χαρούμενος: «Ναι, Δέσποτα, βλέπω! Αβέρκιος Μοναχός. Ευχαριστώ, ευχαριστώ». Μετά έκαμε πάλιν μετάνοιαν και βγήκε κανονικά από το Ιερόν και γύρισε πίσω στον τόπον του, που πάντοτε ίστατο. Όαοι τον πρόσεξαν νόμισαν ότι κάτι πήγε να πει στον εφημέριον, αλλά ο ίδιος που ήτο πλησίον και είδε ευκρινέστερα την σκηνήνενόμισε τον Γέροντα ως επιπόλαιον, γιατί και άλλοτε τον επείραζε λόγω της απλότητός του. Εκείνην την ώραν δεν του είπε τίποτε, την άλλην όμως ημέραν, όταν τον συνάντησεν, τον ερώτησε: «Τι έπαθες χθες στο Κυριακόν, Γερο-Αβέρκιε, και με ποιον εμιλούσες μέσα στο Ιερόν»; Έκπληκτος ο απλούστατος Γέρων του απαντά με περιέργειαν: «Καλά, δεν έβλεπες εσύ, παπά-Γιάννη, τον Δεσπότην μας Χριστόν που στεκόταν τόση ώρα στην ΩραίανΠύλην και με φώναζε να πάω κοντά του; Με ερώτησε το όνομά μου και Του το είπα, και Αυτός το έγραψε στην πλάκα του Κυριακού και μου το έδειξεν και το διάβασα μόνος μου». Όταν ήκουσαν αυτό και οι λοιποί γέροντες ερωτούσαν όλοι με ενδιαφέρον και ο όσιος Γέρων τους εδιηγήτο με λεπτομέρειαν την οπτασίαν, και μάλιστα στον νεαρόν τότε π. Θεοφύλακτον, που ιδιαίτερα τόσο αγαπούσε και από όπου και εμείς μάθαμε τα κατά τον Γέροντα τούτον.
Ο απλούς και άκακος αυτός «Ισραηλίτης» ενόμιζε πως όλοι έβλεπαν την δικήν του θεωρίαν, γι’ αυτό και του προξενούσε απορίαν γιατί να τον ερωτούν. Η πλάκα όμως που νόμιζε ο Γέροντας, δεν ήτο το κοινόνβιβλίον της Σκήτης που μνημονεύουν τα κτητορικά ονόματα, αλλά η βίβλος της ζωής, στην οποίαν ο φιλάνθρωπός μας Δεσπότης καταγράφει τους «καθαρούς τη καρδία» (Ματθ. 5, 8), που αξιώνονται να ιδούν τον Θεόν και τα του Θεού, κατά τον αψευδή Του μακαρισμό. Ω μακαρίααπλότης, όπου τα υπερφυσικά πράγματα κατά φύσιν ερμηνεύεις, με την υπερβάλλουσανταπείνωσιν, αγνοούσα την πονηρίαν και υπόκρισιν! Άλλοτε πάλιν είπε στους φίλους και γνωστούς του Γέροντες, που συχνά τους πλησίαζε, ότι είδε την θείαν Χάριν να σκεπάζει το Κυριακόν σαν φωτεινή νεφέλη και να εξαπλούται επάνω στους πατέρες που ήσαν μέσα και προσηύχοντο ή έψαλλαν. Έλεγαν και τούτο επίσης οι γνωστοί του Γέροντες, ότι τους απεκάλυψε πως εγνώριζε, όταν ατένιζε κατά πρόσωπον τους πατέρες, τίνες ήσαν άξιοι να κοινωνήσουν και τίνες δεν έπρεπε.
Κρατώντας με ζήλον αυτήν του την αυστηρότητα έως βαθυτάτου γήρατος, στο τέλος ησθένησε λίγο και μη δυνάμενος να εξυπηρετηθεί, τον επήρε ο π. Θεοφύλακτος στην δική του Καλύβη, γιατί και ο Γέροντάς του π. Ιωακείμ Σπετσιέρης πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα αυτόν. Εκεί ως ασθενής έζησε περίπου δωδεκαήμερον και εκοιμήθηστας 8 Μαΐου 1934, ημέρα Δευτέρα και ώρα ενάτη βυζαντινή. Πριν φύγη από την ζωήν, εκάλεσε κοντά του τον νεαρόν τότε μοναχόνΝεόφυτον, για να του δώστη την ευχήν του για τελευταίαν φοράν και είπε αμέσως μετά στον γέρο-Θεοφύλακτον: «Να προσέχετε αυτόν τον νέον, γιατί θα γίνη παπάς και θα υπηρετεί την Σκήτην». Πράγματι αργότερα έγινε, όπως αληθώς προείπε ο Γέροντας, εφ’ όσον ο Κύριος αποκαλύπτει εις τους «πραείς οδούς αυτούς» (βλ. Ψαλμ. 24, 9). Όταν εκοιμήθη ο γερο-Αβέρκιος, απουσίαζε ο π. Ιωακείμ Σπετσιέρης εις Αθήνας και όταν επέστρεψε ελυπήθη, γιατί δεν πήρε την ευχήν του και ήρχισε να του κάμνη σαρανταλείτουργο, όπως συνήθως. Επίστευε όμως στην αρετήν και παρρησίαν του Γέροντος αυτού και τον παρακαλούσε να του δώση κάποιαν πληροφορίαν περί της εκεί καταστάσεώς του. Όπως μετά εδιηγήθη, είδε στον ύπνο του τον μακάριον Γέροντα να απαύεται με πολλήνδόξαν σε ένα ολόφωτο παλάτι, σε ωραιότατονκήπον με καρπούς. Τον ερώτησε τότε ο π. Ιωακείμ με έκπληξιν, τι είναι αυτά και πως βρίσκεται εκεί και ο Γέρων του απήντησε με πολλήνχαράν. «Δικά μου είναι, π. Ιωακείμ, μου τα χάρισε ο ουράνιος Πατήρ διά την πολλήν Του αγαθότητα και φιλανθρωπίαν». Ο π. Ιωακείμ μετά έγραψε στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας στην νήσονΠάρον, από όπου κατήγετο και εμόναζεν ο Γέρων Αβέρκιος πριν έλθη στον ‘Αθωνα, για να γνωρίσουν οι εκεί πρώτοι του πνευματικοί διδάσκαλοι ότι όντως τους ετίμησεμε την ακριβεστάτην του πολιτείαν και ζωήν.

Γέρων Ιωσήφ

Εις τα χαμηλά μέρη της Νέας Σκήτης υπάρχει και η Καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εις αυτήν την Καλύβην εκάθησε παλαιότερα ένας ευλαβέστατος Γέροντας ονομαζόμενος Ιωσήφ, άριστος μουσικός και καλλίφωνος, από των σπανίων της εποχής του. Δεν του έλειπε όμως και η αξιέπαινος πνευματική κατάστασις, που χαρακτηρίζει τους πιστούς δούλους του Θεού, ειδικά δε το ταπεινόν φρόνημα και η πολυτέλεια της σιωπής. Φιλακόλουθος όπως ήτο και ευλαβής, δεν έλειπε από τας εορτάς και αγρυπνίας του Κυριακού. Δεν ενθυμούντο οι πατέρες ποτέ καμμίαν φοράν να συνέβη κάτι αξιόμεμπτον στον βίον και την ζωήν αυτού του Γέροντος, αλλά ήτο πάντοτε σιωπηλός, προσεκτικός και σύννους, μόνον στον εσωτερικόνκόσμον ατενίζων αδιάλειπτα. Έψαλλε μελωδικώτατα εις όλες τες εορτές και αγρυπνίες και δεν εδέχετοκαμμίαναμοιβήν, όχι χρημάτων, αλλά ούτε αυτό το κέρασμα, που γίνεται συνήθως, αλλά πάντοτε έφευγε κατ’ ευθείαν στην Καλύβην του.
Εκράτησεν ο μακάριος με ζήλον την ξενιτείαν και ουδέποτε εφιλονίκησε ή διεφώνησε με άνθρωπον. Αλλά άγνωστος και ξένος επέρασε την ζωήν του, χωρίς να διεκδικήση ποτέ τίποτε είτε αξίαν, ή πράγμα, ή σύστημα, αλλά πάντοτε υποχωρούσε σε ο,τιδήποτε κι αν συνέβαινε, δείγμα και αυτό αληθινού μοναχού. Ήτο τόσον γλυκόφωνος και ήρεμος, που όταν έψαλλε δεν κινείτο διόλου ή προσπαθούσε, αλλά σαν μια πηγή αθόρυβη ανέβλυζε η κυρστάλλινη φωνή του που αγνοούσες ότι στην πραγματικότητα αυτός έψαλλε. Στον κατάλληλον καιρόν, όπως ο Κύριός μας γνωρίζει, μετέστησεν τον δόκιμόν του εργάτην, ή μάλλον γλυκυτάτηαηδόνα, στους ουρανούς να ενωθή με τους θείους Αγγέλους που κατά δύναμιν εμιμήθη στην επίγειόν του ζωήν.
Από το βιβλίο Οσίων Μορφών Αναμνήσεις, εκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.