Ο Ανδρέας της Ανδρούλας – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Το φθινόπωρο του 1987 βρισκόμουν στην Αμερική. Εντελώς συμπτωματικά πληροφορήθηκα ότι σε κάποιο νοσοκομείο εγκαυμάτων και δερματικών παθήσεων, κοντά σε αυτό που εγώ εργαζόμουν, νοσηλεύεται ένα παιδάκι από την Κύπρο. Ο μικρός Ανδρέας γεννήθηκε με σπίλο, με κρεατοελιά, η οποία κάλυπτε περίπου τα δύο τρίτα του σώματός του˙ ολόκληρη την πλάτη, το μισό στήθος και την κοιλιά, το ένα χέρι από τον αγκώνα και πάνω, τη μεγαλύτερη επιφάνεια των ποδιών και μέρος του προσώπου. Η μόνη λύση ήταν να επιχειρηθεί συστηματική μεταμόσχευση υγιούς ιστού σε στάδια. Η ιατρική ομάδα αφαιρούσε μέρος του υγιούς δέρματος, το καλλιεργούσε στο εργαστήριο, προέκυπτε ένα πολλαπλάσιο σε μέγεθος τεμάχιο και το μεταμόσχευε ύστερα από κατάλληλη προεργασία στο άρρωστο τμήμα του τρυφερού παιδικού σώματος. Πριν συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας του, ο Ανδρέας υποχρεώθηκε να υποβληθεί σε δεκατρείς εγχειρήσεις μεταμοσχεύσεως δέρματος και να δεχθεί ισάριθμες ναρκώσεις. Η ταλαιπωρία του μικρού παιδιού απροσμέτρητη, η εγκαρτέρηση και υπομονή του απαράμιλλη, η αγωνία των γονέων και ο ψυχικός πόνος ανέκφραστος.
Είχαν καθυστερήσει να αποκτήσουν παιδί. Με πόση χαρά δεν διαπίστωσαν την εγκυμοσύνη! Μήνες φροντίδας και προσδοκίας. Πρακτικές και ψυχικές προετοιμασίες. Πλησιάζει η ώρα του τοκετού. Βγαίνει το κεφαλάκι του. Ακολουθεί το σώμα του… Μαύρο και τραχύ, κατάστικτο από σπιλώματα. Φαντάζεται κανείς την αιφνίδια αναστροφή του όλου τους κόσμου˙ να ετοιμάζεσαι για πανηγύρι και να διαπιστώνεις τις πρώτες ενδείξεις ενός συνεχιζόμενου και ασύλληπτου στις προεκτάσεις του και το μέγεθος δράματος. Τα διλήμματα, τα εμπόδια, η ανατροπή των αποφάσεων ξεπερνούν τον κάθε άνθρωπο και όλους μαζί.
Πήραν το παιδάκι τους και ήλθαν στη Βοστώνη. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Άγνωστη και η έκβαση της προσπάθειας. Απροσδιόριστο το διάστημα της παραμονής. Θολό το μέλλον του παιδιού και της οικογένειας. Γράφει κάπου ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει» (Επιστολή Π΄Ευδοξίω Ρήτορι)˙ δεν υπάρχει τίποτε καλό, μόνο δεινά, η πορεία στο σκοτάδι, φως πουθενά, ο Χριστός κοιμάται. Αυτή ήταν η κατάσταση των γονέων όταν τους γνώρισα.
Γιατί να γεννηθεί αυτό το παιδί; Γιατί να ταλαιπωρείται και να βασανίζεται τόσο; Γιατί να πονάει το ίδιο και να πληγώνει αφόρητα τους γονείς του; Γιατί, αντί να κάνουν όραμα και όνειρα γι’ αυτό, αυτοί τρομάζουν και να φανταστούν το μέλλον τους; Η πιθανότητα, αν εγνώριζαν κατά την εγκυμοσύνη το αποτέλεσμα, να διακόψουν την κύηση εγγίζει τα όρια της βεβαιότητος. Η κοσμική λογική λέει ότι καλά θα έκαναν. Ίσως να το υποστηρίζει και η κοσμική ηθική.
Με τέτοιου τύπου συζητήσεις περάσαμε οκτώ περίπου μήνες μαζί. Στα παρακάτω ερωτήματα δεν έδωσα ποτέ άμεση φραστική απάντηση. Δεν μπορούσα και μέσα μου να απαντήσω ψυχρά. Απλά μοιραζόμουν την αγάπη, τη συμπαράσταση και τη συμπόνια. Όσο μπορούσα. Οι ίδιοι, άνθρωποι με αξιοθαύμαστη εγκαρτέρηση. Τέλεια μάνα η μητέρα, γεμάτη πλούσιο συναίσθημα και εκδηλωτικότητα, με διακυμάνσεις πίστεως και δικαιολογημένου παραπόνου. Λεβέντης και αξιοπρεπής ο πατέρας. Δυο νέα παιδιά οι γονείς, που ωρίμασαν σε ένα χρόνο όσο δεν πρόκειται να ωριμάσουν μαζί στη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής τους. Άνθρωποι με απλή πίστη και συνήθη λογική. Όχι και πολύ της Εκκλησίας. Κανονικοί άνθρωποι…
Μόνη παρηγοριά ο πλούσιος Κύπριος που ανέλαβε τα τεράστια έξοδα θεραπείας του παιδιού. Και οι άγνωστοι που έγιναν στενοί φίλοι στο νοσοκομείο. Μπορεί να φαινόταν ο Θεός δύσκολος στην αγάπη Του σ’ αυτούς, ίσως άδικος, αλλά οι άνθρωποι τους φέρθηκαν μάλλον καλύτερα.
Πέρασαν δώδεκα περίπου χρόνια. Εγώ γύρισα στην Ελλάδα, πήγα στο Άγιον Όρος, έγινα ιερέας. Αυτοί πρέπει να βρίσκονταν στην Κύπρο. Η πιθανότητα να ζει ο μικρός Ανδρέας ήταν πολύ μικρή. Έτσι τουλάχιστον εκτιμούσαν οι γιατροί βασιζόμενοι σε γνώσεις και στατιστικές. Κι εγώ τους πίστευα. Οι δρόμοι μας χώρισαν.
Έτος 1999. Βρισκόμουν στη Λευκωσία. Μου ζήτησαν μια τηλεοπτική συνέντευξη με τον τότε Υπουργό Υγείας. Επρόκειτο να απαντήσουμε και σε ερωτήσεις που μας υποβάλλονταν τηλεφωνικά. Με ειδοποιούν στο στούντιο ότι κάποιος παλιός γνωστός μου από την Αμερική είναι στη γραμμή και ζητεί να βγει στον αέρα. Ήταν ο πατέρας του Ανδρέα. μου ζητάει να βρεθούμε. Σε λίγη ώρα τελειώνει η εκπομπή. Βγαίνω και τον συναντώ. Πρώτη μου ερώτηση τί γίνεται ο Ανδρέας.
-Είναι σε άλλο κόσμο, μου απαντά.
-Πέθανε; Ρωτώ.
-Δεν είπα στον άλλο κόσμο. Είπα σε άλλο κόσμο.
-Εσείς που βρίσκεστε; Τολμώ να συνεχίσω.
-Εμείς πάντα μαζί του στον δικό του κόσμο.
Δεν κατάλαβα πολλά. Δεν μου είπε και περισσότερα. Με πολλή εγκαρδιότητα και αξιοπρέπεια με κάλεσε να πάω στο σπίτι να δω το παιδί. Πηγαίνουμε στο σπίτι κατ’ ευθείαν.
Ο Ανδρέας τώρα δεκατριών χρόνων. Τον αντικρίζω. Ένα ψηλό παλληκαράκι περίπου ένα και εβδομήντα. Η μορφή του, η εξωτερική του όψη μάλλον ικανοποιητική. Σκόρπιες κρεατοελιές στο πρόσωπο και στα χέρια αλλά όχι τίποτε το αποκρουστικό. Τελικά όμως το πρόβλημά του δεν βρίσκεται στο σώμα αλλά στην όλη του έκφραση. Ο Ανδρέας πάσχει από προχωρημένο αυτισμό. Δεν εξυπηρετείται σε τίποτα μόνος. Δεν μιλάει καθόλου. Δεν αντιδρά σε κανένα ακουστικό ερέθισμα. Δεν συζητεί. Δεν θέλει καθόλου τη μουσική. Δεν μπορούσαν με τίποτα να τον ανακουφίσουν. Με τίποτα απολύτως, έως ότου έγινε περίπου δέκα χρόνων.
Μια μέρα, τον παίρνει η νονά του στο καινούργιο της σπίτι, δίπλα σε μια εκκλησία. Χτυπάει η καμπάνα. Ο Ανδρέας χαμογελάει για πρώτη φορά. Ενθουσιάζεται. Αντιδρά δυναμικά. Ζητάει να πάει προς το ακουστικό ερέθισμα. Η καμπάνα σταματά. Ο Ανδρέας επιμένει. Πηγαίνουν στον εσπερινό. Ο Ανδρέας μουρμουρίζει, κάπως συνοδεύει. Γυρίζουν στο σπίτι. Η νονά ανοίγει το ραδιόφωνο. Ο Ανδρέας ζητάει να το κλείσει. Του βάζει σε κασέτα βυζαντινούς ύμνους. Ο Ανδρέας ξαναζωντανεύει.
Σήμερα, είκοσι και πλέον χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας πηγαίνει μόνο στην Εκκλησία, γνωρίζει μόνο το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών», όλο απ΄ έξω, και από τραγούδια μόνο το «Αγνή Παρθένε, Δέσποινα». Αρνείται να πάει οπουδήποτε αλλού. Κάνει πολύ σωστά το σταυρό του και χαίρεται να χαϊδεύει τα γένεια των ιερέων και να κοινωνεί. Αυτή είναι η ζωή του. Μόνον αυτή. Τίποτε απολύτως άλλο. Έχει κάνει και τους γονείς του να ζουν πλέον δοξάζοντας τον Θεό στον «άλλο», δικό του κόσμο.
Ένα παιδί άρρωστο, ταλαιπωρημένο, κατεστραμμένο, αυτιστικό, άχρηστο γι΄ αυτόν τον κόσμο, με καμία σχέση μαζί του. Ένα παιδί ευλογημένο, με ανεξήγητη μυστική επικοινωνία μόνο με τον Θεό, ένα πολύτιμο πνευματικό διαμάντι γι’ αυτόν τον κόσμο. «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση» (Α΄ Κορ. α’ 27, 28).
Ο Ανδρέας, αν προγνωρίζαμε την κατάστασή του, δεν θα υπήρχε˙ δεν θα του επιτρέπαμε να υπάρχει. Θα ήταν «μη όν». Μας ξεγέλασε όμως ο Θεός και τον εξέλεξε. Αυτό το παιδί αποτελεί το κόσμημα του Θεού σε αυτόν τον κόσμο. «Το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί, και το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων» (Α’ Κορ. α’ 25).

Από το βιβλίο:
«Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».

ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.