Ο παπάς του Σταρτσόβου – μια χριστιανική πράξη – η ευσέβεια του στρατού μας.

Ο παπάς του Σταρτσόβου

Στην πόρτα της εκκλησίας, ύστερα από μια μάχη, το 1912, συναντήσαμε τον παπά, ψηλό, στεγνό, με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες, με αραιά γένια ψαρά στο μυτερό του πηγούνι, με ράσα τριμμένα, πρασινωπά, ζωνάρι γαλάζιο και παντούφλες, όπου έπλεαν μέσα σ’ αυτές τα γυμνά κοκαλιάρικα πόδια του. Είχε μάτια αεικίνητα, αστραποβόλα, διαπεραστικά, φλόγας ελληνικής μάτια, άγρυπνος φρουρός του απλοϊκού ποιμνίου του.
Όταν σκύψαμε να του φιλήσωμε το χέρι, εκείνος το τράβηξε πίσω δυνατά. Τα μάτια του βούρκωσαν ξαφνικά. Άρπαξε από το χέρι ενός από μας το πηλήκιο και φίλησε το εθνόσημο με το στέμμα, όπως θα φιλούσε το Τίμιο Ξύλο. Έπειτα μας πήρε από το χέρι πατρικά και μας οδήγησε μπροστά στην Ωραία Πύλη. Στάθηκε εκεί με ευλάβεια, σταυροκοπήθηκε, μας φίλησε έναν έναν στα μέτωπα και με φωνή φλογερή, λαχανιασμένη, χαμηλή μας είπε:
-Και στην Πόλη, παιδιά μου, αδέρφια μου, Έλληνές μου!…
Μας φάνηκε πως η ευχή εκείνη έβγαινε από τα χείλη του Παντοκράτορα, που ευλογούσε από το μισοσκόταδο της σκεπής της εκκλησίας. Μου φάνηκε ότι ήταν ευχή της Παρθένου, που σήκωνε τα μάτια της από το Θείο Βρέφος και μας κοιτούσε. Ότι ήταν η ευχή των αγγέλων, που φύλαγαν με πύρινες ρομφαίες τις πύλες του Ιερού. Ότι ήταν η ευχή των Αγίων, που μας κοίταζαν από τους σκοτεινούς τοίχους, όπου αντιφέγγιζαν τη λάμψη τους οι λιγοστές καντήλες.

«Ανέκδοτα των δύο μας πολέμων» Ηλ. Π. Οικονομόπουλος.

Μια χριστιανική πράξη.

Προχωρούσαμε ύστερα από τη μάχη των Γιαννιτσών, το 1912, έλεγε ένας τραυματίας υπαξιωματικός, περνώντας μέσα από τα ερείπια που άφησαν οι Τούρκοι, φεύγοντας από τα κατεχόμενα μέρη.
Ένας Τούρκος πληγωμένος, γεμάτος αίματα, ανασηκώθηκε σε λίγο στον αγκώνα του, μόλις με είδε. Κοίταξε με λαχτάρα το παγούρι μου και, στην άγνωστη για μένα γλώσσα του, κάτι με παρακάλεσε. Κατέβηκα από το άλογο, ξεκρέμασα το παγούρι μου και του το πλησίασα στο στόμα. Ήπιε αχόρταγα, με κοίταξε με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης και, πριν προφτάση να πη τίποτε άλλο, έπεσε ανάσκελα στο χώμα. Πήδησα στο άλογό μου και έφυγα. Ο Τούρκος είχε πεθάνει.

Η ευσέβεια του στρατού μας.

Μας ευχαρίστησε εξαιρετικά, όταν μάθαμε ότι στο χωριό που θα μέναμε λίγες μέρες, έλεγε ένας τραυματίας αξιωματικός, υπήρχε και εκκλησία. Την Κυριακή πήγαμε στη λειτουργία πρωί – πρωί. Έψαλλαν δύο στρατιώτες. Αδύνατο να φανταστής πόσο αισθανόμαστε την ανάγκη της εκκλησίας εκεί έξω. Και γι’ αυτό πηγαίναμε ταχτικά, όσο μέναμε σ’ εκείνο το χωριό. Και θα θυμούμαι πάντα με συγκίνηση που έβλεπα έξω από την εκκλησία θλιμμένες, μαυροφόρες γυναικούλες να μας μοιράζουν κόλλυβα. Γιατί, μετά το τέλος της λειτουργίας, γινόταν πάντοτε μνημόσυνο κάποιου εθνομάρτυρα.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.