Ερημιά στο κέντρο της πόλης! – Ηλία Μαγκλίνη.

Το Σάββατο, από το απόγευμα και μετά, όπως και όλη την Κυριακή, καταλαβαίνεις και νιώθεις στο πετσί σου πως υπάρχει πανδημία. Το κέντρο της Αθήνας ερημώνει με έναν άγριο, σαρωτικό τρόπο από το μεσημέρι του Σαββάτου κι έπειτα. Ειδικά κεντρικές αρτηρίες της πόλης, όπως η Σόλωνος, γίνονται δρόμοι-φαντάσματα. Πέφτει η νύχτα νωρίς νωρίς πια, ο καιρός έχει κρυώσει και καταλαβαίνεις πως κάτι αλλόκοτο συμβαίνει.

Τις καθημερινές δεν είναι το ίδιο: σε χτυπητή αντίθεση με το lockdown της άνοιξης, αυτή τη φορά ο κόσμος πάει στις δουλειές του. Εξ ου και η κίνηση στους δρόμους τις καθημερινές. Τα Σαββατοκύριακα, όμως, ο εγκλεισμός δείχνει τα δόντια του.

Για να είμαι ειλικρινής, ιδίως η Σόλωνος δεν άλλαξε και πολύ λόγω της πανδημίας. Μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου το 2008, το πλιάτσικο που ακολούθησε, αλλά και τα πρώτα σφοδρά κύματα της κρίσης (με τις μαζικές, καταστροφικές ταραχές που τα συνόδευσαν), ο δρόμος σταδιακά ερήμωσε. Μαγαζιά έβαλαν λουκέτο από τότε, η μιζέρια είχε απλώσει εδώ και χρόνια το δίχτυ της. Ομως, με το που ανέβαινες στη Σκουφά, το σκηνικό άλλαζε. Τα αυτιά σου πλημμύριζαν με φωνές, μουσικές, γέλια, γυναικεία τακούνια στα πεζοδρόμια. Ενιωθες πως ήσουν και πάλι εντός μιας ζώσας, παλλόμενης πόλης.

Τώρα, δεν είναι έτσι. Ανεβαίνω στο προσωπικό μου γραφείο στη Σόλωνος Σάββατο βράδυ και το μόνο που ακούω είναι τα δικά μου βήματα. Στη έρημη πια Σκουφά παρκάρω όπου βρω (τα καλά του εγκλεισμού…). Και, βέβαια, όσες ανθρώπινες φιγούρες βλέπω, είναι όλες (ή περίπου όλες…) μασκοφορεμένες (όπως κι εγώ…). Τα μπαρ βουβά, τα καφέ με τις καρέκλες τους έναν σωρό πίσω από αμπαρωμένες βιτρίνες, κάνα περίπτερο εδώ κι εκεί φωτίζει τον δρόμο σαν μοναχικό χριστουγεννιάτικο δέντρο μέσα σε άδειο, παγωμένο σπίτι.

Και ξέρεις ότι αυτή δεν είναι η χειρότερη όψη της πανδημίας. Ξέρεις ότι η αληθινή της όψη βρίσκεται στα νοσοκομεία, στις εντατικές ή και στα σπίτια όσων ασθενούν, τρέμοντας μην τυχόν και ο ιός τούς κάνει την επιπλοκή που θα τους οδηγήσει στο νοσοκομείο. Επονται τα πιο περίεργα, θλιμμένα Χριστούγεννα. Αυτό που δεν κατάφερε η οικονομική κρίση σε τόσο μαζικό επίπεδο έπρεπε να το κάνει αυτή η πρωτοφανής κρίση υγείας.

Ολοι ήδη κάνουν ευχές για «του χρόνου». Ή όχι ακριβώς: τα σπίτια φωτίστηκαν, στολίστηκαν και φέτος. Μπορείς να το διακρίνεις από καταμεσής στους ερημικούς, σιωπηλούς δρόμους.

Η γενιά μας μπορεί να μην το έχει ζήσει, έχει όμως «γράψει» στη συλλογική μνήμη: η αντοχή του “έχουμε περάσει και χειρότερα”. Και κυρίως το “θα περάσει και αυτό”.

Το γέλιο, αυτή η μοναδική ανθρώπινη ιδιότητα, θα έχει και πάλι τον τελευταίο λόγο. Το ξέρουμε βαθιά μέσα μας ο καθένας κι ας μην το πολυπιστεύουμε αυτή τη δύσκολη στιγμή: κάποια “μαγαζιά” δεν κλε

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Η Καθημερινή: 02 Δεκεμβρίου 2020

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.