Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά Φώτη το Λαυρεώτη (μέρος Β’) – Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Μας διηγήθηκε η πρεσβυτέρα Ειρήνη Αφαλωνιάτη, από τον Τρίγωνα Πλωμαρίου, το χωριό όπου επί μισόν αιώνα υπηρέτησε ο παπά –Φώτης, τα ακόλουθα: «Όταν ήμουν 9 ετών κοριτσάκι το έτος 1981 είχε πάθει κάποιο ατύχημα ο παπά –Φώτης και ήταν στο νοσοκομείο. Τότε του έγραψα μια επιστολή. Ο παπά –Φώτης χάρηκε πολύ για το γράμμα μου. Όταν έγινε καλά κι επέστρεψε στο χωριό, έλεγε σε όλον τον κόσμο που τον είχε ξεχάσει ότι τόσα χρόνια υπηρετούσε στο χωριό τους και κανείς δεν τον θυμήθηκε στις δύσκολες στιγμές του, παρά μόνο η Ειρήνη. Αυτό το γράμμα μέχρι στο τέλος της ζωής του ο παπά –Φώτης το κουβαλούσε μαζί του μέσα στο καλυμμαύχι του. Επίσης θυμάμαι ότι ο παπά –Φώτης από τα ταξίδια που έκανε, μάζευε ρούχα και τα έδινε στα παιδιά του Τρίγωνα, για να τα φορέσουν. Επέμενε δε στα παιδιά και στις μανάδες τους να φορούν αυτά τα ρούχα. Ο παπά –Φώτης ενδιαφερόταν για όλους μας στο χωριό. Ήταν απλός άνθρωπος και ντόμπρος (=ευθύς). Έλεγε ό,τι αισθανόταν».

Προσωπικώς, ο γράφων το βιβλίο αυτό, έλαβε μια επιστολή από τον παπά –Φώτη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Άγιος Λουκάς 28/8/2002. Αγαπητέ αδελφέ πάτερ, χαίρε εν Κυρίω. Ελήφθη η υμετέρα επιστολή με το χαρμόσυνον άγγελμα της λήψεως της πνευματικής πατρότητος με την οποία επαξίως το Πανάγιον Πνεύμα σε εκόσμησεν προς σωτηρίαν ψυχών θλιμμένων και τετραυματισμένων. Ευχόμενος την εξ ύψους δύναμιν δια την επίτευξιν των υψηλών και σωτηρίων υμών υπουργημάτων και διατελώ μετά πατρικής αδελφικής αγάπης. Φώτιος Ιερεύς». Στον φάκελλο της επιστολής έγραφε: «Τω λίαν μοι αγαπητώ και περισπουδάστω ιερεί Θεμιστοκλή Εφημερίου του ιερού ναού του αγ. Ελευθερίου Πατησίων Αθήνας». Σημειωτέον, στην εν λόγω επιστολή εν υπήρχε διεύθυνση και ούτε ταχυδρομικός κώδικας. Εντύπωση μας κάνει ότι όλες οι επιστολές που έστελνε ποτέ δεν είχαν ολοκληρωμένη διεύθυνση και όμως κατά παράδοξον τρόπον όλες έφθαναν στον προορισμό τους!

Σε κάποια άλλη επιστολή του προς τον γράφοντα έγραφε: «Εν αγίω Λουκά τη 2/7/2003. Αγαπητέ και παμφίλτατε αδελφέ, είχον την ευτυχίαν να ασθενήσω και παραμείνω εν Αθήναις οδ. Υμηττού 46. Επί 5 μήνας. Σας επισκέφθην τρεις φοράς αλλά δεν σας εύρον. Έγραψα ένα σημείωμα και το τρύπωσα από το μέρος της δεξιάς πόρτας εισόδου. Δεν αμφέβαλον ποτέ ούτε δια την αγάπην σας ούτε δια τον χαρακτήρα σας. Έλαβον τα αρκετά χρήματα ποσού μεγάλου άτινα ουδείς άλλος έδωκεν δια την αποπεράτωσιν του αγίου Λουκά. Ευχαριστώ τόσον εγώ όσον και ο άγιος Λουκάς δια την εκδήλωσιν. Είθε να ευλογήση τας ημέρας σας και την άσκησίν σας. Μετ’ αγάπης και ευχών Ιερεύς Φώτιος». Στο σημείωμα που μου έρριξε κάτω από την πόρτα του ναού, μου έγραφε: «Ιερέαν Θεμιστοκλήν, φιλόμουσον, φιλάνθρωπον, ευγενή, ευσεβή και φιλόστοργον. Φώτιος εκ Παμφίλων Μυτιλήνης». Και σε άλλο σημείωμά του έγραφε: «Πάτερ Θεμιστοκλή, ήρθα και εχθές και δεν σας βρήκα, έλαβα το γράμμα σας και επειδή ήταν για να ‘ρθω, δεν του έγραψα. Υγίαινε Φώτιος Ιερεύς». Το τελευταίο δείχνει ότι ο παπά –Φώτης απαντούσε απαραιτήτως σε όλες τις επιστολές που ελάμβανε. Κάτι που σήμερα δεν γίνεται από πολλούς που λαμβάνουν επιστολές και δέματα. Χάθηκε η ευαισθησία της ευχαριστίας.

Σε κάποιο άλλο γράμμα του έγραφε: «Πάμφιλα 13/3/2003. Αγαπητέ και λίαν περιπόθητε αδελφέ εν Χριστώ, καλή σαρακοστή. Ευρισκόμην εις Αθήνας 3 μήνες άρρωστος με 3 αθένειες. Ήλθε όλη η Αθήνα και όλαι αι μοναχαί της Ύδρας. Ακόμη και από την Πύλον ήλθαν και με είδαν ενώ εσείς δεν πήρατε είδησιν. Έμεινα επί της οδού Βρυούλων 46 πλησίον της πλατείας Υμηττού. Πολύ σε παρακαλώ κάμε ότι ημπορείς να συλλέξης χρήματα από τους πιστούς και στείλε τα εδώ εις τα Πάμφιλα. Κάμω τοιχογραφίας έχω απόλυτον ανάγκην και στείλε τα εδώ. Έκαμα 150 εικόνας μικράς μεγάλας υπολείπονται 30. Πήρα από την τράπεζα 2 εκατομμύρια. Τα είχα εις μικρόν δεματάκι για να στείλω εις αγιογράφον. Ήλθεν ένας απατεώνας παπάς τούνομα…. Και μου τα πήρε ενώ τα είχα επάνω εις το τραπέζι. Εις διάστημα 15 λεπτών τον πήρα τηλέφωνον και μου λέγει: Τα πήρα, να τα στείλω εις την Ιορδανίαν». Ύστερα από 6 γράμματα εις τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων μου έστειλε ούτε τα μισά. Ό,τι ημπορείτε κάμετε προς δόξαν Θεού και ο μισθός μέγας εν τοις ουρανοίς. Διατελώ μετά σεβασμού και αγάπης. Υμέτερος ελάχιστος αδελφός Φώτιος καλήν δύναμιν. Ξεύρω ότι ειλικρινά με αγαπάτε. Φ. και πάλιν να τα στείλετε εδώ +Φ.». Στην ανωτέρω επιστολή του διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του να ολοκληρώσει το έργο του, δηλ. να αποπερατώσει τον άγιο Λουκά. Επίσης φαίνεται ότι κάποιος πάντα επιτήδειος τον εκμεταλλευόταν και του έκλεβε τα χρήματά του. Για τον λόγο αυτό προσπαθούσε μόλις συγκέντρωνε τα χρήματα που του χρειάζονταν να τα παραδίδει απευθείας στους οφειλέτες του. Ποτέ του όμως δεν βαστούσε κακίες για όποιον τα έκλεβε. Την αμαρτία του τη μισούσε, ενώ τον άνθρωπο τον συγχωρούσε.

Ο παπά –Φώτης ποτέ του δε γνώριζε τις διευθύνσεις (δηλ. τις ονομασίες των δρόμων) των γνωστών του προσώπων. Ήξερε όμως περίπου που βρίσκονται. Έλεγε κατά καιρούς σε γνωστά του πνευματικά παιδιά που προθυμοποιούνταν να τον εξυπηρετήσουν να πάει κάπου, ότι: «Θέλω να με πάτε κάπου εκεί». Εκείνοι εξ υπακοής και από αγάπη τον έβαζαν στο αυτοκίνητό τους και ξεκινούσαν για το άγνωστο. Εύρισκε τον τρόπο π.χ. σταματούσε κάποιο φορτηγό και ρωτούσε: «Μήπως ξέρεις τον τάδε ή την τάδε,» και ο φορτηγατζής συνέβαινε να είναι γνωστός εκείνου που ο παπά –Φώτης αναζητούσε να βρει!!!

Ο π. Σταύρος Σακλαμάκης, πνευματικό παιδί του παπά –Φώτη, από τη Μυτιλήνη μας διηγήθηκε το εξής χαριτωμένο περιστατικό: κάποτε είχε μάθει στις κυρίες να τυλίγουν τα αντίδωρα σε χαρτοπετσέτες. Συνέβη κάποια φορά ο παπά –Φώτης να πάει στην ενορία του στην αγία Μαρίνα Μυτιλήνης να λειτουργήσει. Όταν στο τέλος βγήκε ο παπά –Φώτης να μοιράσει τα αντίδωρα και είδε να είναι τυλιγμένα παραξενεύτηκε μ’ αυτήν την μόδα και άρχισε να φωνάζει τον παπά –Σταύρο: «Ξιπασμένε, ξιπασμένε!». Η τιμωρία του παπά –Φώτη άμεση. Ξετύλιξε όλα τα αντίδωρα ένα ένα για να τα μοιράσει στον κόσμο. Φυσικά ο κόσμος περίμενε μετά πολλής υπομονής να ολοκληρώσει ο παπά –Φώτης το έργο του. Κατόπιν ο παπά –Σταύρος του είπε: «Παπά –Φώτη τα τυλίγουμε τα αντίδωρα για να μην πέφτουν κάτω μαργαρίτες και τα πατάει ο κόσμος». Αυτό κάπως άρεσε στον παπά –Φώτη και του είπε: «Ε, τότες να τα τυλίγεις!».

Κάποια φορά πήγε σ’ ένα ναό να λειτουργήσει ο παπά –Φώτης. Ο ιερεύς που εφημέρευε στο ναό εκείνο είχε ετοιμάσει την πρόθεση. Όμως όταν ο παπά –Φώτης ντύθηκε και πήγε και ο ίδιος να προσκομίσει εντόπισε κάποια αταξία στα της προθέσεως. Τότε χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, κυριολεκτικά επέταξε τα της προθέσεως και ξαναπροσκόμισε. Με την πράξη του αυτή ήθελε προφανώς να διδάξει στον ιερέα να προετοιμάζει την πρόθεση μετά πολλής τάξεως και ευλαβείας. Ο ιερέας σημειωτέον είχε εξαγάγει μια ολόκληρη μερίδα και με τα εννέα τάγματα, ενώ ο παπά –Φώτης, όπως και η τυπική διάταξη του λειτουργικού ορίζει, ήθελε να είναι και οι εννέα μερίδες ξεχωριστά η κάθε μία. Την πρόθεση την πέταξε στο χωνευτήρι του ναού.

Κάποτε τον φιλοξένησε ο αγαπητός του ιερέας και διάδοχός του στον Τρίγωνα παπά –Δημήτρης στο ιερατικό του σπίτι. η αγαπητή του και λίαν προσφιλής πρεσβυτέρα Ειρήνη που τον αγαπούσε ειλικρινά, αλλά και ο παπά –Φώτης την υπεραγαπούσε γιατί ήταν η μόνη εκ των Τριγωνιωτών που τον θυμήθηκε όταν ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο, του ετοίμασε πολλά και διάφορα φαγητά. Ο παπά –Φώτης όμως της είπε: «Είναι αμαρτία να φτιάχνουμε δύο – τρία φαγητά. Ένα μόνον φαγητό πρέπει να κάνουμε!». Πόσο δίκαιο είχε ο αείμνηστος παπά –Φώτης, ιδιαιτέρως τώρα που τα οικονομικά των οικογενειών δεν πάνε και τόσο καλά, ήταν προφητικός ο λόγος του εκείνος που συμβούλευε να αρκείται ο κόσμος στο τραπέζι του να έχει ένα φαγητό!

Έλεγε ο παπά- Φώτης ευκαίρως ακαίρως σε γνωστούς του: «Να λούζεσθε με πολύ κρύο νερό για να μην αρρωσταίνετε». Πολλές φορές μέσα στο καταχείμωνο και με χιόνια ο ίδιος περπατούσε ξυπόλητος με παντόφλες.

Πολλές φορές ενώ ο παπά –Φώτης περπατούσε στο δρόμο όσοι εκ των οδηγών τον ήξεραν, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι, σταματούσαν και τον έπαιρναν για να τον εξυπηρετήσουν. Κάποτε λοιπόν σταμάτησε κάποιος οδηγός και τον πήρε. Όταν ο παπά –Φώτης ανέβηκε στο αυτοκίνητο, αντί για ευχαριστώ ή για χαιρετίσματα, αμέσως είπε με επιτιμητικό ύφος στον οδηγό: «Γιατί παράτησες την γυναίκα σου και τρέχ’ς με την άλλη;». Τότε θύμωσε ο οδηγός που δεν περίμενε από τον παπά –Φώτη να ξέρει τις κρυφές του πράξεις και σταμάτησε και τον κατέβασε κάτω. Αυτό ήταν το τίμημα της αλήθειας για τον παπά-Φώτη, να κατεβεί από το αυτοκίνητο και να πάει στον προορισμό το υμε τα πόδια του!

Κάποτε ο π. Σταύρος Σακλαμάκης, πνευματικό παιδί του παπά –Φώτη, ήθελε να τον ρωτήσει κάτι σχετικά με την ελεημοσύνη. Μας διηγείται ο ίδιος ο παπά –Σταύρος: «Ήρθε ο παπά –Φώτης στο χωριό μας την αγία Μαρίνα. Κάναμε μαζί το απόδειπνο και τους χαιρετισμούς. Εγώ κάθε τόσο τον διέκοπτα για να τον ρωτήσω. Ο παπά –Φώτης μόλις με άκουγε εν ώρα προσευχής να τον διακόπτω με φώναζε: «Σκάσε!». Και συνέχιζε. Στο τέλος όταν πίναμε τσάι μου απάντησε σε όλα τα ερωτήματά μου χωρίς κάν να του τα έχω πει. Μου απαντούσε ακριβώς σε ό,τι ήθελα να μάθω!».

Κάποια φορά εν ώρα θείας λειτουργίας, ο παπά – Φώτης εντόπισε στο ναό μια κυρία που φορούσε έναν επιστήθιο σταυρό μεγάλου μεγέθους στολισμένο με πέτρες. Μόλις είδω την παραποίηση του συμβόλου του σταυρού, χωρίς να γνωρίζει το ποιόν της κυρίας άρχισε να φωνάζει: «Πατσαβούρα, τιποτένια, που έβαλις πάν’ στο σταυρό διαβόλια» και πολλά άλλα λεκτικά στολίσματα. Η κυρία ταπεινώθηκε κι αμέσως τον έβγαλε τον σταυρό από το στήθος της. Η αλήθεια ήταν ότι η εν λόγω κυρία ποτέ της δεν είχε μάθει να ταπεινώνεται και μάλιστα ενώπιον πολλών ανθρώπων!!! Ο παπά –Φώτης όμως, με τον δικό του τρόπο την δίδαξε πως μπορεί να βιώνει στη ζωή της την αρετή της ταπείνωσης!

Ποτέ στη ζωή του ο παπά –Φώτης δεν πικραινόταν με τίποτα, όσα και αν άκουγε, όσα κι αν του σέρνανε ακόμα και οι ιερείς που πήγαινε στους ναούς τους να συλλειτουργήσει κι εκείνοι του έδειχναν την έξοδο του ναού τους, δηλ. δεν του επέτρεπαν να λειτουργήσει. Επειδή ήταν ατημέλητος και δεν φορούσε όμορφα ράσα και άμφια… Άραγε ο Παράδεισος θα είναι στολισμένος από στόφες και μπριγιάν;

Κάποτε τον ρώτησε κάποιος Μυτιληνιός: «Καλά, παπά –Φώτη, εσύ πώς μπαίνεις μέσα στην Τουρκία με το ράσο σου και δεν σε συλλαμβάνουν;». Και ο παπά –Φώτης του απήντησε: «Κοίταξε, όταν πηγαίνω κάνω μπροστά τους τρέλες, χτυπώ παλαμάκια, χορεύω. Έτσι με περνούν για τρελό και με αφήνουν ανενόχλητο να πάω όπου θέλω!».

Κάποτε συνέβη το εξής συγκλονιστικό γεγονός: Ενώ ο παπά –Φώτης βρισκόταν κάπου, ήρθε κοντά του κάποιος και άρχισε να βλασφημά πολύ άσχημα. Ο παπά –Φώτης τον καταράστηκε και ο εν λόγω υβριστής πέθανε αμέσως! Δεν δεχόταν ο μακαριστός παπά –Φώτης για κανένα λόγο βλασφημίες.

Μας διηγήθηκε ο κ. Παναγιώτης Κουζινόγλου από Μυτιλήνη τα ακόλουθα:
«Πριν ένα μήνα περίπου, τον Ιούλιο του 2004, επισκέφθηκα μαζί με άλλους δύο φίλους μου και μια κοπέλα τον παπά –Φώτη στα Πάμφιλα στο σπιτάκι του. Ήμασταν ο Γρηγόρης, ο Σταύρος, εγώ, ο Παναγιώτης και η Αθηνά. Βρήκαμε τον παπά –Φώτη στο κρεβάτι να τον περιποιούνται κάποιες ευλαβείς γυναίκες του χωριού. Ο παπά –Φώτης χάρηκε πολύ και μας δέχθηκε εγκάρδια. Καθήσαμε μαζί του κάμποση ώρα, για να πάρουμε την ευχή του. Στο τέλος κάναμε και το απόδειπνο και τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας. Κατά τη διάρκεια του αποδείπνου το αυτοκίνητό μας εμπόδιζε τη διέλευση κάποιου άλλου αυτοκινήτου και προκειμένου να περάσει το αυτοκίνητο ο οδηγός του κορνάριζε συνεχώς. Ο οδηγός της παρέας βγήκε από το σπίτι του παπά –Φώτη κατά τη διάρκεια του αποδείπνου, για να μετακινήσει το αυτοκίνητο. Όταν επέστρεψε ο παπά –Φώτης, ξανάρχισε το απόδειπνο απ’ εκείνο το σημείο που το παιδί εξήλθε από το σπίτι. κι αυτό το έκανε ο παπά –Φώτης, για να μη χάσει το παιδί το απόδειπνο. Κατά τη συζήτηση που έκαναν μαζί του, ο παπά –Φώτης ενημερώθηκε από τα παιδιά ότι σκόπευαν να επισκεφθούν τα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και τον προσκάλεσαν να πάει μαζί τους. Όμως ο παπά –Φώτης άφησε να εννοηθεί ότι θα αναχωρήσει για την άνω Ιερουσαλήμ. Κατά τη συζήτησή τους ήταν παρούσα και μια γυναίκα η οποία διέκοπτε συνεχώς τη συζήτηση και έβγαινε εκτός θέματος. Τότε ο παπά –Φώτης την απέπεμψε. Η κοπέλα της παρέας φορούσε παντελόνι. Δεν ξέφυγε την προσοχή του παπά –Φώτη ο οποίος την επετίμησε με αγάπη. Στο τέλος όταν επρόκειτο να φύγουν τα παιδιά έδωσε στα τρία αγόρια από ένα χειρόγραφο κείμενο από το οποίο αντέγραψε ο παπά –Φώτης κομμάτια της Αγίας Γραφής. Στην κοπέλα δεν έδωσε. Όταν έφυγαν τα παιδιά προσπαθώντας να εξηγήσουν την πράξη αυτή του παπά –Φώτη κατέληξαν στο διορατικό του χάρισμα με το οποίο πιθανόν προείδε ότι η κοπέλα μ’ ένα από τα αγόρια θα ερχόταν εις γάμου κοινωνίαν. Ήταν ήδη αρραβωνιασμένοι. Το δώρο λόγιζε κοινό για το ζευγάρι!».

Κάποια άλλη φορά περνούσε με το μηχανάκι του από μια γειτονιά. Εκεί είδε τον παπά –Φώτη να αναζητά μια κυρία. Κάποια στιγμή ο παπά –Φώτης αντίκρυσε μια κοπέλα την οποία ρώτησε μια πληροφορία. Η κοπέλα δεν του έδωσε καμμιά σημασία. Την ξαναρώτησε ο παπά –Φώτης κι εκείνη τα ίδια. Απαξίωνε να μιλήσει στον παπά –Φώτη. Τότε, ο παπά – Φώτης άρχισε να την επιτιμά για το γεγονός ότι ενώ της μιλούσε κάποιος παπάς εκείνη δεν το απηύθυνε έστω και το χαιρετισμό της και τον προσήκοντα σεβασμό της. Τελικά ο κ. Παναγιώτης ρώτησε τον παπά –Φώτη που πηγαίνει κι εκείνος του είπε ότι πήγαινε στα Πάμφιλα. Του πρότεινε ο Παναγιώτης να τον πάει και ο παπά –Φώτης αμέσως επιβιβάστηκε στο μηχανάκι με απλότητα και πήγε στο χωριό του».

«Κάποια φορά ο παπά –Φώτης επισκέφθηκε κάποιο σπίτι γνωστής του οικογένειας στα Πάμφιλα. Χτύπησε την πόρτα και τον υποδέχθηκε μια κυρία. Την ώρα εκείνη όμως χωρίς να καταλάβει η θυγατέρα της κυρίας ότι υπάρχει επισκέπτης στο σπίτι τους και μάλιστα ιερέας, βγήκε από το μπάνιο τυλιγμένη με πετσέτες στα μαλλιά της. Ντροπιάστηκε από το θέαμα. Ο παπά –Φώτης, για να μην την πανικοβάλει, την απεκάλεσε με την τουρκική λέξη «γκιουζέλ» που σημαίνει όμορφη».

«Κάποτε πήγα στο κτήμα του παπά –Φώτη όπου βρίσκεται η πανέμορφη εκκλησία του αγίου Λουκά. Είναι μια από τις ομορφότερες εκκλησίες που έχω δει. Ο παπά –Φώτης έχει προσέξει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Η όλη εκκλησία εκπέμπει γλυκύτητα πράγμα που, όπως πιστεύω εγώ, προέρχεται από την περίσσια αγάπη και το πολύ μεράκι με τα οποία έφτιαξε ο παπά –Φώτης την εκκλησία. Τον παπά-Φώτη δεν τον βρήκα εκείνη την ημέρα που πήγα στον άγιο Λουκά, αλλά την επομένη ημέρα ο Θεός μου τον έστειλε στην Μυτιλήνη και τον συνάντησα εντελώς τυχαία…. Τον ρώτησα λοιπόν, τι ήταν αυτά τα κτίσματα – τα στρογγυλά – δίπλα στο ναό του αγίου Λουκά που μου εκέντρισαν το ενδιαφέρον. Ο παπά –Φώτης μου είπε ότι ήταν σπίτια. Τότε τον ρώτησα γιατί ήταν στρογγυλά και μου απήντησε με σοφία, ότι τα έκανε στρογγυλά γιατί με τον κύκλο ήθελε να συμβολίσει την αιωνιότητα. Στη συνέχεια τον ρώτησε εκ νέου πως ο κύκλος συμβόλιζε την αιωνιότητα. Και μου απήντησε: «Πάρε ένα μολύβι και κάνε έναν κύκλο. Έχει αρχή και τέλος ο κύκλος;». «Όχι», του απαντώ. «Ε! έτσι και η αιωνιότητα δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος».

«Κάποτε ο παπά –Φώτης συνήντησε κάποιον κύριο με το εγγονάκι του. Ο παπά –Φώτης ρώτησε ποιο ήταν το όνομα του παιδιού και μόλις το άκουσε, άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι με μεγάλη χαρά γεγονός που προσήλκυσε το παιδί κοντά του».

«Ο παπά – Φώτης είχε ένα χάρισμα να διακρίνει τις περιπτώσεις που κάποιοι άνθρωποι ήταν προσκολλημένοι σε άψυχα υλικά τα οποία και ζητούσε για δικά του, προκειμένου να δει τις αντιδράσεις των κατεχόντων αυτά και να τους απαλλάξει προφανώς από την λατρεία αυτών. Για τον ίδιο λόγο κάποτε πηγαίνοντας σε κάποιο σπίτι ζήτησε ένα στυλό».

Ο παπά –Φώτης στο χωριό Πάμφιλα πρόσφερε ένα τεμάχιο λειψάνου της αγίας Βαρβάρας επειδή ο ναός του χωριού του είναι αφιερωμένος στη χάρη της. Πάντοτε ο παπά –Φώτης αγωνιζόταν να ανακαλύπτει λείψανα Λεσβίων αγίων για να πλουτίσει με τον τρόπο του πνευματικά το νησί του.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.