Ψυχοσάββατο – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Στεκόμουν με τα μάτια κλειστά. Μπροστά μου ένα τραπέζι γεμάτο διάφορες πιατέλες με κόλλυβα. Περίτεχνα στολισμένες, με αγάπη. Δώρα ψυχής προς τους αγαπημένους στον ουρανό. Αν είχαν φωνή αυτά τα κόλλυβα, πόσα δάκρυα, πόση νοσταλγία, πόσα λόγια ανείπωτα θα φανέρωναν. Και μια φωνή, η φωνή του ιερέα, σταθερή, γλυκειά, σχεδόν επιτακτική, να τονίζει τα ονόματα ένα-ένα. Εκείνη την ώρα την άκουγα σαν επιταγή, επιταγή στον Ουρανό: κι αυτόν, κι αυτόν, κι αυτόν, κι αυτόν, κι αυτόν, κι αυτόν… Ονόματα ατελείωτα. Ψυχές βαφτισμένες στο όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Ψυχές που ήταν άνθρωποι ζωντανοί κάποτε σαν κι εμάς. Που αγάπησαν, πόνεσαν, αμάρτησαν, απελπίστηκαν, εργάστηκαν, χάρηκαν, έκλαψαν, μετάνοιωσαν, όλα σαν και μας, ίσως πιο πολύ από μας, ίσως λιγότερο από μας, χειρότερα, καλύτερα, όσο μπόρεσαν, όσο ήξεραν. Και τώρα μένουν εκεί μακρυά, και περιμένουν το έλεος του Θεού, και την δική μας την θύμηση.

Από Αδάμ και Εύας… Καθώς άκουγα τα ονόματα ένα- ένα, νόμιζα πως γέμιζε ο χώρος με ψυχές, σαν ν’ απαντούσαν σ’ ένα προσκλητήριο. Κι αυτός, κι αυτός, κι αυτός… Κι όλο έρχονταν, κι όλο γέμιζε ο ναός, «λαός πολύς σφόδρα…».Και καθώς έρχονταν, κι άλλοι, κι άλλοι, όλο και πιο πολλοί, καθώς ηχούσαν καθαρά τα ονόματα, στροβιλίζονταν θαρρείς μέσα στον ναό, σ’ ένα χορό εναέριο, ένα κυκλικό προσκύνημα μπροστά στο γλυκό βλέμμα της Παναγίας στην αψίδα του ιερού. Κι Εκείνη είχε απλώσει τα χέρια Της, κι όλο τους δεχόταν, όλο τους χάϊδευε, όλο τους χαμογελούσε. Και απαλά-απαλά, τρυφερά, προστατευτικά, όλο και τους έσπρωχνε προς τα πάνω, στον τρούλλο. Στην αγκαλιά του Χριστού, του παιδιού Της, του Θεού Της, του Θεού μας, του Πατέρα μας, του Παντοκράτορα. Κι Εκείνος, όλο και τους δεχόταν, όλο και άνοιγε τα χέρια Του, να τους ευλογήσει, να τους δεχτεί, τους καλεσμένους Του, τα παιδιά Του. Ένα χρωματιστό φώς περνούσε από τα παράθυρα του τρούλλου, και λες και φώτιζε κι αυτό το πανηγύρι, το αέναο αυτό κυκλικό προσκύνημα, που δεν έλεγε να τελειώσει, μόνο πύκνωνε, και πύκνωνε ολοένα, σαν τους κυκλικούς χορούς στους γάμους.

Παρελθόν και παρόν έγιναν ένα, χάθηκαν τα όρια του χρόνου. Δεν υπήρχαν πια παρόντες και απόντες, ήταν όλοι εκεί, ήμασταν όλοι εκεί, στην αιώνια Εκκλησία, στην αγκαλιά της Παναγίας, των Αγίων, του Χριστού. Όλοι μαζί, αχώριστοι. Για μια φορά ακόμη υψώθηκε από τα βάθη της καρδιάς μου μια κραυγή δοξολογίας: «Ουρανός πολύφωτος, η Εκκλησία, ανεδείχθη άπαντας φωταγωγούσα τους πιστούς…». Άπαντας, είπα, άπαντας. Δηλαδή, όλους ανεξαιρέτως, χωρίς να λείπει απολύτως κανείς.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα

Κατηγορίες: Άρθρα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.