Πέρα απ’ τη σκοτεινή γραμμή – Hans Killians.

Πέρα από τη σκοτεινή γραμμή. «… Ναι, πηγαίνει κανείς προς τα εκεί. Κι ο καιρός προχωρεί, ως τη στιγμή που ξεχωρίζει κανείς, όχι πολύ μακρυά του πια, μια σκοτεινή γραμμή, που του θυμίζει ότι πρέπει ν’ αφήση πίσω του τα χρόνια της ανέμελης νιότης».
ΓΙΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΤ: η Σκοτεινή Γραμμή.

Την σκοτεινή γραμμή πρέπει κάθε νεαρός χειρουργός να την περάση κάποτε. Αυτό συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, που για πρώτη φορά στέκεται μπροστά στο χειρουργικό τραπέζι, για να τολμήση, εντελώς μόνος του, μια επέμβαση στο σώμα ενός ζωντανού άνθρωπου. Είναι μια μικρή σκοτεινή ζώνη μέσα στη ζωή.
Βέβαια απροετοίμαστος δεν μπαίνει κανείς στο χειρουργείο. Θα μπορούσα μάλιστα χωρίς υπερβολή να πω ότι πραγματικά ολόκληρη η εκπαίδευσις εκείνων που μυούνται στη χειρουργική, προχωρεί σιγά – σιγά, σκαλοπάτι – σκαλοπάτι, για να οδΗγΉση σ’ εκείνη τη μοιραία αποφασιστική στιγμή.

Αυτή η εκπαίδευσις άρχισε με το πρώτο εξάμηνο στα φροντιστήρια της χειρουργικής, επάνω στο πτώμα. Ύστερα από μια θεωρητική προετοιμασία, όπου μελετήσαμε λεπτομερώς τις επεμβάσεις που θα κάναμε αργότερα, στριμωχτήκαμε στην αίθουσα με τα παρασκευάσματα της ανατομικής. Ήταν η εποχή μετά το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο : φοιτηταί υπήρχαν πολλοί και πτώματα λίγα στο ανατομείο, κι’ έτσι δεν μπορούσε να μάθη κανείς αρκετά πράγματα. Γι’ αυτό το λόγο, έμενα πιο πολύ στο ανατομείο, για να μπορέσω ν’ ασκηθώ μόνος στις διάφορες επεμβάσεις.

Μερικές φορές γλιστρούσα κρυφά στην αίθουσα των επιδείξεων, κάτω απ’ το αμφιθέατρο του παλαιού ανατομείου, όπου βρίσκονταν τότε τα πτώματα που επρόκειτο να χρησιμεύσουν για επίδειξι στους φοιτητάς, και άρχιζα τη δουλειά ξεχνώντας τα πάντα γύρω μου. Στο μισοσκόταδο της σκοτεινιασμένης αίθουσας, αναζητούσα μέσα στη χειρουργική τομή τα νεύρα και τα αγγεία, αναζητούσα τους κινδύνους που παραμόνευαν κάτω από κάθε μου τομή. Φανταζόμουν δυνατές αιμορραγίες απ’ τις αρτηρίες Ή τις φλέβες, που έπρεπε αμέσως να τις σταματήσω, και αν δεν κατώρθωνα να βρω αρκετά γρήγορα ένα όργανο που ήθελα να ξεχωρίσω, θύμωνα για την τόση μου ανικανότητα. Κάθε φορά που έπρεπε να χώσω τα χέρια μου μέσα στην τομή, ένιωθα μια ανατριχίλα ακουμπώντας την παγωμένη, πεθαμένη σάρκα. Εξησκούμην όχι μονάχα σε μικρές εγχειρήσεις, αλλά δοκίμαζα και μεγαλύτερες επεμβάσεις, όπως είναι η αφαίρεσις του θυρεοειδούς, η αποκοπή του στήθους, η εξαίρεσις των μασχαλιαίων αδένων. Εκείνες τις ώρες βρισκόμουν τελείως μέσα σε όνειρο, βλέποντας μια πραγματική εγχείρησι και ζούσα έτσι εκ των προτέρων όλες τις δραματικές λεπτομέρειες της. Κανείς δεν ήξερε την κρυφή μου προσπάθεια, μονάχα ένας το ήξερε, ο γέρο υπηρέτης του ανατομείου, αλλά εκείνος με άφηνε.

Πως θα γινόταν όμως στον ζωντανό άνθρωπο, όταν θα ερχόταν η ώρα της δοκιμασίας ; Αυτό ήταν το πρόβλημα.

Άρχισα στην Πολυκλινική. Εδώ έκοψα για πρώτη φορά πάνω σε σώμα ζωντανού Ανθρώπου. Για να ακριβολογήσω, έκανα μια μικρή τομή για ν’ ανοίξω ένα απόστημα. Αν και δεν υπήρχε κανένας λόγος, όμως όταν έβαζα το μαχαίρι, είχα το φόβο, που νιώθει κάθε νεαρός γιατρός, ότι θα πλήγωνα κάποιο αγγείο ή κάποιο νεύρο. Και μετά ένιωσα κάποια μέρα πως πλησίαζα στη «σκοτεινή γραμμή». Φανταζόμουν το τόλμημα και την αναστάτωσι της πρώτης εγχειρήσεως. Αλλά παρ’ όλον ότι αυτό φαινόταν να βρίσκεται ακόμη μακρυά, τα πράγματα μου ήλθαν τελείως διαφορετικά. Αυτό ίσως ωφείλετο στο ότι βρέθηκε κοντά μου, στη δύσκολη ώρα, ένας άνθρωπος, που βοήθησε να διώξω μακρυά το δισταγμό και την αμφιβολία για τον εαυτό μου : μια γυναίκα, που δεν ζει πια, και που την θυμάμαι πάντα μ’ ευγνωμοσύνη.

Στην Πολυκλινική δούλευε από πολύν καιρό η αδελφή Ερνα. Ήταν μια κάπως μεγάλη, ισχνή γυναίκα με αυστηρά αλλά όχι άσχημα χαρακτηριστικά. απ’ τους ασθενείς και τις αδελφές εθεωρείτο σχολαστική και αυστηρή, γιατί δεν ήξερε φιλοφρονήσεις και ήταν δύστροπη. Σε μένα φαινόταν μάλλον ότι υπέφερε από μοναξιά. Η Πολυκλινική ήταν ο κόσμος της και πέρα από αυτούς τους τοίχους, φαίνεται πως δεν υπήρχε τίποτε άλλο για την αδελφή Ερνα. Μου έδινε θάρρος μ’ έναν απότομο, αλλά εγκάρδιο τρόπο, ενώ οι παλαιότεροι βοηθοί γενικά, πολύ λίγο ενδιεφέροντο για τον νεοφερμένο, εκείνη μου έκανε διαρκώς λίγες αλλά αξιόλογες υποδείξεις.

Μερικές από τις πιο επιτυχημένες της εκφράσεις έχουν μείνει στη μνήμη μου. Έτσι κάποια μέρα μου είπε σκεπτική : «χρειάζεται στη χειρουργική όπως και στη ζωή, ένα δυνατό χέρι που να ξέρη να κρατάη τρυφερά!» ένας καταπληκτικός κανόνας που μου έχει μείνει μέχρι σήμερα στο νου.

Στις μεγάλες εγχειρήσεις δεν μπορούσαν οι βοηθοί της εποχής εκείνης να λάβουν μέρος. Ο κίνδυνος να μπουν μέσα στο χειρουργείο μικρόβια, ήταν πολύ μεγάλος και σε μένα η είσοδος στην άσηπτη περιοχή ήταν αυστηρώς απηγορευμένη. Ήμουν βοηθός σ’ ένα τμήμα μικράς χειρουργικής και μονάχα εκεί είχα την ευκαιρία να μπορώ να βοηθώ σε σηπτικές επεμβάσεις, όπως π. χ. στη διάνοιξι αποστημάτων στις αρθρώσεις ή στη διάνοιξι μιας φλεγμονώδους διαπυήσεως.

Η επιδεξιότης στο χέρι ήταν παλιό μου απόκτημα. Δεν ήταν μάταιο που είχα αναπτύξει την ευαισθησία και την ευκινησία στα χέρια μου με τη μουσική και τη ζωγραφική. Στους διδασκάλους μου της χειρουργικής μπορούσα να παρακολουθήσω πόσο ελαφρές, αλλά και πόσο σίγουρες ήταν οι κινήσεις τους. Πρόσεχα πώς εργάζονταν, έχοντας μια ελαστικότητα στους ώμους, κι’ όταν βοηθούσα ησκούμην σ’ αυτόν τον τρόπο εργασίας.

Το τρομερό λάθος των αρχαρίων να κρατούν το κεφάλι τόσο μακρυά πάνω απ’ την ανοιχτή πληγή, για να μπορούν να βλέπουν καλύτερα, προσπαθούσα μ’ όλη μου τη δύναμι να μην το συνηθίσω. Κι’ αυτό δεν ήταν πολύ εύκολο. Έπρεπε ακόμη να μάθη κανείς στην ολοκληρωτική σιωπή κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως, και την υποταγή. Μονάχα οι προσταγές του χειρούργου ίσχυαν. Είχα προσέξει ότι υπάρχει καλός και άσχημος τρόπος εγχειρήσεως. Ο κακός τρόπος οδηγεί σ’ ένα στρίμωγμα γύρω από το τραπέζι. Οι γιατροί χτυπούν τα κεφάλια τους, μέσα στην αναταραχή, επάνω από το χειρουργικό πεδίο. Και μερικές φορές, στις χειρότερες περιπτώσεις, συζητούν ακόμη επάνω στην επέμβαση, για το τι μπορούσε κανείς να δη και τι θα ήθελε ίσως να κάνη μετά. Σε μας τέτοια άτοπα απαγορεύονταν. Ο καθηγητής και οι επιμεληταί του, έκαναν τις εγχειρήσεις τους με χάρι, με σιγουριά και δεν ανέχονταν καμμιά αταξία. Διατηρούσαν ακόμη την εσωτερική τους ηρεμία στις δύσκολες στιγμές, κι’ αυτό ήταν το ουσιώδες.
Πολλοί χειρουργοί γίνονται, κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως, νευρικοί και αποφεύγουν την ευθύνη. Άλλοι πάλι προσπαθούν να καλύψουν την εσωτερική τους ανησυχία, ή εγκαταλείπουν τον αγώνα πολύ γρήγορα, γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την περίπτωσι.

Τέσσερις μήνες είχαν περάσει από τότε που δούλευα στην Πολυκλινική. Κατόπιν πήγα σ’ ένα άλλο τμήμα, όπου η πόρτα του ασηπτικού χειρουργείου άνοιξε για μένα. Η αποφασιστική στιγμή πλησίαζε.
Κάποια μέρα επρόκειτο να γίνη μια εγχείρησι κήλης. Θα χειρουργούσε ο επιμελητής και εγώ θα βοηθούσα. Ήμουν εξασκημένος αρκετά στην τεχνική αυτής της εγχειρήσεως, γιατί είχα ήδη πολλές φορές βοηθήσει.
Μπαίνοντας στον προθάλαμο του χειρουργείου, έπεσα ξαφνικά πάνω στην αδελφή Ερνα. Με χαιρέτησε μ’ ένα βουβό κούνημα της κεφαλής και με κύταξε για πολύ, σκεπτική. Ήταν ένα περίεργο βλέμμα. Τα μεγάλα σκούρα της μάτια που φαίνονταν να κυτάζουν σαν τα μάτια της κουκουβάγιας, προσηλώθηκαν πάνω μου με μια έκφρασι, σαν να ήθελαν να αναμετρήσουν το πόσο αξίζω. Ήμουν έτοιμος να την ρωτήσω γιατί με κύταζε έτσι, αλλά εκείνη γύρισε και πήγε στον προθάλαμο, όπου ο επιμελητής ετοιμαζόταν, με τη λευκή του μπλούζα και τις άσπρες γαλότσες. Στεκόμαστε σκυμμένοι πάνω απ’ το νιπτήρα, απ’ όπου έτρεχε αχνιστό, ζεστό νερό, και πλέναμε επί δέκα λεπτά τα χέρια μας. Κανείς δεν μιλούσε. Ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Κατόπιν βουτήξαμε τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στο σουμπλιμέ και στο αλκοόλ για απολύμανσι, τα σκουπίσαμε, φορέσαμε αποστειρωμένες μπλούζες και σέρνοντας τα πόδια μας, φτάσαμε στο χειρουργείο. Ο επιμελητής, επειδή επρόκειτο για έναν εξαιρετικά ευαίσθητο ασθενή, είχε κατ’ εξαίρεσιν πεινά γίνη γενική νάρκωσις, αλλιώς τέτοιες κήλες συνήθως τις εγχειρίζουμε μόνον με τοπική αναισθησία. Ο ασθενής ήταν ήσυχος, ναρκωμένος. Πάνω στο χειρουργικό τραπέζι όλα ήταν σε τέλεια τάξι. Ήμουν έτοιμος να πάω στη θέσι μου, όταν ξαφνικά ο επιμελητής μου είπε :
—Αυτήν την περίπτωσι θα την χειρουργήσετε εσείς, εγώ θα σας βοηθήσω.
Μου φάνηκε ότι δεν είχα καλά καταλάβει και ξαναρώτησα :
— Πως είπατε, παρακαλώ ;
— Θα χειρουργήσετε εσείς είπα, ξανάπε ήρεμα και γελώντας συγχρόνως.
— Ευχαριστώ, απάντησα σιγά και προχώρησα στη θέσι του χειρούργου.
Η αδελφή που είχε τα εργαλεία, μου έδωσε τα ανοιχτόφαια λαστιχένια γάντια και με βοήθησε να γλιστρήσω τα χέρια μου μέσα. Άλλη μια φορά πέρασε το βλέμμα μου εξεταστικά επάνω απ’ το εγχειρητικό πεδίο, ενώ μου ήρθε στη μνήμη μου ένα απόφθεγμα του Λέξερ, «τα παλληκάρια μας πρέπει να μάθουν να χειρουργούν», έλεγε, κι’ αυτός ήταν ο λόγος που άφηνε, τελείως αντίθετα με άλλες χειρουργικές σχολές, τους νεαρούς άνδρες του, όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν, να δουλεύουν στο χειρουργικό τραπέζι.

Ήξερα ότι μπορούσα να χειρουργήσω αυτήν τη βουβονοκήλη. Αμέσως, αφού πήρα το νυστέρι, έκανα μια τομή υπολογίζοντας με το μάτι στα κοιλιακά τοιχώματα την περιοχή των βουβόνων. Εργαζόμουν πολύ γρήγορα. Η φιλοδοξία με είχε αδράξει. Ήθελα να δείξω τι είχα μέσα μου. Κυριολεκτικά φλεγόμουνα, μέχρις ότου ξαφνικά ο επιμελητής κάποια στιγμή φώναξε :
— Όχι τόσο βιαστικά άνθρωπέ μου—μεγάλε Θεέ—τι γρηγοράδα είναι αυτή, δουλέψτε λίγο πιο αργά ! .. .
Όλα προχωρούσαν πολύ ομαλά. Χωρίς κόπο μπόρεσα να απομονώσω και ν’ανοίξω τον κηλικό σάκκο, να εξετάσω το περιεχόμενο, να το ανατάξω και να τον δέσω στη βάσι του. Έβαλα το κολόβωμα κάτω από τους μυς, έκανα την περίφημη ραφή κατά Μπασίνι, ένωσα το συνδετικό ιστό από πάνω κι’ έκλεισα την πληγή.

Όταν τελείωσα με την επέμβασι και τοποθέτησα τον επίδεσμο, στάθηκα για λίγο ακόμη κοντά στο χειρουργικό τραπέζι, ενώ οι νοσοκόμοι έλυσαν τον ασθενή και τον έβαλαν πάνω στο φορείο. Ο επιμελητής είχε φύγει προ πολλού. Εγώ στεκόμουν ακόμη εκεί εξουθενωμένος, ύστερα απ’ την πρώτη μου εγχείρησι. Είχα φανταστή το συναίσθημα της ευτυχίας και της ειρήνης που νιώθει κανείς ύστερα από ένα τέτοιο γεγονός τελείως διαφορετικά. Ίσως ένιωθα έτσι επειδή αυτή η πρώτη μου εγχείρησις έγινε κάτω από την εποπτεία ενός άλλου και γι’ αυτό δε μου έκανε τόσο βαθειά εντύπωσι.

«Αυτό είν’ όλο», σκέφθηκα. Στους νιπτήρες βρήκα την αδελφή Ερνα, η οποία όπως φαίνεται, χάρηκε ειλικρινά. Τα μάτια της έλαμπαν και κάτω απ’ την άμεση εντύπωσι του γεγονότος που είχα ζήσει της είπα :
—Αδελφή Ερνα, σε σας χρωστάω αυτή την εγχείρησι.
Εκείνη δεν απήντησε.
Στο διάδρομο έξω συνήντησα μια νεαρή βοηθό.
— Η αδελφή Ερνα πραγματικά θα χαρή, είπε το ξανθό ευγενικό κορίτσι. Κατά τύχην άκουσα τελευταία, πως πρότεινε στον επιμελητή να σας αφήση επιτέλους να εργαστήτε στο χειρουργικό τραπέζι. Πίστευε ότι είχατε εξάπαντος ταλέντο να γίνετε ένας καλός χειρουργός.

Λίγες εβδομάδες ύστερα, συνέπεσε να έχω νυκτερινή υπηρεσία μαζί με την αδελφή Ερνα. Είχαμε πολλή δουλειά στην Πολυκλινική εκείνη τη νύχτα. Νωρίς απ’ το βράδυ έφεραν πολλούς πληγωμένους και ασθενείς κι’ ακόμη μέχρι αργά την νύχτα δεν είχαν σταματήσει.

Κατά τις δύο τη νύχτα έφεραν ένα νέο. του είχαν πάνω σ’ ένα φορείο. Ήταν ωχρός και εξησθενημένος. Είχε πυρετό και σύμφωνα με το χαρτί του γιατρού που μας τον είχε στείλει, η διάγνωσις ήταν : οξεία σκωληκοειδίτις. Ήταν πάλι μια περίπτωσις για την οποίαν έπρεπε ν’ αποφασίση κανείς αμέσως.

Όταν παρετήρησα τη γυμνωμένη κοιλιά, τράβηξε την προσοχή μου το ότι το δεξιό υπογάστριο δεν εκινείτο κατά την αναπνοή κι’ όταν ψηλάφησα αυτή την περιοχή προσεκτικά, διεπίστωσα σαφώς μία σύσπασι των κοιλιακών μυών. Είπα στον ασθενή να λυγίση τα πόδια του, για να χαλαρώσουν τα κοιλιακά του τοιχώματα, και ψηλάφησα άλλη μια φορά ολόκληρη την κοιλιά. Έγινε μια χαλάρωσις σ’ ολόκληρη την επιφάνεια, εκτός απ’ το δεξιό υπογάστριο. Και το περιτόναιο φαινόταν να επηρεάζεται κι’ αυτό. Έκανα μικροεξετάσεις για την ευαισθησία. Ήταν θετική και όλα κατέληγαν πολύ καθαρά στο ότι επρόκειτο για μια οξεία φλεγμονή της σκωληκοειδούς, η οποία εξειλίχθη, όπως φαίνεται, πολύ απότομα και προχωρούσε ραγδαία και απειλητικά. Τα συμπεράσματα μου μάλιστα κατέληγαν στο ότι η ισχυρά φλεγμαίνουσα σκωληκοειδής είχε προχωρήσει προς το περιτόναιο και ίσως είχε σπάσει. Λίγο κάτω απ’ τη συνήθη θέσι, μεταξύ ομφαλού και άνω λαγονίου ακάνθης στο βάθος, έπρεπε να είναι η αρρωστημένη σκωληκοειδής απόφυσις, όσο μπορούσε βέβαια κανείς να την προσδιορίση. Η αδελφή Ερνα είχε πλησιάσει το φορείο. Στεκόταν απέναντί μου όση ώρα εγώ εξέταζα και κύτταζε με προσοχή.

— Πού είναι ο επιμελητής ; Πρέπει να εγχειρήση αμέσως!
— Ο επιμελητής δεν μπορεί να εγχειρήση τώρα, απήντησε
εκείνη. Έχομε ένα πολύ σοβαρό δυστύχημα με μια θλάσι του θώρακος, με την οποία θ’ ασχοληθή ακόμα για πολλή ώρα.
Σκέφθηκα μια στιγμή και έρριξα μια εξεταστική ματιά στον άρρωστο, να δω μήπως η κατάστασίς του επέτρεπε μια αναβολή της επεμβάσεως. Τότε είπε η αδελφή Έρνα :
— Μα την εγχείρησι μπορείτε και μόνος σας να την κάνετε. Μιλούσε σιγανά αλλά έντονα και με παρακολουθούσε συγχρόνως με τα μάτια.
Εκείνη τη στιγμή είδα τη «σκοτεινή γραμμή» ξεκάθαρα μπροστά μου. Τώρα ή ποτέ. Αυτό ένιωθα με μια απόλυτη βεβαιότητα.
— Καλά, θα εγχειρήσω, είπα απότομα.
Η αδελφή Έρνα κούνησε μόνο το κεφάλι.

Όλα ετοιμάστηκαν πολύ σύντομα και πήρα δυό εθελοντάς βοηθούς. Πλυθήκαμε, ο ασθενής τοποθετήθηκε από δυό νοσοκόμους επάνω στο χειρουργικό τραπέζι και ο βοηθός ναρκωτής άρχισε το έργο του.
Ποτέ ως τώρα δεν μου φάνηκε το χειρουργείο τη νύχτα τόσο στοιχειωμένο, όσο αυτές τις ώρες.
Στεκόμουν μόνος μου μαζί με τους βοηθούς μου κάτω απ’ το εκθαμβωτικό φως της λάμπας του χειρουργείου. Εγκαταλελειμμένος, μόνος με τη βαρειά ευθύνη για τη σωστή διάγνωσι, για κάθε μια τομή, για κάθε χειρισμό, για κάθε αιμορραγία, για κάθε τρύπημα της βελόνας, για κάθε μικρή επιπλοκή, για τη νάρκωσι μαζί με τους κινδύνους της, για κάθε περίπτωσι μολύνσεως, για την προφύλαξι του εντέρου και για τόσα άλλα ακόμα. Για πρώτη φορά ένιωθα πόσο βαρύ φορτίο ήταν το να έχης στα χέρια σου έναν ανυπεράσπιστο άνθρωπο, ο οποίος να υπομένη ο,τι και αν του κάνης. Δεν είναι η πρώτη εγχείρησις κάτω από τον έλεγχο κάποιου, εκείνη που παίζει τον αποφασιστικό ρόλο στο αν είσαι η όχι χειρουργός, αλλά είναι εκείνη η ώρα της πρώτης ευθύνης που βρίσκεσαι χωρίς ξένη βοήθεια, χωρίς να έχης πού να καταφύγης, μόνος κάτω απ’ τη σκια του Θεού (sub umbra Dei). Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή, η πρώτη εγχείρησις που μόνος επεχείρησα, όσο εκνευριστική και αν ήταν, δεν με έκανε να χάσω την ψυχραιμία μου. Και μόλις έκανα την πρώτη τομή, τότε ένιωσα απόλυτα ήρεμος. Εργαζόμουν ψύχραιμα, ανενόχλητα και χωρίς καμμιά άλλη σκέψι.

Η περίπτωσις δεν ήταν απλή. Όταν ξεχώρισα τα κοιλιακά τοιχώματα και άνοιξα το κήτος της κοιλίας, ξεπήδησε αμέσως λεπτόρρευστο πύον. Και μπόρεσα μεν, με λίγη προσπάθεια, να βρω την πολύ διογκωμένη και γεμάτη συμφύσεις σκωληκοειδή απόφυσι, την οποία απομόνωσα και περιέδεσα στη βάσι της, αλλά η τακτοποίησις του κολοβώματος ήταν δύσκολη, τουλάχιστον για μένα που ήμουν αρχάριος, γιατί οι πρησμένοι και με υγρό ποτισμένοι ιστοί κόβονταν από τις κλωστές με το τράβηγμα του κόμπου. Έτσι μετέθεσα τη ραφή σε υγιέστερους κατά το δυνατόν ιστούς και σκληρότερους, αφού κράτησα το τμήμα εκείνο της σκωληκοειδούς, όπου υπάρχουν τα αιμοφόρα και λεμφοφόρα αγγεία και τα νεύρα, τα έδεσα με ασφάλεια και τα ξεχώρισα. Κατώρθωσα να έχω ένα καλό σκέπασμα στο κολόβωμα της σκωληκοειδούς αποφύσεως και το περιττό την τελευταία στιγμή να το αποκόψω και να το πετάξω στη λεκάνη. Εξήτασα προσεκτικά την κοιλιά, έβαλα σωλήνα παροχετεύσεως κι’ έδεσα τον επίδεσμο.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, συνήντησε το βλέμμα μου τα σκούρα μάτια της αδελφής Έρνας. Με κύτταξε για πολύ, χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι, χωρίς να μιλήση. «Τώρα ανήκει σε μας», φαινόταν να λέη το βλέμμα της και εγώ ο ίδιος ένιωθα, σαν αυτές τις τελευταίες στιγμές, να είχα γίνη ένας άλλος.

Από το βιβλίο: «Πίσω μας στέκει ο Θεός» του HANS KILLIAN.
Μετάφρασις: Δ/ρος Αγλαίας Μπιμπή – Παπασπυροπούλου. Έκδοσις δεκάτη.
Εκδόσεις «Η Δαμασκός». Αθήναι 2006.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.