Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης μαζί μας! – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Μεθ’ υμών ειμί…»

Ο π. Αθανάσιος, το φωτεινό αστέρι, ολοκλήρωσε την τροχιά του στο φωτεινό στερέωμα της Εκκλησίας μας. Πέρασε λοιπόν στο σταθερό κόσμο της αιωνιότητος. Το φως όμως που εκπεμπόταν απ’ αυτόν όσο ζούσε, εξακολουθεί να φωτίζει ακόμη. Σαν τα αστέρια, που σταμάτησαν να φέγγουν, αλλά το φως τους φαίνεται για πολλά πολλά χρόνια.
Πολλοί είπαν τα γνωστά λόγια: «Γίναμε φτωχότεροι. Ο π. Αθανάσιος έφυγε από κοντά μας. Άφησε δυσαναπλήρωτο κενό… κ.λπ. Αν σε άλλους χώρους τα λόγια αυτά έχουν κάποιο νόημα, δεν ισχύουν στο χώρο της Εκκλησίας. Ο γέροντας πραγματικά ζει κοντά στο θρόνο του Θεού, στην επουράνιο Ιερουσαλήμ. Και αυτό για μας η πιο δυνατή παρηγοριά κι ελπίδα. «Τάδε λέγει Κύριος. Μακάριος ος έχει εν Σιών σπέρμα και οικείους εν Ιερουσαλήμ». Στην άνω Ιερουσαλήμ έχουμε τόσους οικείους. Αυτοί αποτελούν το φως και την ελπίδα μας για την παρούσα και τη μέλλουσα ζωή. Αυτή τη δυνατή αίσθηση της συνεχούς παρουσίας και προστασίας και των πρεσβειών του, έχουν όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον ευλαβούνται. Ο γέροντας, και μετά τον θάνατό του, συνεχίζει να βοηθάει αποτελεσματικά και να δρα θαυματουργικά. Η αγιότητά του αναγνωρίζεται απ’ όλους, ακόμη κι απ’ αυτούς που είχαν επιφυλάξεις.

Κοντά στο ησυχαστήριο υπήρχε κι ένα άλλο, που ακολουθούσε το παλαιό εορτολόγιο. Ο ιερομόναχος, βλέποντας τον κόσμο να πηγαίνει στον π. Αθανάσιο, σχολίαζε ειρωνικά.
-Σιγά! Ο γέρο – Θανάσης θα τους σώσει όλους! Όλους θα τους πάει στον Παράδεισο!
Τη νύχτα που κοιμήθηκε ο γέροντας, ο ιερομόναχος αυτός είδε κάποιο όνειρο. Σηκώνεται και λέει στους άλλους:
-Ο γέρο – Θανάσης πέθανε!
-Πού το ξέρεις; Τον ρώτησαν.
-Είδα ότι είχε γεμίσει αρχιερείς όλος ο δρόμος!
Έπειτα από λίγο το όνειρο επιβεβαιώθηκε. Στην κηδεία του γέροντα και αυτός, αλλά και άλλοι παλαιοημερολογίτες πλησίασαν στο μοναστήρι και κάθισαν κάπως απόμακρα, παρακολουθώντας την προσέλευση του κόσμου και την εξόδιο ακολουθία.
Το βράδυ ο ίδιος ιερομόναχος βλέπει πάλι σε όνειρο ότι καθόταν δίπλα στον τάφο του γέροντα (και μάλιστα χωρίς να γνωρίζει που είναι, γιατί δεν είχε μπει καθόλου στο μοναστήρι κατά τη διάρκεια της κηδείας). Εκεί είδε μια πολύ ωραία πορτοκαλιά , που έγερνε από αμέτρητα χρυσά πορτοκάλια. Βλέποντάς την ειρωνεύτηκε.
-Μωρέ, ακόμη δεν τον έθαψαν και έγινε η πορτοκαλιά;
Τότε εμφανίστηκε άγγελος και του είπε:
-Αυτοί είναι οι καρποί του π. Αθανασίου.
Το πρωί σκεφτικός, προβληματισμένος, αναστατωμένος πήρε λαμπάδες και με τους υπόλοιπους ήλθαν να τις ανάψουν στον τάφο του και να ζητήσουν συγνώμη. Μέχρι σήμερα σέβονται την αγία μορφή του και αναγνωρίζουν την αγιότητά του.
Κάποια χρονιά η γερόντισσα Μακρίνα βρέθηκε σ’ ένα γνωστό γυναικείο μοναστήρι της Β. Ελλάδος. Κατά σύμπτωση εκείνες τις μέρες επισκέφθηκε το ίδιο μοναστήρι ένας γνωστός διακριτικός αγιορείτης γέροντας. Ακούγοντας από τη γερόντισσα για τη ζωή και τη μορφή του π. Αθανασίου, της ζήτησε μια φωτογραφία του. Η γερόντισσα του έδωσε μία που είχε μαζί της. Ο αγιορείτης γέροντας την πήρε στο κελλί όπου φιλοξενείτο. Τη νύχτα προσευχήθηκε πολύ. Την άλλη μέρα συγκινημένος είπε στη γερόντισσα:
-Γερόντισσα, είχα πληροφορία στη διάρκεια της προσευχής μου για τον π. Αθανάσιο. Όντως πρόκειται περί αγίου!
Συγκεντρώνοντας το υλικό και τις πληροφορίες για τη ζωή του γέροντα, σε μια απ’ τις τελευταίες επισκέψεις μου συνάντησα κι έναν αγιασμένο υπερήλικα ιερομόναχο. Σηκώνει με αξιοθαύμαστη υπομονή το βαρύ σταυρό του. Σχεδόν για μια εικοσαετία βρίσκεται παράλυτος καθηλωμένος στο κρεβάτι. Όμως ζει μέσα στη χάρη του Θεού, με αδιάλειπτη προσευχή «υπέρ του σύμπαντος κόσμου», όπως μου είπε. Μιλάει ελάχιστα, πολύ αργά και ψιθυριστά με μεγάλη δυσκολία. Όταν του μίλησα για το σκοπό της επισκέψεώς μου και ανέφερα το όνομα του π. Αθανασίου, τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Με πολλή δυσκολία πρόφερε κάποιες λέξεις, γεμάτες νόημα.
-Α! Αθανάσιος…! Ύψος…! Βάθος…! Πλάτος…! Μήκος….! Ασύλληπτος…! Άγιος…!
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Οι λυγμοί σταμάτησαν τη φωνή του.
Οι αδελφές του ησυχαστηρίου έχουν έντονη την αίσθηση ότι ο γέροντας, κατά την επαγγελία του, δεν σταμάτησε να προστατεύει το μοναστήρι του. Πολλά θαυμαστά γεγονότα δείχνουν ότι ο γέροντας είναι παρών.
Ένα απόγευμα, Τετάρτη της Ε’ Εβδομάδος των Νηστειών, ήλθε στο ησυχαστήριο ένα πούλμαν με προσκυνητές για τον Μεγάλο Κανόνα. Επικεφαλής ήταν ο π. Ε. Π., ο οποίος έβαλε «ευλογητός» και άρχισε η κατανυκτική ακολουθία. Μεταξύ των προσκυνητών ήταν δύο νέες καθηγήτριες, οι οποίες έβλεπαν στο ιερό, μαζί με τον π. Ε., να συμμετέχει και κάποιος άλλος ηλικιωμένος κληρικός. Όταν τέλειωσε η ακολουθία, η γερόντισσα προσκάλεσε όλους να έλθουν στο αρχονταρίκι για το καθιερωμένο κέρασμα. Οι καθηγήτριες είπαν:
-Θα έρθουμε, αλλά πρώτα να πάρουμε την ευχή του παππούλη (Νόμισαν ότι θα ήταν ο ιερέας του ησυχαστηρίου).
-Μα για ποιον παππούλη λέτε; Εμείς δεν έχουμε εφημέριο μόνιμο εδώ, είπαν οι μοναχές.
Οι καθηγήτριες σκέφτηκαν μήπως ήταν κάποιος απ’ αυτούς τους έγκλειστους και επέμεναν να μείνουν, για να πάρουν την ευχή του, γιατί η μορφή του τις είχε εντυπωσιάσει. Η γερόντισσα επέμενε.
-Μα δεν έχουμε ιερέα εδώ. Αυτός ήταν ο δικός σας ιερέας.
Τελικά, προχώρησαν προς το αρχονταρίκι με ζωηρή την απορία και αμφιβολία. Στο αρχονταρίκι είδαν τη φωτογραφία του γέροντα και είπαν:
-Να, αυτός ο παππούλης ήταν στο ιερό!
-Μα τί λέτε; Ο γέροντας έχει πεθάνει εδώ και δέκα χρόνια!
-Δεν μπορεί, εμείς τον είδαμε με τα μάτια μας στο ιερό, εσείς δεν τον είδατε;
Τότε κατάλαβαν…
Πριν από λίγα χρόνια, το μοναστήρι αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα με κάποιον που εργαζόταν εκεί. Οι μοναχές του είχαν παραχωρήσει και ένα κελλί για να ξεκουράζεται. Ένα πρωινό, ζήτησε τη γερόντισσα και άρχισε να προβάλλει παράλογες οικονομικές απαιτήσεις, πολύ περισσότερα απ’ όσα είχαν συμφωνηθεί. Το μοναστήρι δεν ήταν δυνατό να ανταποκριθεί. Οι φωνές και οι βρισιές του τάραξαν τη γαλήνη του ησυχαστηρίου. Μέχρι και κατάρες ξεστόμισε. Το μεσημέρι θυμωμένος κλείστηκε στο κελλί. Του πήγαν το δίσκο με το φαγητό, αλλά δεν το δέχθηκε. Η θλίψη και η στενοχώρια των μοναζουσών πολύ μεγάλη. Δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Το απόγευμα βγήκε από το κελλί. Ήταν πολύ αλλαγμένος και ταραγμένος. Ζήτησε τη γερόντισσα. Οι μοναχές φοβήθηκαν μήπως το επεισόδιο πάρει χειρότερες διαστάσεις και δεν ήθελαν να ειδοποιήσουν τη γερόντισσα. Τελικά τις καθησύχασε. Όταν εμφανίστηκε η γερόντισσα, αυτός εμφανώς συντετριμμένος και ταπεινωμένος είπε:
-Αναιρώ ό,τι είπα!
-Μα τι συνέβη;
-Το μεσημέρι μου παρουσιάστηκε ο γέροντάς σας. Με επιτίμησε αυστηρά και μου είπε:
«Άκου να σου πω! Εγώ είμαι εδώ. Δεν είσαι εσύ. Αυτό το μοναστήρι είναι δικό μου. Να φύγεις το συντομότερο και να αφήσεις ειρηνική τη μονή μου. Είσαι απαράδεκτος!»
Μου έδωσε και μερικές με τη μαγκούρα του…
Ο άνθρωπος αυτός έφυγε σε κακή κατάσταση και δεν ξαναενόχλησε το μοναστήρι.
Το 1990 μεγάλη φωτιά ξέσπασε στην περιοχή. Η πύρινη λαίλαπα καίγοντας τα πάντα, έφτασε στο ησυχαστήριο. Οι μοναχές ήδη το είχαν εγκαταλείψει. Όμως το μοναστήρι έμεινε απείραχτο από τι φλόγες. Η φωτιά κύκλωσε το μοναστήρι, έφτασε στις δεξαμενές πετρελαίου και έσβησε. Έφτασε στο ξύλινο παράθυρο του κελλιού του γέροντα και δεν το πείραξε. Ούτε τα δένδρα μέσα στο μοναστήρι πειράχτηκαν. Και λίγο πιο πάνω, οι φλόγες σεβάστηκαν και το εκκλησάκι του «αφέντη» Άι Γιάννη, όπως επίσης και τα πανύψηλα δένδρα που στόλιζαν το γραφικό εξωκλήσι. Την άλλη μέρα ο τότε Μητροπολίτης Δωρόθεος ήλθε στο μοναστήρι, πήγε κατευθείαν στον τάφο του γέροντα, γονάτισε και είπε:
-Ευχαριστούμε γέροντα, που δεν επέτρεψες να καεί το μοναστήρι σου.
Είχαν περάσει τρία χρόνια από την κοίμηση του γέροντα. Το ησυχαστήριο αντιμετώπιζε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, λόγω της εφορίας. Κάποιο πνευματικό παιδί του γέροντα, που παραθέριζε στη Ναύπακτο, είδε σε όνειρο το γέροντα πολύ κατηφή.
-Πατέρα, τι έχεις; Γιατί είσαι έτσι; Ρώτησε.
-Έχω οικονομική δυσχέρεια, απάντησε.
-Γιατί, παππούλη;
-Έχω πρόβλημα με την εφορία.
Το ίδιο ακριβώς επαναλήφθηκε και με μια κυρία. Ο γέροντας εμφανίστηκε και σ’ αυτήν κατηφής και τόνισε ότι έχει οικονομική δυσχέρεια.
Την άλλη κιόλας μέρα έτρεξαν και οι δύο στο μοναστήρι. Εκεί το επιβεβαίωσαν. Και πρόσφεραν τα χρήματα για να πληρωθεί η εφορία. Όλοι θαύμασαν για την άμεση ανταπόκριση του προστάτη της μονής.
Μία μοναχή διηγείται το εξής περιστατικό:
«Ήταν το 1968, όταν ξεκινήσαμε μαζί με τον κ. Κ. για τη Λάρισα, να αγοράσουμε κάποια ξυλόσομπα. Στο δρόμο δυστυχώς το αυτοκίνητο μας συγκρούστηκε και εγώ τραυματίστηκα πολύ άσχημα. Με πήγαν στο ΚΑΤ και ήμουν σε αφασία τέσσερις μέρες. Οι γιατροί με ξέγραψαν. Έλεγαν ότι οι πιθανότητες να ζήσω ήταν ελάχιστες˙ αλλά και αν ζούσα θα είχα σοβαρά προβλήματα και επιληπτικές κρίσεις. Πέρασε ένας μήνας και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου ο γέροντας. Ήταν ακριβώς όπως ο άγιος Παντελεήμονας με το κουτάκι και τα ιατρικά του σύνεργα. Του είπα με παράπονο:
-Γέροντα, εγώ σκοτώθηκα και σεις… δεν σας είδα πουθενά.
-Α! παιδί! Απάντησε. Αν δεν ήμουνα εγώ εκεί, τώρα…
«Στη συνέχεια με σταύρωσε και από κείνη την μέρα άρχισα να συνέρχομαι. Έγινα τελείως καλά. Δεν μου άφησε αυτός ο τραυματισμός καμιά βλάβη, όπως εφοβούντο οι γιατροί. Κι όταν έρχονται οι αδελφές – νοσοκόμες και με βλέπουν, απορούν πως έχω τόσο τέλεια αποθεραπευτεί».
Ο γέροντας φαίνεται ότι είναι παρών, όχι μόνο στα δυσάρεστα και στις δυσκολίες, αλλά και στα ευχάριστα γεγονότα της μονής. Πάλι η ίδια μοναχή διηγείται:
«Όταν πήρα το μεγάλο σχήμα, έπειτα από οκτώ μέρες ήλθε ο π. Ελπίδιος για να μου διαβάσει την ευχή της αποκουκουλώσεως. Την ώρα που γονάτισα μπροστά στον π. Ελπίδιο είδα δίπλα τον π. Αθανάσιο. Έβαλε μετάνοια στον π. Ελπίδιο και πολύ φυσικά πήγα και έβαλα μετάνοια στον π. Αθανάσιο και φίλησα το χέρι του. Στο τέλος με ρώτησαν.
-Τι έκανες εκεί; Στον αέρα έβαλες μετάνοια;
-Μα δεν είδατε; Ήταν ο π. Αθανάσιος!»
Το ενδιαφέρον του γέροντα για το μοναστήρι και οι θαμαστές παρεμβολές του ξεφεύγουν από τα ανθρώπινα μέτρα. Το 1970, ετοιμάζονταν στο μοναστήρι για το μνημόσυνο του γέροντα. Η μοναχή Παρασκευή, από τις πρώτες που ξεκίνησαν το ησυχαστήριο, ετοίμαζε το φαγητό για την επόμενη μέρα, που θα φιλοξενούσαν αρχιερείς, ιερείς, φίλους της μονής κ.λπ. Όμως ξαφνικά η μοναχή πέθανε. Και την άλλη μέρα, αντί για μνημόσυνο, όλοι οι προσκαλεσμένοι βρέθηκαν στην κηδεία. Η θλίψη ήταν μεγάλη για την απώλεια. Κάποιο όμως γεγονός ήρθε να απαλύνει τον πόνο και να ενδυναμώσει την ελπίδα. Μια μοναχή είδε σε όνειρο την κεκοιμημένη μοναχή Παρασκευή, πολύ χαρούμενη.
-Πώς είσαι αδελφή; Την ρώτησε.
-Σε πολύ καλό τόπο.
-Είδες την οσία Πελαγία, την οσία Μακρίνα;
-Αυτές είναι σε άλλη θέση. Εγώ, ευτυχώς που ήταν ο γέροντας.
-Πού είναι ο γέροντας;
-Κοντά στο θρόνο του Θεού! Όταν με είδε, κατέβηκε, με υποδέχθηκε, με πήρε και με σύστησε. Είπε πολλά για μένα και κατέληξε:
-Εδώ, στο τάγμα των παρθένων θα την βάλετε, όχι εδώ πίσω που την έχετε.
Κάποιοι σαν να αντέδρασαν…
-Μα γι’ αυτή τη θέση άλλοι αγωνίστηκαν πολύ, είπαν.
-Όχι! Αυτή είναι αγωνίστρια, είναι η πρώτη αδελφή του μοναστηριού μου. Είναι πνευματικό μου παιδί και παρακαλώ να μπει εδώ!
Μεγάλη η παρρησία του γέροντα.
Όταν ζούσε ο γέροντας, στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, ερχόταν μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, που αποτελούσαν σύλλογο επαρχιακής περιοχής. Ανέβαιναν στο παρεκκλήσι του αγ. Ιωάννου, γλεντούσαν, χόρευαν, έτρωγαν, έπιναν και στο τέλος μεθούσαν. Την τελευταία φορά ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια. Όχι μόνο μέθυσαν, αλλά τσακώθηκαν άσχημα μεταξύ τους και αναστάτωσαν με τις φωνές τους όλη την περιοχή. Ο γέροντα λυπήθηκε αφάνταστα και είπε:
-Τι θα γίνει; Κάθε φορά θα γίνεται αυτό; Θα βεβηλώνουν το χώρο και θα αναστατώνουν το μοναστήρι;
Στο παρεκκλήσι υπήρχε πηγή κι έτρεχε πολύ νερό. Λίγες μέρες μετά την αναστάτωση, ο γέροντας ανέβηκε στον «αφέντη» και προσευχήθηκε.
-Σταμάτα, άγιε Ιωάννη, το νεράκι σου για να σταματήσει αυτό το κακό!
Έπειτα σταύρωσε με το μπαστούνι του την πηγή και αυτή στέρεψε αμέσως! Για τρία χρόνια δεν έτρεξε σταγόνα. Έτσι δίχως νερό, το «πανηγύρι» ατόνησε και δεν συνεχίστηκε.
Όμως μαζί με αυτούς στερήθηκαν το νερό και πολλοί άλλοι προσκυνητές. Πέρασαν τρία χρόνια. Ο γέροντας είχε κοιμηθεί. Στο μοναστήρι εφημέρευε ο ευλαβέστατος π. Ελπίδιος, πνευματικό παιδί του γέροντα. Έβλεπε τον κόσμο να πηγαίνει στον άγιο Ιωάννη και να μη βρίσκει λίγο νερό να πιεί. Λυπόταν γι’ αυτό κι έλεγε:
-Είναι κρίμα, να έρχονται οι άνθρωποι, να διψούν και να μην έχουν λίγο νερό να πιουν.
Με πολλή πίστη ανέβηκε στον άγιο Ιωάννη, σταύρωσε την πηγή και είπε:
-Με την ευχή του γέροντός μου π. Αθανασίου να ξανάρθει το νερό!
Και, ω του θαύματος, το νερό άρχισε να τρέχει πάλι και τρέχει μέχρι σήμερα.
Η προστασία και οι πρεσβείες του γέροντα ξεπερνούν τα όρια του αγαπημένου μου μοναστηριού και αγκαλιάζουν όλα τα πνευματικά του παιδιά, που τον επικαλούνται. Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος:
«Όταν ήμουν νέος, ο γέροντας μου είχε πει:
-Γίνε κληρικός και όσο ζω θα σε βοηθάω. Και αν έχω παρρησία μετά θάνατον, θα είμαι πάντα κοντά σου.
«Στην κηδεία του γέροντα, δεν μπόρεσα να πάω. Αν και δεν πιστεύω σε όνειρα, θα σας πω κάποιο που είδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Λίγο καιρό μετά την κοίμησή του, είδα ότι βρισκόμουν σ’ έναν ωραιότατο κήπο. Ήταν ένας ωραίος δρόμος και κάποιοι λευκοντυμένοι έφεραν ένα φέρετρο. Όταν έφτασαν κοντά μου, ανασηκώθηκε ο νεκρός. Ήταν ο π. Αθανάσιος και μου λέει:
-Μη στενοχωριέσαι, εγώ δεν πέθανα και θα σε προστατεύω!
«Πράγματι, στις δύσκολες στιγμές της ιερατικής μου διακονίας, αισθάνομαι έντονα αυτή την προστασία και θυμάμαι τα λόγια του. Κάποτε βρέθηκα μπροστά σε ανθρώπους που κατείχοντο από δαιμόνιο. Με πολλή αναίδεια μου φώναζαν.
-Εσένα θα σε ξεσκίζαμε. Όμως έχεις κοντά σου το γέρο – ξεκούτη! (π. Αθανάσιο). Αλλά δεν θα σε βρούμε ποτέ μόνο σου; Άμα λείψει αυτός ο γέρο – ξεκούτης θα δεις τι θα σου κάνουμε!»
Άλλος κληρικός λέει με συγκίνηση:
«Νιώθω έντονη την παρουσία του γέροντα, ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές. Έχω τη φωτογραφία του στο γραφείο μου και παίρνω ευχή κάθε μέρα, πρωί – βράδυ».
Ο κ. Ι. Α. γνώριζε τον π. Αθανάσιο από μικρό παιδί και τον είχε βοηθήσει πολύ. Διηγείται ο ίδιος:
«Ως νέος είχα αρχίσει να ξεφεύγω και να παραστρατώ. Μετά από την κοίμησή του τον είδα σε όνειρο και μου είπε επιτιμητικά:
-Κοίταξε! Κουράστηκα να μεσιτεύω για σένα!»
Η κ. Κ. Μ. και αυτή από πολύ μικρή γνώριζε το γέροντα. Σε νεαρή ηλικία αρρώστησε βαριά από καρκίνο. Υπέμενε αγόγγυστα τους πόνους και την ταλαιπωρία της αρρώστιας. Σ’ όλη τη διάρκεια της αρρώστιας παρακαλούσε τον π. Αθανάσιο:
-π. Αθανάσιε, βοήθησέ με. πρέσβευε υπέρ εμού.
Την παραμονή του θανάτου της φώναζε συνεχώς τον π. Αθανάσιο:
-π. Αθανάσιε έλα…
Οι συγγενείς της την παρακολουθούσαν αμήχανα.
-Να, ο π. Αθανάσιος!
Το πρόσωπό της φωτιζόταν και σαν να ήταν ο γέροντας παρών συνομιλούσε.
-Πατέρα Αθανάσιε, σε παρακαλώ πολύ! Ναι… Αύριο στις 7 το απόγευμα σας περιμένω. Την Παναγία, τον άγιο Σέργιο, κι εσένα. Αύριο π. Αθανάσιε, σε παρακαλώ…!
Πράγματι, την επόμενη μέρα στις 7 το απόγευμα ξεψύχησε ήρεμα.

Όταν άρχισε να δημιουργείται η αδελφότητα του ησυχαστηρίου, ένας κληρικός που έζησε χρόνια στην Αμερική, λίγο πριν κοιμηθεί, χάρισε στη γερόντισσα έναν ωραιότατο αρχιερατικό μανδύα. Είχε κάποιες αντιρρήσεις η γερόντισσα, αλλά ο κληρικός επέμενε.
-Πάρ’ τον να με θυμάσαι, είπε. Και μπορεί να χρειαστεί.
Η γερόντισσα πήρε το μανδύα και τον έβαλε σ’ ένα μπαούλο. Πέρασαν 25-30 χρόνια. Ένα βράδυ μια μοναχή είδε σε όνειρο τον π. Αθανάσιο και της είπε:
-Μέσα στο μπαούλο υπάρχει ένας μανδύας από την Αμερική. Να τον βγάλετε αύριο γιατί θα χρειαστεί για το τάδε (κληρικό) πνευματικό του παιδί.
Στη συνέχεια η μοναχή είδε ότι έβγαλε το μανδύα και τον σιδέρωνε. (Σημειωτέον ότι η μοναχή δεν γνώριζε την ύπαρξη του μανδύα). Την άλλη μέρα ανέφερε το όνειρο στη γερόντισσα, η οποία παραδέχτηκε την ύπαρξη του μανδύα. Στις 11 περίπου το πρωί τηλεφώνησαν στο μοναστήρι ότι ο κληρικός αυτός εξελέγη εντελώς ανέλπιστα Μητροπολίτης. Και η γερόντισσα έβγαλε από το μπαούλο τον ξεχασμένο μανδύα, τον ετοίμασαν και τον παρέδωσαν στον νεοεκλεγέντα Μητροπολίτη. Τώρα που πλέον εκοιμήθη εν Κυρίω, μπορούμε να αποκαλύψουμε και το όνομά του. Δεν ήταν άλλος από τον μακαριστό προκάτοχό μας Μητροπολίτη Αργολίδος Ιάκωβο, ο οποίος ήταν ένα από τα πλέον αγαπητά παιδιά του γέροντα. Εποίμανε θεοφιλώς την ιερά Μητρόπολη Αργολίδος και εκοιμήθη στις 26 Μαρτίου 2013. Όπως ομολόγησαν οι μοναχές, την ημέρα της εκλογής του, αλλά και την ημέρα της κοιμήσεώς του, ο τάφος του γέροντα ευωδίαζε για μέρες. Πολλά στοιχεία και περιστατικά από τη ζωή του γέροντα αντλήσαμε από τις προσωπικές αναμνήσεις κι εμπειρίες του μακαριστού Μητροπολίτου.
Ένα αντρόγυνο είχε στα νειάτα του πνευματικό το γέροντα. Έφυγαν όμως για το εξωτερικό και έχασαν την επικοινωνία μαζί του. Πέρασαν είκοσι χρόνια όταν ένα απόγευμα βρέθηκαν σε μικρό παρεκκλήσι στο κέντρο της Αθήνας. Άναψαν κερί και είδαν ένα γέροντα ιερέα να κάνει μόνος του τον εσπερινό. Κοίταξαν καλύτερα και διαπίστωσαν πως ο ιερέας ήταν ο π. Αθανάσιος. Χάρηκαν και είπαν:
-Ας μείνουμε στον εσπερινό να δούμε τον π. Αθανάσιο, που έχουμε τόσα χρόνια να συναντήσουμε.
Ο εσπερινός τελείωσε. Περίμεναν να βγει ο γέροντας αλλά τίποτα. Απευθύνθηκαν στη νεωκόρο.
-Πού είναι ο παππούλης που έκανε τον εσπερινό;
Η νεωκόρος τους κοίταξε παράξενα.
-Ποιός παππούλης και ποιός εσπερινός…
-Μα τώρα δεν έκανε εσπερινό ο π. Αθανάσιος;
-Ο εφημέριος δεν ήρθε σήμερα, ούτε λέγεται Αθανάσιος.
Οι άνθρωποι απόρησαν. Ο σύζυγος κατευθύνθηκε προς το ιερό. Δεν υπήρχε κανείς μέσα.
Έφυγαν προβληματισμένοι και μετά από λίγες μέρες επισκέφθηκαν την Νερατζιώτισσα. Εκεί τους πληροφόρησαν ότι ο γέροντας έχει κοιμηθεί αρκετά χρόνια πριν και ότι ο τάφος του βρίσκεται στη μονή Φανερωμένης. Κατάπληκτοι ανέβηκαν στην Ροδόπολη, προσκύνησαν με συγκίνηση τον τάφο του πνευματικού πατέρα τους, που δεν τους ξέχασε και διηγήθηκαν στις μοναχές το θαυμαστό γεγονός που έζησαν.
Ο κ. Μ. Κ. μας είπε:
«Πάντα ήμουν και είμαι επιφυλακτικός στα όνειρα. Μπορεί κανείς να πέσει σε πλάνη. Όμως θα σας αναφέρω δύο, που έχω την εντύπωση ότι δεν ήταν εκ του πονηρού. Τον π. Αθανάσιο τον είχα πνευματικό. Αφού είχε κοιμηθεί, τον είδα σε όνειρο και θυμάμαι τον ρώτησα:
-Πού ξέρω αν δεν είσαι πονηρό πνεύμα;
«Η εμφάνισή του άλλαξε και εμφανίστηκε με σταυρό αγιασμού.
«Είχε τότε διοριστεί η κόρη μου, όμως πολύ μακριά σ’ ένα νησί. Εγώ είχα ανησυχήσει. Σκεφτόμουν πως θα τα βγάλει πέρα σ’ έναν τόπο άγνωστο και τόσο μακριά. Η ίδια είχε πολύ ευλάβεια στο γέροντα. Ο π. Αθανάσιος εμφανίστηκε για να με καθησυχάσει. Γύρισε και μου είπε:
-Μη φοβάσαι. Εγώ θα την προστατεύω.
«Πριν λίγα χρόνια ο γιος μου σπούδαζε στο εξωτερικό. Εμείς μέναμε στην επαρχία. Είχαμε κι ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Ο γιος μας, δίχως να μας ενημερώσει διέκοψε τις σπουδές του και γύρισε στην Αθήνα, στο διαμέρισμά μας. Ένα βράδυ είδα το γέροντα έξω από το διαμέρισμά μας πάλι με το σταυρό στο χέρι. Άνοιξε την πόρτα και μου έδειξε το δωμάτιο με το κρεβάτι όπου κοιμόταν ο γιός μου. Όταν το πρωί σηκώθηκα ήμουν ανήσυχος. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει και ότι ο π. Αθανάσιος με προειδοποίησε. Γρήγορα ετοιμάστηκα και κατέβηκα στην Αθήνα. Μπήκα στο διαμέρισμα και βλέπω το γιο μου στο κρεβάτι. Είχε χτυπήσει με μηχανάκι και ήταν άσχημα τραυματισμένος. Δεν ήθελε να μας ειδοποιήσει. Ο ίδιος όμως κινδύνευε. Ο π. Αθανάσιος όμως με ειδοποίησε έγκαιρα και αισθάνομαι ευγνωμοσύνη γιατί το ενδιαφέρον του, που συνεχίζεται και μετά το θάνατό του, όχι μόνον για μένα, αλλά και για όλα τα πνευματικά του παιδιά».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.