Ο σπλαχνικός τελώνης – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Τον παλιό καιρό, ζούσε στην Πόλη ένας κομμερκιάριος, δηλαδή τελώνης. Δουλειά του ήταν να μαζεύει τους φόρους που πλήρωναν οι έμποροι, για όσες πραμάτειες έβγαζαν στο εξωτερικό ή για όσες έφερναν από ‘κει, και να τους παραδίνει στο βασιλικό ταμείο. Κέρδιζε αρκετά χρήματα, περνούσε καλή ζωή κι ήταν πολύ ευχαριστημένος.

Ενα βράδυ έφυγε καθυστερημένα από το τελωνείο. Είχαν ερθει από την Αίγυπτο δυό μεγάλα φορτηγά καράβια και χρειάστηκε να μιλήσει με τους εμπόρους και να ορίσει το φόρο που θα πλήρωνε ο καθένας. Είχε σκοτεινιάσει σάν τελείωσε τη δουλειά μαζί τους. Τυλίχτηκε στο μανδύα του, γιατί έκανε ψύχρα και βγήκε. οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι. Βάδιζε βιαστικά με κατεύθυνση τη μέση, το μεγάλο εμπορικό δρόμο, σάν άκουσε γυναικείο κλάμα. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. ο δρόμος ήταν σκοτεινός. Όσο κι αν κοίταξε πάνω κάτω, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει τίποτα, εκτός από τους όγκους των σπιτιών και των μαγαζιών. Όμως οι λυγμοί ακούγονταν καθαρά, λές και τον καλούσαν. Δέν άργησε να ανακαλύψει τη γυναίκα. Κουκουλωμένη στο πέπλο της, ζαρωμένη στο κατώφλι ενός σπιτιού, κουνούσε απελπισμένα το κεφάλι, ενώ την τάραζε το κλάμα. Ακούμπησε το χέρι στον ώμο της. Εκείνη τινάχτηκε τρομαγμένη.

ΜΗ φοβάσαι, την καθησύχασε ο τελώνης, δέ θέλω το κακό σου. Πές μου, όμως, γιατί είσαι έξω ολομόναχη τέτοια ώρα;
Για μιά στιγμή η γυναίκα σταμάτησε να κλαίει. Αναστέναξε βαθιά.
Γιατί δέν εχω πού να πάω, κύριέ μου, απάντησε.
Ο τελώνης τη λυπήθηκε. Μάντευε πως πίσω από την απλή απόκριση κρυβόταν κάποια θλιβερή ιστορία.
Ισως μπορώ να βοηθήσω…
Αχ, κύριέ μου, τον έκοψε η γυναίκα, πώς να με βοηθήσεις, εμένα, που τα είχα όλα, και άντρα και παιδιά και σπίτι και τα έχασα όλα από τη μιά στιγμή στην άλλη;
Ξέσπασε πάλι σ’ ενα κλάμα βουβό και παρα¬πονεμένο.

Ο τελώνης περίμενε να ηρεμήσει λίγο η γυναίκα. Δέν του έκανε καρδιά να την παρατήσει, καθώς ήταν μόνη και απελπισμένη.
Μα τί συμφορά σε βρήκε, κυρά μου; Άν μου πεις, ίσως μπορέσω να κάμω κάτι, επέμεινε.
Ο άντρας μου ήταν πραματευτής, άρχισε ε¬κείνη. Κέρδιζε πολλά χρήματα κι είχαμε όλα τα καλά του Θεού. Μα τους τελευταίους μήνες δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές, δανείστηκε κάτι λεφτά και ναύλωσε καράβι, να φέρει πραμάτειες από τη Δύση. και βούλιαξε το καράβι. Πάνε ολα, κύριέ μου… και το χειρότερο, ο δανειστής απαίτησε τα λεφτά του, δέν είχε ο άντρας μου να τον πληρώσει. Εκείνος πήγε στους δικαστές κι αυτοί ρίξανε τον άντρα μου στη φυλακή, δημεύσανε το σπίτι μας, διατάξανε να πουληθούνε σκλάβοι τα παιδιά μου… Άχ, Θεέ μου, όσο το συλλογίζουμαι!… Ξέσπασε πάλι σε γοερό κλάμα.
Πού να βρω χρήματα να τα ελευθερώσω, να βγάλω και τον άντρα μου από τη φυλακή; μονολογούσε.

Δέν εχεις συγγενείς, φίλους;
Σάν δυστυχείς, οι φίλοι σου γυρίζουν την πλάτη, κι οσο για συγγενείς, ορφάνεψα μικρή. Κανένας δικός μου δέν ζή.
Η γυναίκα βυθίστηκε ξανά σέ μαύρες σκέψεις κι ο τελώνης σώπαινε. τα λόγια του φαίνονταν περιττά. Τέτοια δραματικά περιστατικά δέν ήταν σπάνια στην Πόλη. Σπρωγμένος από μιά μυστηριώδη δύναμη, πρότεινε στη γυναίκα να τη φιλοξενήσει στο σπίτι του.
Δέν μπορείς να μείνεις στο δρόμο, κινδυνεύ¬εις από κάθε λογής κακοποιούς, της είπε. Κοντά μου θα είσαι ασφαλισμένη.
Μή έχοντας άλλη σανίδα σωτηρίας, η γυναίκα δέχτηκε. Είχε τώρα στέγη και τροφή. Όμως ο τελώνης νοιάστηκε για τους δικούς της. Πλήρωσε τα χρέη του άντρα της κι εξαγόρασε τα παιδιά της. Μόλις της έφερε την καλή είδηση, γονάτισε και του φίλησε τα πόδια.
Είσαι ο δικός μας καλός Σαμαρείτης, έλεγε, κλαίγοντας τώρα από χαρά.

Πέρασε καιρός. και μιά μέρα οι βασιλικοί στρατιώτες όρμησαν στο τελωνείο κι άδραξαν τον τελώνη. Χωρίς χρονοτριβή τον έκλεισαν στη φυλακή.
Γιατί; ρωτούσε ο άμοιρος. Τί έκαμα; Σε τί έφταιξα στο βασιλιά;
Έκλεψες και σπατάλησες τα λεφτά των φόρων, του αποκρίθηκαν.
Μα αυτό είναι ψέμα, καθαρή συκοφαντία, διαμαρτυρόταν ο τελώνης.
Ομως κανείς δεν τον άκουγε.

Κλειδωμένος στο ανήλιαγο, υγρό κελλί, θρηνούσε για την ατυχία του. Ήταν σίγουρος, πως κάποιος εχθρός ή αντίζηλός του, τον ειχε συκοφαντήσει. και δέν είχε τρόπο ν’ αποδείξει την αθωότητά του. Μέσα στην απελπισία του ζήτησε ακρόαση από το βασιλιά. Μα εκείνος του μήνυσε, οτι το μόνο που του άξιζε ήταν η κρεμάλα. Τότε πιά τον κυρίεψε βαρειά θλίψη. και σάν να μήν έφταναν τα βάσανά του, ένα πρωί μπήκε ο δεσμοφύλακας στο κελλί του και του είπε: «Αύριο τελειώνουν τα ψέματα. θα σε κρεμάσουν». Οι ώρες που ακολούθησαν στάθηκαν μαρτυρικές για τον καϋμένο τον τελώνη. Έλυωνε από την αγωνία. Δεν έφαγε, δεν ήπιε. και τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. την αυγή άκουσε βαριά βήματα έξω από το κελλί του. «Έρχονται να με πάρουν», σκέΦτηκε, και τον περίχυσε κρύος ιδρώτας. τα γόνατά του λύθηκαν, το κεφάλι του βούιζε. ο φρουρός γύρισε το κλειδί στην κλειδωνιά κι η καρδιά τού τελώνη βούλιαξε. Σάν άνοιξε το πορτόφυλλο, ήταν σχεδόν λιγοθυμισμένος.
Η εκτέλεση αναβάλλεται για αύριο το πρωί, ανακοίνωσε αδιάφορα ο φρουρός, κλείδωσε κι έφυγε.
Ο τελώνης ανακάθησε. για μιά στιγμή ένιωσε ανακούφιση, αλλά η αγωνία τρύπωσε πάλι ύπουλα μέσα του. Ειχε μπροστά του άλλο ένα μαρτυρικό μερόνυχτο.
Την αυγή ακούστηκαν τα βαριά βήματα. Σαν σε όνειρο κάποιος είπε: «Τυχερέ, τη γλύτωσες και σήμερα. Ετοιμάσου για αύριο». Όμως την επόμενη αυγή δέν έγινε τίποτα. «Αύριο», του λέγανε και ξανά «αύριο». Ειχε φτάσει στο σημείο να εύχεται την ϊδια του την εκτέλεση, για να γλυτώσει από το ψυχικό μαρτύριο.

Και μιά μέρα, εντελώς ανέλπιστα, τον άφησαν ελεύθερο.
Ο βασιλιάς σου δίνει χάρη, του είπαν. Γύρ¬να στο σπίτι σου και στη δουλειά σου.
Ο τελώνης δόξασε το Θεό για το αίσιο τέλος της περιπέτειάς του, ωστόσο βασάνιζε το μυαλό του να βρει μιάν εξήγηση στην παράξενη συμπεριφορά του βασιλιά. και δεν έβγαζε άκρη.
Τελικά ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα όνειρο: τον είχανε καλέσει, λέει, στο παλάτι. Βρισκότανε στην αίθουσα του θρόνου. ο βασιλιάς μεγαλόπρεπος, με την κορώνα στο κεφάλι, καθότανε στητός και περήφανος, ενώ δίπλα του στεκόταν μιά γυναίκα με ωραίο παράστημα. Ένα πέπλο έκρυβε το πρόσωπο της. Τρεις νύχτες συνέχεια έβλεπε το ίδιο όνειρο. Μόνο που την τρίτη φορά, η γυναίκα κατέβηκε τα σκαλοπάτια του θρόνου, ανασήκωσε το πέπλο της και φανέρωσε το πρόσωπο της.. «Σε γνωρίζω!…», φώναξε εκείνος. Ήταν η γυναίκα που ειχε ευεργετήσει.
Εγώ μίλησα για σένα στο βασιλιά, του είπε. Πήγαινε και μή φοβάσαι.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερήμου», Εκδόσεις «Τήνος» Αθήνα 1995. Σελ. 51 – 58.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.