Βουλγαροκτόνος ο Βασίλειος Β’, ή σωτήρ του Ελληνισμού; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Με σκεπτικισμό σου εκφράζονται μερικοί συγγραφείς για τη διατήρηση της προσωνυμίας Βουλγαροκτόνος. «Όλος ο κόσμος ξεύρει αυτήν την άγρια εκδίκηση κι αντί για να δοξάσουν την εποχή του Βουλγαροκτόνου, να διδάσκουν τα πραγματικώς μεγάλα κι ένδοξα γεγονότα της αληθινά λαμπρής εκείνης εποχής της βυζαντινής ιστορίας, μ’ επιμονή οι ιστορικοί εξυμνούν τη βαρβαρότητα εκείνη» (Χ.Α. Νομικού, Εισαγωγή στην Ιστορία των Αράβων, σελ. στ’).
Και οπωσδήποτε δεν θα μπορούσες να συμφωνήσεις με την άποψη να βλέπουμε αποκλειστικά με εθνικιστικό πνεύμα την ιστορία, σε μια εποχή ανοικτής επικοινωνίας μ’ όλους τους λαούς της γης και ειδικότερα στη Βαλκανική, όπου κανένας δεν θα είχε αντίρρηση, «Βούλγαροι και Έλληνες να ζουν αδερφωμένοι». Είναι όμως δίκαιον και επιστημονικά ορθόν να σταθείς μόνον στη θέση του τιμητή, που λέγει και γράφει αφορισμούς και διαλογισμούς καταπελτικούς για σκληρότητα, αγριότητα, βαρβαρότητα και εγκληματικότητα του Βασιλείου Β’ και των βυζαντινών γενικώτερα;
Πάντως, μελετώντας τη βυζαντινή ιστορία εντοπίζεις ότι οι ακρωτηριασμοί και η τύφλωση ήταν συχνά επαναλαμβανόμενες ποινές στο βυζάντιο και αποσκοπούσαν να αντικαταστήσουν τη βαρύτερη ποινή του θανάτου. Συγκεκριμένα οι πηγές σου παραδίδουν ότι τιμωρούνταν με τύφλωση οι ένοχοι στάσεως, οι έκπτωτοι αυτοκράτορες, αιχμάλωτοι, ένοχοι εσχάτης προδοσίας και ασχολούμενοι με τη μαντική. Το βυζάντιο παρέλαβε από την Περσία την ποινή της τυφλώσεως, ενώ η ποινή εκτελούνταν στην πρωτεύουσα την Κων/πολη ή στον τόπο της συλλήψεως ή ακόμα και στον τόπον της εξορίας. «Κατά τας συμπλοκάς και μάχας μεταξύ Βάρδα του Σκληρού και Βάρδα του Φωκά, επί βασιλείας Βασιλείου Β’, οι δύο ούτοι λαμπροί στρατηγοί του βυζαντίου, όσους αιχμαλώτους του αντιπάλου στρατοπέδου συνελάμβανον τους εξετύφλωναν» (Οδ. Λαμψίδου, η ποινή της τυφλώσεως παρά βυζαντινοίς, σελ. 34). Γνωρίζεις ότι αργότερα τυφλώθηκαν αυτοκράτορες της δυναστείας των Αγγέλων. Ακόμη για τους αυτοκράτορες Ανδρόνικον τον Παλαιολόγον και Ιωάννην «δυνάμεθα μετά βεβαιότητος να αναγράψωμεν στηριζόμενοι επί των πληροφοριών των βυζαντινών συγγραφέων ότι η ατελής τύφλωσις, ην υπέστησαν, δεν εκώλυε τούτους εις την άσκησιν της εξουσίας» (Οδ. Λαμψίδου, η ποινή της τυφλ. σ. 67). Δηλαδή σου είναι ξεκάθαρα βεβαιωμένο ότι η ποινή της τυφλώσεως δεν εφαρμόσθηκε μόνον στους Βούλγαρους αιχμαλώτους της μάχης του Κλειδίου, σαν έγκλημα και ένδειξη εσχάτης απανθρωπίας, αλλά προϋπήρχε, εφαρμοζόταν ταυτόχρονα και συνέχισε να υπάρχει στο βυζάντιο.
Αν έκανες γενικότερη – σφαιρική θεώρηση για τις επιβαλλόμενες ποιες σ’ άλλους λαούς, ακόμη και σε νεώτερες εποχές, θα διαπίστωνες ότι «και η Δυτική κοινωνία της Ευρώπης – ας μη γίνεται λόγος γι’ άλλες ηπείρους, γιατί τα πράγματα υπήρξαν πολύ χειρότερα – εγνώρισεν αγριότητας, αίτινες δυσκόλως δύνανται να δικαιολογηθώσιν, ιδίως ένεκα των προτύπων, άτινα είτε διέτασσον, είτε διέπραττον ταύτας. Μετά φρίκης οι Γερμανοί θα ενθυμούνται τον Φράγκον βασιλέα Κάρολον τον Μέγαν, όστις δια πυρός και σιδήρου ηθέλησε να επιβάλει τον Νόμον και την θρησκείαν. Εις μίαν των πολυαρίθμων επαναστάσεων συνέλαβε (4500) τέσσερας και μισή χιλιάδας στασιαστάς, ους και εξετέλεσεν άπαντας. Οι Δανοί τω 1014 μ. Χ. εν Αγγλία ακρωτηριάζουσι τους παραδοθέντας αυτοίς ομήρους και μετά ταύτα απορρίπτουσιν εις το πέλαγος… Και αι υπό της ιεράς εξετάσεως επιβαλλόμεναι ποιναί ήσαν επικεκυρωμέναι υπό των βασιλέων και εξετελούντο υπό την έγκρισιν της δυτικής εκκλησίας βασανιστήρια αφάνταστα δια την ομολογίαν σφαλμάτων πολλάκις ουχί πραγματικών, από της φυλακίσεως μέχρι της δια πυράς θανατώσεως» (Οδ. Λαμψίδου, η ποινή της τυφλώσεως, σελ. 10 και 11).
Ο G. Schlumberger αναγνωρίζει λόγους πολιτικούς για την ενέργεια του Βουλγαροκτόνου, καθόσον οι προκλητικοί Βούλγαροι καταθορυβήθηκαν και το βυζάντιο απέκτησε και εσωτερική ασφάλεια: «Δεινή δε έσται η πλάνη, εάν υποθέσωμεν, ότι ο Βασίλειος Β’ παρεσύρθη εις τοιαύτην πράξιν είτε εξ απλής απανθρωπίας, είτε εξ ανάνδρου πόθου εκδικήσεως». Εξηγεί στη συνέχεια ότι ένας πολεμιστής αυτοκράτορας, που πέρασε πενήντα χρόνια στο στρατόπεδο, στην πορεία και στη μάχη, δεν θα είχε ποτέ τη διάθεση να ξεσπάσει πάνω σε αιχμαλώτους, μόνον και μόνον για πάθος ολέθρου και εκδικήσεως. Γι’ αυτό συμπεραίνει ο G. Schlumberger, «βέβαιον είναι ότι η καθ’ ομάδας πήρωσις αύτη ωφείλετο εις λόγους ουσιωδώς πολιτικού χαρακτήρος και, εν κεφαλαίω ειπείν, ήτο σύμφωνος προς τα φρικωδώς τραχέα ήθη των χρόνων εκείνων. Εις τον Βασίλειον Β’ προέκειτο να κατενέγκη καίριον κτύπημα, όπως τερματίση τον ατελεύτητον τούτον πόλεμον, όστις από τριάκοντα ήδη ετών έφθειρε τας ζω τικάς της αυτοκρατορίας δυνάμεις. Προέκειτο να εξαφανίση ες αεί απάσας τας πατριωτικάς ελπίδας, πάσαν αεί αναγεννωμένην αντίστασιν, αποστέλλων εις έκαστον των εν τοις ενδοτάτοις των Βουλγαρικών δρυμών αφανών χωρίων, εις εκάστην βουλγαρικήν καλύβην, ανά ένα των οικτρών εκείνων τυφλών, ζώντα μάρτυρα της ακαταγωνίστου δυνάμεως του αμειλίκτου βασιλέως. Πράγματι δε η υπό του αυτοκράτορος διαταχθείσα φρικώδης πράξις έσχεν ακριβώς το ποθούμενον αποτέλεσμα. Διότι όχι μόνον επισπεύσασα του Σαμουήλ τον θάνατον απεστέρησε την Βουλγαρίαν του ανδρειοτάτου προμάχου αυτής, του δεξιού αυτής βραχίονος, άλλ’ από της τιμωρίας ταύτης αποτόμως η αντίστασις εχαλαρώθη» (G. Schlumberger, η βυζ. εποποιΐα, σελ. 410).
Ο καθηγητής της βυζ. ιστορίας Διον. Ζακυθηνός σου τονίζει ότι ο Βασίλειος Β’ ενήργησε ως κυρίαρχος καταπνίγων εσωτερικήν επανάσταση: την πήρωσιν (=τύφλωσιν) των Βουλγάρων του Κλειδίου θα ηδυνάμεθα να ερμηνεύσωμεν από της επόψεως του εσωτερικού και του Διεθνούς Δικαίου. Κατά την ημετέραν γνώμην ο Βασίλειος Β’ λαμβάνων τα αποδιδόμενα εις αυτόν σκληρά μέτρα, δεν ενήργησεν ως αντίπαλος εκπροσώπου εμπολέμου κράτους και δεν ετιμώρησε πολίτας εμπολέμου επικρατείας, άλλ’ ως κυρίαρχος καταπνίγων εσωτερικήν επανάστασιν και κολάζων τους ιδίους υπηκόους, οίτινες ήγειραν τα όπλα εναντίον της ανωτάτης αυτών αρχής. Ο Σαμουήλ δεν ήτο Βούλγαρος, άλλ’ υιός βυζαντινού διοικητού, τούτο δε παρείχεν εις τον αυτοκράτορα το δικαίωμα να θεωρήση τον πόλεμον ως στάσιν και ανταρσίαν και εσχάτην προδοσίαν και να μεταχειρισθή τους αιχμαλώτους ουχί ως εμπολέμους, άλλ’ ως στασιαστάς˙ επομένως να μη συμμορφωθή προς το διεθνές δίκαιον και την διεθνή πρακτικήν, αλλά να κινήση το εσωτερικόν δίκαιον. Κατά τούτο οι ένοχοι στάσεως ετιμωρούντο δια τυφλώσεως. Αι πηγαί θεωρούν την πήρωσιν αντί της εσχάτης των ποινών επί στασιαζόντων, ως πράξιν φιλανθρωπίας» (Εκδ. Αθηνών, ιστ. Του Ελλην. Έθνους, τόμ. Η’, σελ. 122). Μία απόδειξη των στενωτάτων σχέσεων Βουλγάρων και Ελλήνων σου προσφέρει και το γεγονός ότι η θυγατέρα του Σαμουήλ νυμφεύθηκε τον Έλληνα (Βυζαντινό) Ασώτη.
Αν ήθελες να συλλογισθείς πως αντιμετωπίσθηκαν σε πολλές περιπτώσεις, στον εικοστόν αιώνα μας, οι εσωτερικοί εχθροί, τον Βασίλειον Β’ θα τον χαρακτήριζες επιεική ηγεμόνα. Αν θυμηθείς ότι οι Τούρκοι στις αρχές του αιώνα μας αντιμετώπισα τους Αρμενίους και τους Έλληνες της Μικράς Ασίας με γενοκτονία, και ο Μουσταφά Κεμάλ, εμπνευστής και αυτουργός γενοκτονιών, θεωρείται πατέρας της Τουρκικής δημοκρατίας με διεθνή αναγνώριση, τότε τον Βασίλειον Β’ πώς να τον ονομάσεις Βουλγαροκτόνον; Τί Βουλγαροκτόνος υπήρξε ο Βασίλειος Β’ χωρίς γενοκτονία και με γενναιόφρονη πολιτική προς τους ηττημένους; Ή επέδειξαν ολιγώτερη σκληρότητα και απανθρωπία οι ηγέτες τόσων κοινωνικών ή άλλου είδους εσωτερικών επαναστάσεων εκτελώντας μέχρι και των ημερών μας με συνοπτικές διαδικασίες χιλιάδες συμπατριωτών τους;
Αλλά και την άποψη ότι δεν έκρινε ως εσωτερικούς εχθρούς τους Βούλγαρους του Σαμουήλ, ο Βασίλειος Β’ να δεχόσουν, δίκαιον είναι να υπολογίσεις και τα εξής: Σαραντάχρονοι, περίπου, σκληροί αγώνες εναντίον ενός εχθρού που μεταχειριζόταν κάθε μέσον, εναντίον εχθρού που διέπραττε κάθε είδους βιαιότητα και κάθε απανθρωπία, εναντίον εχθρού που «ροκάνιζε» τρομερά την ύπαρξη όλης της αυτοκρατορίας και είχε παραβεί κάθε όριο υποκρισίας, θα είχαν κάποια κάθαρση και κάθαρση οπωσδήποτε δραματική. Και σε βάθος αιώνων αν αναλογιστείς τη συμπεριφορά των Βουλγάρων, θα διακρίνεις ότι επί τρεις αιώνες η επιθετικότητα και η ωμότητα των Βουλγάρων σε βάρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας υπήρξε ακόρεστη. Επομένως και η κάθαρση θα είχε κορύφωση δραματική. Η μάχη του Κλειδίου υπήρξε δραματική κάθαρση.
Αναμφίβολα τη μοίρα των 14.000 ή 15.000 αιχμαλώτων – αν και υπάρχουν ιστορικοί και μάλιστα ξένοι ιστορικοί που θεωρούν υπερβολικό τον αριθμό, «παρά τη σχετική συμφωνία των Σκυλίτζη – Κεδρηνού, ανεξάρτητων πηγών μεταξύ τους, ο αριθμός αυτός είναι οπωσδήποτε υπερβολικός, καθώς έδειξε ο J. Ivanov» (G. Ostrogorsky, ιστορία βυζ. κράτ. Τ. Β’, σελ. 313). – τη θεωρείς πάντοτε σεβαστή. Αλλά τη μοίρα εκείνων των υπηκόων της βυζαντινής αυτοκρατορίας – κυρίως Ελλήνων – που εταλάνισαν, αιχμαλώτισαν και έφθειραν με τις ατέλειωτες επιδρομές τους οι Βούλγαροι, οδυνηρή μοίρα ανυπόπτων ειρηνικών ανθρώπων που γεύθηκαν για τρεις αιώνες τις λαίλαπες του Κρούμου, του Συμεών και του Σαμουήλ, πώς να μην την ομολογήσεις μαρτυρική και αγία;
Ο Βασίλειος Β’, θα σου έλεγε κανείς, πως έχασε τη μάχη των εντυπώσεων με την ενέργειά του μετά τη μάχη του Κλειδίου. Θα μπορούσες να υποστηρίξεις όμως πως κέρδισε μία μάχη ουσίας, της σωτηρίας του Ελληνισμού πρώτιστα στην προνομιούχο γεωγραφική θέση της Μακεδονίας και ύστερα σ’ ολόκληρη την Ελληνική χερσόνησο. Το πόσο επικίνδυνοι υπήρξαν οι Βούλγαροι για τον Ελληνισμό, σου το υπογραμμίζουν οι ονομαστότεροι ξένοι βυζαντινολόγοι, όπως ο Κ. Krumbacher: «Όχι οι σταυροφόροι, άλλ’ οι μεν Σελτζούκοι Τούρκοι εν Ασία, οι Βούλγαροι δε εν Ευρώπη κατέστησαν δια παντός αδύνατον την ανάστασιν εθνικού ελληνικού μεγάλου κράτους» (Κ. Krumbacher, ιστ. Βυζ. λογοτεχν. Τ. Γ’, σελ. 460). Και οι Baynes – Moss σου διευκρινίζουν: «Η αφομοιωτική δύναμις του ελληνικού λαού δεν ίσχυσε να εξελληνίσει τους ηττημένους του Βασιλείου Β’. Διετήρησαν την γλώσσαν των και τους θεσμούς των, ουδέποτε δε απέστησαν του σχεδίου της απαλλαγής των από της βυζαντινής δεσποτείας» (Baynes – Moss, βυζ. σελ. 256). Ίσως από τις παραπάνω εκτιμήσεις και άλλες παρόμοιες ξεκινώντας και Έλληνες διανοητές σου γράφουν και τα εξής: «Ήτο ευτύχημα ότι οι από ανατολών επρόλαβαν τους από Βορράν. Εάν οι Τούρκοι δεν έφθαναν πρώτοι εις το βυζάντιο και να κλείσουν ούτω τον δρόμον από βορράν δεν θα υπήρχε σήμερον Ελληνισμός. Ο Ελληνισμός περιέσωσε την εθνική του υπόστασιν υπό τους Τούρκους, άλλ’ υπό τους Σλάβους ήτο αδύνατον να την διατηρήσει. Ή θα αφωμοιούτο ή θα εξωλοθρεύετο. Γλώσσα ελληνική δεν θα ηκούετο σήμερον» (εφημ. Ελληνικός βορράς, άρθρο της 7/3/1982).
Αλλά η ιστορία έχει να σου ξεκαθαρίσει κάτι ακόμα. Οι βυζαντινοί υπήκοοι – κυρίως Έλληνες – ευγνώμονες ωνόμασαν το Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο. Όχι για λόγους απάνθρωπης εκδικήσεως, ούτε γιατί είχαν εξοικειωθεί με την ποινή της τυφλώσεως και του ακρωτηριασμού – όπως σήμερα έχουμε εξοικειωθεί με την φυλάκιση, τη χρηματική καταδίκη, και την εξορία – , αλλά για λόγους εθνικής κυριαρχίας. Στη Μακεδονία και στην Ελληνική χερσόνησο δεν υπήρχαν πλέον Βούλγαροι, είχαν εξαφανιστεί. Και τους είχε εξαφανίσει ο Βασίλειος Β’. Η προσωνυμία βουλγαροκτόνος θεωρήθηκε ένδοξη και τίτλος τιμής, ακόμα και από τους Βούλγαρους. Καθόσον οι Βούλγαροι με το ύστερο Βουλγαρικό κράτος, του 13 κ.ε. αιώνος, ανέδειξαν και αυτοί τσάρον, τον Καλοϊωάννην ή Κακοϊωάννην «και αυτός ήθελε να ονομάζηται Ρωμαιοκτόνος» (Krumbacher, ιστ. Βυζ. λογ. Τ. Γ’, σελ. 475). Όμως η προσωνυμία Ρωμαιοκτόνος δεν είχε παγκόσμια αναγνώριση ισάξια με το όνομα Βουλγαροκτόνος του Βασιλείου Β’.

Γνωρίζεις καλά ότι πολλές φορές βρέθηκαν «εις δυσμενή διάθεσιν κατά του Ελληνικού στοιχείου οι Βούλγαροι» (Δημ. Βικέλα, περί βυζ. μελ. σελ. 37). Ότι και στις αρχές του αιώνος μας «απέναντι της νεοελληνικής εθνότητας ορθωνόταν ο ίδιος κίνδυνος που είχε απειλήσει και στα χρόνια του Βασιλείου Β’ του Μακεδόνα τα ριζοθέμελα της αυτοκρατορίας… Η νεώτερη ελληνική φυλή αναζητούσε τον ήρωα και τον προστάτη της, τον πολεμιστή και τον κυβερνήτη της. Ο Παλαμάς υψώνει (με τη φλογέρα του Βασιλιά) σύμβολο πανύψηλο του εθνικού ηρωισμού τον Βασίλειο τον Μακεδόνα, τον Βουλγαροκτόνο» (Αιμ. Χουρμούζιου, ο Παλαμάς και η εποχή του, τ. Β’, σελ. 214).
Αντιλαμβάνεσαι και την άποψη σχετικά με τις σχέσεις Ελλήνων Βουλγάρων ότι «κοιναί συμφοραί συνεζύμωσαν τοσούτους αιώνας… και όμως ήλθαν εις αδελφικήν και πάλιν σύμπνοιαν» (Δημ. Βικέλα, Περί βυζ. μελ. σελ. 37). Αλλά σαν Έλληνας ομολογεί: Χωρίς το Βασίλειο Β’ και τους αγώνες του των ετών 991 – 1018 μ. Χ. η Μακεδονία δεν θα ήταν Ελληνική. Ο Βασίλειος Β’ έσωσε τον Ελληνισμό, με το σπαθί και με το σκουτάρι και με το εικόνισμα της Παναγίας, που και στον Παρθενώνα την προσκύνησε. Και σαν Έλληνας διακρίνεις στην Ελληνική ιστορία, πως σε καιρούς ειρήνης τους Έλληνες θέλγει ο Περικλής, μα σε καιρούς πολέμου τους εμψυχώνουν ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος».

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.