Ὁ Ἱερομόνάχος Ἄνθιμος, ο δια Χριστόν σαλός – Οσίου Παισίου του Αγιορείτου.

Ὁ Πατήρ Ἄνθιμος πατρίδα εἶχε τήν Σόφια τῆς Βουλγαρίας, ὅπου καί ἐφημέρευε σάν ἔγγαμος Ἱερεύς σέ ἐνορία. Μετά τό θάνατο τῆς πρεσβυτέρας του, γύρω στά 1841, ἦρθε στό Περιβόλι τῆς Παναγίας καί φυτεύτηκε σάν καλός βολβός, ὅπως θά ἰδοῦμέ πιό κάτω, καί ἄνθισε καί εὐωδίασε.

Ἡ πρώτη του Μετάνοια ἦταν ἡ Ἱ. Μονή τῆς Σίμωνος Πέτρας, ὅπου ἐκάρη Μοναχός. Μετά ὅμως πού ἄρχισε νά κάνη τόν διά Χριστόν σαλό, νά κρύβη τόν ἐσωτερικό του πλοῦτό, εἶχε κάνει Μετάνοια καί ὅλον τόν Ἄθωνα, γιατί συνέχεια γύριζε στήν ἔρημο καί ἔμενε ἄλλοτε σέ σπηλιές καί ἄλλοτε σέ κουφάλες δένδρων. Κατά καιρούς δέ, ἐμφανιζόταν στήν Ἱ. Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος (τό Ρωσικό), γιατί ἐκεῖ καταλάβαινε τίς ἀκολουθίες, πού γίνονταν στά Ρωσικά. Συνήθως κρυβόταν στό Νάρθηκα τοῦ Ναοῦ καί ἀπό ἐκεῖ παρακολουθοῦσε. Ὅταν ἔβλεπε ὅμως κανέναν Πατέρα νά τόν παρακολουθῆ καί νά τόν προσέχη μέ εὐλάβεια, ἄρχιζε νά κάνη ἀνοησίες ἤ νά παραμιλάη μόνος του καί πολλές φορές νά κάνη καί ἀστεῖα καί ἔτσι τούς χαλοῦσε τόν λογισμό. Παρέμένε δέ στήν Μονή ἀνάλογα, ἄλλοτε λίγες ἡμέρες καί ἄλλοτε περισσότερες, καί Μετά ἐξαφανιζόταν πάλι στόν Ἄθωνα, τελείως μόνος του, δύο ἤ τρεῖς μῆνες, καί ξανά ἐμφανιζόταν στόν Ἅγιο Παντελεήμονά, τό Ρωσικό.
Στήν ἀρχή τῆς θείας τρέλας, ἐπί πέντε χρόνια, φοροῦσε ἕνα παλιό ράσο καί Μετά μπαλωμένά. Ἀργότερα κατέληξε νά φοράη ἕνα παλιό τσουβάλι, στό ὁποῖο ἄνοιγε μιά τρύπα στήν κορυφή, γιά νά βγάζη τό κεφάλι του, καί δυό γιά τά χέρια του καί ἔτσι πιά ἐμφανιζόταν παντοῦ. Γι’ αὐτόν τόν λόγο τόν ὀνόμασαν «Τσουβάλντη». Ἀλλά καί αὐτό ἀκόμη τό τσουβάλι τό προφύλαγε, ὅταν γύριζε μέσα στό δάσος, γιά νά μή σχιστῆ, καί ἔτσιζε τό κορμί του στά κλαριά. Ὅσοι φυσικά δέν εἶχαν βάθος ἐσωτερικό, ἀλλά ἔκριναν ἐξωτερικά, τόν ἔλεγαν παλαβό. Ἀλλά ὁ Πατήρ Ἄνθιμος τούς προβλημάτιζε, ὅταν τούς ἔλεγε τούς λογισμούς πού εἶχαν. Ἔτσι οἰκοδομοῦσε πνευματικά αὐτούς πού εἶχαν καλή διάθεση, ἀποκαλύπτοντας τούς λογισμούς τούς.
Βλέπει κανείς τούς διά Χριστόν σαλούς, ἐπειδή ἔχουν πολλή ταπείνωση, νά ἔχουν καί πολλή καθαρότητα, δηλαδή πνευματική διαύγεια, καί ἔτσι γνωρίζουν καί τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἀλλά ἀκόμη καί τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καί ὁ Πατήρ Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος τήν δική του καθαρή καρδιά τήν εἶχε σκεπασμένη μέ ἕνα παλιό τσουβάλι!
Στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὅταν πήγαινε, δέν ἔμπαινε μέσα, ἀλλά ἔμενε καί αὐτός ἐκεῖ πού ἔμένάν οἱ ἐργάτες τῆς Μονῆς καί στήν ἴδια τράπεζα τῶν ἐργατῶν καθόταν νά φάη. Ὁ Ἡγούμένος τῆς Μονῆς φαίνεται κάτι πληροφορήθηκε καί εἶπε στό διακονητή Μοναχό νά φροντίζη τόν Γέροντα Ἀσκητή Πατέρα-Ἄνθιμο. Ἔκτότε ὁ Διακονητής, ὁ τραπεζάρης τῶν ἐργατῶν, τόν εἶχε σέ εὐλάβεια καί τόν βοηθοῦσε καί τόν παρακολουθοῦσε. Ἔτσι ἀπέκτησε καί ἰδιαίτερη ἐμπιστοσύνη καί μποροῦσε νά καταλάβη καί ὁρισμένες ἀπ’ τίς κρυφές ἀρετές του.
Μία ἀπό τίς μέγάλες του ἀρετές ἦταν καί τό χάρισμα πού εἶχε στό θέμα τῆς νηστείας· μποροῦσε νά νηστεύη πολλές μέρες! Κάποτε εἶχε πάει στό Ρωσικό Μοναστήρι, πρίν τήν νηστεία τῶν Ἀποστόλων, πολύ ἐξαντλημένος, καί ὁ Διακονητής τόν δέχθηκε μέ πολλή χαρά καί τοῦ ἑτοίμασε νά φάη. Ὁ Γέροντας ἄρχισε νά τρώη, ἐνῶ ὁ Διακονητής, πού ὑπηρετοῦσε, μπαινόβγαινε καί κοίταζε τόν Γέροντα, πού ἔτρωγε συνέχεια,, καί τόν κατέκρινε: «Τέτοιος ξηραμένος καί ἀδύνάτός Μοναχός μποροῦσε νά φάη τόσο πολύ!» Ἔτσι συγχυσμένος ἀπό αὐτούς τούς λογισμούς τῆς κατακρίσεως ὁ Τραπεζάρης ἔφυγε γιά τό κελλί του. Ὁ Πατήρ Ἄνθιμος, ἀφοῦ τελείωσε τό φαγητό του, πῆγε καί κάθισε στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ ἀδελφοῦ. Βλέποντας τόν φίλο του πώς ἦταν συγχυσμένος ἀπό αὐτούς τούς λογισμούς, τόν λυπήθηκε καί, γιά νά τόν βοηθήση, ἀνάγκάστηκε νά τοῦ ἀποκαλύψη τήν αἰτία, ὥστε νά εἶναι προσεκτικός γιά τούς ἄλλους, νά μή κατακρίνη, ἀλλά καί ἐμεῖς οἱ ἄλλοι νά ὠφεληθοῦμε ἀπό αὐτό καί νά προσέχουμέ τήν κατάκριση. Παίρνοντάς τόν λοιπόν ἀπό τό χέρι, τόν ρώτησε:
-Μήπως ξέρεις, ἀδελφέ μου, τί θά πῆ ταπεινοφροσύνη;
Ὁ ἀδελφός μέ συστολή τοῦ ἀπήντησε:
-Ὄχι, δέν ξέρω.
Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
-Ἡ ταπεινοφροσύνη συνίσταται σέ τοῦτο: στό νά μήν κατακρίνης κανέναν, ἀλλά νά λογαριάζης τόν ἑαυτό σου χειρότερο ἀπό ὅλους. Νά, μόλις τώρα πλανέθηκες καί μέ κατέκρινες, ἐπειδή ἔφαγα πολύ. Ἀλλά δέν ἤξερες πόσες μέρες δέν ἔχω φάει καθόλου. Θυμᾶσαι, ὅταν ἤμουν ἐδῶ τελευταῖα καί ἔφαγα;
Ὁ ἀδελφός ἀπάντησε:
-Θυμᾶμαι, Πάτερ. Ἐδῶ μαζί μας ἤσουν τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ καί ἔφαγες, ἀλλά ἀπό τότε δέν σέ εἶδα.
Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
-Ἔ, βλέπεις πόσες μέρες δέν ἔχω φάει; Ἐσύ ὅμως μέ κατέκρινες, ἐπειδή ἔφαγα πολύ. Ἀδελφέ μου, τά θεῖα χαρίσματα εἶναι διάφορα. Στόν καθένά μας κάτι δίνεται ἀπό τόν Θεό. Νά, σ’ έμένα ὁ Θεός ἔδωσε τήν δύνάμη νά ὑποφέρω τό κρύο καί τήν πείνά. Μήπως θά μποροῦσε νά βαστᾶς κι ἐσύ τόσο; Μπορεῖς νά ταπεινωθῆς, νά βγάλης τό ζωστικό, καί νά πᾶμέ ὥς τό γειτόνικό Μοναστήρι, καί μ’ αὐτά τά ροῦχα νά περάσης τόν χειμώνά στήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα; Ἀλλά κι ἐσύ σάν ψάλτης, πώς ψάλλεις στό Θεό; Οἱ σκέψεις σου βρίσκονται περισσότερο ἀλλοῦ, στόν περισπασμό, παρά στό Θεό. Ἄκουσε κι έμένα πῶς θά ψάλω.
Ὁ Πατήρ Ἄνθιμος σήκωσε τά χέρια του στόν Οὐρανό καί μέ δυνάτούς λυγμούς ἔψαλε Ἀλληλούϊα, καί δάκρυα ἔρρεαν συνέχεια ἀπό τά μάτια του. Ὁ Τραπεζάρης τά ἔχασε καί ἔνιωσε μέγάλη συντριβή. Ἔπειτα εἶπε ὁ Γέροντας στόν Μοναχό:
-Βλέπεις, ἀδελφέ μου, μήν κατακρίνης κανέναν, διότι δέν ξέρεις ἐσύ, σέ ποιόν δίνεται κάποιο χάρισμα, ἀλλά πρόσεξε περισσότερο τόν ἑαυτό σου.
Ὁ ἀδελφός ἔβαλε Μετάνοια στόν Γέροντα καί ζήτησε συγχώρεση θαυμάζοντας τήν προόραση τοῦ Γέροντα. Ἀπό τότε καί Μετά ὁ Γερο-Ἄνθιμος ἄρχισε νά ἐμπιστεύεται ὅλο καί περισσότερο τόν Τραπεζάρη.

Κάποιος ἄλλος ἀδελφός, μιά ἄλλη φορά, γελάστηκε ἀπο τά προσχήματα τοῦ Πατρός Ἀνθίμου καί ἔλεγε μέσα του: «Τί προορατικός εἶναι αὐτός; Μήπως ὅλοι οἱ προορατικοί τόσο πολύ τρῶνε;» Ὁ Γέροντας διακρίνοντας τούς λογισμούς του τόν κάλεσε κοντά του καί τοῦ εἶπε:
-Σύ, ἀδελφέ, θέλεις μέν νά γίνης Μοναχός, οἱ λογισμοί σου ὅμως τρέχουν πάντα στή Ρωσία. Λοιπόν, νά πᾶς ἐκεῖ, νά ἐκπληρώσης τήν ἐπιθυμία σου, ἀλλά θά ἐπανέλθης πίσω πάλι καί τότε θά ἀξιωθῆς νά γίνης Μοναχός.
Τά λόγια τοῦ Γέροντα ἐκπληρώθηκαν μέ κάθε ἀκρίβεια. Πράγματι ὁ ἀδελφός αὐτός πλανέθηκε ἀπό τούς λογισμούς καί ἔφυγε ἀπό τό Μοναστήρι καί ἐπέστρεψε στή Ρωσία. Ἀλλά Μετά ἀπό ἕνα χρόνο γύρισε πάλι πίσω στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐκάρη Μοναχός στό ἴδιο Μοναστήρι.

Ὁ Τραπεζάρης εἶχε σέ μέγάλη εὐλάβεια τόν Πατέρα Ἄνθιμο –τόν εἶχε γιά Ἅγιο- ἀλλά φοβόταν νά τοῦ ἐκφράσει τόν θαυμασμό του, ξέροντας ὅτι δέν τοῦ ἄρεζαν οἱ ἔπαινοι. Μιά μέρα πού ἦλθε πάλι ὁ Γέροντας, ὁ Τραπεζάρης χάρηκε καί τοῦ ἑτοίμασε νά φάη, ἀλλά ὁ ἴδιος, ἀπό εὐλάβεια πρός αὐτόν, δέν ἤθελε νά καθίση μαζί του. Γιά νά μή δώσει ἀφορμή, καί τό προσέξη αὐτό ὁ Γέροντας, ἄρχισε νά πηγαίνει ἐδῶ καί ἐκεῖ στήν τραπεζαρία. Σάν τελείωσε τό φαγητό ὁ Πατήρ Ἄνθιμος, σηκώθηκε ἀπό τήν τράπεζα καί εἶπε:
-Ἐντάξει, ἐντάξει! Στάσου! Ὁ Θεός νά σέ ἐλεήσει καί νά σέ στερεώση.

Ἕνάς ἀπό τούς Ρώσους Ἱεομονάχους διηγήθηκε στόν ἀδελφό τούς πώς κυριευμένος ἀπό νοσταλγία γιά τήν πατρίδα του, μιά μέρα, ἔβαλε τόν λογισμό νά φύγη ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί νά ἐπιστρέψη στή Ρωσία. Καί ἐνῶ σκεφτόταν αὐτό, ξαφνικά μπῆκε μέσα στό κελλί του ὁ Πατήρ Ἄνθιμος -ὁ ὁποῖος προηγουμένως δέν ἦταν ἐκεῖ -καί τοῦ εἶπε:
-Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μέ ἔστειλε νά σοῦ πῶ, παπά, νά μην πᾶς στή Ρωσία, γιατί ἅμα βγῆς ἀπό τήν ἔρημο στόν κόσμο, τότε θά πέσης στήν ἁμαρτία.

Ἔναν καίρό ὁ Πατήρ Ἄνθιμος ἡσύχασε στά ὕψη τοῦ Ἄθωνα γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα. Ὁ ἀδελφός, ὁ Τραπεζάρης, πολύ ἀνησύχησε καί προσευχήθηκε στόν καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά πληροφορήση τόν Γέροντα νά ἔλθη στήν Μονή, γιά νά ὠφελήση πνευματικά. Τοῦ ἔλεγε δέ ὁ λογισμός του : «Ἴσως τώρα ὁ Γέροντας στήν ἔρημο νά ἔχη ἀποκάμη ἀπό τούς κόπους του, κι ἐγώ, ἄν ἦταν ἐδῶ, θα τόν οἰκονομοῦσα μέ λίγη τροφή, θα τοῦ ἔκανα ἕνα τσάϊ».
Τήν ἄλλη μέρα, τό πρωί, ὁ Γέροντας ἤλθε στό Μοναστήρι καί εἶπε στόν φίλο του χαριτόλογώντας:
-Ὀρίστε, κατά τήν ἐπιθυμία σου ἦλθα ἀπό τόν Ἄθωνα, κατάκοπος καί μέ πόδια κομμένά ἀπό τίς πέτρες. Τό τσάι σου ἀξίζει τέτόιον κόπο!
Ὁ ἀδελφός εἶδε τήν προόρασή του καί τοῦ ζήτησε συγχώρεση για τόν κόπο πού τοῦ προξένησε.
Κάποτε ὁ ἴδιος ἀδελφός εἶχε μιά βαριά λύπη καί ἀκηδία καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά στείλη τόν φίλο του Πατέρα Ἄνθιμο νά τόν παρηγορήση. Δέν πέρασαν λίγες ὧρες, καί φάνηκε μπροστά του ὁ Πατήρ Ἄνθιμος. Ὁ θλιβόμένος ἀδελφός βλέποντάς τον, πολύ χάρηκε καί ρώτησε:
-Πῶς ἔγινε, Πάτερ, καί ἦρθες ἀκριβῶς στήν ὥρα τῆς ἀνάγκης μου;
Ὁ Γέροντας χαμογελώντας τοῦ ἀπάντησε:
-Ἐσύ ἤθελες νά μέ δῆς καί παρακάλεσες τόν Θεό γι’ αὐτό καί ἦρθα.

Μια ἄλλη φορά στόν Ἅγιο Παντελεήμονά, τό Ρωσικό, τήν παραμονή τῆς Ὀκτωβρίου, πού τελεῖται ὁλονύκτια ἀγρυπνία εἰς τιμήν τῆς Ἀγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ Πατήρ Ἄνθιμος, μόλις ἔφθασε στό Μοναστήρι, παρά λίγο νά ξεψυχήση. Ὅταν συνήντησε τόν γνωστό του ἀδελφό, τοῦ εἶπε:
-Αὐτή τήν νύχτα βρισκόμουν κοντά στό Μοναστήρι τοῦ Ζωγράφου, στήν ἔρημο, καί προσευχόμουν ὄρθιος, πάνω σε μία πέτρα. Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς εἶδα τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνη ἀπό τόν Οὐρανό στό Μοναστήρι σας. Καθῶς ἤμουν γεμάτος χαρά σ’αὐτή τήν ὀπτασία, βιάστηκα νά’ρθω, για νά Τήν βρῶ ἐδῶ, ὥστε νά σκεπάση μέ τό μοφόριό Της καί έμένα τόν ἁμαρτωλό μαζί μέ τούς τιμῶντας Αὐτήν δούλους. Ἀλλά, μόλις ξεκίνησα ἀπό τόν τόπο ἐκεῖνο για νά τρέξω ἐδῶ, ξαφνικά, φάνηκε ἕνα φίδι, πετάχτηκε μέ ὀργή ἐπάνω μου καί μέ δάγκωσε δυνατά στό πόδι. Ἐννόησα ὅμως ὅτι αὐτό τό ἐμπόδιο ἦταν ἀπό φθόνο τοῦ μισόκαλου καί δέν ἔδωσα σημασία στό δάγκωμα, ἀλλά βιαζόμουν νά φθάσω στό Μοναστήρι σας.
Ὁ ἀδελφός κοίταξε τό πόδι του, καί πράγματι τό τραῦμα ἀπό τό δάγκωμα ἦταν σοβαρό. Ἡ μέγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντα για τόν Θεό τόν εἶχε κάνει πιά ἀναίσθητο στα σωματικά παθήματα.

Τό ἔτός 1862, στόν Ἄθωνα, ὁ χειμώνάς ἦταν ψυχρός καί χιονώδης. Ἐκεῖνον τόν καίρό ὁ Πατήρ Ἄνθιμος ἦταν στα ὕψη τοῦ Ἄθωνα, στήν βαθιά ἔρημο, καί ζοῦσε στήν κουφάλα ἑνός δένδρου. Πολύ χιόνι ἔπεσε καί τόν ἀπόκλεισε ἐντελῶς, τόσο ὥστε ἦταν ἀδύνατο νά βγῆ ἀπ’ ἐκεῖ. Σαράντα ἕξι μέρες πέρασε ἐκεῖ χωρίς ψωμί. Σχεδόν πάντοτε, πρίν τήν χειμωνιάτικη ἐποχή, βρισκόταν πιο κοντά στό Μοναστήρι. Οἱ Γέροντες στό Ρωσικό ἔμαθαν ὅτι σε τέτοιον ψυχρό καί χιονώδη χειμώνα ὁ Πατήρ Ἄνθιμος δέν ἦταν κοντά τούς καί ἄρχισαν ν’ ἀνησυχοῦν γι’αὐτόν. Στό τέλος τῶν σαράντα ἕξι ἡμέρῶν ὁ Γέροντας ἔφθασε στό Μοναστήρι τελείως ἐξαντλημένος καί κυλιασμένος. Ὁ ἀδεφλός, ὅταν τόν εἶδε ξαφνικά, φώνάξε ἀπό τήν χαρά του.
-Ἄχ, Πάτερ,ἐσύ εἶσαι; κι ἐμεῖς ἀπελπισθήκαμέ πώς δέν θα σε ξανάδοῦμέ. Ἀλλά ποῦ ἦσουν ὅλον αὐτόν τόν καίρό;
-Ἔ, μέσα σε μία κουφάλα καθόμουν, ἀπήντησε ὁ Γέροντας μέ χαμόγελο.
-Καί τί εἶχες ἐκεῖ νά φᾶς, Πάτερ;ρώτησε ὁ ἀδελφός.
-Ἀδελφέ μου, Βίκτωρ, πόσα ἔπαθα ἀπό τούς δαίμονάς καί τό ψύχος, για ὅλα αὐτά μόνο ὁ Θεός ξέρει. Ἀλλά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἐμφανίσθηκε καί μέ ἔσωσε ἀπό τόν θάνατο.

Ἕναν καίρό ὁ Γέροντας Ἄνθιμος για πέντε μῆνες δέν εἶχε ἔλθει στό Ρωστικό. Οἱ Μοναχοί τῆς Μονῆς δέν γνώριζαν τήν αἰτία. Ἀνησυχοῦσαν καί εἶχαν πολλούς λογισμούς: «Μήπως κάποιος τόν εἶχε στεναχωρήσει κ.λ.π.» Ὁ Πνευματικός τῆς Μονῆς ἤξερε ἕναν Ἡσυχαστή, στόν ὁποῖο ὁ Πατήρ Ἄνθιμος εἶχε ἐμπιστοσύνη, καί τόν παρακάλεσε νά μάθη τήν αἰτία. Ὁ Ἡσυχαστής ρώτησε τόν Πατέρα Ἄνθιμο, κι ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-Ὅσο θα μέ ἐπαινοῦν ἐκεῖ καί θα μέ τιμοῦν σαν Ἅγιο, δέν θα πηγαίνω…. Τήν τελευταῖα φορά, ὅταν ἥμουν ἐκεῖ, ἕνας ἀπό τούς Ἱερομονάχους ἔπεσε στα πόδια μου καί εἶπε: «Προσεύχεσθε, Ἅγιο Πάτερ, για μένά τόν ἁμαρτωλό νά σωθῶ δι’ τῶν εὐχῶν σας…». Βλέπεις; Πῶς μπορῶ τώρα νά πάω ἐκεῖ, ἀφοῦ μέ τιμοῦν σαν Ἅγιο;
Μετά ἀπό αὐτό ὁ Πατήρ Ἄνθιμος πήγαινε κάπως κρυφά στό Μοναστήρι καί ἐμπιστευόταν στόν Πατέρα Βίκτωρα μερικά μυστικά γύρω ἀπό τήν ζωή του, ἐπάνω στις συζητήσεις τούς.

Μιά φορά πάλι τόν εἶχε ἐπισκεφθῆ, καί ὁ Πατήρ Βίκτωρ τοῦ ἑτοίμασε τήν τράπεζα, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας:
-Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων ἐπισκέφθηκε τό Μοναστήρι σας ἐχθές.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν Κυριακή, καί κατά τήν συνήθεια ἦρθαν Ἐρημίτες, Σκητιῶτες καί ἀρκετοί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἔφαγαν στήν τράπεζα, καί Μετά τούς ἔδωσαν καί εὐλογία.

Ὁ Πατήρ Ἄνθιμος πουθενά δέν εἶχε μόνιμη κατοικία, ἀλλά ὁλόκληρο τό Ἅγιο Ὄρος ἦταν κατοικία του. Στα τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔμενε κοντά στό Μοναστήρι τοῦ Ζωγράφου, τό Βουλγαρικό, καί πολλές φορές βοηθοῦσε στό κτίσιμο, σε ἐπιδιορθώσεις τῆς Μονῆς- Κουβαλοῦσε πέτρες καί νερό.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1867, ὁ μεγάλος Ἀσκητής για τελευταία φορά ἐπισκέφθηκε τό ἀγαπητό του Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τό Ρωσικό. Μπῆκε μέσα στήν Μονή καί πῆγε ἀμέσως στόν ξενώνά. Ἐκεῖ συνήντησε τόν φίλο του Πατέρα Βίκτωρα καί τοῦ μιλοῦσε πολλή ὥρα, νουθετώντας τόν πῶς νά νικήση τούς πονηρούς λογισμούς καί τά πάθη. Στό τέλος τοῦ εἶπε κατ’ εὐθεῖαν:
-Τώρα δέν θα ἔλθω πιά ἐδῶ, ἐπειδή σύντόμα θα πεθάνω.
Πράγματι, ἔτσι ἔγινε. Στό τέλος Νοεμβρίου τοῦ ἴδιου χρόνου ἦλθε στήν Μονή τοῦ Ζωγράφου καί ἐκεῖ ἔπεσε ἄρρωστος. Τόν ἔβαλαν στό Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς στό ὁποῖο ἔμεινε για δώδεκα μέρες.
Τήν 9η Δεκεμβρίου τοῦ 1867 ὁ Πατήρ Ἄνθιμος ἄφησε τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ὅπου ἀγωνίστηκε φιλότιμα, καί ἀνεπαύθη πιά ἐν Κυρίῳ. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.

(Σημ. Ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἀνθίμου εἶχε δημοσιευθῆ στό βιβλίο «Σύγχρονοι Ἀθωνίτες Ἀσκητές» ἔκδοση 9η, Μόσχα 1900, σελ. 31-40. Τήν συντόμευσα κάπως, χωρίς νά ἀλλοιώσω τά γραφτά τοῦ Ἱερομονάχου Ἀρσενίου. Τό ἔκανα μέ καλή διάθεση, για νά μή παρερμηνεύσουν ὁρισμένα τοῦ Ὁσίου Πατέρα).

Από το βιβλίο: Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου. Έκδοσις Ιερόν γυναικείον Ησυχαστήριον Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου – Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998

Η/Υ επιμέλεια Καταιρίνα Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.