Θαυμαστά κατορθώματα Αγίων Μοναχών!

Κάποιος φιλόχριστος μας διηγήθηκε ότι μία καλογριά στην Αλεξάνδρεια καθόταν στον οίκο της και φρόντιζε για τη σωτηρία της ψυχής της με τις νηστείες, τις προσευχές, τις αγρυπνίες και τις ελεημοσύνες τις πολλές, τις οποίες πραγματοποιούσε. Ο διάβολος, όμως, φθονώντας την κτύπησε κάποιον νέο με έρωτα, για να την παγιδεύσει. Παραφύλαγε ο νέος, όταν έβγαινε από το σπίτι της, για να πάει στην εκκλησία, και την ακολουθούσε, λέγοντάς της αισχρά λόγια. Η μοναχή λυπούνταν πολύ. Μια μέρα του έκανε νόημα να έλθει προς το μέρος της. Αυτός προχώρησε με χαρά και την βρήκε να υφαίνει. Αυτή τότε του λέει: «Αδελφέ, τι καλό είδες σε μένα και με ενοχλείς έτσι;» Ο νέος της είπε: «Τα μάτια σου επιθυμώ πιο πολύ από κάθε πράγμα». Αυτή, βγάζοντας τα μάτια με την σαΐτα του αργαλιού που κρατούσε, του λέει: «Εάν για τα μάτια μου σκανδαλίζεσαι, δεν θέλω να τα έχω». Βλέποντας ο νέος ότι γι’ αυτόν έβγαλε τα μάτια της, συντετριμμένος, πήγε σε μοναστήρι και έγινε δόκιμος μοναχός.

Ένας άλλος γέροντας διηγήθηκε για τον Στέφανο, τον ιερομόναχο, ότι, ενώ κάποτε καθόταν στο κελλί του, του έβαλε ο σατανάς τον λογισμό να φύγει από εκεί. Μα ο γέροντας έλεγε στον διάβολο: «Δεν σε ακούω, γιατί ξέρω πως δεν θέλεις να δεις κανέναν να σώζεται αλλά ο Ιησούς θα σε συντρίψει».

Και πάλι, όταν καθόταν αυτός και διάβαζε, φάνηκε ο πονηρός ξεκάθαρα και του λέει: «Φύγε από εδώ, γιατί δεν ωφελείσαι σε τίποτε». Και ο γέροντας του απάντησε: «Εάν θέλεις να αναχωρήσω, κάνε το σκαμνί αυτό που κάθομαι να περπατήσει». Και αμέσως ο διάβολος ακούμπησε το σκαμνί και το έκανε να περπατήσει σ’ όλο το κελλί. Τότε του λέει ο όσιος: «Πράγματι, επειδή είσαι γρήγορος, δεν αναχωρώ». Και αφού έκανε ευχή τον έδιωξε.

Σ’ αυτόν τον γέροντα ήλθαν τρεις γέροντες και συνομιλούσαν για την ψυχική ωφέλεια. Επειδή ο γέροντας σιωπούσε, είπαν σε αυτόν: «Δεν αποκρίνεσαι, γέροντα, γι’ αυτό το οποίο ήλθαμε να ωφεληθούμε;». Τότε τους είπε: «Συγχωρέστε με, πατέρες, εγώ σε ό,τι είπατε έως τώρα δεν πρόσεξα αλλά εκείνο που γνωρίζω και σας το λέω είναι ότι μέρα και νύχτα άλλο τίποτε δεν βλέπω παρά τον κύριόν μου Ιησού Χριστό επί ξύλου κρεμάμενον». Μόλις το άκουσαν εκείνοι, ανεχώρησαν, αφού ωφελήθηκαν πολύ.

Μας διηγήθηκε για τον ησυχαστή αββά Θεόδωρο ο μαθητής του αββάς Κυριακός ότι τριανταπέντε χρόνια έζησε ο γέροντας ησυχάζοντας και νηστεύοντας ανά δύο ημέρες, δηλαδή την Τετάρτη το απόγευμα, το Σάββατο και την Κυριακή μόνο έτρωγε χωρίς να μιλάει, αλλά έγραφε ό,τι ήθελε να κάνει φανερό.

Όταν έμαθε γι’ αυτόν ο αββάς Αβράμιος ο ηγούμενος της μονής της Θεοτόκου, της επονομαζόμενης Νέας, ότι δεν είχε για τον χειμώνα φορεσιά, του έστειλε ένα υποκάμισο. Αυτό φορούσε ο γέροντας και καθόταν στο σκαμνί, όταν ήλθαν κλέφτες και τον ξεγύμνωσαν, παίρνοντας και αυτό, χωρίς να μιλήσει καθόλου.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.