Ο Βασίλειος Β’ εις Αθήνας.

Η πορεία του.

Νέος ο Βασίλειος ήρχισε τους αγώνάς του εναντίον των
Βουλγάρων. Χωρίς να τους σταματήση ποτέ και χωρίς να κουρασθή ποτέ, ως να ήτο χαλύβδινος, τους εξηκολούθησε, μέχρις ότου εγήρασε˙ και μόνον τότε, το 1018 μ. Χ., κατώρθωσε να δαμάση το σκληρόν και πολεμικόν τούτο Έθνος.
Όλα τα βουλγαρικά φρούρια, το εν μετά το άλλο, είχον παραδοθή˙ ο τελευταίος τσάρος είχε φονευθή˙ η τσαρίνα με τους τρεις υιούς της και τας εξ θυγατέρας της είχε πέσει εις τους πόδας του νικητού εις την Αχρίδα, την μητρόπολιν της Βουλγαρίας, δια να ζητήση την επιείκειάν του.
Η νίκη ήτο πλήρης και οριστική. Βουλγαρικόν κράτος δεν υπήρχε πλέον!
Αντί όμως να επιστρέψη ο γηραιός πολεμιστής μέσω Θεσσαλονίκης εις την πρωτεύουσαν, δια να αναπαυθή επί τέλους, αυτός ηκολούθησε την προς νότον οδόν. Τί εζήτει; Διατί τόσοι νέοι κόποι;
Ασφαλώς ήθελεν ο αυτοκράτωρ να επισκεφθή τας νοτίας επαρχίας, δια να δώση μόνος του τας οδηγίας εις τας διαφόρους αρχάς πώς να φροντίσουν δια την ανάρρωσιν της κατεστραμμένης από τας συνεχείς βουλγαρικάς επιδρομάς χώρας. Αλλά προ παντός ήθελε να επισκεφθή τας Αθήνας.
Όταν έφθασεν εις Θεσσαλίαν, η πορεία του μετεβλήθη εις αληθινόν θρίαμβον. Οι αγρόται, φαιδροί και άδοντες, προσήρχοντο εις τον δρόμον του κατά πλήθη, δια να επευφημήσουν τον απεσταλμένον υπό του Θεού βασιλέα, ο οποίος τους απήλλαξεν από τον μισητόν εχθρόν˙ του λοιπού θα έσπειρον και θα εθέριζον χωρίς τον φόβον της καταστροφής του κόπου των!
Διερχόμενος έπειτα τον Σπερχειόν εστάθη να θαυμάση το πεδίον της μάχης, όπου προ 24 ετών ο στρατηγός του Νικηφόρος Ουρανός ηφάνισεν εις μίαν νύκτα ολόκληρον Βουλγαρικήν στρατιάν και έσωσε την Ελλάδα από τον άγριον τσάρον Σαμουήλ. Και εκείθεν, αφού επέρασε την Φωκίδα, την Λοκρίδα και την Βοιωτίαν, έφθασε και εστάθμευσεν εις τας Αθήνας.
Το προσκύνημα. Αι Αθήναι την εποχήν εκείνην είχον σχεδόν λησμονηθή˙ ήσαν μία μικρά επαρχιακή πόλις της απεράντου βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η μετάβασις όμως του Βασιλείου ήτο μεγάλη τιμή δι’ αυτήν και φανερώνει, ότι δεν είχε σβήσει ακόμη η δόξα της.
Ο πολεμιστής αυτοκράτωρ ενόει καλώς, ότι αι νίκαι του είχον εκμηδενίσει τον βουλγαρικόν κόσμον και επομένως είχον φέρει την νίκην εις τον ελληνικόν, τον ελληνισμόν ολόκληρον.
Τας Αθήνας λοιπόν, ως αντιπρόσωπος του ελληνισμού, ήλθε να επισκεφθή και να τιμήση ο Έλλην βασιλεύς˙ διότι καμμία άλλη πόλις της Ελλάδος δεν είχε την φήμην και την δόξαν των Αθηνών.
Αλλά ο βασιλεύς είχε και άλλον λόγον να έλθη εις την πόλιν.
Μετά τας Βλαχέρνας της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ελατρεύετο η θαυματουργός Οδηγήτρια Θεοτόκος, εις την καρδίαν της Παναγίας ήσαν αι Αθήναι. Η Παναγία «η Αθηνιώτισσα» δεν ήτο μόνον προστάτις της πόλεως˙ ήτο και εδώ θαυματουργός.
Δι’ αυτό αι Αθήναι εθεωρούντο ιερά πόλις και η Παναγία η Αθηναία ήτο ιερώτατον προσκύνημα˙ όχι μόνον οι Αθηναίοι και οι άλλοι ορθόδοξοι της Ανατολής, αλλά και οι μη ορθόδοξοι χριστιανοί της Δύσεως και του Βορρά ήρχοντο να παρακαλέσουν την Χάριν της.
Ναός της Παναγίας ήτο ο Παρθενών, ο οποίος ήτο ακόμη ακέραιος και είχεν όλον το αρχαίον κάλλος˙ το εσωτερικόν του περιφήμου μνημείου είχε μεταβληθή εις λαμπρόν ναόν της Θεομήτορος.
Την Παναγίαν λοιπόν την Αθηνιώτισσαν ήλθε να προσκυνήση ο ευσεβής Βασίλειος.
Αι Αθήναι έγιναν διπλούν προσκύνημα, δια την δόξαν των, δια την πίστιν των.
Η λησμονημένη πόλις, όταν εξύπνησεν, είδε παλαιάς ημέρας δόξας. Τα αυτοκρατορικά τάγματα, σκονισμένα ακόμη από τον πόλεμον και την πορείαν, παρετάχθησαν μεγαλοπρεπώς˙ αι σημαίαί των με τον δικέφαλον, υπερήφανοι δια τας τόσας νίκας, εκυμάτιζον εις υψηλούς κοντούς χαιρετίζουσαι τας Αθήνας. Και ο δαφνοστεφανωμένος βασιλεύς παρέλαβε τον στρατόν του και ανήλθε μετ’ αυτού εις την Ακρόπολιν.
Η Ακρόπολις, ο ενδοξότερος λόφος του κόσμου, ελαμπρύνθη με την παρουσίαν του ενδοξοτέρου ανδρός του Βυζαντίου. Και ο Παρθενών, η καρδία της Ελλάδος, είδε δια πρώτην φοράν συγκεντρωμένα εις τον ιερόν βράχον τα εκλεκτότερα τέκνα όλου του Ελληνισμού, από τα βάθη της Μικράς Ασίας, έως την βορειοτάτην Μακεδονίαν και την νοτιωτάτην Κρήτην, τα οποία απετέλουν τα παλαίμαχα τάγματα του Βασιλείου. Τι ευλογημένη ευκαιρία!
Ο επίσκοπος Αθηνών υπεδέχθη προ των πυλών του Παρθενώνος τον νικητήν των Βουλγάρων. Πέριξ του γηραιού αυτοκράτορος ήσαν συγκεντρωμένοι οι πρόκριτοι και όλαι αι αρχαί των Αθηνών, διοικητικαί, δικαστικαί, εκκλησιαστικαί, καθώς και όλης της βορείου Ελλάδος και της Πελοποννήσου.
Ο λόφος της Ακροπόλεως ήκουσε τότε τους πλέον θερμούς και συγκινητικούς λόγους ευγνωμοσύνης υπηκόων προς τον άρχοντα, τον λυτρωτήν της πατρίδος από τους εχθρούς˙ κάθε λόγον συνώδευον ζωηρόταται επευφημίαι του λαού και των προκρίτων.
Ο Βασίλειος εισήλθεν έπειτα εις τον ναόν, κατάφωτον από τα αναρίθμητα φώτα, και εγονάτισε προ της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας, δια να προσφέρη τας ευχαριστίας του δια την νίκην.
Αλλά δεν ηρκέσθη μόνον εις απλάς ευχαριστίας˙ και με έργα έδειξε την ευγνωμοσύνην του.
Ήτο αρχαιότατον έθιμον να αφιερώνεται εν μέρος των λαφύρων εις τον Θεόν. Και ο Παρθενών εδέχθη δύο φοράς τα αφιερώματα δύο γενναίων τέκνων του ελληνισμού, τα οποία κατά σύμπτωσιν ήσαν Μακεδόνες.
Ο Αλέξανδρος, προ 1350 περίπου ετών, έστειλεν από τα λάφυρα της νίκης του τριακοσίας περσικάς πανοπλίας ν’ αναρτηθούν εις τον Παρθενώνα, ναόν της Αθηνάς˙ εξεδήλωνε τοιουτοτρόπως την ευγνωμοσύνην του προς τους θεούς.
Και ο Βασίλειος δεν υστέρησεν. Αι ευσεβείς αυτοκρατορικαί χείρές του επλούτισαν τον Παρθενώνα, ναόν της Παναγίας τώρα, με ανεκτίμητα κειμήλια, λάφυρα από το βασιλικόν βουλγαρικόν θησαυροφυλάκιον της Αχρίδος.
Άφθονα ήσαν τα προσφερθέντα δώρα, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί. Μία χρυσή περιστερά, σύμβολον του αγίου πνεύματος, ανηρτήθη υπεράνω της Αγίας Τραπέζης. Εις χρυσούς λύχνος, αριστούργημα τέχνης, έκαιεν ακοίμητος, ως κανδήλα, εις την Παναγίαν την Αθηνιώτισσαν.
Με βασιλικήν δαπάνην επεσκευάσθησαν όλοι οι ναοί της πόλεως˙ και δια τα αρχαία μνημεία το ταμείον του βασιλέως εφρόντισε με γενναιοδωρίαν. Ασφαλώς αι ψυχαί των νικητών του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος ωμίλησαν εις την ψυχήν του νικητού των Βουλγάρων!…
Το προσκύνημα του Βασιλείου εις την Παναγίαν με ωραίους στίχους ύμνησε και ο ποιητής Δροσίνης:
Βαριά, απ’ τη σαραντάχρονη καβάλλα σκουριασμένα,
των Προπυλαίων τα μάρμαρα πατώντας ανδρειωμένα,
του Βασιλιά προσκυνητή βροντούν τα φτερνιστήρια.
Στην Παναγιά Αθηνιώτισσα φέρνει τα νικητήρια:
Το περιστέρι το χρυσό, που τα φτερά ζυγίζει
κι ανασαλεύει κρεμαστό χωρίς να φτερουγίζη,
και το χρυσό, μονόφωτο, θαυματουργό καντήλι,
πούχει το λάδι του άσωστο κι άκαγο το φιτίλι…

Ο Βασίλειος, αφού εξεπλήρωσε πλέον τον σκοπόν του, απέπλευσε με τα στρατεύματά του από τον Πειραιά δια την βασιλίδα πόλιν˙ εκεί τον ανέμενεν ο λαμπρός και δίκαιος θρίαμβος του νικητού…
Ν. Α. Κοντόπουλος.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.