Θαυμαστά γεγονότα από την αναχωρητική ζωή!

Πήγαμε στην μονή του οσίου Θεοδοσίου στην Σκόπελο της Φοινίκης και όταν μας ανέβασαν οι πατέρες στο μοναστήρι, μας έδειξαν μία πηγή μεγάλη, σε απόσταση ίση με μία βολή τόξου. Ο άγιος νήστεψε πάρα πολύ γι’ αυτήν την πηγή και πολλά δάκρυα έχυσε, για να δώσει ο Θεός το νερό αυτό, επειδή πρώτα έπαιρναν νερό από τον ξεροπόταμο.

Πριν όμως από δύο χρόνια, οι πατέρες θέλησαν να κτίσουν λουτρό, αλλά ο ηγούμενος δεν ήθελε. Επειδή τον πίεζαν πολύ, αναγκάστηκε να συμφωνήσει, για να κτιστεί το λουτρό. Αφού λούστηκαν μία μόνο φορά, η πηγή ξεράθηκε. Έτσι γεμάτοι λύπη νήστεψαν με προσευχή για αρκετό καιρό, αλλά το νερό δεν ανέβλυσε για ένα χρόνο, κάτι που τους προκαλούσε στεναχώρια. Τότε ο καλός ποιμένας τους πρόσταξε να γκρεμίσουν το λουτρό εκείνο. Αμέσως μόλις το γκρέμισαν, ανέβλησε πάλι το νερό, όπως και πρότερα.

Εκεί είδαμε κάποιον γέροντα με το όνομα Ιωάννη, για τον οποίο μας έλεγαν οι πατέρες ότι ήταν πράγματι μέγας στην αρετή και φοβερός στους δαίμονες, διότι όσοι δαιμονισμένοι έρχονταν στο μοναστήρι, όλους τους θεράπευε.

Ήταν δύο αναχωρητές που κάθονταν πάνω στο όρος Πτερύγιο, από τους οποίους ο ένας, ο γέροντας πέθανε και ο μαθητής τον έθαψε. Μετά από λίγες ημέρες κατέβηκε ο μαθητής στον κατοικημένο τόπο και βρήκε έναν άνθρωπο να σκάβει την γη και τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κάνε αγάπη και πάρε την τσάπα σου και το φτυάρι και έλα μαζί μου». Ο γεωργός τον ακολούθησε και όταν έφτασαν στο βουνό, του έδειξε τον τόπο και έσκαψε έναν τάφο. Έπειτα ο μοναχός προσευχήθηκε, ασπάστηκε τον γεωργό και του είπε: «Να εύχεσαι για μένα, αδελφέ» και αφού κατέβηκε στον τάφο, τοποθέτησε τον εαυτό του δίπολα στον γέροντά του και παρέδωσε την ψυχή του. Ο γεωργός σκέπασε τον τάφο και δοξάζοντας τον Θεό, αναχώρησε. Καθώς κατέβαινε, σκέφτηκε να ανέβει πάλι, για να πάρει ως ευλογία κάτι από τα λείψανα των οσίων. Όταν ανέβηκε έφτασε, μα δεν βρήκε τον τάφο, παρόλο που έψαξε πολύ.

Ένας γέρος αναχωρητής είχε μαζί του για συνασκητή του ένα παιδί με καθαρή ψυχή, το οποίο ασκήτευε χωριστά. Μία ημέρα πηγαίνοντας να το επισκεφθεί, το βρήκε να προσεύχεται στον Θεό, για να ειρηνεύει τα ζώα. Μετά την προσευχή βρέθηκε εκεί ένας θηλυκός αγριόχοιρος, που θήλαζε τα παιδιά της. Πήγε λοιπόν το παιδί, έπεσε με τα χοιρίδια και θήλαζε και αυτό. Άλλοτε πάλι το είδε να προσεύχεται και να παρακαλεί τον Θεό να συμφιλιωθεί με την φωτιά. Αφού άναψε λοιπόν φωτιά, γονάτισε πάνω της και προσευχόταν στον Θεό.

Έλεγαν για τον αββά Γεώργιο τον αναχωρητή ότι τριάντα πέντε χρόνια τριγυρνούσε στις ερήμους με τον μαθητή του. Όταν πέθανε ο μαθητής του, αυτός μη έχοντας εργαλεία, για να τον θάψει, κατέβηκε από το βουνό στην ακτή, όπου βρήκε ένα πλοίο αγκυροβολημένο και παρακάλεσε τους ναύτες να ανέβουν, για να θάψουν τον μαθητή. Αυτοί υπάκουσαν πρόθυμα, και αφού πήραν τα εργαλεία, ανέβηκαν με τον γέροντα και έθαψαν τον μοναχό. Ένας από αυτούς, συντετριμμένος από την αρετή του γέροντα, τον παρακάλεσε να μείνει μαζί του. Ο γέροντας του έλεγε πως δεν μπορούσε να υπομείνει τον κόπο της άσκησης. Εκείνος όμως επέμενε ότι μπορεί. Έτσι έμεινε μαζί με τον γέροντα ένα χρόνο κοπιάζοντας πολύ στην άσκηση. Μόλις πέρασε ο χρόνος, έβαλε μετάνοια στον γέροντα λέγοντας: «Να εύχεσαι για μένα, πάτερ, γιατί ο Θεός μου αφαίρεσε τον κόπο και πλέον ούτε η ψυχρότητα του αέρα με βλάπτει ούτε η θερμότητα».

Αφού αυτός έκανε άλλα δύο χρόνια στον γέροντα, προγνώρισε τον θάνατό του και παρακάλεσε τον γέροντα να πάει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον Άγιο Τάφο του Κυρίου. Ο γέροντας τον πήρε μαζί του και πήγανε στην άγια πόλη όπου, αφού προσκύνησαν τους αγίους τόπους, μετά από τρεις ημέρες κοιμήθηκε ο αδελφός και τον ενταφίασε ο γέροντας στην μονή Κοπραθά. Αφού επέστρεψε ο γέροντας, μετά από ένα χρόνο κοιμήθηκε και αυτός, ο αββάς Γεώργιος εν Κυρίω. Αυτόν έθαψαν οι πατέρες της ίδιας μονής στην Εκκλησία.

Ο αββάς Γεώργιος, αρχιμανδρίτης, μας διηγήθηκε ότι στην μονή του αγίου Θεοδοσίου υπήρχε ένας αδελφός με το όνομα Γεώργιος. Μία ημέρα που ζύμωσαν οι αδελφοί, αυτός άναψε τον φούρνο. Επειδή δεν βρήκε όμως πανί, για να τον σκουπίσει, καθώς το είχαν κρύψει οι αδελφοί, για να τον πειράξουν, αυτός μπήκε μέσα στον φούρνο και τον καθάριζε με το ρούχο που φορούσε, χωρίς να πάθει τίποτε. Ο ηγούμενος που έμαθε το γεγονός έβαλε κανόνα στους αδελφούς που τον πείραζαν.

Άλλοτε πάλι ο ίδιος αδελφός, βοσκώντας τους χοίρους της μονής, είδε δύο λιοντάρια να έρχονται να κατασπαράξουν τους χοίρους, άρπαξε ένα ραβδί και τα έδιωξε ως τον Ιορδάνη.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.