Προεισαγωγικό σημείωμα στα έργα του αββά Δωροθέου.

«Πρέπει να ξέρουμε ότι υπήρξαν δύο Δωρόθεοι και δύο Βαρσανούφιοι. Απ’ αυτούς οι δύο πρώτοι (Δωρόθεος και Βαρσανούφιος) είχαν ακολουθήσει την αίρεση του Σεβήρου και οι άλλοι δύο (Δωρόθεος και Βαρσανούφιος) είχαν ασπασθεί την Ορθοδοξία και την τέλεια άσκηση. Οι δύο τελευταίοι είναι εκείνοι που αναφέρονται σ’ αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό πρέπει να δεχθούμε αυτό το βιβλιο σαν ταμείο αρετών και πηγή ψυχικής ωφέλειας. Πολύ περισσότερο βέβαια γιατί είναι έργο εκείνου, του πραγματικά μακαριστού Δωρόθεου, που αναδείχθηκε ορθόδοξος και ένδοξος άνδρας ανάμεσα στους πατέρες της εκκλησίας και όχι του άλλου Δωρόθεου, του κακόδοξου και αιρετικού, όπως ακριβώς, πολύ σωστά, και ο ομολογητής του Χριστού και Πατέρας μας Θεόδωρος (ο ξακουστός για τη σοφία του ηγούμενος της μονής Στουδίου) μας παρέδωσε στη διαθήκη του προς τους μαθητές του. Σ’ αυτή λοιπόν τη διαθήκη, αφού πρώτα ομολογεί την πίστη του και απορρίπτει όλους τους άθεους αιρετικού, λέει τα εξής:

«Παραδέχομαι κάθε θεόπνευστο βιβλίο της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ακόμα τους βίους και τα ιερά συγγράμματα όλων των επιφανών Πατέρων, διδασκάλων και ασκητών. Και αυτό το λέω για τον παράφρονα Πάμφιλο, που ήρθε από την ανατολή και διαβάλλει αυτούς εδώ τους οσίους, δηλαδή τον Μάρκο, τον Ησαΐα, τον Βαρσανούφιο, τον Δωρόθεο και τον Ησύχιο. Και δεν διέβαλε τον Βαρσανούφιο, τον Δωρόθεο και τον Ησαΐα, που ήταν ακέφαλοι μεταξύ των ακεφάλων2 και κέρατα του Δεκακεράτου τέρατος (Δανιήλ 7, 8)3. Αυτούς δηλαδή που αναθεματίζονται στο λίβελλο του αγίου Σωφρονίου και που ολοφάνερα είναι άλλοι απ’ αυτούς που αναφέραμε πριν εδώ, τους οποίους εγώ πατροπαράδοτα παρέλαβα και τους παραδέχομαι ως αγίους, με τη βάση και τη μαρτυρία του ήδη μακαριστού και αγιοτάτου Πατριάρχου Ταρασίου και άλλων αξιόπιστων προσώπων ντόπιων ή και Ανατολικών. Και τους παραδέχομαι επίσης ως αγίους, επειδή η εικόνα του Βαρσανουφίου βρίσκεται μαζί με τις εικόνες των αγίων πατέρων Αντωνίου, Εφραίμ και άλλων, στο ιερό κάλυμμα της αγίας
Τραπέζης του ναού της αγίας Σοφίας στην Κων/πολη. Και ακόμη επειδή δεν βρήκα τίποτα το ασεβές στις διδασκαλίες τους, αλλά αντίθετα βρήκα πολλή ψυχική ωφέλεια».

Να, λοιπόν που ο μεγάλος Πατέρας μας Θεόδωρος μας δίδαξε με σαφήνεια, τι διδάσκει ο καθένας από τους δύο Δωροθέους και μας απέδειξε ότι η διδασκαλία του Δωρόθεου, που αναφέρεται σ’ αυτό το βιβλίο, είναι πραγματικά ωφελιμότατη και αληθινά πολύ ψυχωφελής και ό,τι όποιος προσαρμόζει τη ζωή του σ’ αυτή, θα μπορέσει να φθάσει στο τέλειο μέτρο της « εν Χριστώ αρετής.4 Και όταν φθάσει, θα κατακοσμηθεί με το στεφάνι της «απάθειας»5 και θα αξιωθεί να ζήσει την αιώνια ζωή μαζί με τους αγίους.»

Ιστέον ότι δύο γεγόνασι Δωρόθεοι και δύο Βαρσανούφιοι, οι μεν τα Σεβήρου νοσήσαντες, οι δε ορθοδοξίαν και τελείαν άσκησιν ασπασάμενοι. Και ούτοι εισίν οι εμφερόμενοι εν τήδε τη βίβλω˙ όθεν και αποδεκτέαν ταύτην έχομεν και ενάρετον και ψυχωφελή ότι μάλιστα, ως του μακαρίου Δωροθέου του ορθοδόξου και επισήμου φανέντος εν τοις πατράδι τω όντι υπάρχουσαν πόνημα, και ου του ετερόφρονος και σκαιού. Καθώς και ο πατήρ ημών και του Χριστού ομολογητής Θεόδωρος ο των Στουδίου πεφηνώς πάνσοφος ηγούμενος εν τη διαθήκη τη προς τους εαυτού μαθητάς ευ μάλα εδίδαξε μετά το υποσημήνασθαι της εαυτού πίστεως το φρόνημα και αποκηρύξαι συλλήβδην τους αθέους αιρετικούς, φήσας ούτως. Προσέτι και πάσαν βίβλον θεόπνευστον Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης αποδέχομαι, έτι μην και πάντων των θεσπεσίων. Πατέρων, διδασκάλων τε και ασκητών τους βίους τε και τα θεία συγγράμματα. Τούτο δε είρηκα δια τον φρενοβλαβή Πάμφιλον τον από ανατολής φοιτήσαντα και τούσδε τους οσίους διαβάλλοντα, λέγω δη Μάρκον, Ησαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε και
Ησύχιον˙ ου μεν Βαρσανούφιον, και Ησαΐαν και Δωρόθεον, τους των Ακεφάλων συνακεφάλους και του λεγομένου Δεκακεράτου συνομοκερώτους και υπό του εν αγίοις Σωφρονίου εν τω λιβέλλω αυτού αναθεματιζομένους, ετέρων˙ δηλονότι παρά τούσδε όντων των προειρημένων, ους εγώ πατροπαραδότως αποδέχομαι δι’ ερωτήσεως του ήδη αρχιερατεύσαντος Ταρασίου, του αγιωτάτου πατριάρχου, ετέρων τε αξιοπίστων προσώπων αυτοχθόνων τε και ανατολικών˙ κατά το και την εικόνα Βαρσανουφίου εν τη θεία ενδυτή τη της Μεγάλης Εκκλησίας συνίστασθαι αγίοις Πατράσιν, Αντωνίω, Εφραίμ και ετέροις και ως μη τι εν ταις διδασκαλίαις αυτών ευρηκώς ασέβημα, τουναντίον δε και πολλήν ψυχικήν λυσιτέλειαν.

Ιδού τοίνυν διευκρινήσατο ο μέγας πατήρ ημών Θεόδωρος την των εκατέρων Δωροθέων δόξαν, και την του ενταύθα εμφερομένου διδασκαλίαν ως ωφελιμωτάτην είναι απεφήνατο, ώσπερ ουν και έτσιν αληθώς ψυχωφελής πάνυ˙ καθ’ ην ο ακριβαζόμενος τον εαυτού βίον, εις το τέλειον μέτρον εν Χριστώ της αρετής ελάσειε˙ και τω της απαθείας στεφάνω ο εφθακώς εγκοσμηθήσεται και της αιωνίου ζωής μετά των αγίων αξιωθήσεται.

Υποσημειώσεις.

1. Η έκδοση του Migne πριν από τις διδασκαλίες προτάσσει δύο προλόγους. Ο πρώτος (Προεισαγωγικό σημείωμα) ενός μαθητού του Θεοδώρου Στουδίτου, μας πληροφορεί για τους δύο Δωροθέους και τους δύο Βαρσανουφίους. Ο δεύτερος (Επιστολή) ενός αγνώστου μοναχού που είχε συλλέξει τα έργα του Δωροθέου, αποτελεί ένα είδος συνοδευτικής επιστολής και απευθύνεται σ’ έναν άλλο μοναχό, ένθερμο θαυμαστή του Δωροθέου που είχε ζητήσει τα έργα του αββά (Πρβλ. S. C. τ. 92, σ’ 33).
2. Με το όνομα «Ακέφαλοι» είναι γνωστοί στην ιστορία οι μονοφυσίτες εκείνοι που παρέμειναν αμετάπειστοι στην υποστήριξη του όρου «μία φύσις» του Χριστού και αποσχίσθηκαν από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας, Πέτρο τον Μογγό. Αποτέλεσαν από τότε ιδιαίτερη, ανεξάρτητη ομάδα χωρίς επίσκοπο. Γι’ αυτό ονομάσθηκαν Ακέφαλοι (5ος αιώνας).
3. Υπαινιγμός στο θηρίο με τα δέκα κέρατα για το οποίο μιλάει ο προφήτης Δανιήλ (Δαν. 7, 7-8) και του οποίου τρία κέρατα ξεριζώθηκαν. Το ξερίζωμα των κεράτων είναι μία εικόνα που συμβολίζει την τριάδα των αιρετικών που αποχωρίσθηκε από την υπόλοιπη αίρεση των Ακεφάλων.
4. Η «αρετή» από πλευράς ορθόδοξης θεωρήσεως είναι το θετικό αποτέλεσμα της προσπάθειας για την προσωπική οικείωση της σωτηρίας και τον καθολικό εξαγιασμό της ανθρώπινης φύσεως. Η αρετή δεν βιώνεται ως ανθρωποκεντρικό επίτευγμα, αλλά ως άγιο απόκτημα δια του Χριστού, με τον Χριστό και μέσα στον Χριστό, κατά μίμηση του Οποίου «γινόμεθα ενάρετοι και υιοί» (Μ. Αθανασίου P. G. 26, 364B). Δεν είναι μερική και περιπτωσιακή συμμόρφωση της ζωής σ’ ένα νόμο, έστω και θείο (Γαλ. 5, 4), αλλά «κατάπαυση του νου και της βουλήσεως» (Νικ. Καβάσιλα σελ. 150, 637 – 725) και κοινωνία θείας ζωής. Η τελειότητα της αρετής συνίσταται στη μετάνοια και στην ταπείνωση (Ισαάκ Σύρου, Ασκητικός Λόγος ΠΑ’, σελ. 269, έκδοση Αστήρ, Αθήναι 1961). Τα μυστήρια και η άσκηση υποβοηθούν, νοηματίζουν και οδηγούν ευχαριστιακά στον Χριστό «το τέλος των πάντων». Κάθε προσπάθεια για «απόκτηση» αρετής που αποσυσχετίζεται από τον Χριστό, δεν μπορεί παρά να αποβεί στατικό, εξωτερικό, άκαρπο, εφήμερο και ανόητο πόνημα: «Ανόητον ει μη δια Χριστόν
δικαιοσύνη εργάζεσθαι και δι’ αυτού» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, P. G. 62, 191).
5. Πάθος: λέξη πολυσήμαντη και πολυδιάστατη. Ο άνθρωπος τη χρησιμοποιεί και στη Φιλοκαλία και στη Θρησκεία και στην καλλιτεχνική αλλά και καθημερινή ζωή.
Σε όλες τις περιπτώσεις, αναφαίρετο χαρακτηριστικό της έννοιας του πάθους είναι το ότι ο «έχων το πάθος» ή «ο υφιστάμενος το πάθος» περιέρχεται σε κατάσταση ψυχοσωματικών διεργασιών «αβουλήτως», δηλαδή χάνοντας τη νηφαλιότητα και την κυριαρχία του λόγου και την ικανότητα της αυτοπειθαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι είτε ενστικτώδεις ορμές, είτε φιλοσοφικοθρησκευτικές πεποιθήσεις, είτε αγαθές ή πονηρές δυνάμεις που βρίσκονται εκτός του ανθρώπου (κατά φύσιν) επενεργούν και φέρνουν σ’ αυτόν την κατάσταση του πάθους. Η παγίωση του πάθους και η απονομή σ’ αυτό κυριαρχικής δυνάμεως πάνω στη ζωή του ανθρώπου, δημιουργεί την εμπάθεια (μένειν εν τω πάθει).
Ο άγιος Δωρόθεος εντοπίζει τα πάθη στο χώρο της ψυχής και τα διαστέλλει από την αμαρτία που είναι η έμπρακτη έκφραση του πάθους (αββά Δωροθέου 5, 18 – 25).
«Απάθεια» είναι η έλλειψη ενεργείας των παθών (α-πάθεια). Είναι η απελευθέρωση της ψυχής από την έλξη των παθών και κατά συνέπεια η αποχή του σώματος από την έμπρακτη αμαρτία. Δεν έχει καμία σχέση με την παθητική παραμονή σ’ ένα είδος «νιρβάνα» ανατολίτικου τύπου, αλλά βιώνεται ως «ακινησία της ψυχής προς την κακία» (Αββά Θαλασσίου, Φιλοκαλία Ιερών Νηπτικών, τόμ. Β’, σ’. 207, μ’. Έκδ. Αστήρ, Αθήναι 1958). Δεν είναι άρνηση, αλλά θέση. Δεν είναι έλλειψη, αλλά πλήρωμα. Όσοι αξιώθηκαν να τη γευθούν, την ταύτισαν με την «ενοίκηση» του αγίου Πνεύματος και την ονόμασαν «επίγεια τελειότητα» (Ιωάννου Κλίμακος σελ. 88, 1148C), «Μίμημα αγγέλων» αββά Υπερέχιου, σελ. 79, 1480D. Τα κυριότερα μέσα που οδηγούν στην απάθεια είναι η «ξηροτέρα και ανώμαλος δίαιτα, αγάπη συζευχθείσα». Ευαγρίου 40, 1249, η νηστεία, η προσευχή, η αγρυπνία, η σιωπή Μαξίμου Ομολογητού, 90, 1414- 1416 και ιδιαίτερα η ταπεινοφροσύνη (Ιωάννου Κλίμακος 88, 997). Για την απόκτησή της ο άνθρωπος έχει ανάγκη «χρόνου και πόθου πολλού και Θεού» Ιωάν.
Κλίμακος 88, 1148. Γι’ αυτό δεν γίνεται δκετή ως ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά ως δωρεά του Θεού (Αββά Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σ’. 206, ιγ’, ό.π.)

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.