Φορτουνάτος επίσκοπος της πόλεως Τουδερτίας – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Ένας άλλος άνδρας ευσεβής υπήρξε στα ίδια μέρη, Φορτουνάτος1 στο όνομα, επίσκοπος της εκκλησίας της Τουδερτίας,2 ο οποίος είχε λάβει χάρισμα τεράστιας δύναμης στο να εκδιώκει τους δαίμονες. Έτσι πολλές φορές έδιωχνε λεγεώνες δαιμόνων από τα σώματα των ενεργουμένων και με έντονη σπουδή συνεχούς ευχής υπερνικούσε τα πλήθη τους που ορμούσαν εναντίον του. Πολύ γνωστός με αυτόν τον άνδρα υπήρξε ο Ιουλιανός ο δεφένσωρ3 της δικιάς μας εκκλησίας, ο οποίος συγχωρέθηκε σε αυτή την πόλη πριν από όχι και πολύ καιρό. Από διήγηση αυτού έμαθε κι εγώ αυτό που διηγούμαι, γιατί αυτός συχνά με το θάρρος της οικειότητας παρευρισκόταν στα έργα εκείνου, και μετέπειτα, προς οικοδομήν ιδικήν μας, διατηρούσε με γλυκύτητα μελισσοκηρίου τη μνήμη εκείνου στο στόμα του.
Κάποια ευγενής κυρία στη γειτονική περιοχή της Τουσκίας είχε μία νύφη, η οποία, λίγο καιρό αφότου είχε παντρευτεί με τον γιο εκείνης, είχε προσκληθεί μαζί με την πεθερά της στα εγκαίνια ενός ναού του μακαρίου μάρτυρος Σεβαστιανού.4 Τη νύκτα όμως κείνη, που την επομένη ημέρα επρόκειτο να προσέλθει στα εγκαίνια του ναού, νικήθηκε από τη σαρκική ηδονή και δεν μπόρεσε να εγκρατευθεί από τον άνδρα της. Όταν ξημέρωσε, η συνείδησή της την έλεγχε για την πράξη της σαρκικής απόλαυσης, όμως η ντροπή του κόσμου πρόσταζε να προσέλθει. Και εφόσον αυτή κοκκίνιζε από τα πρόσωπα των ανθρώπων περισσότερο απ’ ό,τι φοβόταν την κρίση του Θεού, προσήλθε στον εγκαινιασμό μαζί με την πεθερά της. Μόλις λοιπόν τα λείψανα του μακαρίου μάρτυρος Σεβαστιανού μπήκαν μέσα στο ευκτήριο,5 πονηρό πνεύμα κυρίευσε τη νύφη αυτή της ευγενούς κυρίας και άρχισε να τη βασανίζει μπροστά σε όλο τον λαό.
Ο πρεσβύτερος του ναού όταν την είδε τόσο δεινά να ταλαιπωρείται πήρε τη σινδόνα6 από το θυσιαστήριο και την σκέπασε, αλλά ξαφνικά εισέβαλε ο διάβολος και σε αυτόν τον ίδιο και έτσι, επειδή θέλησε να αποτολμήσει κάτι πέρα από τις δυνάμεις του, αναγκάσθηκε με την κακοπάθειά του αυτή να γνωρίσει καλά τα πραγματικά του μέτρα. Οι παρευρισκόμενοι σήκωσαν την κοπέλλα στα χέρια και από το ναό την κουβάλησαν στο σπίτι της.
Καθώς ο αρχέκακος εχθρός δεινά την κατέτρυχε με συνεχείς βασανισμούς, οι συγγενείς της, αγαπώντας την σωματικά και στο όνομα αυτής της αγάπης καταστρέφοντάς την, την παρέδωσαν σε μάγους, για να εξοντώσουν εκ βάθρων την ψυχή αυτής, που το σώμα της προσπαθούσαν πρόσκαιρα να ωφελήσουν με μαγικές τέχνες. Την οδήγησαν λοιπόν σε ένα ποτάμι, την βούτηξαν στο νερό και εκεί οι μάγοι καταγίνονταν με μακροσκελείς επωδές να βγάλουν τον δαίμονα που είχε εισβάλει σε αυτήν. Αλλά κατά θαυμαστή κρίση του Παντοδυνάμου Θεού, ένας δαίμονας αποδιώχθηκε από αυτήν με τη διεστραμμένη τέχνη και αμέσως ολόκληρη λεγεώνα εισήλθε. Άρχισε μετά από αυτό να κτυπιέται με τόσες κινήσεις και να στριγγλίζει με τόσες φωνές και ουρλιαχτά, όσα ήταν και τα πνεύματα που την κατείχαν.
Τότε έκατσαν και το σκέφθηκαν καλά οι γονείς της, αναγνώρισαν πως ήταν σφάλμα η απιστία τους, και την έφεραν στον ευσεβή άνδρα Φορτουνάτο τον επίσκοπο και του την άφησαν. Εκείνος την δέχτηκε, παρέδωσε τον εαυτό του στην προσευχή για πολλές ημέρες και νύκτες και με τόση επιμονή προσέπεσε στις ικεσίες, όσο και βρήκε να αντιστέκεται εναντίον του μέσα σε ένα σώμα η παράταξη μιας λεγεώνας. Μετά από όχι πολλές μέρες την παρέδωσε υγιή και αβλαβή, σαν να μην είχε ποτέ πριν πάνω της εξουσία ο διάβολος.

Άλλον πάλι καιρό ο δούλος του Παντοδυνάμου Θεού έδιωξε από έναν δαιμονισμένο άνθρωπο το ακάθαρτο πνεύμα. Αυτό το πονηρό πνεύμα βραδιάζοντας καραδοκούσε την ώρα που ερημώνουν οι δρόμοι από τους ανθρώπους, προσποιήθηκε πως είναι κάποιος προσκυνητής και άρχισε να γυρίζει τις πλατείες της πολιτείας και να κραυγάζει: «Αμάν, ο άγιος άνδρας Φορτουνάτος ο επίσκοπος! Να, τι έκανε; Προσκυνητή άνθρωπο με έβγαλε έξω από το σπίτι του. ψάχνω κάπου να αναπαυθώ και δεν βρίσκω στην πόλη του». Κάποιος τότε στο σπίτι του μαζί με την σύζυγό του και τον μικρό γιο του καθόταν δίπλα στη φωτιά, ο οποίος, ακούγοντας τη φωνή εκείνου και ρωτώντας να μάθει τι του είχε κάνει ο επίσκοπος, τον προσκάλεσε στο σπίτι του και τον έβαλε να καθήσει αντίκρυ στην ανθρακιά. Και καθώς συζητούσαν διάφορα αναμεταξύ τους, το κακό πνεύμα εισέβαλε στον μικρό γιο και τον έρριξε στην ανθρακιά, όπου αμέσως έκανε ν βγει η ψυχή του. Χαροκαμένος πια ο δυστυχής εκείνος έμαθε καλά ποιον ο ίδιος δέχτηκε, και ποιον είχε διώξει ο επίσκοπος.
ΠΕΤΡΟΣ. Πώς κρίνουμε να συμβαίνει αυτό; Ο αρχέκακος εχθρός να έχει πάρει την εξουσία του να σκοτώνει στο σπίτι εκείνου, ο οποίος, νομίζοντάς τον για προσκυνητή, τον είχε καλέσει μέσα χάριν φιλοξενείας;
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Πολλά, Πέτρε, φαίνονται καλά, αλλά καλά δεν είναι, γιατί δεν γίνονται με καλό λογισμό. Γι’ αυτό και στο ευαγγέλιο λέγει η Αλήθεια, ο Χριστός: «Εάν ο οφθαλμός σου πονηρός η, όλον το σώμα σο σκοτεινόν έσται».7 Γιατί όταν ο αρχικός σκοπός είναι διεστραμμένος, είναι σκολιό και όλο το έργο που επακολουθεί, και ας φαίνεται ορθό. Εγώ λοιπόν εκτιμώ πως αυτός ο άνθρωπος, που, ενώ φαινόταν να επιδεικνύει φιλοξενία, έχασε το παιδί του, δεν ένιωσε τέρψη για έργο της ευσεβείας, αλλά για χλευασμό του επισκόπου. Η ποινή που επακολούθησε αποκάλυψε ότι η υποδοχή που προηγήθηκε δεν έγινε χωρίς πταίσμα. Γιατί υπάρχουν μερικοί οι οποίοι έχουν ζήλο να κάνουν το καλό, με το σκοπό να συσκοτίσουν τη χάρη της εργασίας των άλλων, και δεν τρέφονται από το καλό που κάνουν, αλλά από τον έπαινο για το καλό, με το οποίο μειώνουν τους άλλους. Γι’ αυτό το λόγο κρίνω πως αυτός ο άνθρωπος, που δέχθηκε σε φιλοξενία το πονηρό πνεύμα, αποσκοπούσε περισσότερο στην επίδειξη παρά στη φιλαδέλφεια, για να παρουσιάζεται πως έκανε καλύτερα από τον επίσκοπο, δεχόμενος αυτός εκείνον τον άνθρωπο, τον οποίον ο άνθρωπος του Κυρίου, ο Φορτουνάτος, είχε διώξει.
ΠΕΤΡΟΣ. Όπως τα λές, έτσι είναι. Δηλαδή η κατάληξη της πράξης το αποδεικνύει πως καθαρός λογισμός στην αγαθοεργία αυτή δεν υπήρχε.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Άλλη πάλι φορά κάποιος που είχε χάσει το φως των ματιών του οδηγήθηκε σε αυτόν και ζήτησε τη μεσιτεία του πράγμα που επέτυχε. Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος του Θεού έκανε προσευχή και τύπωσε το σημείο του σταυρού στα μάτια του, αμέσως επανήλθε το φως και φυγαδεύτηκε το σκότος της τυφλότητας.
Το άλογο πάλι ενός στρατιωτικού8 το έπιασε λύσσα, έτσι που μετά δυσκολίας να μπορούν πολλοί μαζί να το κυβερνήσουν, και όσους τυχόν μπόρεσε να τους επιτεθεί, κατασπάραξε τα μέλη τους με δαγκωματιές. Τότε, όταν πια δέθηκε από πολλούς μαζί, οδηγήθηκε στον άνθρωπο του Θεού. Αυτός μόλις άπλωσε το χέρι του και επέφερε το σημείο του σταυρού στο κεφάλι του, μετέτρεψε όλη την λύσσα το σε πραότητα, ώστε μετά έγινε πιο ήρεμο απ’ ό,τι ήταν πριν από εκείνη την τρέλλα του.
Τότε ο στρατιωτικός το άλογο αυτό, που το είδε να απαλλάσσεται τόσο γρήγορα από τη λύσσα με θαυματουργική εξουσία, αποφάσισε να το προσφέρει στον άγιο άνδρα. Εκείνος αρνιόταν να το δεχθεί, όμως αυτός με ικεσίες επέμενε να μην περιφρονήσει την προσφορά του. Και ο άγιος άνδρας κρατώντας την μέση οδό κι απ’ τις δυο μεριές, και εισάκουσε την αίτηση του στρατιώτη και αρνήθηκε να δεχθεί το δώρο για το θαύμα που επιτελέσθηκε. Δηλαδή πρώτα πλήρωσε την αξία του και μετά πήρε το άλογο που του προσέφερε. Επειδή, δηλαδή, έβλεπε πως, αν δεν το δεχόταν, θα στενοχωρούνταν εκείνος, αναγκασμένος από την αγάπη, αγόρασε αυτό που δεν το χρειαζόταν.
Και ένα ακόμα από τα θαύματά του οφείλω να μην παρασιωπήσω, το οποίο έμαθα μόλις πριν δώδεκα μέρες: Μου παρουσίασαν έναν γέροντα πτωχό και, όπως συνηθίζει πάντα να μου είναι αγαπητή η συνομιλία με γέροντες, με πολύ ενδιαφέρον ρώτησα να μάθω από πού ήταν. Απάντησε πως ήταν από τη πόλη της Τουδερτίας. Του λέω: «Σε παρακαλώ πάτερ, γνώρισες τον επίσκοπο Φορτουνάτο;» Μου λέει: «Τον γνώρισα, και πολύ καλά μάλιστα». Πρόσθεσε τότε: «Πες, σε παρακαλώ, αν γνώρισες τίποτα θαύματά του και εξήγησε σε μένα που με πόθο το ζητώ, τί λογής άνθρωπος υπήρξε».
Λέει εκείνος: «Ο άνθρωπος εκείνος πολύ απείχε από αυτούς τους ανθρώπους που βλέπουμε σήμερα. Γιατί ο,τιδήποτε ζήτησε από τον Παντοδύναμο Θεό, το πετύχαινε την ίδια ώρα που το ζητούσε. Σου διηγούμαι ένα μόνο θαύμα του που αυτή τη στιγμή μου ήλθε στο μυαλό.: Κάποια μέρα ήρθαν κοντά στην Τουδερτία Γότθοι, οι οποίοι έσπευδαν προς τα μέρη της Ραβέννας, αλλά άρπαξαν δύο μικρά παιδάκια από ένα κτήμα που βρισκόταν κάτω από την πόλη.9
Όταν το ανήγγειλαν αυτό στον αγιώτατο Φορτουνάτο, αμέσως έστειλε και κάλεσαν αυτούς τους Γότθους. Μιλώντας τους με θελκτικά λόγια, πρώτα προσπάθησε να καταπραΰνει την τραχύτητά τους και μετά άρχισε: ¨Όποιαν τιμή θέλετε θα σας πληρώσω, μόνο δώστε πίσω τα παιδιά που αρπάξατε και προσφέρετέ μου αυτό ως δώρο της ευνοίας σας¨. Τότε αυτός που φαινόταν να είναι πρώτος ανάμεσά τους, απάντησε: ¨Ο,τιδήποτε άλλο μας παραγγείλεις είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε˙ αυτά τα παιδιά εις τον αιώνα δεν τα δίνουμε πίσω¨. Ο σεβαστός άνδρας με μαλακό τρόπο τον απείλησε: ¨Με θλίβεις, και δεν ακούς τον πατέρα σου. Μη με θλίβεις, μήπως δεν σε συμφέρει¨. Αλλά ο Γότθος διαμένοντας στην αγριότητα της καρδιάς του, αρνήθηκε και έφυγε.
Την άλλη μέρα επρόκειτο να αναχωρήσει πλέον και πέρασε πάλι από τον επίσκοπο. Αυτός για δεύτερη φορά τον παρακάλεσε με τα ίδια λόγια για τα παιδιά. Και καθώς εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να συμφωνήσει να τα παραδώσει, θλιμμένος ο επίσκοπος είπε: ¨Ξέρω πως δεν σε συμφέρει που αναχωρείς έχοντάς με στενοχωρήσει¨. Ο Γότθος δεν έδωσε σημασία σε αυτά τα λόγια, γύρισε στο κατάλυμά του και έστειλε μπροστά τα παιδιά, για τα οποία ο λόγος, ανεβασμένα πάνω σε άλογα μαζί με τους ανθρώπους του. Και ο ίδιος αμέσως ανεβαίνοντας στο άλογό του τους ακολούθησε. Και όταν μέσα στην ίδια πόλη έφθασε μπροστά στην εκκλησία του μακαρίου Αποστόλου Πέτρου, γλίστρησε το πόδι του αλόγου του. Αυτός γκρεμίσθηκε μαζί με αυτό κι αμέσως έσπασε ο μηρός του, έτσι ώστε το κόκκαλο χωρίσθηκε σε δύο μέρη. Τότε τον κουβάλησαν στα χέρια και τον έφεραν πίσω στο κατάλυμά του. Βιαστικά αυτός έστειλε κι έφερε πίσω τα παιδιά που είχε στείλει μπροστά και μήνυσε στον ευσεβή άνδρα Φορτουνάτο, λέγοντας: ¨Σε παρακαλώ, πάτερ, στείλε μου τον διάκονό σου¨.
Όταν ήλθε ο διάκονός του στον κατάκοιτο, εκείνος έφερε στη μέση τα παιδιά που είχε εντελώς αρνηθεί να τα αποδώσει στον επίσκοπο και τα παρέδωσε στον διάκονό του, λέγοντας: ¨Πήγαινε και πες στον κύριό μου τον επίσκοπο: Επειδή με καταράστηκες, ιδού, έχω κτυπήσει. Αλλά τα παιδιά που ζήτησες πάρε τα πίσω και πρέσβευε, σε παρακαλώ, για μένα¨. Ο διάκονος πήρε λοιπόν τα παιδάκια και τα έφερε στον επίσκοπο, και ο ευσεβής Φορτουνάτος αμέσως του έδωσε αγιασμένο νερό, λέγοντας: ¨Πήγαινε γρήγορα, και ρίξε το πάνω στο σώμα του κατάκοιτου¨. Πήγε λοιπόν ο διάκονος, μπήκε στο δωμάτιο του Γότθου και ράντισε τον αγιασμό πάνω στα μέλη του σώματός του. Πράγμα θαυμαστό και φοβερά εκπληκτικό! Μόλις το αγιασμένο νερό άγγιξε τον μηρό του Γότθου, όλα τα σπασίματα έδεσαν και αποκαταστάθηκαν τα κόκκαλα στην προηγούμενη υγεία τους έτσι, που την ίδια κιόλας ώρα σηκώθηκε από το κρεβάτι, ανέβηκε στο άλογό του και πήρε τον δρόμο που πριν είχε αρχίσει, σαν να μην είχε ποτέ υπομείνει καμμιά βλάβη στο σώμα του. Και έτσι συνέβη ώστε αυτός που δεν ήθελε να κάνει υπακοή και να αποδώσει με πληρωμή τα παιδιά στον άγιο άνδρα Φορτουνάτο, αναγκασμένος από την τιμωρία του τα έδωσε και δίχως πληρωμή».
Σαν τελείωσε τη διήγηση, ποθούσε ακόμη ο γέροντας να διηγηθεί κι άλλα γι’ αυτόν. Όμως επειδή είχαν έρθει αρκετοί, με τη νουθεσία των οποίων έπρεπε να απασχοληθώ, και ήδη ήταν αρκετά προχωρημένη η ώρα, δεν μου επιτράπηκε να ακούσω τα έργα το ευσεβούς Φορτουνάτου για περισσότερη ώρα, τα οποία θα ήθελα, αν είναι δυνατόν για πάντα να ακούω.
Αλλά μιαν άλλη μέρα ο γέροντας μου διηγήθηκε για εκείνον κάτι ακόμη πιο θαυμαστό: «Στην ίδια πολιτεία της Τουδερτίας κατοικούσε κάποιος Μάρκελλος, άνδρας καλών πράξεων, μαζί με τις δύο αδελφές του. Συνέβη σε αυτόν να πέσει σε αρρώστια και προς το εσπέρας του ίδιου του αγιώτατου Σαββάτου του Πάσχα απεβίωσε. Κι επειδή έπρεπε το σώμα του να μεταφερθεί αρκετά μεγάλη απόσταση, δεν μπόρεσε να θαφτεί την ίδια μέρα. Λόγω αυτής της καθυστέρησης στην εκπλήρωση του χρέους του ενταφιασμού, οι αδελφές του, συντετριμμένες από τον θάνατό του, προσέτρεξαν κλαίγοντας στον ευσεβή Φορτουνάτο και άρχισαν να του κραυγάζουν με μεγάλες φωνές: ¨Ξέρουμε ότι κρατάς την πολιτεία των Αποστόλων, θεραπεύεις λεπρούς, δίνεις το φως στους τυφλούς. Έλα και ανάστησε τον νεκρό μας¨10 Αυτός μόλις έμαθε πως είχε τελειώσει ο αδελφός τους, άρχισε κι ο ίδιος να κλαίει για τον θάνατό του και τους απάντησε: ¨Να φύγετε τώρα και μην λέτε τέτοια πράγματα, γιατί ήταν απόφαση του Παντοδυνάμου Θεού, στον Οποίο κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αν αντιτεθεί¨. Έφυγαν λοιπόν εκείνες και ο επίσκοπος έμεινε θλιμμένος για τον θάνατο αυτόν.
Την άλλη μέρα, την Κυριακή, πριν ακόμα από το πρώτο λυκαυγές, φώναξε τους δύο διακόνους του, πήρε το δρόμο για το σπίτι του πεθαμένου, έφθασε στο μέρος που βρισκόταν το άψυχο σώμα και εκεί δόθηκε ολόκληρος στην προσευχή. Σαν τελείωσε την ευχή, σηκώθηκε, κάθισε δίπλα στο σώμα του νεκρού και με ήπια φωνή κάλεσε τον νεκρό με το όνομά του, λέγοντας: ¨Αδελφέ Μάρκελλε!¨ Και εκείνος σαν να κοιμόταν ελαφριά και να ξύπνησε από εκείνη την κοντινή, όσο ισχυρή κι αν ήταν, φωνή, αμέσως άνοιξε τα μάτια του και αντικρύζοντας τον επίσκοπο είπε: ¨Αμάν, τί έκανες; Αμάν, τί έκανες;¨ Του απαντάει ο επίσκοπος: ¨Τί έκανα;¨ Και εκείνος: ¨Την χθεσινή μέρα ήρθαν δύο που τραβώντας με έξω από το σώμα μου με οδήγησαν σε ένα ωραίο τόπο. Σήμερα όμως στάλθηκε ένας και είπε: «Πηγαίνετέ τον πίσω, γιατί ο Φορτουνάτος ο επίσκοπος ήλθε στο σπίτι του». Και σαν τελείωσε αυτά τα λόγια, αμέσως έγινε τελείως υγιής από την προηγούμενη αρρώστια του και έμεινε αρκετόν ακόμα καιρό σε αυτή την ζωή».
Κι ούτε θα πρέπει να πιστέψουμε πως τον τόπο που είχε κερδίσει τον έχασε, γιατί είναι αναμφίβολο πως, με τις ευχές του επισκόπου που μεσίτευε για αυτόν, μπόρεσε μετά τον θάνατό του να ζήσει ακόμη καλύτερα, αυτός που πριν τον θάνατό του εσπούδασε να ευαρεστήσει στον Θεό. Αλλά ποιος ο λόγος να λέμε πολλά για την πολιτεία εκείνου, τη στιγμή που μέχρι σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας παραδείγματα των θαυμάτων του στο λείψανό του; Δαιμονισμένους ελευθερώνει, ασθενείς θεραπεύει, κάθε φορά που με πίστη το ζητάνε, όπως συνήθιζε και όταν ζούσε, το ίδιο συνεχίζει ακατάπαυστα να κάνει και με τα νεκρά οστά του.
Αλλά επιθύμησα, Πέτρε, να οδηγήσω πάλι πίσω τους λόγους της διηγήσεώς μου στα μέρη της επαρχίας της Βαλερίας, για τα οποία συνέβη να ακούσω υπέρτατα θαύματα δια στόματος του ευσεβούς Φορτουνάτου,11 που μνημόνευσα πολύ πιο πάνω. Καθώς συχνά μέχρι σήμερα έρχεται σε μένα, όταν μου διηγείται πράξεις παλαιών πατέρων, μου γεμίζει την ψυχή με καινούρια αναψυχή.

Υποσημειώσεις.
1. Fortunatus: εκοιμήθη κατά μία εκδοχή το 537 και αναφέρεται στο Ρωμαϊκό εορτολόγιο στις 14 Οκτωβρίου (σε ορισμένα χειρόγραφα στις 30 Ιουνίου).
2. Tudertum: αρχαία πόλις στα όρια Τουσκίας και Ουμβρίας, η σημερινή Todi (βλ. χάρτη Δ5).
3. Εκοιμήθη το 586 και είναι διάφορος από αυτόν στο Ι, 4, 12.
4. Μαρτύρησε στη Ρώμη και εορτάζεται στις 18 Δεκεμβρίου.
5. Στην αρχή της ακολουθίας των Εγκαινίων.
6. Δηλ. το κατασάρκιο: (σκέπασμα) ή (πέπλο, παραπέτασμα, ) που κάλυπτε τα άγια λείψανα των Μαρτύρων στο θυσιαστήριο των «μαρτύρων» (ναών), συχνά τελούσε θεραπείες δαιμονιζομένων που τους σκέπαζαν με αυτό.
7. Ματθ. 6, 23
8. Στρατιώτης ή αξιωματικός του Βυζαντινού στρατού, πιθανώτατα κατά την πρώτη εκστρατεία του Βελισαρίου κατά των Οστρογότθων (534-540).
9. Ανάλογο επεισόδιο γενικής αρπαγής παιδιών από τον Τοτίλα οδεύοντας εναντίον του Ναρσή μας είναι γνωστό για το 552.
10. Έμμεση αναφορά στην εξουσία που έδωσε ο Χριστός στους αποστόλους (Ματθ. 10,8).
11. Βλ. 3, 5

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.