Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου – διδασκαλία προς τους μαθητές του για την συνείδηση.

Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, έβαλε μέσα του ένα θείο σπέρμα, σαν ένα είδος λογισμού πιο θερμού και φωτεινού, να έχει τη θέση της σπίθας, για να φωτίζει το νου και να του δείχνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό.1 Αυτό ονομάζεται συνείδηση και είναι ο φυσικός νόμος.2 Αυτός είναι τα πηγάδια που άνοιγε ο Ιακώβ, όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, και τα παράχωναν οι Φιλισταίοι (Γεν. 26, 15). Με αυτό το νόμο, δηλαδή με τη συνείδηση, συμμορφώθηκαν οι Πατριάρχες και όλοι οι Άγιοι που έζησαν πριν από τον γραπτό νόμο και ευαρέστησαν τον Θεό. Επειδή όμως αυτή παραχώθηκε και καταπατήθηκε από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, χρειαστήκαμε τον γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τους αγίους Προφήτες, χρειαστήκαμε την ενανθρώπηση του Ίδιου του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, για να την ξαναφέρει στο φως και να την αναστήσει, για να ξαναδώσει ζωή, με την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, σ’ εκείνη τη σπίθα που ήταν παραχωμένη.

Τώρα λοιπόν είναι στο χέρι μας ή να την παραχώσουμε πάλι ή να την αφήσουμε να λάμπει και να μας φωτίζει, αν συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της. Γιατί, όταν η συνείδησή μας μας υπαγορεύει να κάνουμε αυτό και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο και δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε, έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας, από το βάρος που τη σκεπάζει. Όπως ακριβώς το λυχνάρι που δίνει θαμπό φως, έτσι και αυτή αρχίζει να μας δείχνει όλο πιο θολά, όλο πιο σκοτεινά τα πράγματα, όπως συμβαίνει και με το θολωμένο από τα πολλά χώματα νερό, που δεν μπορεί να δει κανείς μέσα το πρόσωπό του. Έτσι σιγά – σιγά καταντάμε να μην αισθανόμαστε εκείνα που μας υπαγορεύει η συνείδησή μας και φθάνουμε στο σημείο να νομίζουμε ότι δεν την έχουμε καθόλου. Όμως δεν υπάρχει κανένας που να μην την έχει. Γιατί αυτό είναι κάτι θεϊκό, όπως ήδη είπαμε, και δεν χάνεται ποτέ, αλλά πάντα μας θυμίζει εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε.

Εμείς όμως δεν την αισθανόμαστε γιατί, όπως είπα, την καταφρονούμε και την καταπατούμε.

Γι’ αυτό ο Προφήτης θρηνεί τον Εφραίμ και λέει: «Καταδυνάστευσε ο Εφραίμ τον αντίπαλό του και κατέπνιξε τη φωνή του» (Ωσ’. 5, 11). Αντίπαλο ονομάζει τη συνείδηση. Γι’ αυτό και στο Ευαγγέλιο λέει: «Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο, μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή και ο κριτής στους υπηρέτες και σε βάλουν στη φυλακή. Αληθινά, σου λέω, δεν θα βγεις από εκεί μέχρις ότου ξεπληρώσεις και την τελευταία δεκάρα του χρέους σου» (Ματθ. 5, 25-26).3 Γιατί όμως ονομάζει τη συνείδηση αντίπαλο; Αντίπαλος λέγεται, επειδή εναντιώνεται πάντοτε στο κακό θέλημά μας και μας ελέγχει γι’ αυτά που πρέπει να κάνουμε και δεν τα κάνουμε, μας κατηγορεί δε γι’ αυτά που κάνουμε, ενώ δεν πρέπει να τα κάνουμε. Γι’ αυτό την ονομάζει αντίπαλο και μας παραγγέλλει λέγοντας: «Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο». Ο δρόμος είναι, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αυτός ο κόσμος.

Ας φροντίσουμε λοιπόν, αδελφοί μου, να φυλάμε τη συνείδησή μας, όσο ακόμα βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να την προκαλούμε να μας ελέγχει για κάποιο πράγμα, χωρίς να την καταπατούμε σε τίποτα απολύτως ούτε και στο ελάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ότι από τα μικρά αυτά και ασήμαντα, όπως λένε, φθάνουμε να καταφρονούμε και τα μεγάλα. Γιατί όταν αρχίσει κανείς να λέει: «Τι σημασία έχει, αν πω αυτό το λόγο; Τι σημασία έχει αν φάω λιγάκι; Τι σημασία έχει αν δώσω προσοχή σ’ αυτό εδώ το πράγμα;» Από το «τι σημασία έχει αυτό και τι σημασία έχει εκείνο», αποκτά κανείς κακή και διεστραμμένη διάθεση.4 Αρχίζει τότε να καταφρονεί και τα μεγάλα και βαρύτερα και να καταπατεί την ίδια την συνείδησή του. Και έτσι, προχωρώντας σιγά – σιγά κινδυνεύει να πέσει και σε τέλεια αναισθησία.

Γι’ αυτό προσέξτε, αδελφοί μου, να μην αμελήσουμε τα μικρά, προσέξτε να μην τα καταφρονήσουμε αυτά σαν ασήμαντα. Δεν είναι μικρά, γιατί απ’ αυτά τρέφεται η ψυχή, απ’ αυτά δημιουργείται κακή συνήθεια. Ας αγρυπνήσουμε, ας φροντίσουμε τα ελαφρά, όσο είναι ακόμη ελαφρά, για να μη γίνουν βαριά. Και η πρόοδός μας στην αρετή και η αμαρτία ξεκινούν από τα μικρά και καταλήγουν σε μεγάλε είτε καλά είτε κακά.5 Γι’ αυτό μας προτρέπει ο Κύριος να φυλάμε τη συνείδησή μας. Μ’ αυτό που λέει είναι σαν να θέλει να κάνει κάποιον ιδιαίτερα προσεκτικό και του λέει: «Πρόσεξε τι κάνεις, ταλαίπωρε, ξύπνα, δημιούργησε καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο ακόμη βρίσκεσαι στο δρόμο μαζί του». Και προσθέτει το φόβο και τον κίνδυνο που έχει η υπόθεση λέγοντας: «Μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή και ο κριτής στους υπηρέτες και σε βάλουν στη φυλακή». Και τι άλλο; «Αληθινά, σου λέω, δεν θα βγεις από εκεί, μέχρις ότου ξεπληρώσεις και την τελευταία δεκάρα του χρέους σου».

Γιατί η συνείδηση μας ελέγχει, όπως είπα, για το καλό και για το κακό και μας υποδεικνύει τι να κάνουμε και τι όχι. Και αυτή πάλι θα μας κατηγορήσει και στη μέλλουσα ζωή. Γι’ αυτό λέει: Μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή κ.τ.λ.».

Η προσπάθειά μας, για να φυλάξουμε τη συνείδησή μας άγρυπνη και να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της, παίρνει πολλές και ποικίλες μορφές. Γιατί πρέπει να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» και προς τον Θεό και προς τον πλησίον και προς τα πράγματα. Προς μεν τον Θεό, για να μην καταφρονεί τις εντολές Του, και όταν δεν τον βλέπει άνθρωπος και όταν κανείς δεν απαιτεί τίποτε απ’ αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος ενεργεί «κατά συνείδηση» απέναντι του Θεού μυστικά. Θα πως ένα παράδειγμα: Αμέλησε κάποιος την προσευχή, ανέβηκε στην καρδιά του «εμπαθής λογισμός» και δεν πρόσεξε και δεν πίεσε τον εαυτό του, αλλά συγκατατέθηκε. Είδε τον πλησίον του να λέει ή να κάνει κάτι και κατά τη φαντασία του τον υποψιάστηκε και τον κατέκρινε. Με λίγα λόγια, σε όσα γίνονται εσωτερικά, μυστικά, που κανένας δεν ξέρει, παρά μόνο ο Θεός και η συνείδησή μας, εμείς σ’ αυτά πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τη φωνή της συνειδήσεως. Αυτό σημαίνει το να τηρούμε τη συνείδησή μας προς τον Θεό.

Η τήρηση της συνειδήσεως προς τον πλησίον είναι να μην κάνει κανείς τίποτε απολύτως που καταλαβαίνει ότι θλίβει ή πληγώνει τον πλησίον, είτε με έργο, είτε με λόγο, είτε με κάποια κίνηση, είτε μ’ ένα βλέμμα, γιατί μπορεί κανείς και με μια κίνηση, όπως πολλές φορές λέω, να πληγώσει τον πλησίον, μπορεί και μ’ ένα βλέμμα. Και με λίγα λόγια, ο άνθρωπος μολύνει τη συνείδησή του με όσα καταλαβαίνει ότι τα κάνει επίτηδες για να προκαλέσει λογισμό στον πλησίον, επειδή με επίγνωση προσπαθεί να τον βλάψει ή να τον στενοχωρήσει. Το να φυλάξει λοιπόν την συνείδηση και να μην κάνει κάτι τέτοιο, είναι αυτό που λέμε «να ενεργεί κατά συνείδηση» προς τον πλησίον.

Να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» προς τα υλικά πράγματα, σημαίνει να μην κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος, να μην αφήνει κάτι να καταστραφεί ή να πεταχτεί. Αλλά, και αν ακόμα δει κάτι πεταμένο, να μην το αγνοήσει, έστω και αν είναι ασήμαντο, αλλά να το μαζέψει και να το βάλει στη θέση του. Να μη χρησιμοποιεί απρόσεχτα τα ρούχα του. Γιατί, ας υποθέσουμε ότι μπορεί να φορέσει κανείς το ρούχο του άλλη μία ή δύο εβδομάδες, αλλά αυτός πηγαίνει και το βάζει και το πλένει, πριν της ώρας του, και το φθείρει. Και αντί να το χρησιμοποιήσει άλλους πέντε μήνες ή και περισσότερο, με το πλύνε – πλύνε το παλιώνει και το αχρηστεύει. Και αυτό γίνεται «παρά συνείδηση».

Το ίδιο συμβαίνει και με το στρώμα. Πολλές φορές μπορεί κανείς να βολευθεί μ’ ένα παπλωματάκι και ζητάει παχύ στρώμα. Άλλοτε πάλι έχει τρίχινο και θέλει να το αλλάξει και να πάρει άλλο καινούργιο και όμορφο, από ματαιοδοξία ή από ακηδία. Μπορεί να αρκεσθεί σ’ ένα παλιόρουχο και ζητάει μάλλινο και δημιουργεί ζητήματα, αν δεν του το δώσουν. Αν δε και αρχίσει να προσέχει τον αδελφό του και να λέει: «Γιατί αυτός έχει αυτό και εγώ δεν έχω»; Ε, αυτός είναι μακάριος! Τότε πρόκοψε!6 Άλλοτε πάλι απλώνει κανείς το ρούχο του ή το σκέπασμά του στον ήλιο και αμελεί να το μαζέψει και το αφήνει και καίγεται. Και αυτό είναι «παρά συνείδηση».

Παρόμοια και με τα φαγητά. Μπορεί κανείς να βολευτεί με μικρό λάχανο ή με λίγα όσπρια ή λίγες ελιές, και δεν το σηκώνει, αλλά ζητά άλλο φαγητό πιο γευστικό και πιο πολυτελές.

Όλα αυτά είναι «παρά συνείδηση».7 Οι Πατέρες όμως λένε ότι δεν πρέπει ο μοναχός να αφήσει ποτέ τη συνείδησή του να τον κατατυραννεί για οποιοδήποτε θέμα.8 Πρέπει λοιπόν, αδελφοί μου, να αγρυπνούμε πάντοτε και να φυλαγόμαστε απ’ όλα αυτά, για να μην πέσουμε σε κίνδυνο. Και ο ίδιος ο Κύριος μας το προείπε, όπως το ξανάπαμε. Ο Θεός να δώσει να τα ακούμε και να τα τηρούμε όλα αυτά, για να μη μας κατακρίνουν οι λόγοι των Πατέρων μας. Αμήν.

Περί συνειδήσεως.

Ότε εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, ενέσπειρεν αυτώ τι ποτέ θείον, ώσπερ λογισμόν τινά θερμότερον και φωτεινόν σπινθήρος λόγον επέχοντα, φωτίζοντα τον νουν και δεικνύοντα αυτώ το καλόν από του κακού. Τούτο καλείται συνείδησις, ος εστίν ο φυσικός νόμος. Ούτός εστί τα φρέατα α ώρυττεν ο Ιακώβ, ώσπερ είπον οι Πατέρες, και κατεχώννυον αυτά οι Φιλιστιείμ. Τούτω τω νόμω, τούτ’ έστι τη συνειδήσει, είξαντες οι πατριάρχαι και πάντες οι άγιοι προ του γραπτού νόμου ευπρέστησαν τω Θεώ. Ταύτης καταχωσθείης και καταπατηθείσης υπό των ανθρώπων δια της κατά πρόσβασιν αμαρτίας, εδεήθημεν του γραπτού νόμου, εδεήθημεν των αγίων προφητών, εδεήθημεν αυτής της επιδημίας του Δεσπότου ημών Ιησού Χριστού εις το ανακαλύψαι και ανεγείραι αυτήν, εις το αναζωοποιήσαι εκείνον τον καταχωσθέντα σπινθήρα δια της φυλακής των αγίων αυτού εντολών. Εν ημίν ουν εστίν άρτι η το καταχώσαι αυτόν πάλιν ή το εάσαι αυτόν ελλάμπειν και φωτίζειν ημάς, εάν πειθώμεθα αυτώ.

Όταν γαρ η συνείδησις ημών λέγει ημίν ποιήσαι τόδε τι, και καταφρονώμεν, και πάλιν λέγει, και ου ποιώμεν, αλλά μένωμεν καταπατούντες αυτήν, λοιπόν καταχωννύομεν αυτήν, και ουκ έτι δύναται τρανώς λαλείν ημίν εκ του βάρους του επικειμένου αυτή˙ άλλ’ ώσπερ λύχνος φαίνων δια σφέκλων, ούτως άρχεται δεικνύειν ημίν αμαυρότερον, οιονεί σκοτεινότερον, τα πράγματα, και ούτως κατά πρόσβασιν, ώσπερ επί ύδατος τεθολωμένου από πολλών χωμάτων ουδείς δύναται κατανοήσαι το πρόσωπον εαυτού, ούτως ευρισκόμεθα μη αισθανόμενοι ων λέγει ημίν η συνείδησις ημών, ως νομίζειν ημάς σχεδόν μηδέ έχει αυτήν. Ουδείς δε εστίν ο μη έχων αυτήν˙ τι ποτέ γαρ θείόν εστίν, ώσπερ είπομεν ήδη, και ουδέποτε απόλλυται, αλλά πάντοτε υπομιμνήσκει ημάς το οφειλόμενον˙ άλλ’ ημείς ουκ αισθανόμεθα εκ του ημάς, ως είπον, καταφρονείν και καταπατείν αυτήν.

Δια τούτο ο προφήτης πενθεί τον Εφραίμ και λέγει˙ Κατεδυνάστευσεν Εφραίμ τον αντίδικον αυτού και κατεπάτησε κρίμα. Αντίδικον λέγει την συνείδησιν. Όθεν και εις το Ευαγγέλιον λέγει˙ Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου έως ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μη ποτέ σε παραδώ τω κριτή και ο κριτής τοις υπηρέταις, και βάλωσί σε εις φυλακήν. Αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράντην. Δια τι δε καλεί την συνείδησιν αντίδικον; Αντίδικος λέγεται, επειδή αύτη αντίκειται πάντοτε τω θελήματι ημών τω κακώ και ελέγχει ημάς ει ο οφείλοντες ποιήσαι, ου ποιούμεν˙ και πάλιν, εις ο μη οφείλοντες ποιήσαι, ποιούμεν, και αύτη κατηγορεί ημών. Δια τούτο καλεί αυτήν αντίδικον, και παραγγέλλει λέγων˙ Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου, έως ει εν τη οδώ μετ’ αυτού. Η οδός εστίν, ως λέγει ο άγιος Βασίλειος, ο κόσμος ούτος.

Σπουδάσωμεν ουν, αδελφοί, φυλάττειν την συνείδησιν ημών, εν όσω εσμέν εν τω κόσμω τούτω, μη αφιέντες αυτήν ελέγξαις ημάς εν τινί πράγματι, μη καταπατούντες αυτήν εις τι ποτέ όλως καν ελάχιστον η˙ και γαρ οίδατε ότι εκ των μικρών τούτων και φησίν ευτελών, ερχόμεθα εις το καταφρονείν και των μεγάλων. Όταν γαρ άρξηταί τις λέγειν˙ Τι γαρ εστίν, εάν λαλήσω τούτον τον λόγον; Τι γαρ εστίν, εάν φάγω τούτο το μικρόν; Τι γαρ εστίν, εάν πρόσχω εις τόδε το πράγμα; Εκ του Τι εστί τούτο και τι εστίν εκείνο, λαμβάνει τις κακήν και πικράν νομήν, και άρχεται και εις τα μεγάλα και βαρύτερα καταφρονείν και καταπατείν την ιδίαν συνείδησιν˙ και ούτως λοιπόν κατά μέρος προκόπτων κινδυνεύει και εις τελείαν αναισθησίαν εμπεσείν. Δια τούτο βλέπετε, αδελφοί, μη αμελήσωμεν των μικρών, βλέπετε μη καταφρονήσωμεν αυτών ως μηδαμινών˙ ουκ εισί μικρά, νομή εστί, κακή συνήθειά εστί. Νήψωμεν, φροντίσωμεν των ελαφρών εν όσω εισίν ελαφρά, ίνα μη γένωνται βαρέα.

Και το κατορθώσαι και το αμαρτήσαι από μικρών άρχεται, και εις μεγάλα φέρει ή αγαθά ή κακά. Δια τούτο παραγγέλλει ημίν ο Κύριος τηρείν την συνείδησιν, ως τι ποτέ ιδικώς διαμαρτυρόμενός τινά και λέγων αυτώ˙ Βλέπε, τι ποιείς, άθλιε˙ νήψον, Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου, έως ει εν τη οδώ μετ’ αυτού. και επιφέρει και τον φόβον και τον κίνδυνον του πράγματος λέγων˙ Μη ποτέ σε παραδώ τω κριτή, και ο κριτής τοις υπηρέταις, και βάλωσί σε εις φυλακήν. Και τι; Αμήν, λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν, έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράντην. Αύτη γαρ ελέγχει ημάς, ως είπον, εις το καλόν και εις το κακόν, και δεικνύει ημίν τι ποιήσαι και τι μη ποιήσαι. Και αύτη πάλιν κατηγορεί ημών και εν τω μέλλοντι αιώνι˙ δια τούτο λέγει˙ Μη ποτέ σε παραδώ τω κριτή, και τα εξής.

Το δε φυλάξαι αυτήν πολλήν έχει διαφοράν. Θέλει γαρ τις φυλάξει συνείδησιν προς τον Θεόν και προς τον πλησίον και προς τας ύλας. Προς μεν τον Θεόν, ίνα μη καταφρονή των εντολών αυτού, άλλ’ ίνα και εις α ου βλέπει αυτόν άνθρωπος και εις α ουκ απαιτείται παρά τινός. Αυτός φυλάττει τω Θεώ συνείδησιν εν τω κρυπτώ˙ οίόν τι λέγω˙ Ημέλησεν ευχής, ανέβη λογισμός εμπαθής εις την καρδίαν αυτού, καιουκ ένηψε και έσφιγξεν εαυτόν, αλλά συγκατέθετο˙ είδε τον πλησίον λέγοντά τι ή ποιούντα, ως εικός και υπενόησε και κατέκρινεν αυτόν˙ και απλώς ειπείν, όσα εστίν εν τω κρυπτώ γινόμενα, α ουδείς οίδεν ει μη ο Θεός και η συνείδησις ημών, χρήζομεν φυλάττειν. Και αύτη εστίν η προς τον Θεόν συνείδησις.

Η δε προς τον πλησίον εστίν ίνα μη ποιή τις τι ποτέ παντελώς εις ο οίδεν ότι θλίβει ή πλήσσει τον πλησίον, είτε εν έργω, είτε εν λόγω είτε εν σχήματι, είτε εν βλέμματι. Έστι γαρ και σχήμα, ως πολλάκις αεί λέγω, πλήσσον τον πλησίον˙ έστι και βλέμμα δυνάμενον πλήξαι˙ και απλώς ειπείν, όσα οίδεν ο άνθρωπος ότι επιτηδείως ποιεί δια το δούναι λογισμόν τω πλησίον, και αυτή η συνείδησις αυτού μολύνεται, ειδυία ότι δια το βλάψαι ή θλίψαι επιτηδεύει˙ ίνα φυλάξη του μη ποιήσαι, και τούτό εστί το φυλάξαι συνείδησιν προς τον πλησίον.

Το δε προς τας ύλας φυλάξαι εστίν ίνα μη κακώς κέχρηταί τις πράγματι, ίνα μη αφή πράγμα αχρειωθήναι ή ριφήναι, αλλά καν ίδη τι ποτέ ερριμένον, μη παρίδη, καν ευτελές ή, αλλά συστείλη και θήση εις τον ίδιον τόπον˙ ίνα μη παρακέχρηται τοις ιδίοις ιματίοις. Έστι γαρ, υπόθου, ότε δύναταί τις φορέσαι το ιμάτιον αυτού άλλην μίαν ή δύο εβδομάδας και απέρχεται, αφαρή πλύνει αυτό προ καιρού και κατακόπτει αυτό, και αντί του χρησιμεύσαι αυτό άλλους πέντε μήνας ή και πλέον, πλύνων πλύνων παλαιοί αυτό και ποιεί αυτό αχρήσιμον˙ και έστι παρά συνείδησιν.

Ομοίως και εν στρώματι˙ πολλάκις δύναταί τις ποιήσαι την χρείαν αυτού εις εν κερβηκάριον και ζητεί μέγα στρώμα˙ έχει τρίχινον έσθ’ ότε, και θέλει αλλάξαι αυτό και λαβείν άλλο ή νέον ή εύμορφον από περιπερείας ή από ακηδίας. Δύναται αρκεσθήναι ενί κεντωνίω και ζητεί λανάτον, εικός και φιλονεικεί, εάν μην λάβη. Εάν δε και άρξηται προσέχειν τω αδελφώ αυτού και λέγειν˙ Δια τι ούτος τόδε έχει, καγώ ουκ έχω; Ο τοιούτος μακάριός εστί˙ μεγάλη προκοπή. Πάλιν απλοί τις το ιμάτιον αυτού ή το σκέπασμα εις τον ήλιον και αμελεί του επάραι αυτό και αφίει αυτό καήναι και τούτο παρά συνείδησίν εστίν.

Ομοίως και εν βρώμασι˙ δύναταί τις ποιήσαι την χρείαν αυτού εις μικρόν λάχανον ή όσπριον ή ολίγας ελαίας και ουκ ανέχεται ποιήσαι, αλλά ζητεί άλλο βρώμα ηδύτερον ή πολυτελέστερον˙ ταύτα πάντα παρά συνείδησιν εστίν.

Οι δε Πατέρες λέγουσιν ότι ουκ οφείλει ο μοναχός εάσαι ποτέ την συνείδησιν αυτού καταπονήσαι αυτόν εν οιωδήποτε πράγματι. Χρεία ουν εστίν, αδελφοί, νήφειν ημάς πάντοτε και φυλάττειν εαυτούς από πάντων τούτων, ίνα μη εμπέσωμεν εις τον κίνδυνον. Και αυτός ο Κύριος προεμαρτύρατο ημάς, καθώς ανωτέρω είπομεν. Ο Θεός δώη ημίν ακούειν και φυλάττειν ταύτα, ίνα μη εις κρίμα γένωνται ημίν οι λόγοι των Πατέρων ημών.

Υποσημειώσεις.

1. «Εξ αρχής πλάττων ο Θεός τον άνθρωπον, νόμον αυτώ φυσικόν εγκατέθηκε. Και τι ποτέ εστίν νόμος φυσικός; Το συνειδός ημίν διήρθρωσε, και αυτοδίδακτον εποίησε την γνώσιν των καλών και των ου τοιούτων» (Ιωάν. Χρυσοστόμου P. G. 49, 131 – 133, και 55, 482 γ).
2. Ιωάννου Χρυσοστόμου, P. G. 49, 131- 133.
3. Ο Μ. Αθανάσιος ερμηνεύει ως εξής: «Ουδέν λέγει, τον μάταιον βίον τούτον και πλάνον˙ αν γαρ λυθή η ψυχή του σώματος, και εξέλθη του βίου τούτου και της οδού, ουκ έτι εργάζεσθαι αγαθόν δύναται. Κοδράντης δε λέγεται και αυτό το εγκατάλειμμα του ενθυμίου. Λέγεται δε και η συνείδησις αντίδικος ελέγχει γαρ ημάς εν τη καρδία κρυπτώς, και αναχαιτίζει από του κακού, και εάν μη ακούσωμεν αυτού, έσχατον παραδίδωσιν ημάς εν τω κριτηρίω του Θεού και δώσωμεν ευθύνας υπέρ τε των μεγάλων αμαρτημάτων, και των ευτελών και λίαν ελαχίστων» (P. G. 28, 717D).
4. «Πάντως δε ερείς μοι˙ Ουκ ηδύνατο εν αρχή του κακού τυγχάνων παρακαλέσαι τον Θεόν, μη εκπεσείν εις το έσχατον; Καγώ σοι λέγω, ότι ηδύνατο˙ άλλ’ εξ ευτελείας το μικρόν τω θελήματι αυτού παραδεξάμενος ως ουδέν, ουκέτι παρακαλεί περί αυτού, αγνοών ότι το μικρόν εκείνο γίνεται εισαγωγή και αιτία του μείζονος˙ ούτως επ’ αγαθώ, και ούτως επί κακώ. Όταν δε μεγαλυνθή το πάθος, και νομήν κρατήση, δια του θελήματος, λοιπόν και παρά θέλημα βιαίως αυτώ κατεπαίρεται. Τότε νοήσας παρακαλεί τον Θεόν, πολεμών τω εχθρώ, ον αγνοών εξεδίκει πρότερον, μαχόμενος υπέρ αυτού τοις ανθρώποις» (Μάρκου Ερημίτου, P. G. 65, 977D, θ).
5. «Έκαστον των γενομένων, από μικρού άρχεται και κατά μέρος τρεφόμενον, λαμβάνει την αύξησιν» (Μάρκου Ερημίτου P. G, 65 925C).
6. Λεπτή ειρωνεία, που δίνει έμφαση στην τραγικότητα του θέματος. Η ειρωνεία ως ρητορική μορφή λόγου δεν είναι αμαρτία, εκτός αν θίγει συγκεκριμένα και γνωστά πρόσωπα. Δεν πρέπει να παρερμηνεύουμε το λόγο του αββά Δωροθέου.
7. Είναι αξιοθαύμαστη η βαθιά αυτογνωσία του αββά Δωροθέου και η γνώση της ανθρώπινης ψυχής. Έμπειρος και επιτυχημένος αγωνιστής συσχετίζει ουσιαστικά το Νόμο του Θεού με την εφαρμογή του σε κάθε περίπτωση της ζωής του ανθρώπου. Ο Νόμος του Θεού δεν είναι άσχετος από τη ζωή και η άσκηση για την αρετή δεν είναι ανεξάρτητη από το δόγμα. Έτσι και η παραμικρή πτυχή της ανθρώπινης ζωής έχει αντίκρυσμα και συνδέεται άμεσα με την αλήθεια, και η παραμικρότερη προσωπική ενέργεια αντικατοπτρίζεται στο «εν Χριστώ» φανερωμένο Θείο θέλημα.
8. «Είπεν ο Αββάς Αγάθων. Χρη τον μοναχόν μη εάσαι την συνείδησιν αυτού κατηγορήσαι αυτού εις οιονδήποτε πράγμα» (Αββά Αγάθωνος, P. G. 65, 109B, β).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.