Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 3-ος: Για την υποταγή στο Θεό και για τις ολονύκτιες αγρυπνίες.

Λόγος τρίτος.

Για το ότι είναι χρέος να υποτασσόμαστε όπως πρέπει, και να μη λησμονούμε τις συμφωνίες που κάναμε με τον Θεό.
Και ότι δεν πρέπει να γογγύζουμε για τις ολονύκτιες αγρυπνίες των Όρθρων.

Αδελφοί και πατέρες, φέροντας στο νου σας τις εντολές του Θεού, που λένε τα εξής: «Μην κατακρίνετε, και δεν θα κατακριθείτε»,1 να μην ασχολείστε καθόλου με τη ζωή των άλλων, αλλά, καλύτερα, αυτά που οι ιερείς σας λένε να κάνετε, να τα κάνετε, αλλά να μην κάνετε σύμφωνα με τα έργα τους, όπως έχετε ακούσει.2 Γι’ αυτό πεισθείτε σαν δούλοι Χριστού σ’ εμένα τον ανάξιο, και αδιαφορώντας για τη δική μου ολιγοψυχία και ραθυμία, φροντίστε, παρακαλώ, για τις ψυχές σας και σπεύστε να εκτελείτε τις εντολές του Θεού χωρίς οκνηρία˙ αλλά και μη γογγύζετε μ’ εμένα τον τιποτένιο, σαν τάχα να ξυπνήσατε στη διάρκεια του χρόνου μία φορά μεσάνυχτα, φέροντας στο νου σας τον Δαβίδ που είπε: «Ξυπνούσα τα μεσάνυκτα, για να σε δοξολογήσω για τα δίκαια προστάγματά σου».3 Ευχαριστήστε μάλλον τον Θεό και αυτόν που σας ξύπνησε για τη δοξολογία του, και χαρείτε και σκιρτήστε από χαρά, διότι γίνατε άξιοι να ανυμνείτε τον Θεό μαζί με τους αγίους αγγέλους˙ διότι εκείνος που αγανακτεί για τη συνηθισμένη σύναξη και δυσανασχετεί και εκνευρίζεται για τη διάρκεια των ύμνων, που αναπέμπονται στον Θεό, αυτός αληθινά δεν γνωρίζει πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στο λάρυγγα4 εκείνων που τον αγαπούν, και πόσο γλυκύτερα από τη μελικερήθρα είναι μέσα στο στόμα5 εκείνων που τον γνωρίζουν αλλά, επειδή αυτός είναι εντελώς σαρκικός άνθρωπος και έχει σαρκικό φρόνημα και σαρκικότερη την αίσθησή του, δεν μπορεί να γεύεται με πνευματικό τρόπο αυτά που ο Θεός μας έδωσε για την ωφέλειά μας, αλλά όλα αυτά, που είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, φαίνονται σ’ αυτόν πικρά, και δεν γνωρίζει αυτό που λέγεται στη Γραφή: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι αγαθός».6 Εκείνος όμως, που δεν το γνωρίζει φανερά αυτό, έχει και φανερά αποξενωθεί από την αγάπη και τη γλυκύτητα του Χριστού. Εκείνος πάλι, που είναι άγευστος και ξένος απ’ αυτά – αλίμονό του, είναι δική μου αυτή η συμφορά, διότι έχω προσταχθεί7 να κάνω δικές μου τις ξένες συμφορές -, αυτός είναι εχθρός του Θεού και ξένος από τη βασιλεία των ουρανών˙ διότι, πες μου, ποιά άλλη ελπίδα θα έχει ή ποιού άλλου αγάπη θα αγκαλιάσει και θα βρει σαν παρηγοριά, ή στην παρούσα ζωή ή μετά από το θάνατο; Αλλά και εκείνος τέλος που αντιμιλά και αντιδρά και καταριέται εκείνους που τον ξυπνούν για τη θεία υμνολογία και τη δοξολογία του Θεού, ποιά απολογία θα βρει κατά τη μέρα της κρίσης, καθώς έγινε αιτία για απώλεια και για τον εαυτό του και τους άλλους;
Πιστέψτε με, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί. Όταν ακούσω αυτά, ή και δω κάποιον από σας να υποφέρει απ’ αυτά, κυριεύομαι από τέτοια θλίψη και δαγκώνεται η καρδιά μου, ώστε να νομίζω ότι παραδίδομαι στην ίδια την κόλαση, και δεν αισθάνομαι καμία άλλη χαρά του κόσμου, αλλά απελπίζομαι για την ίδια τη ζωή μου, και κλαίω και θρηνώ, σαν να είμαι πια κατάδικος. Και ενώ σας ικετεύω, δεν γίνομαι ακουστός, ενώ σας επιπλήττω, αποπέμπομαι, ενώ σας ελέγχω, μισούμαι, και ενώ σας διδάσκω, αντιμετωπίζω τις αντιδράσεις σας και διώχνομαι σαν εχθρός. Και κάνοντας αυτά, δεν μπορώ να έχω ανάπαυση. Σκέφτομαι να σταματήσω να κάνω αυτά και να εξετάζω μόνο τα δικά μου αμαρτήματα, αλλά όταν θελήσω να το κάνω, η καρδιά μου φλέγεται, σαν να την καίει κάποια φλόγα, και κυκλώνομαι εγώ ο τιποτένιος πάλι από τα ίδια συναισθήματα, και θλίβομαι για τα δικά σας τραύματα περισσότερο από όσο πονά ο καθένας από σας με τις δικές του πληγές, και φλέγομαι για σας και θεωρώ τη ζωή μου αβάσταχτη. Και έρχεται η μεγάλη απορία˙ πώς δηλαδή πέσαμε σε τέτοιο σκοτισμό, και πώς κάνουμε όλα, βλάπτοντας τις ψυχές μας. Και ενώ κατασφάζουμε τους εαυτούς μας, κλωτσάμε σαν να είμαστε ζωντανοί˙ και ενώ βάζουμε σε δεσμά τους εαυτούς μας με τα αμαρτήματά μας, χαιρόμαστε, αλλά και αυτούς που αφαιρούν από τους εαυτούς τους αυτά τα δεσμά τους κατασπαράζουμε. Αν εμποδιστούμε από κάποιον, να μην κάνουμε κακό στις ψυχές μας, γαυγίζουμε σαν μανιασμένα σκυλιά, και τον κατηγορούμε, και δεν σταματούμε ωσότου να αποτελειώσουμε το κακό που κάνουμε και να απολέσουμε τις ψυχές μας. Και έτσι, αφού συνηθίσουμε σ’ αυτές τις ανομίες, γινόμαστε κακοί κατά φυσικό, θα έλεγα, τρόπο, και δεν θέλουμε πια να ανανεύσουμε.
Υποσχεθήκαμε να είμαστε μοναχοί, αλλά γίναμε χειρότεροι από τους κοσμικούς˙ δεχθήκαμε να πεινάσουμε και να διψάσουμε και να κακοπαθήσουμε, αλλά δεν ντρεπόμαστε να λογομαχούμε και να βλαστημάμε για ένα κομμάτι ψωμί, που το ζητάμε μάλιστα σε ώρα που δεν είναι η καθορισμένη για το φαγητό. Ήρθαμε να απαρνηθούμε όλους όσους είχαμε στον κόσμο, εννοώ τους γονείς και τους αδελφούς και τους φίλους, αλλά δεν παραλείπουμε να τους τρέφουμε από το ψωμί του μοναστηριού˙ αποφύγαμε σαν εχθρό τον κόσμο, αλλά αγαπούμε τους ανθρώπους του κόσμου και τα πράγμα του κόσμου περισσότερο από όσο αγαπούμε τον ίδιο τον Χριστό.
Σε ρωτώ, αδελφέ˙ πες μου, ήρθες στο μοναστήρι, πιστεύοντας ότι υπάρχει κρίση και ανάσταση και ανταπόδοση για όσα κάναμε στη ζωή μας, και ομολογώντας ότι υπάρχει Θεός, που πρόκειται να ανταποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις του,8 ή δεν έβαλες μέσα στην καρδιά σου κανένα απ’ αυτά; Έχεις έρθει να τηρήσεις τις συμφωνίες, που συμφώνησες και που έκανες με τον Χριστό9 μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, ή το έκανες αυτό προσποιητά, με τρόπο απατηλό, σαν δεσμό με την αδελφότητα, αρπάζοντας την ευκαιρία να γίνεις μέλος της συνοδίας, αλλά όλο το ζήτημα το είχες σχεδιάσει με σκοπό να παίρνεις συνεχώς αυτά που χρειάζονται για τη χόρταση και τη γαστριμαργία, και για να ζεις χωρίς μέριμνα και κόπο; Αν βέβαια ήρθες εδώ, για να γίνεις δούλος του Χριστού και δικός μας αδελφός, φύλαγε, παρακαλώ, και τις εντολές του και δείξε προθυμία να τον υπηρετείς με ζήλο, για να φανείς αληθινός Χριστιανός από τα έργα σου και να γίνεις φιλόθεος αδελφός μας, με το να μας μιμείσαι σε όλα. Συμμερίσου τις ταλαιπωρίες μας σαν ένας καλός στρατιώτης, ώστε να στεφανωθείς και να δοξασθείς μαζί μας, απολαμβάνοντας την αιώνια δόξα. Αν όμως, με το να προσποιείσαι τα πάντα, ήρθες να καρείς και να γίνεις μοναχός, και το μόνο που φρόντισες ήταν να τρως και να πίνεις μαζί με τους αδελφούς, βρίσκοντας όλα έτοιμα από μόνα τους τάχα, τότε άκουσε και εγώ θα σου πω αυτά που πρόκειται να σου συμβούν.
Πρώτα βέβαια, που είναι και το σοβαρότερο, να γνωρίζεις ότι δεν συμφιλιώθηκες και δεν έγινες οικείος με τον Θεό, αλλά ότι θεωρείσαι εχθρός του και επίβουλος. Και πώς να μην είσαι επίβουλος, εφόσον άλλα μελετάς μέσα στην καρδιά σου και άλλα υπόσχεσαι μπροστά σε όλους, και όμως νομίζεις ότι δεν γίνεσαι αντιληπτός από τον αληθινό Θεό; Εκείνος απερίφραστα προστάζει σε όλους: «Μη μεριμνάτε για την αυριανή μέρα, τι θα φάτω ή τι θα πιείτε ή τι θα ντυθείτε»10˙ εσύ όμως γι’ αυτό έγινες μοναχός, για να είσαι δηλαδή μόνο αδελφός και μέτοχος στα κτήματα και στα πράγματα, που ίσως, αν ήσουν στον κόσμο, δεν θα αποκτούσες. Ο απόστολος παροτρύνει λέγοντας: «Αν έχουμε τροφές και σκεπάσματα, θα αρκεστούμε σ’ αυτά»11˙ εσύ όμως, χωρίς να αρκεστείς ούτε καν στα απαραίτητα και στα χρειαζούμενα, κλέβεις και κάνεις δικά σου τα πράγματα του μοναστηριού. Και σε όλα αυτά που υπάρχουν για τη σωματική απόλαυση και φροντίδα, θέλεις να είσαι αδελφός, που δεν διαφέρει σε τίποτε, και απαιτείς με επιμονή την ισότητα μαζί μ’ αυτούς που κοπιάζουν στο έργο του Κυρίου˙ αν όμως δεις κάποιους από τους αδελφούς να ασκούνται με προθυμία και να τρέχουν με όλη τους την ψυχή και τη διάθεση στη νηστεία ή στην αγρυπνία ή στην ταλαιπωρία του σώματος, αλλά ακόμη και στο πένθος ή στην αδιάλειπτη προσευχή, στις ολονύκτιες ορθοστασίες και στις ψαλμωδίες και στους πνευματικούς ύμνους, λες ότι ο εαυτό σου είναι άσχετος και δεν μπορεί να τα κάνει αυτά. Και όχι μόνο λες αυτό, αλλά και με το να κρύβεσαι και να μη βρίσκεσαι στη σύναξη, νομίζεις ότι ωφελείς τον εαυτό σου.
Απορώ για τον υπερβολικό σκοτισμό και την άγνοια και την απάτη από τους λογισμούς σου! Και το φοβερότερο απ’ αυτά είναι ότι, αν φανεί μπροστά σου και ο παραμικρός πειρασμός, ή και αν ο ηγούμενος, για να σε δοκιμάσει, σου προξενήσει κάποια μικρή λύπη, απαρνείσαι ακόμη και το ίδιο το μοναχικό ένδυμα, όπως εγώ άκουσα πολλούς να λένε: «Μήπως δηλαδή έχω έρθει στο μοναστήρι, για να γίνω δούλος κάποιου, ή είμαι εδώ, για να με περιφρονούν;». Απορώ με την παραφροσύνη!
Δεν ήρθες να αγωνισθείς ενάντια στους αόρατους εχθρούς; Δεν ήρθες να αναλάβεις τον πόλεμο ενάντια στα πάθη; Για ποιό λόγο θέλησες να στρατευθείς και να καταταχθείς στους στρατιώτες του Χριστού; Για να στρώνεσαι να δειπνήσεις, παίρνοντας τη μερίδα και την τροφή σου εξίσου μ’ αυτούς, όπως δηλαδή τρυφούν και μεθούν οι θεατρίνοι; Αν σκέφτεσαι αυτά, αλίμονό σου τη μέρα της κρίσης, όταν ο Χριστός θα έρθει να αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις του12˙ όταν από τους μοναχούς, που συμφώνησαν μαζί του μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, θα ζητήσει τις συμφωνίες που υποσχέθηκαν μπροστά στο άγιο θυσιαστήριο και μπροστά στους αγίους του αγγέλους να κάνουν και να τηρήσουν. Διότι, τι απαντούμε, όταν ο ιερέας μας ρωτά; Δεν μας ρωτά, γιατί προσήλθαμε στο άγιο θυσιαστήριο και σ’ αυτή την άγια συνοδία, ποθώντας να δεχθούμε τον μοναχικό βίο και την αγγελική πολιτεία; Τί απαντούμε λοιπόν σ’ αυτά; Δεν απαντούμε το «Ναι, τίμιε πάτερ»; Και ο ιερέας τί πάλι λέει σ’ εμάς; «Γνωρίζετε, αδελφοί, ότι, εφόσον έχετε έρθει να συναριθμηθείτε με τους δούλους του βασιλιά Χριστού, πρέπει να ετοιμάσετε τους εαυτούς σας για πειρασμούς. Διότι θα γνωρίσετε καλά ότι ο εχθρός θα κινήσει από τώρα περισσότερο εναντίον σας κάθε πανουργία. Πρέπει λοιπόν εσείς και να πεινάσετε και να διψάσετε και να κρυώσετε˙ πρέπει να εξευτελισθείτε και να δεχθείτε φτυσίματα και ραπίσματα, και να χλευαστείτε και να υπομείνετε όλα τα λυπηρά, που επιτρέπει ο Θεός». Άραγε, τί απαντούμε σ’ αυτά; Δεν υποσχόμαστε να πάθουμε και να υπομείνουμε όλα, και δεν λέμε, απαντώντας σε κάθε ερώτηση των παθημάτων της υπομονής, το «Ναι, τίμιε πάτερ»; Δεν ομολογούμε στον ηγούμενο και σε όλη την αδελφότητα μπροστά στον Θεό και στους αγίους αγγέλους, ότι θα τηρήσουμε εγκράτεια και αγρυπνία και προσευχή και υπακοή ως το θάνατο; Αλλά τώρα, σαν να μη υπάρχει αυτός που πρόκειται να ζητήσει από μας αυτές τις συμφωνίες που συμφωνήσαμε, συμπεριφερόμαστε έτσι, χωρίς φόβο Θεού δηλαδή και με καταφρόνηση των εντολών του, δείχνοντας υπερβολική αλαζονεία όχι μόνο σε όλη την άλλη αδελφότητα, αλλά και στους ηγουμένους μας, με το να γογγύζουμε, να αντιμιλούμε, να καταριόμαστε, να αμελούμε και να κάνουμε όλα όσα μισεί ο Θεός και όσα εξολοθρεύουν τις ψυχές μας στη γέεννα του πυρός.
Πού ακούσθηκε από την αρχή του κόσμου τέτοιο έργο πανουργίας; Ποιός δαίμονας θα μπορούσε να επινοήσει εναντίον των ψυχών μας τρόπο απωλείας μεγαλύτερο απ’ αυτόν; Και, μάλλον, τί περισσότερο θα μεριμνήσουν ή θα σκεφθούν οι δαίμονες εναντίον μας; Διότι, όταν οι δαίμονες βλέπουν ότι εμείς κατεχόμαστε από το θέλημα της σάρκας, διακρίνουν ότι περιφέρουμε το θάνατο˙ και, άλλωστε, για ποιόν άλλο σκοπό εκστρατεύουν αυτοί εναντίον μας; Διότι όλος ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας γίνεται γι’ αυτό το λόγο, για να αποξενώσουν δηλαδή από τη δόξα του Θεού και από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος εκείνους που πειθαρχούν σ’ αυτούς. Αλλά εμείς, όπως βλέπω, αποστερήσαμε τους εαυτούς μας από τη δωρεά αυτή και πριν από την πάλη των δαιμόνων, με το να εγκαταλείπουμε τις εντολές του Θεού και να μη δείχνουμε ποτέ προθυμία να τον αναζητήσουμε με όλη μας την ψυχή. Διότι, αν τον αναζητούσαμε, δεν θα δείχναμε τόσο ζήλο για τα γήινα˙ αν σκεφτόμασταν για τα άφθαρτα, δεν θαυμάζαμε με στόμα ανοιχτό για τα αβέβαια και τα φθαρτά˙ αν επιθυμούσαμε τα αιώνια, δεν θα επιδιώκαμε έτσι τα πρόσκαιρα˙ αν αγαπούσαμε τον Θεό, δεν θα αποστρεφόμασταν έτσι αυτούς που μας οδηγούν στον Θεό˙ αν καλλιεργούσαμε τις αρετές, δεν θα αποστρεφόμασταν τους διδασκάλους των αρετών˙ αν αποδεχόμασταν με ευχαρίστηση τη νηστεία, δεν θα γογγύζαμε ποτέ για τη στέρηση από τις τροφές ή από τα ποτά˙ αν αγωνιζόμασταν να είμαστε εγκρατείς στα πάθη, δεν θα υποχωρούσαμε ασυγκράτητα στις απολαύσεις˙ αν είχαμε ορθή και σταθερή πίστη, δεν θα κάναμε τα έργα των απίστων˙ αν είχαμε στις καρδιές μας φόβο Θεού, δεν θα εμποδίζαμε σε κάθε θεάρεστη αρετή τους γνήσιους δούλους του˙ αν αποκτούσαμε ταπείνωση, δεν θα δείχναμε αλαζονεία στους δούλους του Θεού˙ αν αξιωνόμασταν να αποκτήσουμε αληθινή αγάπη, τότε και τον Θεό θα γνωρίζαμε, και θα θέλαμε όχι μόνο να μας τιμωρούν, αλλά και να μας προσβάλλουν και να μας χτυπούν και να μας αδικούν και να μας κακομεταχειρίζονται, και να υπομένουμε για τον Χριστό με προθυμία κάθε πειρασμό και κάθε θλίψη.
Αλλά τώρα είμαστε τόσο κυριευμένοι από τα πάθη και βρισκόμαστε σε τέτοιο σκοτισμό και άγνοια, ώστε ούτε αισθανόμαστε σε ποια κατάσταση είμαστε, ούτε γνωρίζουμε ότι ενεργούμε λαθεμένα. Γι’ αυτό βέβαια και αν κανείς μας θυμίσει κάποια αμαρτία, απαντούμε με τέτοιο τρόπο, σαν να μην έχουμε ακούσει ποτέ τις Γραφές των Χριστιανών λέγοντας: «Και είναι άραγε αυτή η πράξη αμαρτία; Και για ποιό λόγο ή για ποιά αιτία θεωρείται αμαρτία; Άδικα ονομάζεται αυτό από κάποιους αμαρτία. Μακάρι να αποφεύγαμε τις μεγαλύτερες αμαρτίες˙ διότι ο Θεός δεν θα δείξει γι’ αυτές τις μικρές αμαρτίες τη μεγάλη του αυστηρότητα». Και αυτά ποιοί τα λένε; Τα λένε οι μοναχοί˙ αυτοί που έκαναν δεύτερη ομολογία και συμφωνία13 με τον Θεό˙ αυτοί που φορούν το μοναχικό ένδυμα ως αρετή και έχουν το μοναχικό όνομα αντίστοιχο με την αγιότητα˙ αυτοί που συμφώνησαν να απαρνηθούν για τον Χριστό τον κόσμο και τα πράγματα που είναι στον κόσμο˙ αυτοί που δέχθηκαν να αποκηρύξουν τους γονείς τους και τους φίλους˙ αυτοί που συμφώνησνα να κάνουν υπακοή στον πνευματικό τους πατέρα, όπως στον Θεό. Αυτοί που υποσχέθηκαν την ακρίβεια και την άσκηση στη ζωή τους, προσέχοντας ως και το βλέμμα τους14 και τον ανώφελο λόγο,15 αυτοί που θεωρούν αμαρτία το να φθονούν ή να χλευάζουν ή να γογγύζουν ή να αντιμιλούν ή να ψεύδονται, και το να αποφεύγουν την τάξη του μοναστηριού και να ορκίζονται, ή το να κάνουν δικό τους κρυφά κάποια από τα πράγματα του μοναστηριού ή και να το δίνουν σε άλλον χωρίς τη γνώμη του ηγουμένου. Και ακόμη δεν θεωρούν ότι το να διαχειρίζονται με κακό τρόπο τα πράγματα που τους εμπιστεύθηκε είναι οπωσδήποτε αμαρτία˙ το να κάνουν δηλαδή κάτι με προσκόλληση σ’ αυτά ή με πάθος ή με δόλο ή με φθόνο ή με ασυνειδησία, αλλά και το να εμπορευθούν.
Δεν τρομάζεις, άνθρωπε, ακούγοντας τον Θεό να σου λέει κάθε μέρα με όλη την αγία Γραφή: «Κανένας κακός λόγος να μη βγαίνει από το στόμα σας.16 Αληθινά σας λέω, και για τον ανώφελο λόγο θα απολογηθείτε,17 αλλά και για ένα ποτήρι κρύο νερό θα πάρετε αμοιβή»;18 Δεν ακούς ότι ο Θεός είναι κριτής και των σκέψεων και των λογισμών της καρδιάς;19 Διότι, τί λέει η αγία Γραφή; «Καθένας που ρίχνει το βλέμμα του σε κάποια γυναίκα και την επιθυμεί έχει πια μοιχεύσει μ’ αυτή μέσα στην καρδιά του».20 Βλέπεις, πως θεωρείται μοιχός εκείνος που ρίχνει το βλέμμα του στο πρόσωπο κάποιας γυναίκας και την επιθυμεί;
Έτσι να γνωρίζεις με βεβαιότητα, άνθρωπε, ότι και εκείνος που εξουσιάζεται από την επιθυμία των χρημάτων θεωρείται φιλάργυρος, και αν ακόμη δεν έχει αποκτήσει άλλο τίποτα˙ και εκείνος που λαχταρά τα πολυτελή και πολλά φαγητά είναι γαστρίμαργος, και αν ακόμη από ανέχεια τρέφεται μόνο με ψωμί και νερό˙ αλλά και είναι πόρνος εκείνος που ασχολείται για πολύ διάστημα με τους πορνικούς λογισμούς, και μολύνεται, και αν ακόμη δεν θα αντικρύσει ποτέ πρόσωπο ανθρώπου. Έτσι και εκείνος που λέει μέσα του «κακώς έγινε αυτό», και χωρίς λόγο έγινε εκείνο», αλλά και «γιατί έγινε αυτό και αυτό»; Και «γιατί δεν έγινε εκείνο»; Ας μην πλανηθεί, θα είναι συκοφάντης και θα δικασθεί σαν άνθρωπος που κατακρίνει, και αν ακόμη δεν βγάλει λόγο από το στόμα του, και αν ακόμη δεν ακούσει κανείς τη φωνή του.
Μην πλανάσθε, αδελφοί μου, ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και ελεήμων και εύσπλαχνος˙ αυτό το ομολογώ και εγώ καταθέτοντας τη μαρτυρία μου, και ελπίζω στην ευσπλαχνία του, ότι θα σωθώ. Αλλά να γνωρίζετε ότι αυτούς, που δεν μετανοούν και δεν τηρούν μα κάθε ακρίβεια και με πολύ φόβο τις εντολές του, δεν θα τους χαρισθεί, αλλά και θα τους τιμωρήσει πολύ χειρότερα από τους άπιστους και αβάπτιστους ειδωλολάτρες. Μην πλανάσθε, αδελφοί, ούτε να σας φαίνονται κάποια από τα αμαρτήματα μικρά, και επειδή τάχα δεν προξενούν στις ψυχές μας τόσο μεγάλη βλάβη, να καταφρονούνται από μας. Διότι οι αφοσιωμένοι δούλοι δεν γνωρίζουν διαφορά μικρού και μεγάλου αμαρτήματος, αλλά και αν ακόμη σφάλουν, αμαρτάνοντας με το βλέμμα ή με τη σκέψη ή με το λόγο, αισθάνονται σαν άνθρωποι που έχουν απομακρυνθεί από την αγάπη του Θεού, πράγμα που πιστεύω ότι είναι αληθινό. Διότι εκείνος που θα σκεφθεί το ελάχιστο έξω από το θέλημα του Θεού και δεν θα μετανοήσει αμέσως, διώχνοντας την εμφάνιση του λογισμού, αλλά θα δεχθεί και θα κρατήσει τη σκέψη που του ήρθε, θεωρείται ότι αμάρτησε, και αν ακόμα θεωρηθεί ότι το έκανε από άγνοια ότι είναι κακό. Διότι, όταν ήρθε ο νόμος, δηλαδή η διδασκαλία των αγίων Γραφών, τότε το κακό βέβαια, που βρισκόταν μέσα στην άγνοια, ζωντάνεψε,21 και η αμαρτία βρέθηκε να είναι μέσα μου22˙ εγώ όμως έγινα νεκρός23 και άσχετος από το καλό.
Είναι ανάγκη λοιπόν να διακρίνουμε καλά όλους τους λογισμούς που μας έρχονται και να τους συγκρίνουμε με τις μαρτυρίες που έχουμε από τις θεόπνευστες Γραφές και από τη διδασκαλία των πνευματικών και αγίων πατέρων˙ και αν βρίσκουμε ότι οι λογισμοί αυτοί συμφωνούν και αντιστοιχούν με τις μαρτυρίες αυτές, να τους κρατούμε με όλη μας τη δύναμη και να τους κάνουμε έργο με θάρρος˙ αν όμως δεν συμφωνούν με το λόγο της αλήθειας, να τους απομακρύνουμε από τους εαυτούς μας με πολλή οργή, όπως είναι γραμμένο: «Να οργίζεσθε και να μην αμαρτάνετε»24. Διότι πρέπει να αποφεύγουμε την εισβολή, που γίνεται μέσα μας, από τους εμπαθείς λογισμούς, σαν μόλυσμα και σαν θανατηφόρο κεντρί. Έχουμε λοιπόν εμείς ανάγκη από πολλή εγρήγορση, από πολλή προθυμία, από πολλή έρευνα των θείων Γραφών. Διότι ο Σωτήρας, δείχνοντας σ’ εμάς την ωφέλεια που προέρχεται από τις θείες Γραφές, έλεγε: «Να ερευνάτε τις Γραφές».25 Να ερευνάτε και να κρατάτε με πολλή ακρίβεια και πίστη αυτά που λένε, ώστε, γνωρίζοντας ακριβώς από τις θείες Γραφές το θέλημα του Θεού, να μπορέσετε να διακρίνετε αλάνθαστα το καλό από το κακό, και να μην υπακούτε σε κάθε πνεύμα,26 ούτε να παρασύρεσθε από τους βλαβερούς λογισμούς. Βεβαιωθείτε, αδελφοί μου, ότι τίποτε δεν είναι τόσο εύκολο για τη σωτηρία μας, όσο το ακολουθούμε τα θεία προστάγματα του Σωτήρα.
Αλλά, εκτός απ’ αυτό, έχουμε ανάγκη και από πολλά δάκρυα, από πολύ φόβο, από πολλή υπομονή και επίμονη προσευχή, ώστε να φανερωθεί σ’ εμάς η σημασία έστω και ενός δεσποτικού λόγου από τις θείες Γραφές, για να γνωρίσουμε το μεγάλο μυστήριο που είναι κρυμμένο στα μικρά λόγια, και να προσφέρουμε τις ζωές μας ακόμη και για μία κεραία από τις εντολές του Θεού ως το θάνατο. Διότι ο λόγος του Θεού είναι σαν δίκοπο μαχαίρι, που αποκόβει και αποχωρίζει την ψυχή27 από κάθε σωματική επιθυμία και αίσθηση˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά γίνεται και σαν φλογερή φωτιά, που ανάβει την προθυμία της ψυχής μας και μας κάνει να καταφρονούμε όλα τα λυπηρά της ζωής, και να θεωρούμε χαρά κάθε επερχόμενο πειρασμό28 , και να επιθυμούμε και να αποδεχόμαστε τον φοβερό για τους άλλους ανθρώπους θάνατο σαν ζωή και πρόξενος ζωής.
Γι’ αυτό παρακαλώ, ας συνέλθουμε κάποια στιγμή, αδελφοί μου, και παρακινώντας ο ένας τον άλλον με την παρότρυνση του λόγου στο ζήλο και στη μίμηση του καλού, ας τρέξουμε με βιασύνη, ας σπεύσουμε με ζήλο και ας χωρισθούμε από τον κόσμο με θερμή προθυμία, αποφεύγοντας την προσκόλληση σ’ αυτόν˙ ας ενωθούμε με την ταπείνωση με τους αγίους που έζησαν από την αρχή του κόσμου˙ ας αποθέσουμε με την αποκοπή του γήινου θελήματος και με τη νέκρωση του χοϊκού φρονήματος τον παλαιό άνθρωπο˙ ας ντυθούμε τον νέο Αδάμ, τον Ιησού Χριστό, με την καθαρή και άυλη προσευχή, καθαρίζοντας τους εαυτούς μας με τα συνεχή δάκρυα˙ ας κάνουμε τους εαυτούς μας, ώρα με την ώρα και μέρα με τη μέρα, να ανακαινίζονται με τη μετάνοια, ώστε να μάθουμε να πολεμούμε και να παλεύουμε με τους εχθρούς μας δαίμονες, που μας πολεμούν πάντοτε. διότι, εκείνος που δεν απέκτησε ακόμη τα όπλα που αναφέραμε, δεν μπορεί να αντισταθεί κατά τον καιρό του πολέμου, ή, μάλλον, αυτός τραυματίζεται κάθε ώρα. Καθώς δηλαδή είναι γυμνός από εκείνα τα όπλα, δεν μπορεί να ζει με ειρήνη και ελευθερία, επειδή και ο πόλεμος, που γίνεται μέσα μας δεν γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο με τους εξωτερικούς και τους ένοπλους πολέμους, αλλά είναι πολύ πιο τρομερός από εκείνο τον πόλεμο. Διότι οι άνθρωποι, όταν μάχονται με ανθρώπους, άλλοτε πολεμούν με τα όπλα, άλλοτε υποχωρούν και σταματούν και αποθέτουν τον οπλισμό τους, αλλά και κοιμούνται και τρώνε με όλη τους την ησυχία, και συχνά ασφαλίζουν τους εαυτούς τους ολόγυρα με οχυρώματα, και άλλοι αναλαμβάνουν στη θέση άλλων τη φρούρηση˙ γι’ αυτό και αν διαφύγει κάποιος, σώζεται, και αν πιασθεί, είναι πιθανό να μη θανατωθεί, αλλά, με το να ανταλλάξει την ελευθερία με ένδοξη δουλεία, παρουσιάζεται ενδοξότερος και πλουσιότερος. Εδώ όμως δεν γίνεται το ίδιο, αλλά ο πόλεμος είναι αδιάκοπος, και είναι απαραίτητο οι στρατιώτες του Χριστού να φορούν διαρκώς ατ όπλα τους. Διότι δεν είναι δυνατόν αυτός ο πόλεμος να σταματήσει νύχτα ή μέρα ή κάποια στιγμή, αλλά και όταν τρώμε και όταν πίνουμε και όταν κοιμόμαστε και όταν κάνουμε οποιαδήποτε εργασία, βρισκόμαστε στην κορύφωση της μάχης. Διότι έχουμε εχθρούς άσαρκους, που στέκονται διαρκώς μπροστά μας, αν και εμείς δεν τους βλέπουμε, και που κοιτάζουν προσεκτικά, μήπως μπορέσουν να βρουν κάπου κάποιο από τα μέλη μας αφύλαχτο, για να καρφώσουν εκεί τα βέλη τους και να μας θανατώσουν. Και κανείς δεν είναι που να μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό του με ορατά τείχη και οχυρώματα και να κρυφθεί έστω μια μία ώρα και να αναπνεύσει λίγο μόνος του ή να φύγει και να σωθεί˙ ούτε μπορεί να αναλάβει τον πόλεμο αυτό ένας άλλος για κάποιον άλλο, αλλά είναι αναγκασμένοι όλοι οι άνθρωποι να κάνουν οπωσδήποτε τον πόλεμο αυτό και, χωρίς αμφιβολία, ή θα νικήσει κανείς και θα ζήσει, ή θα πληγωθεί και θα πεθάνει.
Πληγή μάλιστα που οδηγεί στο θάνατο είναι η κάθε αμετανόητη και ανεξομολόγητη αμαρτία, και το να πέσει κάποιος σε απελπισία, κάτι που εξαρτάται από τη δική μας προαίρεση και θέληση. Διότι, αν εμείς δεν παραδώσουμε τους εαυτούς μας στο λάκκο της αμέλειας και της απελπισίας, δεν θα έχουν καμία εντελώς ισχύ εναντίον μας οι δαίμονες. Αλλά όμως, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια, και με το πλήγωμά μας, πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι το να σηκωθεί πάλι κάποιος μετά το πλήγωμα και το θάνατο και να πολεμά, είναι γνώρισμα των πολύ γενναίων και πολύ ανδρείων ανθρώπων, κάτι που και πολύ αξίζει, και είναι γεμάτο από θαυμασμό. Διότι το να φυλαχθούμε βέβαια απλήγωτοι δεν είναι απ’ αυτά που εξαρτώνται από μας, το να γίνουμε όμως θνητοί ή αθάνατοι είναι απ’ αυτά που εξαρτώνται από μας. Διότι, αν εμείς δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα έχει εξουσία επάνω μας, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, καταφεύγοντας με μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό μας.
Γι’ αυτό λοιπόν παροτρύνω τον εαυτό μου και όλους εσάς να δείξουμε με τις καλές μας πράξεις κάθε προθυμία, κάθε ανδρεία υπομονής και καρτερίας, ώστε βαδίζοντας το δρόμο μας με την τήρηση όλων των εντολών και των προσταγμάτων του Χριστού με προθυμία ψυχής, να φθάσουμε με την καθοδήγηση του Πνεύματος στις αιώνιες διαμονές, και να αξιωθούμε να παρουσιασθούμε μπροστά στη μία και αδιαίρετη Τριάδα, και να την προσκυνήσουμε στο πρόσωπο του Χριστού και Θεού μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Λουκ. 6, 37
2. Πρβ. Ματθ. 23, 3
3. Ψαλμ. 118, 62
4. Ψαλμ. 118, 103
5. Ψαλμ. 18, 11
6. Ψαλμ. 33, 9
7. Αναφέρεται στο χρέος του ως ηγούμενος.
8. Πρβ. Ματθ. 16, 27
9. Αναφέρεται στις υποσχέσεις της μοναχικής κουράς.
10. Ματθ. 6, 31 και 34
11. Α’ Τιμ. 6, 8
12. Ματθ. 16, 27
13. Πρώτη η συμφωνία του βαπτίσματος, δεύτερη η συμφωνία της μοναχικής κουράς.
14. Πρβ. Ματθ. 5, 28
15. Πρβ. Ματθ. 12, 36
16. Εφ. 4, 29
17. Ματθ. 12, 36
18. Ματθ. 10, 42. Μάρκ. 9, 41
19. Εβρ. 4, 12
20. Ματθ. 5, 28
21. Πρβ. Ρωμ. 7, 9
22. Πρβ. Ρωμ. 7, 17 και 20
23. Πρβ. Ρωμ. 7, 10
24. Ψαλμ. 4, 5
25. Ιω. 5, 39
26. Πρβ. Α’ Ιω. 4, 1
27. Πρβ. Εβρ. 4, 12
28. Πρβ. Ιακ. 1, 2

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.