12 Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Συμεών του νέου Θεολόγου: Βίος, έργα, Διδασκαλία, Ακολουθία.

Συμεών ο Νέος Θεολόγος (956 – 1037).

Πηγές.
Αυθεντικές πληροφορίες για τη ζωή, την πολιτεία και τη διδασκαλία του θεοφόρου πατρός της Εκκλησίας μας Συμεών του Νέου Θεολόγου αντλούμε από το θαυμάσιο κείμενο του Βίου του,1 γραμμένο από το μαθητή και βιογράφο του Νικήτα Στηθάτο. Αλλά και όσα με αλληγορικό τρόπο από ταπείνωση αναφέρει ο ίδιος ο Όσιος στις Κατηχήσεις και Ευχαριστίες για το πρόσωπό του συμπληρώνουν και επιβεβαιώνουν αυτά που ο μαθητής και βιογράφος του με σεβασμό και αγάπη κατέγραψε.

Βίος. Γέννηση, καταγωγή, παιδεία. Ο θεοφόρος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γεννήθηκε στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από ευλαβείς γονείς, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ, που ανήκαν στην τοπική αριστοκρατία και ήθελαν να μορφώσουν το τέκνο τους, γι’ αυτό και από την πρώιμη παιδική ηλικία, περίπου έξι χρόνων, το έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, στους πάππους του, που κατείχαν ένδοξη θέση στο παλάτι.

Για το έτος της γέννησής του υπάρχει αμφισβήτηση, που δημιουργήθηκε κυρίως από την αρχική αβασάνιστη χρονολόγηση που έκανε ο Ir. Hausherr, πρώτος εκδότης του Βίου του οσίου πατρός, που συνέγραψε ο μαθητής και βιογράφος του Νικήτας
Στηθάτος. Κατά τον Hausherr ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος γεννήθηκε το 949 και πέθανε το 1022. Αυτή τη χρονολόγηση δέχονται οι περισσότεροι ερευνητές της ζωής του, αλλά από τις μαρτυρίες που έχουμε από το βίο και τους Λόγους του και από τα ιστορικά δεδομένα των χρόνων της ζωής του θεοφόρου πατρός η χρονολόγηση στην οποία κατέληξε ο καθηγητής Παν. Χρήστου, προτείνοντας ως έτος γέννησης το 956 και έτος κοίμησις το 1037, είναι βεβαιότερη και ιστορικά τεκμηριωμένη.2
Στην Κωνσταντινούπολη διδάχθηκε ως τα δεκατέσσερά του χρόνια τη γραμματική και τα γλωσσικά μαθήματα και συνέχισε με τη ρητορική και τη φιλοσοφία προοδεύοντας σε σύνεση και σε ωριμότητα, χωρίς προσήλωση και ροπή στην κοσμική γνώση και παιδεία. Ο βιογράφος του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ο άνδρας αυτός ήταν από την παιδική του ηλικία πολύ συνετός και απέφευγε τις αφορμές για την κατάκρισή του, και ενώ δεν τις απέφυγε εντελώς, ωστόσο δεν τις προτίμησε, αλλά με το να αγγίξει προσωρινά την ωφέλεια που προερχόταν από την κοσμική γνώση και παιδεία, και να διδαχθεί μόνο το μάθημα που λέγεται γραμματική, αποτίναξε από τον εαυτό του τα άλλα μαθήματα, ή και, για να εκφραστούμε έτσι, το σύνολο της κοσμικής γνώσης και παιδείας, και ξέφυγε τη βλάβη από τους συμφοιτητές του».3
Νεανικά χρόνια. Με τη μεσολάβηση του θείου του, που κατείχε τιμητική θέση στο παλάτι, έγινε από νωρίς σπαθαροκουβικουλάριος, αυλικός δηλαδή φύλακας και υπασπιστής, αλλά και μέλος της συγκλήτου, κοντά στους σχεδόν συνομήλικους βασιλόπαιδες Βασίλειο και Κωνσταντίνο, γιους του Ρωμανού Β’ που ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς κηδεμόνευε ως πατριός, όταν νυμφεύθηκε τη μητέρα τους, βασίλισσα Θεοφανώ. Αλλά η στυγερή δολοφονία του ηρωικού και ευλαβή αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά (969) από τον ευνοούμενο ανεψιό του Ιωάννη Τσιμισκή και ο ξαφνικός θάνατος του θείου του αναθέρμαναν την πρόθεση της νεανικής του καρδιάς να καταφύγει στη Μονή του Στουδίου, όπου ασκήτευε ο ονομαστός γέροντας Συμεών ο Ευλαβής, που είχε γίνει για τον όσιο Συμεών από τη νεότητά του ο πνευματικός του πατέρας και διδάσκαλος.4 Αυτή του την πρόθεση ανέκοψε ο διακριτικός του οδηγός, συγκρατώντας τη νεανική του ορμή, ως πρόωρη,5 για ευθετότερο καιρό, για να καταρτισθεί περισσότερο, και να ωριμάσει και να αυξηθεί μέσα του η επιπόθηση της αποταγής του κόσμου. Μιλώντας αργότερα για τα πρόσωπα και τα πράγματα που επηρέασαν θετικά ή αρνητικά τη ζωή του, κάνει ωφέλιμες αναγωγές, παρομοιάζοντας τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στο παλάτι με την Αίγυπτο, και τον πνευματικό του πατέρα Συμεών τον Ευλαβή με τον Μωυσή, διότι αυτός τον έβγαλε από τη δουλεία στις κοσμικές μέριμνες και επιδιώξεις.6
Για τον πνευματικό του αγώνα και τις πνευματικές του εμπειρίες, κατά τα χρόνια της νεότητάς του, αλλά και της ανδρικής ηλικίας, μας πληροφορεί ο μαθητής και βιογράφος του Νικήτας Στηθάτος,7 αλλά και ο ίδιος ο Όσιος, με αλληγορικό συνήθως τρόπο, με παράλληλες αναφορές και μνείες, που κάθε τόσο συναντούμε στα κείμενα των ιερών συγγραμμάτων του.
Επιστρέφοντας από τη Μονή του Στουδίου στην κατοικία του, επιδίδεται, κατά τον βιογράφο του, στην προσευχή και στην ανάγνωση, χωρίς διόλου να αποστεί από την υπακοή στον πνευματικό του πατέρα.8 Μελετά τους Λόγους του αγίου Μάρκου του Ασκητή και του αγίου Διαδόχου επισκόπου Φωτικής από το βιβλίο, που κάποτε του είχε δώσει ο πνευματικός του πατέρας,9 και προσέχει ιδιαίτερα, σαν να διάβαζε για πρώτη φορά και να άκουε από το στόμα του Θεού το λόγο, «Αν ζητάς ωφέλεια, φρόντισε τη συνείδησή σου, και κάνε όσα λέει αυτή, και θα βρεις ωφέλεια»,10 αλλά και αρχίζει να φροντίζει τη συνείδησή του τόσο, ώστε αυτή να του υποδεικνύει τα πνευματικά και τα ωφέλιμα, και παρατείνει την προσευχή και τη μελέτη ως τα χαράματα. Γι’ αυτό και δεν αργούν οι θείες επισκέψεις με οπτασίες και αποκαλύψεις.
Σ’ αυτό το διάστημα αναφέρεται και η πρώτη θαυμαστή εμπειρία, που μνημονεύεται στο κείμενο του Βίου του, από το μαθητή και βιογράφο του, αλλά και από τον ίδιο στην 22η κατήχησή του. Στο κείμενο του Βίου του αναφέρεται ότι «Την ώρα, που στεκόταν σε προσευχή, και ενωνόταν με καθαρό νου με τον πρώτο καθαρό νου, είδε ξαφνικά να λάμπει από ψηλά, από τους ουρανούς, λαμπρό και άπλετο φως, που φώτισε τα πάντα και έκανε τη νύχτα φωτεινή σαν μέρα, ώστε να νομίσει και ο ίδιος, πλημμυρισμένος απ’ αυτό το φως, ότι όλος ο οίκος μαζί με το κελλί, όπου στεκόταν, εξαφανίστηκε αναπάντεχα και έγινε ευθύς ανύπαρκτος, και ότι ο εαυτός του αρπάχθηκε στον αέρα και λησμόνησε ολότελα το σώμα του»,11 και ότι είδε μέσα σ’ αυτό το φως και «μία φωτεινότατη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη και γεμάτη από την ανέκφραστη δόξα του Θεού, στο ύψος του ουρανού, και από τα δεξιά αυτής της νεφέλης να στέκεται ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής».12
Αυτή η οπτασία άναψε ακόμη περισσότερο μέσα του τον πόθο να καταφύγει στη Μονή του Στουδίου κοντά στον πνευματικό του πατέρα, τον Συμεών τον Ευλαβή, αλλά ο διακριτικός γέροντας, προβλέποντας ότι ο καιρός ήταν ακατάλληλος, αλλά και η νεανική απαλότητα ανασφαλής για τη σκληρή άσκηση του μοναχικού βίου, έκρινε ότι δεν έπρεπε ακόμη να προχωρήσει στην κουρά του. Απεναντίας, όταν ύστερα από παρέλευση έξι χρόνων ήρθε ο καιρός, επειδή, εκτελώντας κάποια βασιλική αποστολή, θα πήγαινε στη γενέτειρά του, και προσήλθε στη Μονή του Στουδίου, για να πάρει «ευλογία» από τον Συμεών τον Ευλαβή, γι’ αυτή την αναχώρηση, ο διακριτικός γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε απερίφραστα: «Τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός, που, αν θέλεις, πρέπει να αλλάξεις το ένδυμα και τον βίο».
Αυτός ο λόγος, κατά τον βιογράφο του, έπεσε στην καρδιά του νέου σαν «άνθρακας αναμμένος», ώστε με εύλογο, παράπονο να πει: «Γιατί, πατέρα, δεν το είπες αυτό σ’ εμένα το τέκνο σου νωρίτερα; Αλλά και τώρα ακόμη απαρνούμαι τον κόσμο και όλα τα εγκόσμια˙ και επειδή με την πρόφαση της βασιλικής υπηρεσίας, που μου ανατέθηκε, βιάζομαι να αναχωρήσω στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, θα παραλάβω από εκεί όλα τα υπάρχοντά μου, και θα επιστρέψω, και θα τα αποθέσω όλα και όλο τον εαυτό μου στα χέρια της αγιότητάς σου».13
Με σταθερή την απόφαση να απαρνηθεί τον κόσμο και τα εγκόσμια αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη και επισκέφθηκε τη γενέτειρά του και τους οικείους του (978), έχοντας διαρκώς στο νου και στην καρδιά του τον πόθο της επιστροφής. Ο πατέρας του, που αντιλήφθηκε το σκοπό της τόσο βιαστικής του επιστροφής, «τον πήρε ιδιαιτέρως και άρχισε», κατά τον βιογράφο του, «να τον παρακαλεί με δάκρυα, λέγοντας˙ ¨Μη με αφήσεις, τέκνο μου, στα γηρατειά μου παρακαλώ˙ όπως βλέπεις άλλωστε το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αναχώρησής μου από τον κόσμο δεν είναι μακριά˙ όταν λοιπόν σκεπάσεις το σώμα μου στον τάφο, τότε βάδισε όπου θέλεις, και πήγαινε όπου ποθείς¨».14 «Αλλά ο γιος», κατά τον βιογράφο του, «επειδή ξεπέρασε τους νόμους της φύσης, και προτίμησε τον ουράνιο Πατέρα από τον επίγειο, απάντησε˙ ¨Είναι αδύνατο να μείνω άλλο στον κόσμο, έστω και λίγο, διότι δεν γνωρίζουμε τι θα φέρει η άλλη μέρα˙ και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την υπηρεσία του Χριστού είναι σφαλερό και επικίνδυν層.15
Απαρνήθηκε ευθύς, εγγράφως, και χωρίς δισταγμό όλη την πατρική περιουσία, παίρνοντας μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα και τους υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλους πόρους, «ανέβηκε σ’ ένα άλογο, και έφυγε, καλπάζοντας όπως ο Λωτ, χωρίς διόλου να γυρίσει πίσω στους θρήνους των συγγενών και χωρίς να φροντίσει για τη δημόσια υπηρεσία που του είχε ανατεθεί». Διότι «τόσο πιο δυνατός από κάθε άλλο πράγμα, ακόμη και από την ίδια τη φυσική αγάπη προς τους γονείς, είναι ο φλογερός έρωτας προς τον ουράνιο Πατέρα».16

Στη Μονή Στουδίου.

Επιστρέφοντας από τη γενέτειρά του στην Κωνσταντινούπολη, προσέρχεται «προς εκείνον τον θείο γέροντα» σαν διψασμένο ελάφι, και προσπέφτει «σ’ αυτόν σαν στον ίδιο τον Δεσπότη Χριστό»17 αποθέτοντας όλα τα υπάρχοντά του στα πόδια του. Για την ταπείνωση και την πίστη του γίνεται δεκτός με εισήγηση του γέροντά του από τον ηγούμενο της Μονής του Στουδίου και μπαίνει στην απόλυτη υπακοή του ίδιου του διακριτικού Συμεών του Ευλαβή. Αλλά αυτή η απόλυτη υπακοή στο γέροντά του, ασύμφωνη με το κοινοβιακό τυπικό της Μονής, παρερμηνεύεται από τους αμελέστερους, ώστε να δημιουργηθούν σύντομα οξύτατες αντιδράσεις. Άλλωστε και η ασκητική βιοτή και αναστροφή του αρχάριου ανάμεσα σ’ εκείνους, που είχαν λάβει από καιρό το μοναχικό σχήμα και είχαν εκτραπεί στη συνήθη αμέλεια, αποτέλεσε έλεγχο της ραθυμίας τους. Σ’ αυτούς, που αντιδρούν, προστίθεται και ο ηγούμενος της Μονής, από φθόνο προς το γέροντα Συμεών τον Ευλαβή, ώστε αυτός να σκέφτεται ή να τον μετακινήσει από τον τρόπο της βιοτής του και να
τον αποσπάσει από τον πνευματικό του πατέρα, ή να τον αποπέμψει από τη Μονή του Στουδίου. Στους αδελφούς και στον ηγούμενο, που αντιδρούσαν, προστέθηκαν με τον καιρό και κάποιοι κοσμικοί, αλλά και ο φυσικός του πατέρας, προσπαθώντας να τον αποσπάσει από την αδελφότητα και να ματαιώσει την αποταγή του.
Αλλά στις περιστάσεις αυτές ο διακριτικός γέροντάς του Συμεών ο Ευλαβής γύμναζε με τις νουθεσίες του τον αθλητή και αγωνιστή σε ανδρεία και καρτερία, λέγοντας˙ «Βάσταξε, τέκνο μου, γενναία τους πειρασμούς, που προξενούνται σ’ εσένα από τους δαίμονες, διότι με τους πειρασμούς δοκιμάζεται η αρετή μας».18 Ο αρχάριος ασκητής, ακούγοντας τα λόγια της πνευματικής νουθεσίας του γέροντά του, έπεσε στα πόδια του και ικέτευε από ταπείνωση να λάβει τη χάρη με τις ευχές του παρά με τα έργα και τους κόπους του, ώστε ο φιλόστοργος γέροντάς του, λυγίζοντας από οίκτο, να αποκριθεί: «Σήκω, τέκνο μου, και εγώ ο ίδιος είμαι άνθρωπος, αλλά παίρνοντας θάρρος από τη φιλανθρωπία του Θεού, σου λέω ότι ο Θεός θα σου δωρίσει διπλή τη χάρη του από όση δώρισε σ’ εμένα». Την ίδια εκείνη ώρα, κατά τον βιογράφο του, ενώ αποχωρούσε για το κελλί του, τον περιέλαμψε φως από τον ουρανό, όμοιο με αστραπή, και γέμισε τον νου του με γλυκύτατη ευφροσύνη, και η ευφροσύνη αυτή έκανε την ψυχή του να φτερουγίσει σε περισσότερο έρωτα Θεού. Και τότε,
έγινε θαύμα φρικτό: «Είδε με τρόπο πνευματικό μία φωτόμορφη νεφέλη, ότι έπεσε επάνω σε όλη την ύπαρξή του, και ότι προξένησε μέσα στην ψυχή του κάθε απόλαυση και γλυκύτητα, και τη γέμισε από θεία χάρη».19

Στη Μονή του αγίου Μάμαντος. Στην αφόρητη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί για τον αρχάριο αλλά σταθερό στην υπακοή και στο φρόνημά του υποτακτικό, ο διακριτικός γέροντάς του Συμεών ο Ευλαβής απευθύνεται στον ονομαστό για την αρετή του ηγούμενο της Μονής του αγίου Μάμαντος της Ξηροκέρκου Αντώνιο, όπου και γίνεται δεκτός ως δόκιμος μοναχός, σε ηλικία 27 χρόνων, ώστε μετά από διετή δοκιμασία να δεχθεί τη μοναχική κουρά και να ονομασθεί Συμεών, διατηρώντας και κατά το όνομα την πνευματική σχέση με τον γέροντά του. Στη Μονή του αγίου Μάμαντος της Ξηροκέρκου, μετά την εκδημία του ηγουμένου Αντωνίου, χειροτονείται πρεσβύτερος, και με την ψήφο των μοναχών και του πατριάρχη Νικολάου Χρυσοβέργη αναδεικνύεται ηγούμενος (988). Κατά την χειροτονία του, όπως αναφέρει ο μαθητής και βιογράφος του, «είδε το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει σαν άπειρο φως, απλό και άμορφο, και να σκεπάζει το κεφάλι του˙ και το έβλεπε να κατεβαίνει, όταν λειτουργούσε, στα σαράντα οκτώ χρόνια της ιερουργίας του».20

Η αρχαία Μονή του αγίου Μάμαντος της Ξηροκέρκου, που είχε ιδρυθεί στα χρόνια του Ιουστινιανού και που ο ναός είχε κτισθεί στα χρόνια του Μαυρικίου, μετά από τετρακόσια τόσα χρόνια, ήταν φτωχή και μισοερειπωμένη. Ο νέος ηγούμενος έπρεπε να φροντίσει για την ανακαίνισή της, ώστε να κατεδαφίσει τα ετοιμόρροπα και σαθρά κτίρια, να οικοδομήσει νέα από τα θεμέλιά τους, και να ευπρεπίσει το καθολικό της με μάρμαρα και εικόνες. Απαραίτητη ήταν συγχρόνως και η πνευματική ανακαίνιση και καλλιέργεια της μοναστικής αδελφότητας με τη διδαχή και την παρακίνηση των αδελφών στην επιμέλεια του ασκητικού βίου.21 Η μέριμνα και η φροντίδα του, ως ηγουμένου, να καλλιεργήσει στενό δεσμό με τους πατέρες και τους αδελφούς της Μονής, κατά το παράδειγμα του γέροντός του, για να τους οδηγήσει στον Χριστό και στο φως του, ήταν αδιάκοπη και μεγάλη, αλλά δεν έβρισκε ανάλογη ανταπόκριση, διότι η «μυστική οδός» είχε από καιρό αγνοηθεί και λησμονηθεί, ως υπόθεση δήθεν της μέλλουσας ζωής και όχι ως εργασία και σκοπός το παρόντος βίου.

Η ποιμαντική του διακονία, ως ηγουμένου, συνάντησε από την αρχή ακόμη την αδιαφορία και την αντίδραση των αμελέστερων μοναχών σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε κάποια ορθρινή κατήχηση, μόλις άρχισε να ελέγχει, να επιπλήττει, να νουθετεί και να συμβουλεύει τους αδελφούς, «ξαφνικά, κάπου τριάντα απ’ αυτούς, αφού διέρρηξαν τους μανδύες τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και τον Καϊάφα, κινήθηκαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, και αφού ανατάραξαν όλη την εκκλησία, σήκωσαν με θράσος τα άνομα χέρια τους, για να τον συλλάβουν και να τον κατασπαράξουν σαν θηρία», αλλά η χάρη που κατοικούσε μέσα του τους κράτησε μακριά και τους απομάκρυνε.22 Έξαλλοι και εξαγριωμένοι προσέφυγαν, για να δικαιωθούν, στον πατριάρχη Σισίννιο, και όχι μόνο δε βρήκαν δικαίωση, αλλά και τιμωρήθηκαν για το φθόνο και τη μανία τους με εξορία από το μοναστήρι και από τον τόπο. Ο όσιος Συμεών, όταν είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, ζήτησε από τον πατριάρχη με θρήνους να ανακαλέσει τη δίκαιη απόφασή του για
εξορία, περιορίζοντάς την μόνο σε απαγόρευση να μπουν στη Μονή.23 Επειδή μάλιστα δεν υπέφερε να βλέπει την «αυλή των προβάτων του Χριστού» άδεια, για να συμφιλιώσει το ποίμνιό του με τον εαυτό το και με τον Θεό και να το συναθροίσει κοντά του, άρχισε να ερευνά τους τόπους της πόλης, όπου ο καθένας από τους αποστάτες διέμενε, αποστέλλοντας αυτά που χρειάζονταν για τη συντήρησή τους, και να τους επισκέπτεται πατρικά με ταπεινό τρόπο και να κάθεται κοντά τους και να απευθύνει λόγια αγάπης, και παρηγορίας, για να μαλακώσει τη σκληρότητα της καρδιάς του, ώστε να επιστρέψουν μετανοημένοι στη Μονή και να ειρηνεύσει η αδελφότητα.24
Κατά τη μακρά περίοδο αδιατάρακτης ηγουμενίας που ακολούθησε, η Μονή του αγίου Μάμαντος έγινε πνευματική καταφυγή, όπου κατέφευγαν οι μαθητές του, για να διδαχθούν την αλήθεια και την πίστη και να ακούσουν λόγο παρηγορίας και παραμυθίας από το στόμα του. Ανάμεσα στους μαθητές του αναφέρουν επιφανή πρόσωπα, όπως ο μοναχός Αρσένιος, που τον διαδέχθηκε με δική του υπόδειξη στην ηγουμενία της Μονής του αγίου Μάμαντος, και ο Ιταλός επίσκοπος Ιερόθεος, από βυζαντινή επαρχία της Ιταλίας, και ο πατρίκιος Γενέσιος, και ο κρατικός αξιωματούχος Χριστοφόρος, καθώς και ο πιστός μαθητής και βιογράφος του Νικήτας Στηθάτος.
Ο θεοφόρος Συμεών, μετά από εικοσιπέντε χρόνια ηγουμενίας, παραδίδοντας τη διακονία του ηγουμένου της Μονής του αγίου Μάμαντος στο μαθητή του Αρσένιο, αποσύρεται οικειοθελώς (1013), για να επιδοθεί απερίσπαστος στον ησυχαστικό βίο, σε κάποια γωνιά της Μονής, όπου «ησυχάζοντας», κατά τον βιογράφο του, «ασκούσε την εργασία που αρμόζει στους ησυχαστές».25
Αλλά δεν άργησαν πολύ να προβάλλουν και πάλι νέες αντιδράσεις, που ως αφορμή είχαν τώρα τον εορτασμό της μνήμης του μακαριστού Συμεών του Ευλαβή. Ο θεοφόρος Συμεών, δηλαδή, ως ηγούμενος ακόμη, είχε συναριθμήσει το γέροντά του Συμεών τον Ευλαβή ανάμεσα στους εορταζόμενους αγίους, διότι «εόρταζε κάθε χρόνο τη μνήμη του, σύμφωνα με την παράδοση των αποστόλων, λαμπρά, μαζί με όλους τους αγίους, αφού αναζωγράφισε την ιστορία της εικόνας του ως ζωγραφιστή στήλη αρετής».26 Ο ευγνώμων μαθητής είχε καθιερώσει για το σοφό διδάσκαλό του, γνωρίζοντας καλά τον αποστολικό του βίο και την αγιότητά του, ετήσιο εορτασμό στη μνήμη του, και είχε συγγράψει τον βίο του, και είχε συνθέσει ακολουθία με ύμνους και εγκώμια. Μιλώντας μάλιστα για τον όσιο γέροντά του, έλεγε συχνά «εγώ μαθήτευσα σε πνευματικό πατέρα, που δεν έλαβε χειροτονία από ανθρώπους»,27 αλλά που ωστόσο ασκούσε πράξεις, που ανήκουν στους ιερείς˙ τελούσε δηλαδή κουρές μοναχών και δεχόταν εξαγορεύσεις αμαρτιών και λογισμών και καθοδηγούσε ψυχές, όπως συνήθιζαν οι
παλαιοί γέροντες της ερήμου˙ ώστε να προκαλεί γι’ αυτά αντιδράσεις.
Η απόδοση τιμής αγίου στον Συμεών τον Ευλαβή από το μαθητή του έγινε «πιθανώς αμέσως μετά το θάνατό του, ίσως στο τεσσαρακονθήμερο ή στο ετήσιο μνημόσυνο».28 Και επειδή η Μονή του αγίου Μάμαντος ήταν μέσα στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στη Μονή του Στουδίου, και η τέλεση του μνημοσύνου έγινε πανηγυρικά, η είδηση έφθασε σύντομα στο Πατριαρχείο. Ο επίσημος ετήσιος εορτασμός της μνήμης του οσίου Συμεών του Ευλαβή συνεχίσθηκε απρόσκοπτα και τα επόμενα χρόνια, ώστε να εκδηλωθεί επίσημα και η αντίδραση από τον σύγκελλο του πατριάρχη, επίσκοπο Στέφανο Νικομηδείας, από τους λογιότερους άνδρες του Βυζαντίου, που αιτία είχε το φθόνο του προς τον θεοφόρο Συμεών, διότι δεν ανεχόταν να ακούει για την αγιότητα και τη συγγραφική του δεινότητα. Ο σύγκελλος Στέφανος Νικομηδείας, κατηγορώντας τον Συμεών, ότι «τον πνευματικό του πατέρα, αν και είναι αμαρτωλός, τον ανυμνεί μαζί με τους αγίους»,29 έπεισε τη σύνοδο των αρχιερέων της Εκκλησίας να διερευνήσει δικαστικά το ζήτημα, αλλά παρ’ όλα αυτά η κατάληξη της δικαστικής
διερεύνησης δικαίωσε τον όσιο Συμεών.
Ο Στέφανος Νικομηδείας όμως παρ’ όλα αυτά υποχώρησε, αλλά με τη συνεργία μοναχών, που εχθρεύονταν τον Συμεών, έκλεψε από τη Μονή του αγίου Μάμαντος την εικόνα, που είχε ιστορηθεί και παρίστανε τον Συμεών τον Ευλαβή μαζί με τον Χριστό και άλλους αγίους, και την προσκόμισε ως τεκμήριο κατηγορίας στον πατριάρχη, ώστε ο Συμεών να κληθεί τώρα για το ζήτημα της εικόνας σε νέα απολογία από τη σύνοδο, όπου με παρρησία, μπροστά στον πατριάρχη και τους συνοδικούς αρχιερείς, να πει, απολογούμενος: «Εγώ, εξετάζοντας τον εαυτό μου λογικά, δεν έχω κάνει τίποτε το ασυνήθιστο και ξένο προς την παράδοση των πατέρων και αποστόλων, αλλά έπραξα, όπως μας άφησαν από την αρχή ως παρακαταθήκη οι πατέρες μας, που διαδοχικά παρέλαβαν τα έθιμα και τους τύπους της Εκκλησίας των πιστών, να αγιογραφούμε δηλαδή τις μορφές των αγίων πατέρων μας και να τις τιμούμε και να τις ασπαζόμαστε, επειδή η τιμή μεταφέρεται στο πρωτότυπο,30 στον ίδιο δηλαδή τον Χριστό, που φορούμε την εικόνα του, αν και ο ίδιος δεν απαξίωσε να αναδεχθεί τη δική μας
εικόνα˙ αγιογράφησα δηλαδή αυτή την εικόνα του,31 επειδή είναι δούλος του Χριστού και φορά τα μέλη του και έγινε σύμμορφος με την εικόνα του, που, επειδή τη σέβομαι, την ασπάζομαι, προσκυνώντας τον Χριστό στο πρόσωπο αυτού του αγίου, αλλά και τον ίδιο τον άγιο στο πρόσωπο του Χριστού και Θεού, επειδή ο ίδιος ο άγιος υπάρχει μέσα στον Χριστό, δια μέσου του Πνεύματος, και ο Χριστός υπάρχει μέσα στον Θεό και Πατέρα, και ο Πατέρας υπάρχει μέσα στον Χριστό και Θεό, σύμφωνα με το ιερό χωρίο˙ ¨Εκείνη τη μέρα¨, λέει, ¨θα γνωρίσετε εσείς ότι εγώ υπάρχω μέσα στον Πατέρα μου και εσείς υπάρχετε μέσα σ’ εμένα και εγώ υπάρχω μέσα σ’ εσάς¨ (Ιωάν. 14, 20)».32
Παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος Νικομηδείας, με την επιμονή και τις διαβολές του, παρέσυρε τον πατριάρχη Σέργιο και όλους τους συνοδικούς αρχιερείς να απαγορεύσουν με συνοδική απόφαση τη δημόσια απόδοση τιμών στο μακαριστό Συμεών τον Ευλαβή και να εξορίσουν τον θεοφόρο Συμεών τον Νέο Θεολόγο στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, στην περιοχή της Χρυσοπόλεως, σε τόπο αφιλόξενο, μέσα στις δύσκολες καιρικές συνθήκες του χειμώνα (3 Ιαν. 1020).

Υποσημειώσεις.

1. Νικήτα Στηθάτου, βίος και πολιτεία του αγίου πατρός Συμεών του Νέου Θεολόγου, έκδ. Ι. Hausherr, Orientalia Christiana XII, 45, Roma 1928, Νικήτα Στηθάτου, βίος και πολιτεία κλπ. ΕΠΕ 19Α, σσ’ 9- 327, Θεσσαλονίκη 1983.
2. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 11, 537 – 538. ΕΠΕ 19Α, σσ’ 12 – 24.
3. Νικήτα Στηθάτου, βίος και πολιτεία κλπ. ΕΠΕ 19Α, σ’. 36.
4. Όπου παραπάνω, σσ’ 38, 40.
5. ΕΠΕ 19ΑΜ σ’. 40
6. Ύμνος ιη’, 135. Συμεών του Νέου Θεολόγου Έργα, τ. 3ος, Ύμνοι, σ’. 128 Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1990.
7. ΕΠΕ 19Α, σ’. 34 – 55.
8. ΕΠΕ 19Α, σ’ 40
9. ΕΠΕ 19Α, σ’ 40
10. Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, περί του πνευματικού νόμου 69. Φιλοκαλία Α’, σ’. 133. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1984
11. ΕΠΕ 19Α, σ’. 42
12. ΕΠΕ 19Α, σ’. 44
13. ΕΠΕ 19Α, σ’. 46.
14. ΕΠΕ 19Α, σ’ 50.
15. ΕΠΕ 19Α, σ’. 52.
16. ΕΠΕ 19Α, σ’ 52.
17. ΕΠΕ 19Α, σ’ 54.
18. ΕΠΕ 19Α, σ’. 66
19. ΕΠΕ 19Α, σ’. 68
20. ΕΠΕ 19Α σ’. 84
21. Λόγος δέκατος ένατος, σ’. 211.
22. ΕΠΕ 19Α, σ’. 96
23. ΕΠΕ 19Α, σ’ 98
24. ΕΠΕ 19Α, σ’ 100.
25. ΕΠΕ 19Α, σ’ 156.
26. ΕΠΕ 19Α, σ’ 158
27. Επιστολή 1. Κ. Holl, Enthusiasmus und Bussgewalt, σ’ 127
28. Παν. Χρήστου, Εισαγωγή, ΕΠΕ 19Α, σ’. 342
29. ΕΠΕ 19Α, σ’ 172
30. Μ. Βασιλείου, Περί του αγίου Πνεύματος, 18, PG. 32, 149C
31. Εννοεί την εικόνα του Συμεών του Ευλαβή.
32. ΕΠΕ 19Α, σ’. 186.

Στη Μονή της αγίας Μαρίνας. Ο θεοφόρος Συμεών, εξόριστος στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, βρίσκει καταφυγή στο ερημοκκλήσι της αγίας Μαρίνας, που με τη γύρω περιοχή ανήκε στον μαθητή του Χριστοφόρο, ανώτερο αξιωματούχο του Βυζαντίου, ο οποίος έσπευσε να συμπαρασταθεί τον διδάσκαλό του, και στο αίτημά του να του παραχωρήσει το ερημοκκλήσι της αγίας Μαρίνας, προσέφερε όλο τον τόπο, για να τον καταστήσει σε λίγο με τη χάρη του Θεού «μονήν μοναστών και οίκον σωζομένων».1

Στο ερημοκκλήσι της αγίας Μαρίνας, όπου προσέτρεχαν πολλοί για να τον γνωρίσουν και να ωφεληθούν, διότι η φήμη του διαδιδόταν και έλαμπε σαν αστραπή, ο θεοφόρος Συμεών διηγόταν τις σκευωρίες των κατηγόρων του,2 και έκανε άλλους να χύνουν δάκρυα συμπαθείας, καθώς έβλεπαν τα γηρατειά και τη γυμνότητά του, και άλλους να τον μακαρίζουν λέγοντας: «Μακάριος είσαι, πάτερ, που υπέμεινες διωγμό και ονειδισμούς για χάρη της δικαιοσύνης» (πρβ. Ματθ. 5, 10). Για να αποδείξει μάλιστα την αθωότητά του και να ξεσκεπάσει την αιτία της εξορίας του, συνέταξε υπόμνημα σχετικό με τις ταλαιπωρίες του και το απηύθυνε στον πατριάρχη Σέργιο με επιστολή, γραμμένη με απλά και απέριττα λόγια, διακηρύττοντας την πίστη και το φρόνημά του, που το έστειλε στον πατρίκιο Γενέσιο και στους άρχοντες, που τον είχαν διδάσκαλό τους, για να το διαβιβάσουν στον πατριάρχη και στους αρχιερείς της Εκκλησίας. Ο Γενέσιος και οι άρχοντες συναντώντας τον πατριάρχη και συζητώντας μαζί του, για την υπόθεση της εξορίας, προξένησαν σ’ αυτόν φόβο, ελέγχοντας
την παρανομία που έγινε και δίνοντας στα χέρια του το υπόμνημα και την επιστολή. Ο Πατριάρχης, επειδή είδε τους άρχοντες να είναι πολλοί και επιφανείς, αλλά και διέκρινε συγχρόνως την υπόληψη που είχαν στην κοινωνία, από φόβο μήπως τα γεγονότα μαθευτούν από τον αυτοκράτορα, έδωσε εντολή να διαβασθεί το υπόμνημα και η επιστολή στη σύνοδο των αρχιερέων. Ο Νικήτας Στηθάτος, αναφερόμενος στην υπόθεση της επίδοσης το υπομνήματος και της επιστολής, λέει ότι, «καθώς διαβάζονταν το υπόμνημα και η επιστολή στην πατριαρχική σύνοδο, και οι μητροπολίτες άκουγαν με προσοχή τα γραφόμενα, άλλοι απ’ αυτούς κατηγορούσαν τον σύγκελλο του πατριάρχη, ότι δηλαδή εκείνος κατασκεύασε τη σκευωρία σε βάρος του Οσίου, και έκλαιγαν με στεναγμούς για την απόφαση της εξορίας που είχαν λάβει, και άλλοι υποστήριζαν το φρόνημά του και την καθαρότητα της βιοτής του».3
Ο θεοφόρος Συμεών ανακαλείται από την εξορία, και αφήνεται να μένει στο εξής «όπου θέλει, και να συναναστρέφεται με τους μαθητές του, και να πανηγυρίζει τη μνήμη του πνευματικού του πατέρα, χωρίς να εμποδίζεται από το πατριαρχείο και χωρίς περιορισμό, είτε στα προάστια είτε μέσα στην πόλη».4 Εκείνος ωστόσο, προτιμώντας τη ησυχία, αποσύρεται στον τόπο, όπου ήταν το ερημοκκλήσι της αγίας Μαρίνας, κτίζοντας εκεί μονύδριο και συγκροτώντας νέο μοναστικό ποίμνιο.5

Η κοίμηση. Στις 12 Μαρτίου του 1037, «ο ξακουστός και πολύαθλος αθλητής του Χριστού», περιστοιχούμενος από τους μαθητές του, «αναπαύθηκε εν Κυρίω», αφού κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια, όπως συνήθιζε να κάνει καθημερινά, και αφού είπε το «Αμήν», προέτρεψε τους μαθητές του να ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία.6

Κατά τον βιογράφο του, «προστίθεται ο δίκαιος στους δικαίους, ο όσιος στους οσίους, ο θεολόγος στους θεολόγους, ο ιερομάρτυς και ομολογητής και μέγας διδάσκαλος της Εκκλησίας του Χριστού στους ομολογητάς και διδασκάλους και ιερομάρτυρας για τους άθλους της ομολογίας και της άσκησης».7 Ο Θεός, που δοξάζεται με τους αγίους του, δόξασε και τον θεοφόρο πατέρα και διδάσκαλο της Εκκλησίας μας Συμεών τον Νέο Θεολόγο, που ευαρέστησε ενώπιόν του, με τη βιοτή και την πολιτεία του. Στο βίο του άλλωστε, που εκτίθεται κατά πλάτος, αναφέρονται θαύματα, που έκανε όσο ζούσε στην παρούσα ζωή, αλλά και θαύματα, που έκανε όταν αναχώρησε από τον παρόντα κόσμο, για να επαληθευτεί ο λόγος της Γραφής: «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. 67, 36).
Ο Νικήτας Στηθάτος, εγκωμιάζοντας τον θεοφόρο πατέρα και διδάσκαλο, υπομνηματίζει τον αποστολικό τρόπο της βιοτής και πολιτείας από τη μία να υπομένει τα δεινά, που του προξενούσαν δόλιοι άνδρες, από την άλλη να ανταμείβει αυτούς, που τον έβλαπταν, με ευεργεσίες. Γι’ αυτό και ως ομότροπος των αποστόλων και μιμητής του Χριστού, στις λοιδορίες δεν ανταπέδιδε λοιδορίες, στα παθήματα δεν μεταχειριζόταν απειλές, στους διωγμούς έδειχνε ανοχή, στις βλασφημίες προσευχόταν και στις θλίψεις αισθανόταν ανείπωτη χαρά, βλέποντας τον εαυτό το υνα διέρχεται μέσα από τους μακαρισμούς του Χριστού».8

Συγγράμματα.

Ο Νικήτας Στηθάτος, μιλώντας για το διδακτικό χάρισμα και τα συγγράμματα του πνευματικού του πατέρα και διδασκάλου Συμεών του Νέου Θεολόγου, αναφέρεται σε μία πατρική εκμυστήρευση του Οσίου προς αυτόν, ότι δηλαδή κάποια νύκτα, καθώς ο όσιος στεκόταν και ανέπεμπε τις προσευχές του στον Κύριο, είδε κάποια φωτεινή νεφέλη, που κατέβηκε από τον ουρανό, και αφού αφαιρέθηκε η στέγη του οίκου, η φωτεινή αυτή νεφέλη κάθισε πάνω στην τίμια κεφαλή του και, καλύπτοντάς τον ολόκληρο επί αρκετές ώρες, τον γέμισε με θερμότατη και ανείπωτη απόλαυση και με ανέκφραστη ευφροσύνη και χαρά, ώστε να ακούσει από εκεί και κάποια μυστική φωνή, που τον δίδαξε κάποια ξένα και κρυμμένα μυστήρια. Γι’ αυτό και όταν η φωτεινή νεφέλη απομακρύνθηκε, βρήκε την καρδιά του να αναβλύζει «εν σοφία Θεού» τα νάματα της χάρης, και στο εξής να μην εξουσιάζει ο ίδιος τον εαυτό του, αλλά η χάρη του Θεού, ελκύοντάς τον ολόκληρο προς τον εαυτό της και κάνοντας τη γλώσσα του ταχύτατη γραφίδα και το νου του πηγή της σοφίας του Θεού.9 Ύστερα
απ’ αυτή τη θεία επίσκεψη, πλημμυρισμένος ο θεοφόρος Συμεών από τη χάρη του Θεού και από το φως του Χριστού, αξιώθηκε να λάβει το αποστολικό χάρισμα της διδασκαλίας και «θεολογούσε όπως ο αγαπημένος μαθητής», παρ’ όλο που ήταν «εντελώς αμαθής από τα κοσμικά μαθήματα».10
Η μαρτυρία του Νικήτα Στηθάτου, ότι ο πνευματικός του πατέρας και διδάσκαλος ήταν «εντελώς αμαθής από τα κοσμικά μαθήματα», θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μόνο με τον όρο και με την προϋπόθεση ότι δεν παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας ή σε ονομαστούς διδασκάλους της εποχής του, διότι η γλωσσική του παιδεία, όπως φαίνεται από τα κείμενα των συγγραμμάτων του, ήταν υψηλού επιπέδου. Χειρίζεται δηλαδή την ελληνική γλώσσα με ακρίβεια και ορθότητα, αποφεύγοντας την επιτήδευση και τον άσκοπο ρητορισμό, και εκφράζεται με απλό, σαφή, απέριττο και ωραίο λόγο. Παραθέτει και ερμηνεύει τα χωρία της αγίας Γραφής, και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης, με αναγωγή από τα φαινόμενα (ορατά και υλικά) στα νοούμενα (αόρατα και πνευματικά), και αποδεικνύεται γνώστης της ασκητικής γραμματείας των πατέρων της ερήμου και των συγγραμμάτων των μεγάλων πατέρων, αλλά και της κοσμικής λογοτεχνίας. Η πνευματική το μάλιστα διδασκαλία υπομνηματίζεται με συχνές μαρτυρημένες ή αμάρτυρες αναφορές στα αρεοπαγιτικά
συγγράμματα και στους λόγους των πατέρων, που έζησαν πριν απ’ αυτόν: του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Ιωάννου του Σιναΐτου, συγγραφέα της Κλίμακος.
Ο Νικήτας Στηθάτος στο βίο του οσίου πατρός, μιλώντας για το συγγραφικό του έργο, παραθέτει πλήρη κατάλογο των συγγραμμάτων του, αναφέροντας τις ερμηνείες της θείας Γραφής, τους Ηθικούς και κατηχητικούς Λόγους, τις επιστολές, τους απολογητικούς και αντιρρητικούς λόγους και τους ύμνους.11
Όσο ζούσε, τα συγγράμματά του κυκλοφόρησαν σε πρώτη έκδοση από τον ίδιο, στον στενό κύκλο των μαθητών του, και μετά την κοίμησή του, σε δεύτερη πληρέστερη έκδοση, από τον μαθητή και βιογράφο του Νικήτα Στηθάτο, όπως μαρτυρείται και από τον πρόλογο που έχει προταχθεί στους ύμνους και από τους ιαμβικούς στίχους που έχουν προταχθεί στους Θεολογικούς λόγους. Η παράδοση μάλιστα των χειρογράφων, με έργα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ανατρέχει στον 11ο αιώνα, όσο ακόμη ζούσε ο Όσιος, και συμπίπτει με την ακμή της δράσης του μαθητή του Νικήτα Στηθάτου. Τα χειρόγραφα των συγγραμμάτων του πληθαίνουν ωστόσο τον 14ο αιώνα και κυκλοφορούν νέα τον 17ο και τον 18ο αιώνα, επειδή το ενδιαφέρον για τη μελέτη τους είχε αναθερμανθεί. Ωστόσο η έκδοση και η κυκλοφόρησή τους στη Δύση, εξαιτίας της αρνητικής στάσης της δυτικής θεολογίας προς τους μυστικούς και θεολόγους πατέρες, έγινε με μεγάλη καθυστέρηση.

Για τις εκδόσεις των συγγραμμάτων του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, παραθέτουμε την ακόλουθη σύντομη, αλλά πλήρη αναφορά:
α) Κατηχήσεις. Οι Κατηχήσεις είναι διδαχές που ο όσιος Συμεών ως καθηγούμενος της Μονής του αγίου Μάμαντος της Ξηροκέρκου απηύθυνε στους πατέρες και αδελφούς, αναπτύσσοντας ηθικά και πνευματικά θέματα, για να τους οδηγήσει στην τελειότητα του μοναχικού βίου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι κάποιες από τις Κατηχήσεις συγγράφηκαν σε προχωρημένη ηλικία, διότι ακούμε να λέει ότι «βλέπω μάλιστα να πλησιάζει σε λίγο το τέλος της ζωής μου»,12 ή ότι κάποιες αναθεωρήθηκαν πιθανώς σε προχωρημένη ηλικία, για να επανεκδοθούν από τον ίδιο. Στους χειρόγραφους κώδικες διασώθηκαν 34 Κατηχήσεις, που μαζί με τις 2 Ευχαριστίες περιλάβαμε στον Α’ τόμο της έκδοσης του αρχαίου κειμένου από τις εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» (1988).
β)Ευχαριστίες. Οι Ευχαριστίες αποτελούν ευχές προς τον Θεό, αλλά και διδαχές προς τους αδελφούς. Στις εκδόσεις των Έργων του οσίου Συμεών η Α’ Ευχαριστία ακολουθεί ως επίλογος των Κατηχήσεων, ενώ η Β’ Ευχαριστία συνοδεύει άλλοτε τους Ηθικούς Λόγους και άλλοτε τους «Θείων ύμνων έρωτας».
γ) Λόγοι Θεολογικοί. Οι τρεις θεολογικοί λόγοι έχουν χαρακτήρα απολογητικό και αντιρρητικό εναντίον εκείνων, που αντιτίθενται στην ενότητα των Θείων Προσώπων της Αγίας Τριάδας. Στον πρώτο λόγο αναιρείται η κακοδοξία στο θέμα της σχέσης των Τριαδικών Προσώπων, στον δεύτερο λόγο ομολογείται η κοινωνία του Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό, και στον τρίτο λόγο διακηρύττεται η πίστη ότι τα Θεία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι Πνεύμα ομότιμον, ομοούσιον και ομόθρονον. Οι τρεις θεολογικοί λόγοι πρέπει να έχουν γραφεί από τον όσιο Συμεών μετά την πρώτη συνάντησή του με τον σύγκελλο Στέφανο, Νικομηδείας (1012). Ο όσιος Συμεών, ακολουθώντας την παραδοσιακή αποστολική ομολογία και διδασκαλία, όπως τη διαφύλαξε η Εκκλησία, ερμηνεύει το θεολογικότατο χωρίο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» (Ιω. 14, 28), ακατανόητο από τους θεολογούντες των κοσμικών κύκλων του Βυζαντίου.
δ) Λόγοι Ηθικοί. Οι δεκαπέντε ηθικοί λόγοι, που ακολουθούν, διαχωρίζονται σε δύο ομάδες κειμένων την πρώτη ομάδα συγκροτούν τα κείμενα των λόγων 1 – 2 και τη δεύτερη τα κείμενα των λόγων 3 – 15. Οι δύο πρώτοι εκτενείς λόγοι είναι εξηγητικοί και πραγματεύονται, με βάση την αγία Γραφή, την ιστορία της σωτηρίας μας˙ τη δημιουργία δηλαδή και την αναδημιουργία του ανθρώπου, την ένωση ανθρώπου και Θεού, αλλά και το μυστικό γάμο και τη σύλληψη του Χριστού μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Οι λόγοι 3 – 15, που ακολουθούν, είναι συντομότεροι και πραγματεύονται ηθικά και πνευματικά θέματα, ωφέλιμα για τον καταρτισμό και την πνευματική ζωή των μοναχών και των μαθητών του˙ γράφει δηλαδή για τα άρρητα ρήματα του Παύλου, για την απάθεια και την τελείωση, για τη θέα της δόξας του Θεού, για την απάθεια και την ενάρετη ζωή, αλλά και για τον πραγματικό δούλο του Θεού, για τη σύλληψη της αγάπης του Θεού και την έλλαμψη, για την αληθινή γνώση, για τη φοβερή ημέρα του Κυρίου, για την απόκτηση των αρετών, την αποταγή του κόσμου και τη διαποίμανση των λογικών προβάτων, για την εξαγορά του καιρού, για τον χοϊκό και ουράνιο άνθρωπο, για τις εορτές και τη θεία κοινωνία και την ησυχαστική ζωή.
ε) Κεφάλαια. Ο κοινός τίτλος ενώνει και τυπικά την τριπλή σειρά των Κεφαλαίων, τις τρεις δηλαδή ενότητες που τιτλοφορούνται «Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά», «Κεφάλαια γνωστικά τε και θεολογικά», «Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά», διότι σ’ αυτά περιγράφονται κλιμακωτά οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής προόδου και ανάβασης του ανθρώπου από την αμαρτωλή ζωή στην πράξη (εργασία των εντολών», από την πράξη στη γνώση (γνώση της αλήθειας), και από τη γνώση στη θεολογία (γνώση του Θεού). Ο βιογράφος του Οσίου τοποθετεί τη συγγραφή των Κεφαλαίων στα χρόνια μετά την παραίτησή του από την ηγουμενία της Μονής του αγίου Μάμαντος, αλλά η παραλλαγή των τίτλων μας κάνει να υποθέσουμε ότι η συγγραφή των Κεφαλαίων έγινε διαχρονικά, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
ς) Διάλογος. Σύντομο κείμενο, με έντονο απολογητικό χαρακτήρα, όπου με τη μορφή ερωτοαποκρίσεων με κάποιον Σχολαστικό ανατρέπει την αμφισβήτηση της θέας του Θεού ως φωτός. Οι κριτικοί υποθέτουν ότι στο πρόσωπο του Σχολαστικού υποκρύπτεται ο σύγκελλος Στέφανος Νικομηδείας. Στη χειρότερη παράδοση ο Διάλογος βρίσκεται και με το όνομα του Διαδόχου επισκόπου Φωτικής, αλλά οι περισσότεροι εκδότες αποδίδουν το έργο στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
ζ) Επιστολές. Από τον βιογράφο του αγίου Συμεών γίνεται λόγος για την αποστολή επιστολών προς τους μαθητές του, με τις οποίες τους κατηχεί, τους συμβουλεύει και τους κατευθύνει στην πνευματική ζωή και πορεία. Οι επιστολές αυτές, που την έκδοσή τους ετοίμαζε από καιρό ο Joseph Paramelle, κυκλοφόρησαν πρόσφατα (Oxford 2009) από τον H. Turner. Η επιστολή, που είχε βρεθεί ανάμεσα στα Έργα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και που κάνει λόγο για την εξομολόγηση, ήταν ως τώρα η μόνη που είχε εκδοθεί από τον Karl Holl.
η) Αλφαβητικά Κεφάλαια. Εικοσιτέσσερα Κεφάλαια, με ακροστιχίδα τα εικοσιτέσσερα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, που μας ανάγουν σε πνευματικά θέματα, αρχίζοντας από την πτώση του Αδάμ με την παρακοή, συνεχίζοντας με την αναγέννηση με το άγιο βάπτισμα, και φθάνοντας στην επίλαμψη του αγίου Πνεύματος. Κυκλοφόρησαν σε επιμελημένη έκδοση (κείμενο και νεοελληνική απόδοση) από την Ιερά Μονή Σταυρονικήτα του αγίου Όρους (2005).
θ) Ύμνοι. Αποτελούν υπέροχο δείγμα του υμνογραφικού χαρίσματος του θεοφόρου Συμεών του Νέου Θεολόγου και συντάχθηκαν στη διάρκεια της μοναχικής του ζωής. Σ’ αυτούς εκφράσθηκε με ποιητικό τρόπο και χάρη η πλούσια πνευματική εμπειρία από τις θείες επισκέψεις και ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, που ως θείο φως καταύγαζε την ψυχή του. Οι Ύμνοι ως έμμετρο κείμενο είναι το «ποιητικό απήχημα» των μοναστικών Κατηχήσεων. Σ’ αυτό τους το χαρακτήρα άλλωστε είναι προσαρμοσμένη και η στιχουργία και η ποιητική τους μετρική, για να υπηρετήσει την απαγγελία και το πεζολογικό τους νόημα, και παρ’ όλο που υμνούν «ιεροπρεπώς» τα «υπέρ λόγον και έννοιαν», δεν συντάχθηκαν για να λαμπρύνουν τις ιερές ακολουθίες και συνάξεις, αλλά για να διδάξουν και να ευφράνουν το νου και την καρδιά του φιλόθεου αναγνώστη. Ο λυρικός τους τίτλος, «Θείων ύμνων οι έρωτες», δόθηκε από τον πρώτο τους εκδότη Νικήτα Στηθάτο.

Στα ψευδεπίγραφα συγγράμματα, που αποδόθηκαν στον όσιο Συμεών, ανήκει η «Μέθοδος της ιεράς προσευχής και προσοχής» αναφερόμενη στην τεχνική της προσευχής των αρχαρίων ησυχαστών, έργο άγνωστου συγγραφέα του 13ου αιώνα.

Υποσημειώσεις.

1. ΕΠΕ 19Α, σ’ 208
2. ΕΠΕ 19Α σ’. 210
3. ΕΠΕ 19Α σ’ 212
4. ΕΠΕ 19Α σ’. 224
5. ΕΠΕ 19Α σ’. 226
6. ΕΠΕ 19Α σ’. 270
7. ΕΠΕ 19Α, σ’ 272
8. ΕΠΕ 19Α, σ’ 230
9. ΕΠΕ 19Α ‘. 92
10. ΕΠΕ 19Α σ’ 94
11. ΕΠΕ 19Α σ’ 286
12. Λόγος δέκατος έβδομος, σ’. 194

Διδασκαλία.

Στην πατερική παράδοση της ορθόδοξης πνευματικότητας όλοι οι θεοφόροι πατέρες και διδάσκαλοι εθεολόγησαν και ερμήνευσαν κατά το μέτρο της θείας δωρεάς το μυστήριο της Τριαδικής Θεότητας, αλλά η Εκκλησία μας ονόμασε και τίμησε με την προσωνυμία του Θεολόγου αληθώς και κυρίως τους τρεις κορυφαίους μύστες της Θεολογίας, τον απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη, τον αγαπημένο μαθητή, ως Θεολόγο του Υιού και Λόγου, τον άγιο Γρηγόριο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, τον Νανζιανζηνό, ως Θεολόγο της Αγίας Τριάδος, και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, ως Θεολόγο της ζωής εν Αγίω Πνεύματι, που αποκαλύπτεται και βιώνεται μέσα στην αγάπη του Χριστού και μέσα στο φως του Χριστού και μέσα στην άμεση εμπειρία του Θεού εν Αγίω Πνεύματι.
Μιλώντας για τη διδασκαλία του θεοφόρου Συμεών του Νέου Θεολόγου, θα λέγαμε απερίφραστα ότι η πίστη και η ζωή, η εμπειρία και η πληροφορία, η διδαχή και το κήρυγμά του, συνοψίζονται και ανακεφαλαιώνονται στον χριστοκεντρικό πνευματικό του λόγο: «Ο Χριστός είναι αρχή, μεσότητα και τελειότητα˙ διότι αυτός που είναι στους πρώτους, είναι και στους μεσαίους και στους τελευταίους, όπως είναι στους πρώτους˙ διότι δεν υπάρχει σ’ αυτόν κάποια διαφορά μ’ αυτούς, όπως και δεν υπάρχει ούτε βάρβαρος, ούτε Σκύθης, ούτε Έλληνας, ούτε Ιουδαίος, αλλά ο Χριστός είναι όλα και είναι σε όλους».1
Στην πνευματική διδασκαλία του θεοφόρου Συμεών η πνευματική ζωή αρχίζει με την πράξη και συνεχίζεται με τη γνώση και φθάνει στη θεολογία. Πράξη είναι κυρίως ο αγώνας των αρχαίων, για να ελευθερωθούν από τα πάθη, γνώση είναι ο αγώνας των μέσων, για να κατανοήσουν τα θεία, και θεολογία είναι η ανώτερη πνευματική κατάσταση των τελείων. Όταν ο άνθρωπος φθάσει στην κατάσταση των τελείων, τότε «ούτε σ’ εκείνον που θεολογεί αρμόζει η μετάνοια, ούτε σ’ εκείνον που μετανοεί αρμόζει η θεολογία˙ διότι όσο απέχει η ανατολή από τη δύση, τόσο ανώτερη είναι η θεολογία από τη μετάνοια»2 Και απλούστερα, κατά τον άγιο Συμεών, ο δρόμος του ανθρώπου για τη σωτηρία αρχίζει με τα πρακτικά έργα, δηλαδή με τη μετάνοια και την προσευχή και την υπακοή στην Εκκλησία, κάτω από την καθοδήγηση απλανή πνευματικού οδηγού. Από εκεί και πέρα ανοίγεται για τον άνθρωπο η θύρα της γνώσης του Θεού, ώστε ο Θεός να φανερωθεί στον άνθρωπο «συνειδητά», «με αίσθηση ψυχής», ως «θείο φως», «φως Χριστού», που φωτίζει όλο τον άνθρωπο: το σώμα, το νου,
την ψυχή και την καρδία, ώστε ο άνθρωπος να οδηγηθεί στη θέωση, και να γίνει θεός κατά χάριν, να γίνει θέσει θεός.3 Γι’ αυτό στη διδασκαλία του οσίου Συμεών, σκοπός της παρούσας ζωής είναι να βρεθεί ο άνθρωπος μέσα στο θείο φως, μέσα στο φως του Χριστού, και να συναντηθεί με το πρόσωπο του Χριστού, που έρχεται ως φως και που ως φως φωτίζει όλο τον άνθρωπο.
Όλα αυτά, στην πνευματική διδασκαλία του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, είναι πνευματική εμπειρία, που ο άνθρωπος τη γεύεται και τη γνωρίζει από την παρούσα ζωή, και που αρχίζει από τον Χριστό, που είναι «η αρχή και η πληρότητα και το σύνολο όλων των αγαθών»,4 όπως και ο ίδιος, αποκαλύπτοντας την προσωπική του πνευματική εμπειρία, λέει: «Έτσι, καθώς ο Χριστός γίνεται για μας τα πάντα, γίνεται δηλαδή γνώση, σοφία, λόγος, φως, έλλαμψη, ομοιότητα, θέαση, επίγνωση, δίνει σ’ αυτούς, που τον αγαπούν, τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα αγαθά του κατά ένα μέρος και στην παρούσα ζωή, αλλά και να κατανοούν και να ακούν μυστικά τα ανέκφραστα ρήματα, που είναι κρυμμένα για τους πολλούς».5
Στο κέντρο της πνευματικής διδασκαλίας του θεοφόρου Πατρός βρίσκεται η ανάσταση εν Χριστώ, όχι μόνο λόγος, αλλά και αλήθεια, παρούσα δηλαδή πραγματικότητα από τον παρόντα κόσμο. Γι’ αυτό και μιλώντας για την ανάσταση των σωμάτων, ανάγεται στα «ανώτερα», στην «πνευματική ανάσταση», λέγοντας: «Και δεν εννοώ την ανάσταση των σωμάτων, που θα γίνει στη συντέλεια του κόσμου, διότι θα σαλπίσει τότε ο άγγελος και θα αναστηθούν τα νεκρά σώματα, αλλά εννοώ την πνευματική αναγέννηση και ανάσταση των νεκρών ψυχών, που γίνεται με πνευματικό τρόπο κάθε μέρα, αυτή, που τη δίνει με το Άγιό του Πνεύμα εκείνος που πέθανε μία φορά και αναστήθηκε, και που ανασταίνει μαζί του τις ψυχές, που με τη διάθεση και την πίστη πέθαναν μαζί του, δωρίζοντας έτσι σ’ αυτές από εδώ ακόμη τη βασιλεία των ουρανών».6
Η σύντομη αναφορά στην πνευματική διδασκαλία του θεοφόρου Συμεών παραπέμπει ωστόσο στην εκκλησιαστική ζωή της εποχής του, όπου η παλαιότερη τάση για τη μυστική θεωρία του Θεού είχε λησμονηθεί και ο τύπος της τελετουργικής τάξης είχε γίνει κυρίαρχη πρακτική. Ο καθηγητής Παν. Χρήστου, αποτιμώντας την παρουσία και προσφορά του Οσίου στη ζωή της Εκκλησίας, γράφει: «Ο Συμεών ανέλαβε νέαν πρωτοβουλίαν προς αναζήτησιν της εσωτερικής πνευματικής εμπειρίας. Δεν απέρριψε τα εξωτερικά μέσα της λατρείας, ούτε περιφρόνησε την εκκλησιαστικήν οργάνωσιν, άλλ’ έδωκε την πρώτην θέσιν εις την προσωπικήν επαφήν μετά του Θεού».7 Ο θεοφόρος πατήρ και διδάσκαλος ποθούσε ακατάπαυστα, για τα πνευματικά του τέκνα, με πατρικές ωδίνες, «μα μορφωθεί μέσα τους ο Χριστός» (Γαλ. 4, 19).
Για την ορθόδοξη ζωή και πνευματικότητα, «ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος παραμένει πάντοτε ζωντανή πραγματικότητα της πάντοτε αναγεννητικής ορθόδοξης ευαγγελικο-πατερικής παραδόσεως. Είναι όντως ¨άνθρωπος του Αγίου Πνεύματος¨, ¨Ορθοδοξίας οδηγός και ευσεβείας διδάσκαλος¨, μύστης και θεολόγος του μεγάλου της ευσεβείας Μυστηρίου του Θεανθρώπου Χριστού. Στο κέντρο της ασκητικολειτουργικής ¨πρακτικής¨ και της θεολογικής ¨θεωρίας¨ του αγίου Συμεών ευρίσκεται το μυστήριο της ζωής της αγίας Τριάδος, που στον Θεάνθρωπο Χριστό προσφέρεται για σωτηρία και αιώνια ζωή του ανθρώπου δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Συμεών είναι ίσως ο πιο χριστοκεντρικός από όλους τους Πατέρες και στο καίριο αυτό σημείο είναι πιστά Βυζαντινός και Ορθόδοξος, γιατί είναι πράγματι ο γνήσιος Πατήρ της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».8
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στην πνευματική διδασκαλία του θεοφόρου Πατρός, συνιστούμε τη μελέτη των ιερών συγγραμμάτων του για τη βαθύτερη και πληρέστερη κατανόησή τους.

Υποσημειώσεις.

1. Κεφάλαια Θεολογικά και Πρακτικά 1, σ’. 691
2. Κεφάλαια Γνωστικά και Θεολογικά 1, σ’. 684
3. Ύμνος ε’, 25, Συμεών του Νέου Θεολόγου Έργα, τ. 3ος, Ύμνοι, σ’. 56. Έκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1990.
4. Αρχιεπ. Βασιλείου Κριβοσέιν, μέσα στο φως του Χριστού, σ’. 308.
5. Λόγος ηθικός τρίτος, σ’. 475.
6. Λόγος έκτος, σ’. 122.
7. Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τ. 11, 544.
8. Αρχιεπ. Βασιλείου Κριβοσέιν, Μέσα στο φως του Χριστού, πρόλογος ιερομ. Αθανασίου Γιέφτιτς στην ελληνική έκδοση, σ’. 10.
9. Του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου τα ευρισκόμενα. Βενετία 1790.

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Ασματική Ακολουθία εις τιμήν και μνήμην του Οσίου Συμεών του νέου Θεολόγου – Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.zip

Παράβαλε και:
12 Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Θεοσεβίου του Αρσενοϊτου και της συμβίας του: Συναξάριον, Ακολουθία.
12 Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων, Ταράχου, Πρόβου και Ανδρονίκου: Συναξάριον.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.