Για το κτίσιμο και το αρμολόγημα των αρετών της ψυχής (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Και αν ασκείται κανείς από κενοδοξία ή πιστεύοντας ότι αυτό που κάνει είναι αρετή, αυτός δεν ασκείται με επίγνωση. Γι’ αυτό λοιπόν αρχίζει να εξουδενώνει τον αδελφό του, πιστεύοντας για τον εαυτό του ότι είναι κάτι σπουδαίο. Και έτσι βρίσκεται στην κατάσταση εκείνου που, όχι μόνο βάζει ένα λιθάρι και χαλάει δύο, αλλά κινδυνεύει να γκρεμίσει και ολόκληρο τον τοίχο, κατακρίνοντας τον πλησίον. Αυτός όμως που εγκρατεύεται με επίγνωση, δεν πιστεύει ότι κάνει αρετή, ούτε θέλει να τον επαινούν ως ασκητή, αλλά πιστεύει ότι με την εγκράτεια αποκτά τη σωφροσύνη και από αυτή φθάνει στην ταπείνωση, όπως λένε και οι Πατέρες: «Ο δρόμος της ταπεινώσεως είναι οι σωματικοί κόποι που γίνονται με επίγνωση» και άλλα σχετικά. Και με λίγα λόγια, με τέτοιο τρόπο πρέπει να ασκεί κανείς την αρετή, ώστε να την αποκτήσει και να γίνει ένα μ’ αυτήν. Και έτσι αποδεικνύεται, όπως είπαμε, καλός τεχνίτης και σοφός οικοδόμος, έχοντας τη δυνατότητα να κτίσει με ασφάλεια το σπίτι του.

Όποιος λοιπόν θέλει να φθάσει σε τέτοια καλή κατάσταση, με τη βοήθεια του Θεού, δεν πρέπει να λέει: «Είναι μεγάλες οι αρετές και δεν μπορώ να τις φθάσω». Γιατί αυτό το λέει όποιος δεν ελπίζει στη βοήθεια του Θεού ή όποιος από οκνηρία είναι απρόθυμος να καταπιαστεί με ζήλο σε κάτι καλό. Παίρνουμε όποια αρετή θέλετε για παράδειγμα. Θα δείτε ότι είναι στο χέρι μας, αν θέλουμε, να την κατορθώσουμε. Λέει π.χ. «να αγαπήσεις τον πλησίον σου, όπως αγαπάς τον εαυτό σου» (Λευϊτ. 19, 18). Να μη σταθείς στο πόσο απέχεις από την αρετή και αρχίσεις να δειλιάζεις και να λες» (Πώς μπορώ να αγαπήσω τον πλησίον μου σαν τον εαυτό μου; Πώς μπορώ να νοιάζομαι για τις στενοχώριες του σαν να είναι δικές μου, και μάλιστα όσες βρίσκονται κρυμμένες στην καρδιά του, που ούτε τις βλέπω ούτε τις ξέρω όπως τις δικές μου»; Μην απασχολείσαι μ’ αυτούς τους λογισμούς και μη νομίζεις ότι είναι υπερφυσική και ακατόρθωτη η αρετή, αλλά βάλε από τώρα αρχή, πιστεύοντας στον Θεό.

Δείξε Του το ενδιαφέρον και την προαίρεσή σου και θα δει τη βοήθεια που θα σου δώσει, για να το κατορθώσεις.

Να, τι εννοώ. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο σκάλες, που η μια οδηγεί στον Ουρανό και η άλλη φέρνει κάτω στον Άδη, κι εσύ βρίσκεσαι πάνω στη γη, ανάμεσα στις δύο σκάλες. Μη θελήσεις να σκεφτείς και να πεις: «Πώς μπορώ με μιας να πετάξω από τη γη και να βρεθώ στην κορυφή της σκάλας»; Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό, ούτε ζητά από σένα κάτι τέτοιο ο Θεός. Αλλά αγωνίσου, γι’ αυτήν τουλάχιστον τη στιγμή, να μην πάρεις την άλλη σκάλα που πάει προς τα κάτω. Να μην κάνεις κακό στον πλησίον, να μην πληγώσεις, να μη καταλαλήσεις, να μην προσβάλεις, να μην εξουδενώσεις. Και έτσι αρχίζεις και να ευεργετείς λίγο τον αδελφό σου, ανακουφίζοντάς τον με τον καλό σου λόγο, πάσχοντας μαζί του και δίνοντάς του κάτι, αν χρειαστεί. Και ανεβαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια – μια βαθμίδα, φθάνεις, με τη βοήθεια του Θεού, στην κορυφή της σκάλας. Γιατί βοηθώντας λίγο – λίγο τον πλησίον, φθάνεις και να επιθυμείς το συμφέρον του πλησίον, όπως ακριβώς και το δικό σου, και την ωφέλειά του, όπως ακριβώς τη δική σου.

Και αυτό σημαίνει το «να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Αν ζητούμε κάτι, θα το βρούμε, και αν παρακαλούμε τον Θεό, θα μας φωτίσει. Γιατί λέει στο Ευαγγέλιο: «Παρακαλέστε και θα σας δοθεί, ζητήστε και θα βρείτε, κτυπήστε την πόρτα και θα σας ανοιχθεί» (Ματθ. 7, 7). «Παρακαλέστε», λέει, για να ικετεύουμε με την προσευχή. το «ζητήστε» σημαίνει το να ερευνά κανείς πως έρχεται κάθε συγκεκριμένη αρετή, ποιο είναι αυτό που την φέρνει και τι πρέπει να κάνουμε για να την αποκτήσουμε. Το να ερευνάμε καθημερινά έτσι, είναι αυτό ακριβώς που λέει το Ευαγγέλιο, «ζητήστε και θα βρείτε». Το δε «κτυπήστε» είναι το να εφαρμόσουμε πρακτικά τις εντολές. Γιατί καθένας που κτυπάει με τα χέρια κτυπάει. Και τα χέρια θεωρούνται σύμβολο της πρακτικής εργασίας.

Πρέπει λοιπόν, όχι μόνο να παρακαλούμε, αλλά και να ζητάμε και να εφαρμόζουμε, φροντίζοντας, όπως είπε ο Απόστολος, να είμαστε «καταρτισμένοι» σε κάθε καλό έργο (Β’ Τιμ. 3, 17). Τί σημαίνει «καταρτισμένοι»; Όταν θέλει να φτιάξει κανείς ένα πλοίο, πρώτα – πρώτα ετοιμάζει όλα τα υλικά που θα του χρειαστούν μέχρι και τα μικρότερα καρφιά, τη λίγη πίσσα και το λίγο στουπί. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν μια γυναίκα θέλει να στήσει αργαλειό, ετοιμάζει μέχρι το παραμικρό καλάμι και τη μικρότερη κλωστή. Αυτό σημαίνει να είναι κανείς «καταρτισμένος», το να έχει δηλαδή κάνει και την παραμικρή προετοιμασία που θα του χρειαστεί για την εργασία του.

Έτσι λοιπόν να είμαστε και εμείς καταρτισμένοι σε κάθε αγαθό έργο, κάνοντας κάθε είδους προετοιμασία για την εφαρμογή του θελήματος του Θεού με επίγνωση, όπως είναι θέλημα του Θεού και όπως αρέσει σ’ Αυτόν. Τί σημαίνει όμως αυτό που λέει ο Απόστολος «το θέλημα του Θεού το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο»; (Ρωμ. 12, 2).

Όλα όσα γίνονται ή τα παραχωρεί ο Θεός ή έτσι τα ευδοκεί, όπως λέει ο Προφήτης: «Εγώ είμαι ο Κύριος που ανατέλλω το φως και δημιουργώ το σκοτάδι» (Ησ’. 45, 7). Και πάλι: «Δεν υπάρχει καμιά κακία σε μια πόλη που να μην την επέτρεψε ο Κύριος» (Αμώς 3, 6). Κακία ονομάζει καθετί που κάνει κακό, όπως τα θλιβερά που μας συμβαίνουν σαν παιδαγωγία για την κακία μας. Τέτοια είναι η πείνα, η επιδημία, η ανομβρία, οι αρρώστιες, οι πόλεμοι. Αυτά δεν γίνονται με την ευδοκία του Θεού, αλλά γιατί έτσι επιτρέπει, παραχωρώντας να μας βρουν αυτά για το συμφέρον της ψυχής μας. Αυτά λοιπόν, δεν είναι θέλημα του Θεού να τα επιθυμούμε και εμείς, ούτε να τα υποβοηθούμε. Να, τι εννοώ. Είναι θέλημα Θεού, όπως είπαμε, «κατά παραχώρηση» να καταστραφεί μια πόλη. Δεν θέλει όμως, επειδή είναι θέλημά Του να καταστραφεί, να βάλουμε εμείς φωτιά και να την κάψουμε ή να πάρουμε αξίνες και να την καταστρέψουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο επιτρέπει ο Θεός να θλιβεί κάποιος ή να αρρωστήσει.

Δεν θέλει όμως, επειδή είναι θέλημά Του να θλιβεί, να τον θλίβουμε εμείς ή να πούμε ότι, επειδή ήταν θέλημα Θεού να αρρωστήσει, δεν θα τον ελεήσουμε. Αυτό δεν το θέλει ο Θεός, δεν θέλει να υπηρετήσουμε εμείς τέτοιου είδους θέλημα. Τόσο αγαθούς μας θέλει ο Θεός, ώστε ακόμα και σ’ αυτές τις συμφορές που εκείνος επιτρέπει, δεν θέλει να συγκατατεθούμε με το θέλημά μας. Αλλά τι επιθυμεί να θέλουμε; Το θέλημά Του το αγαθό, αυτό που γίνεται, όπως είπαμε, «κατ’ ευδοκίαν». Το αγαθό δε θέλημα είναι καθετί που γίνεται σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε, όπως το να αγαπά ο ένας τον άλλον, να συμπάσχει, να ελεεί και τα παρόμοια. Να, αυτό είναι το θέλημα του Θεού το αγαθό.

Ποιό είναι όμως και το ευάρεστο; Γιατί βέβαια δεν σημαίνει ότι, κάνοντας κανείς το αγαθό, οπωσδήποτε είναι και ευάρεστο στον Θεό. Και σας λέω ένα παράδειγμα. Τυχαίνει να βρει κάποιος μια ορφανή, πτωχή και όμορφη κοπέλα που του αρέσει επειδή είναι όμορφη. Και την παίρνει και την ανατρέφει με το πρόσχημα ότι ανατρέφει μια ορφανή. Δέστε, και θέλημα Θεού είναι αυτό και αγαθό, δεν είναι όμως και ευάρεστο. Ευάρεστο είναι, όταν κάνει κανείς, λ.χ. ελεημοσύνη, να μην την κάνει από κάποιο ανθρώπινο λογισμό, αλλά για το ίδιο το καλό, για την ίδια τη συμπάθεια. Αυτό είναι το ευάρεστο στον Θεό.

Το τέλειο επίσης είναι, όταν κάνει κανείς ελεημοσύνη, να μην την κάνει στενόκαρδα, ούτε με απροθυμία και καταφρόνηση, αλλά με όλη του τη δύναμη, με όλη του την προαίρεση, δίνοντας με τέτοιο τρόπο σαν να παίρνει ο ίδιος, ευεργετώντας έτσι, σαν να δεχόταν ο ίδιος την ευεργεσία. Τότε το θέλημα του Θεού γίνεται τέλειο. Και έτσι φθάνει να κάνει κανείς το θέλημα του Θεού, όπως λέει και ο Απόστολος, «το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο». Να, αυτό ακριβώς είναι εκείνο που γίνεται με επίγνωση.

Πρέπει να μάθει κανείς, το αγαθό αυτό της ελεημοσύνης, πόση Χάρη κρύβει, γιατί η ελεημοσύνη είναι μεγάλη και μπορεί η ίδια να εξαλείψει και αμαρτίες, καθώς λέει ο Προφήτης: «Το λύτρο για την εξαγορά του ανθρώπου είναι τα ίδια του τα πλούτη» (Παρ. 13, 80. Και αλλού επίσης λέει: «Με ελεημοσύνες εξαγόρασε τις αμαρτίες σου» (Δαν. 4, 24). Και ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Να γίνεται οικτίρμονες, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας είναι οικτίρμων» (Λουκ. 6, 36). Δεν είπε: «Νηστεύετε, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας νηστεύει. Ούτε πάλι είπε «να μην έχετε περιουσία, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας δεν έχει». Αλλά τί λέει; «Να γίνετε οικτίρμονες, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας είναι οικτίρμων». Γιατί ιδιαίτερα μ’ αυτή την αρετή ο άνθρωπος μιμείται τον Θεό. Αυτή είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αγάπης Του. Πρέπει λοιπόν, όπως είπαμε, σ’ αυτό το σκοπό να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας πάντοτε, ώστε ό,τι κάνουμε να το κάνουμε με επίγνωση. Υπάρχει βέβαια πολλή διαφορά και στο σκοπό της ελεημοσύνης.

Κάνει κανείς ελεημοσύνη για να ευλογηθεί το χωράφι του και ο Θεός το ευλογεί. Άλλος κάνει ελεημοσύνη για να σωθεί το πλοίο του και ο Θεός το σώζει. Άλλος την κάνει για τα παιδιά του και ο Θεός φυλάει τα παιδιά του. Άλλος την κάνει για να δοξασθεί και ο Θεός τον δοξάζει. Και δεν παραβλέπει ο Θεός κανέναν, αλλά αυτό που θέλει καθένας, αυτό και του δίνει. Αρκεί να μην βλάπτεται απ’ αυτό η ψυχή του. Αλλά όλοι αυτοί έχουν πάρει ήδη το μισθό τους, γιατί δεν έδωσαν περιθώρια στον Θεό να τους δώσει κάτι παραπάνω, επειδή ο σκοπός που έβαλαν δεν ήταν η ωφέλεια της ψυχής τους. Για να ευλογηθεί το χωράφι σου το έκανες; Ο Θεός το ευλόγησε. Για τα παιδιά σου το έκανες; Ο Θεός τα φύλαξε. Για να δοξασθείς το έκανες; Σε δόξασε. Τί σου χρωστά ακόμα ο Θεός; Σε πλήρωσε για ό,τι έκανες.

Είναι και άλλος που κάνει ελεημοσύνη για να γλυτώσει από την κόλαση. Αυτός την κάνει για την ψυχή του, αυτός ενεργεί «κατά Θεόν», πλην όμως δεν κάνει και όπως ακριβώς θέλει ο Θεός. Ακόμα βρίσκεται στη δουλική κατάσταση. Γιατί ο δούλος δεν κάνει το θέλημα του κυρίου του, επειδή και ο ίδιος το θέλει, αλλά επειδή φοβάται μήπως τιμωρηθεί. Και αυτός κατά τον ίδιο τρόπο ελεεί για να γλυτώσει από την κόλαση και ο Θεός τον γλυτώνει απ’ αυτήν. Άλλος ελεει για να πάρει μισθό. Αυτός ο σκοπός είναι ανώτερος από τον πρώτο, άλλ’ ούτε αυτός είναι ακόμα όπως ακριβώς θέλει ο Θεός. Γιατί δεν βρίσκεται ακόμα από πλευράς ψυχικής διαθέσεως στην κατάσταση του υιού. Άλλ’ όπως ακριβώς ο μισθωτός δεν κάνει το θέλημα του αφεντικού του, παρά μόνο και μόνο όταν είναι να πάρει απ’ αυτόν μισθό και να έχει κέρδη, έτσι και αυτός ελεεί για να πάρει μισθό.

Γιατί υπάρχουν τρία είδη ψυχικών διαθέσεων που μας οδηγούν στο να κάνουμε το καλό, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Αυτά νομίζω ότι και άλλη φορά σας τα είπα. Κάνουμε το καλό ή γιατί φοβόμαστε την κόλαση και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του δούλου˙ ή για να πάρουμε μισθό και έχουμε την κατάσταση του μισθωτού˙ ή για να το ίδιο το καλό και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του υιού. Γιατί ο υιός δεν κάνει το θέλημα του πατέρα του από φόβο, ούτε γιατί θέλει να πάρει απ’ αυτόν μισθό, αλλά επειδή θέλει να πάρει απ’ αυτόν μισθό, αλλά επειδή θέλει να τον διακονήσει, να τον τιμήσει, να τον αναπαύσει. Και εμείς έτσι πρέπει να κάνουμε την ελεημοσύνη, για την ίδια την αρετή, συμμετέχοντας στις δυσκολίες των άλλων, σαν να ήταν μέλη του σώματός μας. Να διακονούμε κάποιον, σαν να απολαμβάνουμε εμείς οι ίδιοι τον καρπό της διακονίας μας. Να δίνουμε έτσι, σαν να είμαστε εμείς οι ίδιοι που παίρνουμε. Αυτή είναι η ελεημοσύνη που γίνεται με επίγνωση. Έτσι, όπως είπαμε, βρισκόμαστε στην ψυχική κατάσταση του υιού.

Κανένας δεν μπορεί να πει: «Είμαι φτωχός και δεν έχω να ελεήσω» Γιατί, και αν ακόμα δεν μπορείς να δώσεις, όπως εκείνοι οι πλούσιοι που έβαζαν τα δώρα τους στο γαζοφυλάκιο, δώσε δύο λεπτά (Μάρκ. 12, 41 – Λουκ. 21, 3), όπως η φτωχειά εκείνη χήρα. Και τα δέχεται ο Θεός από μέρους σου καλύτερα κι από τα δώρα των πλουσίων. Ούτε αυτά δεν έχεις; Έχεις όμως δύναμη σωματική και μπορείς με τη διακονία σου να ελεήσεις τον άρρωστο. Δεν μπορείς ούτε αυτό; Μπορείς με τον καλό σου λόγο να παρηγορήσεις τον αδελφό σου. Ελέησέ τον λοιπόν με τον καλό σου λόγο και άκουσε αυτόν που λέει: «Είναι προτιμότερος ο καλός λόγος από τα υλικά δώρα» (Σοφ. Σειρ. 18, 16). Ας υποθέσουμε ότι ούτε με το λόγο δεν μπορείς να ελεήσεις. Μπορείς όμως, αν οργιστεί μαζί σου ο αδελφός σου, να τον ελεήσεις και να τον υπομείνεις την ώρα της ταραχής του, αφού τον βλέπεις να επηρεάζεται από τον κοινό εχθρό, τον διάβολο.

Και αντί να του πεις ένα λόγο και να τον ταράξεις περισσότερο, να σιωπήσεις και να ελεήσεις την ψυχή του, παίρνοντάς την από τα χέρια του εχθρού. Μπορείς πάλι, αν αμαρτήσει εις βάρος σου ο αδελφός σου, να τον ελεήσεις και να του συγχωρέσεις την αμαρτία, για να πάρεις κι εσύ από τον Θεό άφεση. Γιατί λέει η Αγία Γραφή: «Συγχωρέστε για να συγχωρεθείτε» (Λουκ. 6, 37). Και βρίσκεσαι στη θέση να ελεείς την ψυχή του αδελφού σου, συγχωρώντας τον για όσα αμάρτησε εις βάρος σου. Γιατί ο Θεός μας έδωσε την εξουσία, αν θέλουμε, να συγχωρούμε ο ένας του άλλου τα αμαρτήματα. Και ναι μεν δεν έχεις τη δυνατότητα να ελεήσεις το σώμα του αδελφού σου, ελεείς όμως την ψυχή του. Και ποια μεγαλύτερη ελεημοσύνη υπάρχει από εκείνη που προσφέρεται στην ψυχή; Γιατί όπως ακριβώς η ψυχή έχει μεγαλύτερη αξία από το σώμα, έτσι και η ελεημοσύνη που προσφέρεται στην ψυχή έχει μεγαλύτερη αξία απ’ αυτή που γίνεται στο σώμα. Ώστε λοιπόν κανένας δεν μπορεί κατά την δύναμή του και ανάλογα με την κατάστασή του.

Μόνο να έχει κανείς το νου του, το καλό που κάνει, να το κάνει με επίγνωση, όπως είπαμε και για κάθε άλλη αρετή. Γιατί είπαμε ότι εκείνος που ενεργεί με επίγνωση, αυτός είναι ο αναγνωρισμένος τεχνίτης, που οικοδομεί με ασφάλεια το σπίτι του. Γι’ αυτόν λέει το Ευαγγέλιο: «Ο φρόνιμος άνθρωπος κτίζει το σπίτι του πάνω στην πέτρα και δεν μπορεί καμιά ενάντια δύναμη να το διασαλεύσει» (Ματθ. 7, 24).

Ο φιλάνθρωπος Θεός να δώσει να ακούμε και να εφαρμόζουμε όσα διδασκόμαστε, για να μη γίνουν αυτά τα λόγια, την ημέρα της Κρίσεως, αιτία κολάσεως για μας. Σ’ Αυτόν αρμόζει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Περί οικοδομής και αρμολογίας των της ψυχής αρετών. Μέρος δεύτερον.

Πάλιν εάν ασκή τις ή δια κενοδοξίαν ή έχων ότι αρετήν ποιεί, ουκ ασκεί ο τοιούτος εν γνώσει˙ λοιπόν εκ τούτου άρχεται εξουδενείν τον αδελφόν αυτού έχων εαυτόν τι ποτέ, και ευρίσκεται ου μόνον βάλλων ένα λίθον και επαίρων δύο, αλλά και όλον τον τοίχον κινδυνεύων ρίψαι δια του κατακρίνειν τον πλησίον. Ο δε εν γνώσει εγκρατευόμενος, ουκ έχει ότι αρετήν ποιεί, ουδέ θέλει επαινείσθαι ως ασκητής, αλλά έχει ότι δια της εγκρατείας κτάται σωφροσύνην και ότι δια ταύτης έρχεται εις ταπείνωσιν, ως λέγουσιν οι Πατέρες ότι η οδός της ταπεινώσεώς εστίν οι κόποι οι σωματικοί εν γνώσει, και τα εξής. Και απλώς εκάστην αρετήν ούτως δει τινά ποιείν, ώστε κτήσασθαι αυτήν και γενέσθαι εν έξει αυτής. Και ευρίσκεται, ως είπομεν, καλός και τεχνίτης οικοδόμος, δυνάμενος μετά ασφαλείας οικοδομήσαι τον ίδιον οίκον.

Ο θέλω νουν ελθείν συν Θεώ εις τοιαύτην καλήν κατάστασιν, ουκ οφείλει λέγειν˙ Μεγάλαι εισίν αι αρεταί, και ου δύναμαι φθάσαι αυτάς. Τούτο γαρ ή μη ελπίζοντός εστίν εις την βοήθειαν του Θεού, ή οκνούντος επιβαλέσθαι εις τι ποτέ αγαθόν˙ επεί ποίαν θέλετε αρετήν και γυμνάζωμεν και βλέπετε ότι εν ημίν εστί και το κατορθώσαι, εάν θέλωμεν˙ ιδού λέγει˙ Αγαπήσεις τον πλησίον σου ω εαυτόν. Μη πρόσχης πόσον απέχης από της αρετής, και άρξη λειλιάν και λέγειν˙ Πώς δύναμαι αγαπήσαι τον πλησίον ως εαυτόν; Πώς δύναμαι τας θλίψεις αυτού μεριμνάν ώσπερ τας εμάς, και μάλιστα τας κεκρυμμένας εν τη καρδία αυτού, ας μήτε βλέπω μήτε γινώσκω ώσπερ τας εμαυτού; Μη απασχολήσης εαυτόν εις το λογίζεσθαι ταύτα, και μη νομίσης υπέρογκον είναι και δυσκατόρθωτον την αρετήν, αλλά βάλλε τέως αρχήν πιστεύων τω Θεώ. Δείξον αυτώ την προαίρεσίν σου και την σπουδήν, και βλέπεις την βοήθειαν ήν παρέχει σοι εις το κατορθώσαι.

Οίόν τι λέγω˙ Υπόθου μοι δύο κλίμακας είναι, την μεν αναφέρουσαν άνω εις τον ουρανόν, την δε άλλην καταφέρουσαν κάτω εις τον άδην, και συ ίστασαι εις την γην μέσον των δύο κλιμάκων. μη θελήσης λογίσασθαι και ειπείν˙ Πώς δύναμαι πετασθήναι εκ της γης και ευρεθήναι άπαξ άνω εις το άκρον της κλίμακος; Ούτε γαρ δυνατόν εστίν, ούτε απαιτεί σε ο Θεός τούτο˙ αλλά φύλαξαι τέως μη κατελθείν κάτω μη κακοποιήσης τον πλησίον, μη πλήξης, μη καταλαλήσης, μη λοιδορήσης, μη εξουδενώσης και ούτως λοιπόν άρχη και ευεργετείν μικρόν δια του θεραπεύειν λόγω τον αδελφόν σου, δια του συμπάσχειν αυτώ και, εάν χρήση πράγματος, επιδιδόναι αυτώ και ούτως μίαν μίαν βαθμίδα ανερχόμενος, φθάνεις συν Θεώ και εις το άκρον της κλίμακος. Δια γαρ του κατά μικρόν μικρόν βοηθείν τω πλησίον, έρχη και εις το θέλειν το συμφέρον αυτώ ως το συμφέρον σοι, και την ωφέλειαν αυτού ως την σην. Και τούτό εστί το Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν. Εάν ζητήσωμεν, ευρίσκομεν, και εάν αιτώμεν τον Θεόν, φωτίζει ημάς.

Λέγει γαρ εις το Ευαγγέλιον˙ Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν. Αιτείτε, λέγει, ίνα παρακαλώμεν δια της ευχής. Το δε ζητήσαί εστίν το ερευνάν πως έρχεται αύτη η αρετή, τι εστί το φέρον αυτήν, τι οφείλομεν ποιήσαι ίνα κτησώμεθα αυτήν. Το ούτως καθ’ εκάστην ερευνάν εστί το Ζητείτε και ευρήσετε. Το δε κρούσαί εστί το ενεργήσαι τας εντολάς. Έκαστος γαρ κρούων, δια των χειρών κρούει˙ αι δε χείρες εις την πρακτικήν λαμβάνονται.

Θέλομεν ουν μη μόνον αιτείν, αλλά και ζητείν και ποιείν, σπουδάζοντες είναι ως είπεν ο Απόστολος˙ Κατηρτισμένοι εις παν έργον αγαθόν. Τί εστί κατηρτισμένοι; Όταν θέλη τις κατασκευάσαι πλοίον, πρώτον ετοιμάζει πάσαν την χρείαν του πλοίου έως και μικρών καρφίων και μικράς πίσσης και μικρού στυππίου˙ ομοίως και ιστάριον εάν θέλη γυνή στήσαι, ετοιμάζει έως και μικρού καλαμίου και μικρού ράμματος˙ τούτο λέγεται κατάρτιος το έχειν πάσαν την χρείαν του πράγματος ητοιμασμένην.

Ούτως ουν ίνα ώμεν και ημείς κατηρτισμένοι εις παν έργον αγαθόν, έχοντες πάσαν την ετοιμασίαν ημών εις το ποιείν το θέλημα του Θεού μετά γνώσεως, ως θέλει και ως αρέσκει αυτώ. Τί έστιν ο λέγει ο Απόστολος˙ Το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον;

Πάντα τα γινόμενα ή κατά συγχώρησιν Θεού γίνεται ή κατ’ ευδοκίαν, ως λέγει εν τω προφήτη˙ Εγώ Κύριος ποιών φως και κτίζων σκότος και πάλιν˙ Ουκ έστι κακία εν πόλει, ήν Κύριος ουκ εποίησεν. Κακίαν λέγει πάντα τα κακωτικά, οιονεί τα θλιβερά τα γινόμενα προς παίδευσιν ημών δια την κακίαν ημών, άτινά εστί λιμός, λοιμός, αβροχία, νόσοι, πόλεμοι. Ταύτα ου γίνονται κατ’ ευδοκίαν Θεού, αλλά κατά συγχώρησιν, συγχωρούντος του Θεού επενεχθήναι αυτά ημίν προς το συμφέρον. Ταύτα ουν ου θέλει ημάς θέλειν ο Θεός, ουδέ συντρέχειν αυτοίς οίόν τι λέγω˙ Έστι θέλημα Θεού, ως είπομεν, κατά συγχώρησιν, το στραφήναι πόλιν. Ου θέλει ουν ημάς, επειδή θέλημα αυτού εστί στραφήναι αυτήν, ίνα βάλωμεν και ημείς πυρ και καύσωμεν, ή ίνα λάβωμεν αξίνας και καταστρέψωμεν. Πάλιν ευρίσκεται συγχώρησις Θεού ίνα θλιβή τις ή ίνα αρρωστήση˙ ουκ επειδή θέλημα αυτού εστίν ίνα θλιβή, θέλει ημάς ίνα θλίβωμεν αυτόν ή ίνα είπωμεν ότι επειδή θέλημα Θεού εστίν ίνα ασθενήση, μη ελεήσωμεν αυτόν.

Τούτο ου θέλει ο Θεός, ου θέλει ημάς υπουργήσαι τω τοιούτω αυτού θελήματι. Τοιούτους θέλει ημάς είναι αγαθούς, ότι α αυτός ποιεί, ου θέλει ίνα θελήσωμεν. Αλλά τι θέλει ημάς θέλειν; Το θέλημα αυτού το αγαθόν, το κατ’ ευδοκίαν, ως είπον, γινόμενον. Τούτο δε εστί πάντα τα κατ’ εντολήν γινόμενα, το αλλήλους αγαπάν, το συμπάσχειν, το ποιείν ελεημοσύνην, και όσα τοιαύτα. Ιδού το θέλημα του Θεού το αγαθόν.

Τι δε εστί και ευάρεστον; Ουδέ γαρ και ποιών τις αγαθόν πάντως ότι και ευράρεστον αυτό ποιεί. Και λέγω πως˙ Συμβαίνει ότι ευρίσκει τις μίαν ορφανήν πτωχήν εύμορφον, και αρέσκεται αυτή δια την ευμορφίαν, και λαμβάνει και ανατρέφει αυτήν δοξών ως ορφανήν. Ιδού και θέλημα Θεού εστί και αγαθόν εστίν, ου μέντοι και ευάρεστον. Το δε ευάρεστόν εστίν όταν ποιή τις ελεημοσύνην ου δια τινά λογισμόν ανθρώπινον, αλλά δι’ αυτό το καλόν, δι’ αυτήν την συμπάθειαν, τούτό εστί το ευάρεστον τω Θεώ.

Το δε τέλειόν εστίν όταν ποιή τις ελεημοσύνην, μη κατά κνιπίαν, μηδέ κατά όκνον, μηδέ κατά ολιγωρίαν, αλλά πάση δυνάμει και πάση προαιρέσει, ούτως παρέχων ως αυτός λαμβάνων, ούτως ευεργετών ως αυτός ευεργετούμενος και τότε γίνει τέλειον. Και ούτως ευρίσκεταί τις ποιών το θέλημα του Θεού, ως λέγει ο Απόστολος, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον. Ιδού τούτό εστί το εν γνώσει ποιείν.

Θέλει γαρ τις γινώσκειν αυτό το αγαθόν της ελεημοσύνης, αυτήν την χάριν αυτής, ότι μεγάλη εστίν, ότι δύναται και αμαρτίας αφιέναι, καθώς λέγει ο προφήτης˙ Λύτρον ανδρός, ο ίδιος πλούτος. Και πάλιν αλλαχού λέγει˙ εν ελεημοσύναις λύτρωσαι τας αμαρτίας σου. Και ότι αυτός ο Κύριος είπε˙ Γίνεσθαι οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν. Ουκ είπε˙ Νηστεύσατε ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος νηστεύει. Ουδέ είπε˙ Γίνεσθε ακτήμονες, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος ακτήμων εστίν. Αλλά τί λέγει; Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν. Ιδικώς γαρ η αρετή αύτη μιμείται Θεόν˙ χαρακτηρίζει αυτόν. Χρεία ουν εστίν, ως είπομεν, τούτω τω σκοπώ προσέχειν αεί και εν γνώσει ποιείν. Πολλή γαρ εστίν η διαφορά και επί του σκοπού της ελεημοσύνης. Έστι γαρ τις ποιών ελεημοσύνην δια το ευλογηθήναι το χωρίον αυτού, και ο Θεός ευλογεί το χωρίον αυτού˙ άλλος ποιεί δια τα τέκνα αυτού και ο Θεός σώζει το πλοίον αυτού˙ άλλος ποιεί δια τα τέκνα αυτού˙ και ο Θεός φυλάττει τα τέκνα αυτού˙ άλλος
ποιεί δια το δοξασθήναι, και ο Θεός δοξάζει αυτόν˙ και ουκ αθετεί ο Θεός τινά, άλλ’ ο θέλει έκαστος παρέχει αυτώ, όταν μη βλάπτηται εκ τούτου η ψυχή αυτού. Άλλ’ ούτοι πάντες απέχουσι τον μισθόν αυτών ουδέν γαρ απέθεντο εαυτοίς παρά τω Θεώ, επειδή και ο σκοπός ον προέθεντο, ουκ ην δια την ωφέλειαν της ψυχής. Δια το ευλογηθήναι το χωρίον σου εποίησας; Ευλόγησεν ο Θεός το χωρίον σου˙ δια τα τέκνα σου εποίησας; Εφύλαξε τα τέκνα σου ο Θεός δια το δοξασθήναι εποίησας, εδόξασέ σε. Τί ουν χρεωστεί σοι ο Θεός; Απέδωκέ σοι τον μισθόν δι’ ον εποίησας.

Έστι δε άλλος ποιών ελεημοσύνην, ίνα ρυσθή από της μελλούσης κολάσεως˙ ιδού ούτος ποιεί δια την ψυχήν αυτού, ούτος κατά Θεόν ποιεί˙ πλην ουκ έστι και καθώς θέλει ο Θεός. Ακμήν γαρ εν τη δουλική καταστάσει εστίν. Ο δούλος γαρ ου ποιεί το θέλημα του κυρίου αυτού θέλων, αλλά φοβούμενος μη δαρή. Ομοίως και ούτος ποιεί, ίνα ρυσθή από της κολάσεως, και ο Θεός ρύεται αυτόν απ’ αυτής. Άλλος ποιεί την ελεημοσύνην, ίνα λάβη μισθόν. Τούτο υψηλότερον μεν εστί του πρώτου, άλλ’ ουδέ αυτό ακμήν ως θέλει ο Θεός. Ούπω γαρ εστίν εν τη του υιού διαθέσει˙ άλλ’ ώσπερ ο μίσθιος ου ποιεί το θέλημα του δεσπότου, ει μη δια το λαβείν τον μισθόν του δεσπότου και κερδάναι, ομοίως και ούτος ποιεί δια το έχειν μισθόν.

Τρεις γαρ εισί διαθέσεις δι’ ων οφείλομεν ποιείν το καλόν, ως λέγει ο άγιος Βασίλειος˙ ταύτα και άλλοτε οίδα είπον υμίν. Ή γαρ φοβούμενοι την κόλασιν ποιούμεν, και εσμέν εν τη δουλική καταστάσει˙ ή δια το λαβείν μισθόν, και εσμέν εν τη διαθέσει του μισθωτού˙ ή δι’ αυτό το καλόν, και εσμέν εν τη διαθέσει του υιού. Ο υιός γαρ ου ποιεί το θέλημα του πατέρος από φόβου, ουδέ ως θέλων παρ’ αυτού λαβείν μισθόν, αλλά θέλων θεραπεύσαι αυτόν, θέλων τιμήσαι και αναπαύσαι αυτόν. Και ημείς ουν ούτως οφείλομεν ποιείν την ελεημοσύνην δι’ αυτό το καλόν, συμπάσχοντες αλλήλοις ως ιδίοις μέλεσιν, ούτως θεραπεύοντές τινά ως ότι ημείς δι’ εκείνου θεραπευόμεθα, ούτως διδόντες ως αυτοί λαμβάνοντες. Και αύτη εστίν η εν γνώσει ελεημοσύνη˙ ούτως ευρισκόμεθα εν τη του υιού διαθέσει, καθώς είπομεν.

Ουδείς δε δύναται ειπείν˙ Πτωχός ειμί και ουκ έχω πόθεν ελεήσαι. Καν γαρ ου δύνασαι δούναι ως εκείνοι οι πλούσιοι οι βάλλοντες τα δώρα αυτών εις το γαζοφυλάκιον, δος δύο λεπτά, ως η χήρα η πενιχρά εκείνη, και προσδέχεται αυτά ο Θεός παρά σου υπέρ τα δώρα των πλουσίων. Ουδέ ούτως έχεις; Άλλ’ έχεις δύναμιν και δύνασαι δι’ υπηρεσίας ελεήσαι τον ασθενούντα. Ου δύνασαι ουδέ τούτο; Δύνασαι λόγω παρακαλέσαι τον αδελφόν σου. Ελέησον ουν αυτόν δια του λόγου και άκουσον του λέγοντος˙ Αγαθόν λόγος υπέρ δόμα. Υπόθου, ουδέ λόγω δύνασαι ελεήσαι, δύνασαι εών παροξυνθή κατά σου ο αδελφός σου, ποιήσαι έλεος εις αυτόν και βαστάσαι αυτόν εν τω καιρώ της ταραχής αυτού, βλέπων αυτόν επηρεαζόμενον εκ του κοινού εχθρού, και αντί του ειπείν αυτώ εν ρήμα και πλέον ταράξαι αυτόν, σιωπήσαι και ελεήσαι την ψυχήν αυτού, αποσπών αυτόν από του εχθρού. Δύνασαι πάλιν, εάν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, ελεήσαι αυτόν και αφιέναι αυτώ την αμαρτίαν αυτού, ίνα και συ άφεσιν λάβης παρά του Θεού˙ λέγει γαρ˙ Άφετε και αφεθήσεται υμίν˙ και
ευρίσκεσαι ποιών έλεος εις την ψυχήν του αδελφού σου, συγχωρών αυτώ α ήμαρτεν εις σε. Έδωκε γαρ ημίν ο Θεός εξουσίαν, εάν θέλωμεν, συγχωρείν αλλήλοις τα παραπτώματα και ουκ έχεις πόθεν ελεήσαι το σώμα, ελεείς δε την ψυχήν αυτού και ποίον έλεος μέγα, ως το έλεος της ψυχής. Ώσπερ γαρ η ψυχή τιμιωτέρα εστί του σώματος, ούτως και το έλεος το γινόμενον εις την ψυχήν μείζόν εστί του γινομένου εις το σώμα˙ ώστε ουδείς δύναται ειπείν ότι˙ Ου δύναμαι ελεήσαι. Έκαστος δύναται προς την δύναμιν αυτού και προς την κατάστασιν αυτού˙ μόνον σπουδάσει έκαστος εκείνο ο ποιεί αγαθόν μετά γνώσεως ποιείν, καθώς και περί εκάστης αρετής είπομεν. Είπομεν γαρ ότι ο εν γνώσει ποιών, ούτός εστίν ο δόκιμος και τεχνίτης, ο οικοδομών μετά ασφαλείας τον ίδιον οίκον. Περί τούτου λέγει και το Ευαγγέλιον ότι˙ Ο φρόνιμος οικοδομεί την οικίαν αυτού επί την πέτραν, και ουδέν των υπεναντίων δύναται παρασσαλεύσαι αυτήν.

Ο Θεός ο φιλάνθρωθπος δώη ημίν ακούειν και ποιείν α ακούομεν, ίνα μη γένωνται ημίν εις κρίμα οι λόγοι ούτοι εν ημέρα κρίσεως, ότι αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Για το κτίσιμο και το αρμολόγημα των αρετών της ψυχής (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.