Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 15-ος: Για την εμπαθή διάθεση και την ένωση του Θεού με τα τέκνα του φωτός.

Για την εμπαθή και άπιστη και πονηρή διάθεση. Και ποιά είναι η ένωση του Θεού με τα τέκνα του φωτός και με ποιό τρόπο γίνεται αυτή μέσα τους. Και προς το τέλος, κατηγορία εναντίον εκείνων που ανάξια αποτολμούν να αποκτήσουν την αρχιεροσύνη.

Αδελφοί και πατέρες, είναι πάντοτε σε αντίθεση μεταξύ τους, με το φως το σκότος, με την πίστη η απιστία, η άγνοια με τη γνώση και με την αγάπη το μίσος. Διότι, όταν από την αρχή ο Θεός είπε: «Ας γίνει φως»,1 και έγινε φως, αμέσως εξαφανίστηκε το σκότος, αλλά με την υποχώρηση του φωτός έγινα και πάλι νύχτα. Ο Αδάμ άλλωστε, όσο φρουρούνταν από την πίστη στον Θεό, ζούσε μέσα στην αθάνατη δόξα και ήταν μέσα στον παράδεισο˙ αλλά, όταν παρασύρθηκε από τον εχθρό σε απιστία, καταδικάστηκε σε θάνατο και εξορίσθηκε από τον παράδεισο και έλαβε σαν αμοιβή, αντί για τη θεία και πνευματική γνώση, τη σαρκική. Διότι, αφού τυφλώθηκε ως προς τα μάτια της ψυχής και έχασε την άφθαρτη ζωή, άνοιξαν τα σωματικά του μάτια˙ και αφού έριξε το βλέμμα του με εμπαθή τρόπο στα ορατά πράγματα, γνώρισε σαρκικά την Εύα, τη γυναίκα του, και αυτή, αφού συνέλαβε, γέννησε τον Κάιν.2 Αλλά η γνώση αυτή είναι πραγματικά άγνοια κάθε καλού˙ διότι, αν ο Αδάμ δεν έχανε πρώτα τη γνώση του Θεού και τη θέαση, δεν θα κατέληγε σ’ αυτή τη γνώση. Έτσι άλλωστε και ο Κάιν, ο γιος του, αν δεν άναβε πρώτα μέσα του το μίσος και ο φθόνος εναντίον του αδελφού του, του Άβελ, δεν θα τον φόνευε.3
Όσοι λοιπόν κατέχονται από το προπατορικό σκότος και δεν θέλουν να κοιτάξουν στο νοητό φως, που ο προπάτορας έχασε, θεωρούν εκείνους που βρίσκονται σ’ αυτό το φως και μιλούν για τα γνωρίσματα αυτού του φωτός σαν αντίπαλους εχθρούς, επειδή πληγώνονται από τα λόγια τους. Διότι, όπως η ακτίνα του ήλιου, καθώς μπαίνει από κάπου σε μία σκοτεινή οικία, χτυπά και σχίζει το σκότος σαν ένα βέλος, έτσι και ο θεόπνευστος λόγος ενός πνευματικού και οσίου ανθρώπου γίνεται μέσα στην καρδιά του σαρκικού ανθρώπου σαν μία δίκοπη μάχαιρα, προκαλώντας σ’ αυτή πόνο και διεγείροντάς την σε αντιλογία και σε μίσος από την άγνοια και την απιστία.
Εκείνος όμως που νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, και αν ακόμη δει να κατεβεί σ’ αυτόν άγγελος από τον ουρανό, τον διώχνει σαν πονηρό δαίμονα, και αν ακόμη δει απόστολο, και αν ακόμη δει προφήτη Θεού, τον αποστρέφεται και αυτόν σαν κάποιον άλλο Μάγο Σίμωνα.4 Αλλά απορώ για τη φοβερή αναισθησία! Ο τυφλός θεωρεί τυφλό εκείνον που βλέπει, και εκείνος που είναι πραγματικά φλύαρος θεωρεί φλυαρία τα λόγια αυτού του ανθρώπου. Και όπως συχνά μέσα στη νύχτα, αν και λένε κάποιοι ότι δεν λάμπει ο ήλιος, ο τυφλός, ακούγοντάς τους, δεν πιστεύει σ’ αυτούς, αλλά και αν και είναι μεσημέρι, δεν πιστεύει, λέγοντας ότι είναι νύχτα, επειδή νομίζει ότι αυτοί τον εξαπατούν, και είπε ακούει ότι υπάρχει φως τη μέρα, είτε σκότος τη νύχτα, απορρίπτει από αμφιβολία αυτούς που το λένε, έτσι και εκείνοι που είναι καθηλωμένοι στο σκότος των παθών και έχουν αποκτήσει το νου του Χριστού,5 νομίζουν δεν τον έχει. Γι’ αυτούς ο προφήτης Δαβίδ δίκαια λέγει: «Ο ασύνετος και ο ανόητος θα απολεσθούν».6 Γι’ αυτό λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί διαστρέψουν όλη τη Γραφή, σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες, και διαφθείρουν τους εαυτούς τους μέσα στα πάθη τους, αν και αυτή τη διαστροφή δεν την έχει η θεία Γραφή, αλλά αυτοί που την παραποιούν.
Πες μου λοιπόν εσύ που έχεις σωστή κρίση για τα πράγματα, πώς θα αναγνωρίσουν ποτέ σωστά οι τυφλοί από μόνοι τους τα νοήματα του φωτός, αν από υπερηφάνεια δεν καταδεχθούν να διδαχθούν; Εκείνος δηλαδή που είναι τυφλός ως προς τα μάτια και δεν βλέπει το φως, πώς θα αναγνώσει τα γράμματα που είναι μέσα στο φως; Εκείνος πάλι που είναι τυφλός ως προς το νου και δεν έχει το νου του Χριστού μέσα τους, πώς μπορεί να σκεφθεί τα νοήματα που βρίσκονται μέσα στο φως του Χριστού; Και αν ακόμη τα αναγνώσει αυτά μύριες φορές με τα σωματικά μάτια, γραμμένα με ορατό τρόπο, δεν θα μπορέσει ποτέ, νομίζω, να δει, μέσα στον υλικό και σκοτεινό χώρο, τα πνευματικά και τα άυλα και τα φωτόμορφα πράγματα.
Κανείς λοιπόν να μη σας πλανά. Ο Θεός είναι φως7 και με όποιους ενωθεί, μεταδίδει σ’ αυτούς από τη λαμπρότητά του, ανάλογα με την καθαρότητά τους. Και τότε το σβησμένο λυχνάρι της ψυχής, ο νους δηλαδή, γνωρίζει ότι το περιτύλιξε και το πυρπόλησε η θεία φωτιά. Μένω κατάπληκτος από το θαύμα, διότι ο άνθρωπος ενώνεται πνευματικά και σωματικά με τον Θεό, επειδή η ψυχή δεν χωρίζεται από το νου, ούτε το σώμα χωρίζεται από την ψυχή, αλλά και διότι ο άνθρωπος γίνεται με την ουσιαστική ένωση κατά χάρη τρισυπόστατος˙ γίνεται δηλαδή ένας θεός από υιοθεσία, αποτελούμενος από σώμα και ψυχή και θείο Πνεύμα, που μετέλαβε. Και εκπληρώνεται τότε αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Δαβίδ: «Εγώ είπα˙ είστε όλοι θεοί και υιοί του Υψίστου».8 «Είστε υιοί του Υψίστου», δηλαδή είστε κατ’ εικόνα του Υψίστου και καθ’ ομοίωση.9 Είσθε θεία γεννήματα, που γεννήθηκαν από το θείο Πνεύμα, στους οποίους ο Κύριος δίκαια είπε, αλλά και διαρκώς λέει: «Μείνετε ενωμένοι μ’ εμένα, για να φέρετε πολύ καρπό».10 Καρπό εννοεί τα πλήθη των ανθρώπων, που σώζονται απ’ αυτούς. «Αν η κληματόβεργα», λέει, «δεν μείνει στο κλήμα, ξηραίνεται και τη ρίχνουν στη φωτιά˙ μείνετε λοιπόν εσείς ενωμένοι μ’ εμένα, και εγώ τότε θα είμαι ενωμένος μ’ εσάς».11
Πώς λοιπόν μένει ενωμένος μ’ εμάς και πώς επίσης εμείς μένουμε ενωμένοι μ’ αυτόν, ο ίδιος ο Κύριος μας δίδαξε λέγοντας: «Εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα και εγώ είμαι ενωμένος μ’ εσένα, και αυτοί είναι ενωμένοι μ’ εμένα και εγώ είμαι ενωμένος μ’ εσένα, και αυτοί είναι ενωμένοι μ’ εμένα και εγώ είμαι ενωμένος μ’ αυτούς».12 Και θέλοντας να επιβεβαιώσει αυτό, επαναλαμβάνει το λόγο, και λέει: «Αυτοί είναι ενωμένοι μ’ εμένα και εγώ είμαι ενωμένος μ’ εσένα».13 Και ακόμη, για να βεβαιωθούν αυτοί που άκουγαν, προσθέτει λέγοντας: «Όπως με αγάπησες εσύ, τους αγάπησα και εγώ, και αυτοί γνώρισαν ότι εσύ με έστειλες στον κόσμο».14 Είναι λοιπόν ολοφάνερο ότι, όπως ο Πατέρας είναι ενωμένος με τον Υιό του,15 και όπως ο Υιός είναι κατά τη φύση μέσα στην πατρική αγκαλιά,16 έτσι και αυτοί που αναγεννήθηκαν από το θείο Πνεύμα και έγιναν αδελφοί του Χριστού και Θεού, σύμφωνα με τη δωρεά του, και υιοί του Θεού και θεοί από υιοθεσία, μένουν, σύμφωνα με τη χάρη, ενωμένοι με τον Θεό και ο Θεός μένει ενωμένος μ’ αυτούς.17
Εκείνοι λοιπόν που δεν έγιναν τέτοιοι και δεν αλλοιώθηκαν διόλου με την πράξη, τη γνώση και τη θέαση, πώς δεν ντρέπονται να ονομάζουν τους εαυτούς τους Χριστιανούς. Αλλά και πώς τολμούν να ανοίγουν το στόμα τους και να μιλούν, χωρίς ντροπή, για τα μυστήρια του Θεού, που είναι κρυμμένα, αν και αναπαύονται στην αμέλειά τους, όπως επάνω σε ένα στρώμα; Πώς δεν κοκκινίζουν από την ντροπή να συγκαταλέγουν τους εαυτούς τους με τους Χριστιανούς και να συναριθμούν τους εαυτούς τους με τους πνευματικούς ανθρώπους; Πώς δεν τρομάζουν να είναι συγκάθεδροι με τους ιερείς, και ιερουργοί και λειτουργοί του σώματος και του αίματος του Δεσπότη; Είμαι εντελώς κατάπληκτος απ’ αυτά, αλλά η τύφλωση του νου τους, όπως ειπώθηκε, και η συνακόλουθη αναισθησία και άγνοια, και η υπερηφάνεια που γεννιέται απ’ αυτά, κάνει να καταπατούν σαν λάσπη το πραγματικό χρυσάφι, το πολυτιμότατο πετράδι, τον ίδιο δηλαδή τον Κύριό μας Ιησού, τον Χριστό. Απορώ για τη φοβερή τους τόλμη, που τους κάνει να ανεβαίνουν σαν επάνω σε υψηλό βάθρο και να στέκονται επάνω σ’ αυτό, για να παρουσιάζεται στους πολλούς ο καθένας απ’ αυτούς ανώτερος από τους άλλους και ξακουστός! Ποιός άραγε Χριστιανός θα ονομάσει τους τέτοιους ανθρώπους Χριστιανούς;
Αλλά αυτά βέβαια τα παρουσιάσαμε με το λόγο, χαραγμένα όπως σε μια στήλη, σ’ εκείνους που επιχειρούν να τα γνωρίζουν όλα και να τα λένε, και που νομίζουν ότι αυτοί είναι κάτι, χωρίς να είναι τίποτε, δείχνοντάς τους ποιοι και τι λογής είναι οι Χριστιανοί, για να συγκρίνουν τους εαυτούς τους με το αρχέτυπο,18 και να γνωρίσουν πόσο υστερούν από τους αληθινούς Χριστιανούς. Σ’ εσάς όμως που είστε δούλοι του Χριστού και επιθυμείτε να μαθαίνετε και έχετε ετοιμάσει τα αυτιά σας, ο ίδιος ο Δεσπότης των όλων φωνάζει με τα άγια Ευαγγέλιά του λέγοντας «Ωσότου έχετε ο φως, να τρέχετε προς το φως, για να μη σας βρει το σκότος».19 Να τρέχετε με τη μετάνοια στο δρόμο των εντολών του.20 Να τρέχετε, να τρέχετε, όσο διαρκεί ο καιρός του φωτισμού του, πριν δηλαδή σας βρει η νύχτα του θανάτου, και παραπεμφθείτε στο αιώνιο σκότος. Να τρέχετε, να ζητάτε, να χτυπάτε, για να σας ανοιχθεί η πύλη της βασιλείας των ουρανών,21 και να βρεθείτε μέσα σ’ αυτή, και να την αποκτήσετε μέσα σας.22 Διότι εκείνοι, που φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή προτού να αποκτήσουν τη βασιλεία των ουρανών, πού θα τη βρουν τότε, όταν αναχωρήσουν εκεί;
Σ’ αυτό τον κόσμο λοιπόν προσταχθήκαμε να παρακαλούμε και να ζητούμε και να χτυπούμε τη θύρα, με μετάνοια και με δάκρυα, και όταν κάνουμε έτσι, ο Δεσπότης υποσχέθηκε να μας δώσει τη βασιλεία. Αν λοιπόν δεν θελήσουμε να το κάνουμε αυτό και να υπακούσουμε στον Δεσπότη Χριστό, ώστε να φροντίσουμε, όσο ακόμη βρισκόμαστε στη ζωή, να λάβουμε τη βασιλεία μέσα μας, θα ακούσουμε δίκαια, όταν απέλθουμε εκεί, να λέει σ’ εμάς: «Τί ζητάτε τώρα τη βασιλεία, που ενώ εγώ σας την έδινα, αρνηθήκατε να τη λάβετε; Δεν είστε εσείς, που, ενώ σας παρακαλούσα πολύ να κοπιάσετε και να τη λάβετε από μένα, εσείς δεν θελήσατε, αλλά καταφρονήσατε και προτιμήσατε την απόλαυση των φθαρτών και των γήινων πραγμάτων; Με ποιά έργα και με ποιά λόγια λοιπόν θα μπορέσετε από εδώ και πέρα να βρείτε αυτή τη βασιλεία;».
Γι’ αυτό λοιπόν, πατέρες και αδελφοί, σας παρακαλώ, ας φυλάξουμε με όλη μας την προθυμία τις εντολές του Θεού μας, ώστε να επιτύχουμε την αιώνια ζωή και βασιλεία, και να μην ακούσουμε τώρα: «Εκείνος που απειθεί στον Υιό δεν θα δει τη ζωή, αλλά η οργή του Θεού θα μείνει επάνω του»,23 και στον μέλλοντα αιώνα: «Φύγετε μακριά από μένα, δεν σας ξέρω από πού είστε».24 Αλλά, ας ακούσουμε εκείνη την ευλογημένη φωνή να λέει: «Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία, που έχει ετοιμασθεί για σας, διότι, όταν πεινούσα τη σωτηρία σας, με θρέψατε με την εργασία των εντολών μου, με ποτίσατε, με ντύσατε, με μαζέψατε στο σπίτι σας, και ήρθατε σ’ εμένα,25 αφού καθαρίσατε τις καρδιές σας από κάθε κηλίδα και από κάθε ρύπο της αμαρτίας. Απολαύστε λοιπόν τα αγαθά μου, που η απόλαυσή τους είναι ανείπωτη, αλλά και είναι ζωή αιώνια και αθάνατη».
Αυτή τη ζωή, μακάρι να την επιτύχουμε όλοι εμείς, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Γέν. 1, 3
2. Πρβ. Γέν. 4, 1
3. Πρβ. Γέν. 4, 3-8
4. Πράξ. 8, 9- 11
5. Πρβ. Α’ Κορ. 2, 16
6. Ψαλμ. 48, 11
7. Α’ Ιω. 1, 5
8. Ψαλμ. 81, 6
9. Πρβ. Γέν. 1, 26
10. Ιω. 15, 4 και 8
11. Ιω. 15, 4-6
12. Ιω. 17, 21 και 23
13. Ιω. 17, 21
14. Ιω. 17, 23 και 25
15. Πρβ. Ιω. 14, 10
16. Πρβ. Ιω. 1, 18
17. Πρβ. Α’ Ιω. 4, 12-13 και 15- 16
18. Αρχέτυπο˙ συνεκδοχικά, αυτά που παρουσίασε με το λόγο για το ποιοι και τι λογής είναι οι Χριστιανοί.
19. Ιω. 12, 35-36
20. Πρβ. Ψαλμ. 118, 32
21. Πρβ. Ματθ. 7, 7. Λουκ. 11, 9
22. Πρβ. Λουκ. 17, 21
23. Ιω. 3, 36
24. Ματθ. 7, 23

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.