Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 16-ος: Για τις Ενέργιες του Αγίου Πνεύματος.

Για τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Και ποιά είναι η θέαση των μυστηρίων του. Και πώς αποκαλύπτονται αυτά στους καθαρούς ως προς την καρδιά. Και στην αρχή του λόγου ωφέλιμη διήγηση για κάποιον υποτακτικό, που έλαβε Άγιο Πνεύμα με τις ευχές του πνευματικού του πατέρα.

Αδελφοί και πατέρες και τέκνα, κάποιος νεαρός1 διηγήθηκε σ’ εμένα, λέγοντας: «Όταν ήμουν υποτακτικός ενός πνευματικού πατέρα, τίμιου και ισάξιου με τους μεγάλους και ονομαστούς αγίους, ακούγοντας πολλές φορές απ’ αυτόν ότι σ’ εκείνους, που αγωνίζονται, έρχονται από τον ουρανό θείες ελλάμψεις και άφθονο φως, και μ’ αυτό το φως ομιλία Θεού προς τους ανθρώπους, θαύμαζα˙ και είχα τόσο μεγάλη επιθυμία και πόθο γι’ αυτό το καλό, ώστε από την άγνοια μου γι’ αυτό, να λησμονώ όλα τα επίγεια και τα επουράνια, και όχι μόνο αυτά, αλλά ακόμη και κάθε ανάγκη για τροφή και νερό, και κάθε είδους σωματική ανάπαυση. Επειδή μάλιστα ο άγιος αυτός ήταν μεγάλος ανάμεσα στους αγίους και στολισμένος με το προορατικό χάρισμα, καθώς με έβλεπε να κάνω, χωρίς δισταγμό, μόνο εκείνα που ο ίδιος με πρόσταζε, και να μην τρώγω και να μην πίνω, αλλά να συλλογίζομαι διαρκώς και να φθείρομαι σαν από κάποιο σαράκι, έχοντας άμετρη συμπόνια, με πρόσταζε να τρώγω, απειλώντας με τιμωρία, και γι’ αυτό, χωρίς να το θέλω, έτρωγα˙ διότι φοβόμουν το αμάρτημα της ανυπακοής. Όσο όμως έτρωγα, τόσο και περισσότερο άναβε μέσα μου ο πόθος, και δεν άντεχα τον εξαναγκασμό του, ώστε και να χύνω ποτάμι τα δάκρυα και να σηκώνομαι συχνά με δάκρυα από την τράπεζα˙ διότι νόμιζα, ο αναίσθητος, ότι αυτός εμποδίζει την διάθεσή μου, επειδή δεν γνώριζε τάχα ποιον εσωτερικό πόνο έχω˙ και καθώς βρισκόμουν σε τέτοια κατάσταση, αγνοούσα ο άθλιος ότι αυτός γνώριζε ακόμη και τους κρυφούς λογισμούς της καρδιάς μου. Αυτό άλλωστε θα φανερωθεί με τα ακόλουθα».
Κάποια μέρα λοιπόν συνέβη σ’ εμάς να πάμε στην πόλη, όπου αυτός κατοικούσε, για να επισκεφθεί τα πνευματικά του τέκνα. Αφού λοιπόν περάσαμε όλη τη μέρα ανάμεσά τους – διότι ωφελούσε πολλούς και μόνο με την εμφάνισή του -, αφού ήρθαμε το βράδυ στο κελλί και ήμασταν από τον πολύ κόπο και καύσωνα πεινασμένοι και διψασμένοι – διότι είχε τη συνήθεια να μην κοιμάται πουθενά, παρ’ όλο που ήταν καλοκαίρι και ο ίδιος ήταν γέρος, που είχε περάσει τα εξήντα περίπου χρόνια -, ενώ καθίσαμε να φάμε, εγώ δεν έτρωγα. Διότι ήμουν σωματικά τελείως κουρασμένος. Σκεφτόμουν μάλιστα ότι, αν φάω κάτι και αν πιώ κάτι, δεν θα μπορέσω διόλου να σταθώ στην προσευχή μου, για να ζητήσω από τον Θεό αυτό που ποθώ. Έχοντας αυτά στο νου μου καθόμουν, όπως κάθεται κάποιος που βρίσκεται σε έκσταση.
Ο άγιος λοιπόν καθώς με είδε, και αναλογίσθηκε τον κόπο που έκανα μαζί του, και διέκρινε την αιτία για την οποία υπέφερα αυτά, διότι ήταν στολισμένος, όπως ειπώθηκε, με το διορατικό χάρισμα, έδειξε πολλή συμπόνια και μου είπε με τρόπο επιτακτικό˙ ¨Φάγε, παιδί μου, και πιες, και από εδώ και πέρα μη λυπάσαι˙ διότι, αν δεν ήθελε ο Θεός να σε ελεήσει, δεν θα ευδοκούσε να έρθεις σ’ εμένα¨. Φάγαμε λοιπόν και ήπιαμε, και περισσότερο από όσο χρειαζόταν˙ διότι έτρωγε και εκείνος, ακολουθώντας τη δική μου αδυναμία. Έπειτα, αφού σηκώθηκε η τράπεζα, λέει σ’ εμένα˙ ¨Μάθε, παιδί μου, ότι ο Θεός δεν χαίρεται και δεν φανερώνεται, ούτε με τη νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με τον σωματικό κόπο, ούτε με κάποια άλλη από τις καλές πράξεις, αλλά μόνο με την ταπεινή και απερίεργη και αγαθή ψυχή και καρδιά¨. Αυτά λοιπόν ακούγοντάς τα εγώ, και θαυμάζοντας για το λόγο και τη συμβουλή του αγίου, επειδή καιγόμουν μέσα μου ακόμη περισσότερο από τον πόθο και έφερνα στη μνήμη μου στη στιγμή, με την ταχύτητα που έχει ο νους, όλες τις αμαρτίες μου, πλημμύρισα από δάκρυα, και αφού έπεσα στα άγια πόδια του και τα κράτησα, είπα˙ ¨Ευχήσου για μένα, άγιε του Θεού, για να βρω με τη μεσιτεία σου έλεος, επειδή από τα καλά, που είπες, δεν υπάρχει ούτε ένα σ’ εμένα, αλλά μόνο πολλές αμαρτίες, που και ο ίδιος τις γνωρίζεις¨. Με συμπόνεσε λοιπόν ο άγιος ακόμη περισσότερο, και δάκρυσε˙ και στη συνέχεια πρόσταξε να σηκωθώ από το έδαφος, και είπε˙ ¨Έχω εμπιστοσύνη στον Θεό, που μου δώρισε πλούσια τη χάρη του, ότι θα τη δωρίσει διπλή και σ’ εσένα, μόνο και μόνο για την εμπιστοσύνη που έχεις σ’ αυτόν και στην ταπεινότητά μου¨. Αυτό το λόγο λοιπόν, αφού τον δέχθηκα σαν να ειπώθηκε από τον ίδιο τον Θεό, και σκέφτηκα εκείνο που έγινε από τον Ηλία στον Ελισσαίο,2 και πίστεψα, αν και είμαι ανάξιος, ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και εκπληρώνει σύντομα το θέλημα εκείνων που τον φοβούνται,3 έβαλα και πάλι μετάνοια, και ζήτησα ευχή, και αποσύρθηκα στο κελλί μου, παίρνοντας εντολή απ’ αυτόν να κάνω μόνο Τρισάγιο4 και να κοιμηθώ.
Αφού λοιπόν μπήκα να προσευχηθώ εκεί όπου συνήθιζα να προσεύχομαι, και αφού άρχισα το ¨Άγιος ο Θεός¨, θυμήθηκα τα λόγια του αγίου, και κινήθηκα αμέσως σε δάκρυα και σε θείο πόθο, τόσο πολύ, ώστε να μην μπορώ να παραστήσω με λόγια τη χαρά και την ευχαρίστηση που ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Αλλά όμως αμέσως, αφού έπεσα με το πρόσωπο στο έδαφος, είδα, και να, έλαμψε πνευματικά επάνω μου άφθονο φως, και φώτισε συγχρόνως όλο το νου και την ψυχή μου, ώστε να εκπλαγώ από το ξαφνικό θαύμα και να βρεθώ σαν σε έκσταση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξέχασα και τον τόπο, όπου στεκόμουν και ποιος ήμουν και που ήμουν, αλλά μόνο κραύγαζα το ¨Κύριε ελέησον¨, όπως αντιλήφθηκα ότι το έλεγα, όταν ήρθε σε συναίσθηση. Αλλά ποιος ήταν, πάτερ, αυτός, που μιλούσε ή κινούσε τη γλώσσα μου, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει˙ αν με το σώμα ή χωρίς το σώμα3 βρέθηκα σ’ αυτό το φως, το γνωρίσει το ίδιο το φως˙ αυτό δηλαδή που έδιωξε ότι σκοτεινό υπήρχε στην ψυχή μου, αλλά και όλο το γήινο φρόνημα˙ αυτό, που απομάκρυνε από μένα την παχύτητα της ύλης και το βάρος του σώματος, που προξένησε στα μέλη μου την ακηδία και τη νάρκωση. Διότι, τι φρικτό θαύμα! Τόσο πολύ τόνωσε και ενίσχυσε την εξασθένηση των αρθρώσεων και των νεύρων, που προξενήθηκε σ’ εμένα εκείνη την ώρα από τον πολύ κόπο, ώστε να νομίσω και να μου φανεί ότι πέταξα από επάνω μου το ένδυμα της φθοράς. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και στάλαξε αμέσως με τρόπο ανέκφραστο μέσα στην ψυχή μου πολλή χαρά και πνευματική αίσθηση και γλυκύτητα, που ξεπερνά κάθε γεύση από τα ορατά πράγματα, και μου χάρισε και μου γνώρισε, με παράδοξο τρόπο, την ελευθερία και τη λήθη όλων των βιοτικών λογισμών, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο της αναχώρησής μου από την παρούσα ζωή. Διότι όλες οι αισθήσεις μου, και του νου και της ψυχής, προσηλώθηκαν μόνο στην ανέκφραστη ευφροσύνη εκείνου του φωτός.
Αλλά όμως, αφού εκείνο το άπλετο φως, που φανερώθηκε σ’ εμένα – διότι δεν βρίσκω κάποιο άλλο όνομα ταιριαστό και κατάλληλο, για να το ονομάσω -, υποχώρησε κάπως ήρεμα και περιορίσθηκε κατά κάποιο τρόπο, ήρθα σε συναίσθηση και γνώρισα αυτά, που πραγματοποίησε ξαφνικά σ’ εμένα η δύναμή του˙ και αφού αντιλήφθηκα τον αποχωρισμό του και αναλογίστηκα ότι με άφησε πάλι μόνο στη ζωή, κυριεύθηκα από τόσο βαριά λύπη και οδύνη, ώστε να δυσκολεύομαι να εκφράσω αντάξια το μέγεθος της ποικίλης και σφοδρότατης οδύνης, που σαν φωτιά άναψε μέσα στην καρδιά μου. Λοιπόν, παράστησε εσύ – μου είπε -, αν μπορείς, πάτερ, τον πόνο του αποχωρισμού και την έκταση της αγάπης και το μέγεθος του πόθου και το ύψος της πολύ μεγάλης ευεργεσίας. Διότι εγώ δεν μπορώ ούτε να εκφράσω με το στόμα μου, ούτε να αντιληφθώ με το νου μου την απεραντοσύνη της οπτασίας»
Αλλά εγώ είπα: «Πες μου εσύ, πολυσέβαστε πάτερ και αδελφέ, καθαρότερα και σαφέστερα τις ενέργειες του φωτός, που φανερώθηκε σ’ εσένα». Και εκείνος, ο γλυκύς και γεμάτος από θείο Πνεύμα και αξιωμένος για θείες οπτασίες, αποκρίθηκε αμέσως με γλυκύτατη και μελιστάλαχτη φωνή, λέγοντας: «Γεμίζει χαρά, πάτερ, όταν φανερώνεται, και πληγώνει την καρδιά, όταν κρύβεται. Και έρχεται κοντά μου, και με ανεβάζει στους ουρανούς. Είναι μαργαριτάρι, και με ντύνει με το φως, και φαίνεται σαν άστρο, και είναι αχώρητο σε όλα. Αστράφτει σαν ήλιος, και βλέπω την κτίση να περιέχεται μέσα σ’ αυτό. Μου δείχνει όλα όσα υπάρχουν μέσα της, και με προστάζει να προσέχω τη δική μου πνευματική κατάσταση. Σκεπάζομαι κάτω από τη στέγη και από τους τοίχους, και μου ανοίγει διάπλατα τους ουρανούς. Σηκώνω με αισθητό τρόπο τα μάτια μου, για να δω αυτά που είναι εκεί, και βλέπω όλα, όπως ήταν και πρωτύτερα. Θαυμάζω το γεγονός, και ακούω μυστικά μία φωνή να μου λέει από ψηλά˙ ¨Αυτά είναι υπαινιγμοί και προμηνύματα˙ διότι το τέλειο δεν θα το δεις, όσο είσαι στη σάρκα. Αλλά να στραφείς στον εαυτό σου και να προσέξεις να μην κάνεις κάτι από εκείνα που σε στερούν από τα ουράνια αγαθά. Αν όμως και συμβεί να κάνεις κάποιο σφάλμα, να το θεωρήσεις υπόμνηση για ταπείνωση, αλλά να μη σταματήσεις να φροντίζεις για τη μετάνοια. Διότι καθώς η μετάνοια ενώνεται με τη φιλανθρωπία μου, εξαφανίζει και τα σφάλματα που έγιναν πριν και αυτά που γίνονται τώρα¨.
Αυτά λοιπόν, όταν τα άκουσα απ’ αυτόν, πατέρες και αδελφοί, λίγο έλειψε να σαλέψει ο νους μου, και κυριεύθηκα ολόκληρος από τρόμο, διότι σκέφθηκα στη στιγμή σε πόσο ύψος θέασης και γνώσης ανέβηκε αυτός ο νέος αμέσως από μόνη την αγάπη και την πίστη στον πνευματικό του πατέρα, και ποια αγαθά αξιώθηκε να δει και να απολαύσει από την αρχή, σαν να απέβαλε πια την ανθρώπινη αδυναμία και να έγινε από άνθρωπος άγγελος.
Γι’ αυτό λοιπόν σας παρακαλώ, αδελφοί εν Χριστώ, ας απορρίψουμε μακριά από τους εαυτούς μας κάθε σχέση και κάθε φροντίδα αυτής της ζωής, ας μισήσουμε τις ηδονές της σάρκας, την καλοπέραση του σώματος, την άνεση και την αργία, με τα οποία υπερισχύει το κατώτερο στο ανώτερο,6 και ελάτε, ας αναλάβουμε καθαρή πίστη προς τον Θεό και τους κατά Θεόν πατέρες και διδασκάλους μας˙ ας αποκτήσουμε συντριμμένη την καρδιά, ταπεινωμένο το φρόνημα της ψυχής7 και καθαρή την καρδιά από κάθε κηλίδα και από κάθε ρύπο της αμαρτίας, με τα δάκρυα και τη μετάνοια, για να αξιωθούμε κάποτε να φθάσουμε σύντομα και εμείς σε τέτοια πνευματική κατάσταση, και να δούμε και να απολαύσουμε από εδώ ακόμη τα απόρρητα και κρυμμένα αγαθά του θείου φωτός, αν και όχι τέλεια, αλλά σε τέτοιο βαθμό και όσο χωρούμε, ανάλογα δηλαδή με την καθαρότητα μας. Διότι έτσι και τους εαυτούς μας θα ενώσουμε με τον Θεό, και ο Θεός θα ενωθεί μ’ εμάς, και θα είμαστε γι’ αυτούς, που μας πλησιάζουν, φως και άλας,8 για να έχουν μεγάλη ωφέλεια, στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Υπονοεί τον εαυτό του.
2. Δ’ Βασ’. 2, 9-10
3. Ψαλμ. 144, 19
4. Τρισάγιο η γνωστή εισαγωγική προσευχή, που αρχίζει με το Άγιος ο Θεός.
5. Πρβ. Β’ Κορ. 12, 2-3
6. «κατώτερο» το σώμα, «ανώτερο» η ψυχή.
7. Πρβ. Ψαλ. 33, 19
8. Πρβ. Ματθ. 5, 14 και 13.

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.