Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και η εκπαίδευση των νέων – Αθανασίου Μπιλιανού.

Ένα ακόμα ζήτημα που απασχόλησε τον Μέγα Πρωτοσύγκελλο του οικουμενικού θρόνου ήταν η λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων στην Κωνσταντινούπολη. Από τη θέση του ως μέλος της πατριαρχικής κεντρικής εκπαιδευτικής επιτροπής ο Χρυσόστομος είχε πλήρη εικόνα των σχολικών και των εν γένει εκπαιδευτικών πραγμάτων της ομογένειας, γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί και με αυτόν τον σημαντικό τομέα της κοινωνικής ζωής.
Ο Χρυσόστομος θεωρούσε πως το πρώτο μέλημα της εκπαίδευσης θα έπρεπε να αφορά τη σωματική και ηθική ανάπτυξη των νέων. Στην κατεύθυνση αυτή, ο άγιος πρότεινε τρεις άξονες επίτευξης του έργου αυτού: την κατά το δυνατόν εξασφάλιση της υγείας του ατόμου, μέσω της ανάπτυξης των σωματικών του δυνάμεων, τη διάπλαση της ηθικής του υπόστασης, μέσω της καλλιέργειας ηθικών αρχών, όπως η ευσέβεια, η φιλανθρωπία, η δικαιοσύνη, η φιλογένεια, η αυταπάρνηση και η εγκαρτέρηση, και τέλος ο άξονας που αφορούσε την πνευματική εξέλιξη και πρόοδο του ανθρώπου. Αξιοποιώντας τα διδάγματα μεγάλων παιδαγωγών της εποχής του, ο Χρυσόστομος ανέφερε πως το γένος δεν θα μπορούσε να αναμένει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, εάν η εκπαίδευση δεν είχε άμεση επίδραση στη σωματική υγεία και την ηθική ανάπτυξη των ατόμων.1
Για την ευρύτερη πνευματική ανάπτυξη των νέων στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ο Χρυσόστομος διατύπωσε πολλές προτάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής. Ο άγιος ανέφερε πως η διδασκαλία δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στην παροχή των αναγκαίων για τη ζωή γνώσεων, αλλά στην αναζήτηση των αιτίων και των αφορμών κάθε γνώσης, γεγονός που θα επέτρεπε στον νέο να προετοιμάζει ο άγιος τον εαυτό του για τη ζωή, η οποία είναι εκ των πραγμάτων μια διαρκής και αέναη διδασκαλία.
Ως προς τη μέθοδο διδασκαλίας ο Χρυσόστομος, παρακολουθώντας τις προόδους της παιδαγωγικής επιστήμης και υπερβαίνοντας τη διαδεδομένη στην εποχή του πρακτική της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, κατά την οποία μαθητές μεγαλύτερων τάξεων παρέδιδαν μαθήματα σε μαθητές μικρότερων τάξεων, επιχειρηματολογούσε για τα πλεονεκτήματα της συνδιδακτικής μεθόδου,2 η οποία στα τέλη του 20ου αιώνα παρουσιάστηκε ως μια καινοτόμος και πρωτοποριακή μέθοδος υπό τον τίτλο της συνεκπαίδευσης – συνδιδασκαλίας.
Για τη διδασκαλία των επιμέρους μαθημάτων ο μέγας Πρωτοσύγκελλος ανέφερε τα εξής. Τα θρησκευτικά, που θα έπρεπε να αποτελούν το θεμέλιο της ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης, εξαντλούνται τις περισσότερες φορές στη στείρα απομνημόνευση κακώς επιλεγμένων γεγονότων είτε από την Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη είτε από τη μετέπειτα εκκλησιαστική ιστορία. Επίσης, η εκμάθηση των δογμάτων της πίστεως δεν ασκεί καμία επίδραση στην ψυχή των νέων, καθώς πραγματοποιείται κυρίως μηχανικά ώστε να ανταποκριθεί ο σπουδαστής στις προκαθορισμένες εξετάσεις.
Για το μάθημα των θρησκευτικών ο Χρυσόστομος, μνημονεύοντας τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «από Θεού άρχεσθαι και εις Θεόν αναπαύεσθαι», έγραφε πως όπου είναι εφικτό θα πρέπει να αποτελεί το πρώτο μάθημα στο ωρολόγιο πρόγραμμα των σπουδών. Ο διδάσκων πρέπει να έχει υπ’ όψιν ότι ο κύριος σκοπός του μαθήματος δεν είναι η μετάδοση γνώσεων, αλλά η καλλιέργεια ήθους και χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, επιλέγοντας ο καθηγητής το θέμα που θα διδάξει, θα πρέπει κατά την ερμηνεία και απόδοσή του να απευθύνεται στην ψυχή του παιδιού και αυτή θα πρέπει να διαπλάθει, ούτως ώστε να προετοιμάζονται άνθρωποι ευσεβείς, ενάρετοι και υπομονετικοί στις βιωτικές μέριμνες και τις δυσκολίες της ζωής. Από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, τόνιζε ο Χρυσόστομος, εξαρτάται κατά πολύ η επιτυχία του ηθικού σκοπού της εκπαίδευσης. Για τον λόγο αυτό, απαιτείται μεγάλη προσοχή στην επιλογή του προσώπου που θα επιφορτιστεί με τη διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος. Πολλές γνώσεις και πτυχία ανώτατων σπουδών είναι ένα μηδέν, έγραφε ο άγιος, όταν δεν συνυπάρχουν στην προσωπικότητα του διδασκάλου δοκιμασμένος ηθικός χαρακτήρας και ζήλος ακραιφνής για τη διάδοση της αρετής.
Ταυτόχρονα, με εγκύκλιό του προς τις διευθύνσεις των ορθοδόξων σχολών της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος είχε μεριμνήσει και γα το ζήτημα του εκκλησιασμού του διδακτικού προσωπικού και των μαθητών. Ο Χρυσόστομος καλούσε τους διευθυντές και τους διδάσκοντες στα σχολεία αμφοτέρων των φύλων να παρίστανται ανελλιπώς στους ιερούς ναούς κάθε Κυριακή και εορτή και να μεριμνούν ώστε όλοι οι μαθητές της σχολής στην οποία υπηρετούσαν να προσέρχονται έγκαιρα στον ναό και να παρακολουθούν με ευλάβεια τη Θεία Λειτουργία. Στην ίδια εγκύκλιο ο άγιος έκανε ειδική αναφορά στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως «δια της προσηκούσης προπαρασκευής».3
Το μάθημα των Ελληνικών, ανέφερε ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος, περιορίζεται στη δουλική ως επί το πλείστον απομνημόνευση γραμματικών και συντακτικών κανόνων, ενώ η διδασκαλία των Ελλήνων συγγραφέων εξαντλείται και πάλι στη γραμματική και συντακτική εξέταση των κειμένων, χωρίς να επιδιώκεται η επαρκής επί των εννοιών ανάλυσή τους και χωρίς να επιτυγχάνεται η σύνδεσή τους με τις περιστάσεις της εκάστοτε εποχής.
Η διδασκαλία των Μαθηματικών θα πρέπει να διεξάγεται σχεδόν αποκλειστικά με τη διατύπωση και επίλυση προβλημάτων που αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα και περιστάσεις της καθημερινότητας. Ο Χρυσόστομος απέτρεπε τους καθηγητές να επιβάλλουν στους μαθητές την εκμάθηση κανόνων, ιδιαίτερα στις μικρότερες τάξεις, μέχρις ότου οι ίδιοι οι μαθητές να μπορούν αν τους διατυπώνουν αυτόματα, ως αποτέλεσμα της εκμάθησης της αρίθμησης και των τύπων των διαφόρων πράξεων. Η εισαγωγή στη Γεωμετρία θα πρέπει να γίνεται με τη χρήση στερεών γεωμετρικών σχημάτων.
Στη Φυσική και τη Χημεία η διδακτέα ύλη θα πρέπει να καταρτίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο την προϋπάρχουσα αντίληψη και γνώση των μαθητών όσο και τις βιωτικές εμπειρίες και ανάγκες τους και όχι με βάση τις αυστηρά επιστημονικές απαιτήσεις και μεθόδους. Επίσης είναι εξίσου σημαντικό να αποφεύγονται οι μακρές και αφηρημένες θεωρίες, χωρίς την αναγκαία και επίμονη πειραματική εφαρμογή τους επί των φυσικών πραγμάτων.
Από το μάθημα της Ιστορίας τόνιζε ο Χρυσόστομος δεν εξάγονται τα απαραίτητα για τη νεολαία ηθικά διδάγματα, τα οποία, συγκρινόμενα με τα αποτελέσματα του ηθικού βίου και του χαρακτήρα των προγεγενημένων, θα μπορούσαν να επιδράσουν καλύτερα στην καλλιέργεια της αρετής και της σύνεσης των νέων.
Για τον λόγο αυτό, ανέφερε ο άγιος, θα πρέπει να παρέχονται στους μαθητές τα ιστορικά γεγονότα ανάλογα με την ηλικία και την τάξη τους, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες γεωγραφικές πληροφορίες. Τα γεγονότα προέτρεπε να διδάσκονται ως αποτελέσματα «προεκτεθέντνω αιτίων» και οι πράξεις ως συνέπειες των «προδιαγραφέντων χαρακτήρων», ενώ με την ακριβή και λεπτομερή αφήγηση του διδασκάλου ενισχύεται η δεξιότητα της απομνημόνευσης των μαθητών. Ως προς τις χρονολογίες, είναι αρκετό, πλην ελαχίστων εξαιρέσε3ων, να συγκρατούν οι μαθητές την εκατονταετηρίδα κατά την οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα, ενώ στις μεγαλύτερες τάξεις είναι απαραίτητο να εμβαθύνουν στον παραλληλισμό των αρχαιότερων προς τα νεότερα, των παλαιών προς τα σύγχρονα και να εξάγονται τα αναγκαία διδακτικά και μορφωτικά συμπεράσματα.
Η Γεωγραφία θα πρέπει να διδάσκεται απαραιτήτως με την υδρόγειο σφαίρα και τη χρήση γεωγραφικών πινάκων («πινακογραφία»), τη μόνη και ασφαλή μέθοδο για να αποτυπώνεται στον νου το σχήμα και η θέση των χωρών και των πόλεων, καθώς και τα λοιπά γεωμορφολογικά στοιχεία ενός τόπου. Αποδοκιμάζοντας την καθ’ υποβολή απομνημόνευση ονομάτων και αριθμών, ο Χρυσόστομος ανέφερε πως οι διαφορετικοί γεωγραφικοί πίνακες (χάρτες), πολιτικοί, ορεογραφικοί και υδρογραφικοί, επιτρέπουν την πραγματοποίηση νοητικών ναυτικών περιηγήσεων και οδοιποριών, κατά τις οποίες ο μαθητής ονομάζει αυτά που συναντά, ηπείρους, χώρες, πόλεις, ποταμούς και όρη, τα οποία μπορεί να συσχετίζει είτε με το μάθημα της Ιστορίας είτε με άλλες πληροφορίες που αφορούν τον πολιτισμό, την εργασία, την παραγωγικότητα του εδάφους, το εμπόριο και τις ανάγκες των ανθρώπων.
Για το μάθημα της Γυμναστικής κάθε σχολείο θα έπρεπε να διαθέτει έναν ικανό στεγασμένο χώρο απαραίτητο κατά τους χειμερινούς μήνες, ενώ ιδιαίτερη μέριμνα απαιτούσε η κατασκευή γυμναστηρίου και η προμήθεια των αναγκαίων οργάνων γυμναστικής. Ο Χρυσόστομος τόνιζε πως στη Γυμναστική θα πρέπει να αποφεύγονται οι επικίνδυνες αθλητικές και ακροβατικές ασκήσεις, να επιδιώκεται η ισορροπημένη ενίσχυση των διαφόρων μελών και μερών του σώματος και να συμπληρώνεται το μάθημα με περιπάτους, εκδρομές και, όπου είναι δυνατόν, με κολύμβηση.
Στα ζητήματα που αφορούσαν τη λειτουργία των σχολείων της Κωνσταντινούπολης ο Χρυσόστομος συμπεριέλαβε «το πλήθος των εορτασίμων ημερών και το μήκος των θερινών διακοπών». Ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος ανέφερε πως στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και του καλοκαιριού, εγκαταλείποντας οι μαθητές για μεγάλα χρονικά διαστήματα κάθε ασχολία με τα μαθητικά τους καθήκοντα και αποσπώμενοι με άλλα και ξένα προς την ιδιότητά τους θέματα, επέστρεφαν στο σχολείο έχοντας απωλέσει ένα μεγάλο μέρος της εργασίας που είχαν επιτελέσει νωρίτερα οι ίδιοι και οι δάσκαλοί τους. Για τον λόγο αυτό, ο Χρυσόστομος τόνιζε πως τα μαθήματα θα έπρεπε να διαρκούν όλο σχεδόν τον χρόνο, με τα σχολεία να κλείνουν μόνο τις Κυριακές και τις άλλες μεγάλες εορτές, ενώ οι διακοπές του καλοκαιριού δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν τις δεκαπέντε ημέρες.
Το ζήτημα της επέκτασης του σχολικού έτους και του περιορισμού των θερινών διακοπών ήταν αποτέλεσμα μιας άλλης πρότασης του Χρυσοστόμου για τη μείωση των ωρών διδασκαλίας του εκπαιδευτικού προσωπικού. Σύμφωνα με αυτή οι διδάσκοντες στις μικρότερες τάξεις θα πρέπει να παραδίδουν μαθήματα πέντε το πολύ ώρες την ημέρα και στις μεγαλύτερες τάξεις τέσσερεις ώρες, ώστε να προσέρχονται στην παράδοση σωστά προετοιμασμένοι και γνώστες της διδακτέας ύλης, κάτι που επιτρέπει στη διδασκαλία να καρποφορεί «άνευ καταπονήσεως του πνεύματος των μαθητών». Ως προς τον χρόνο διδασκαλίας ο Χρυσόστομος ανέφερε ότι για τα μαθήματα που απαιτούν επίπονη διανοητική προσπάθεια οι ώρες, θα πρέπει να περιορίζονται στις κατώτερες τάξεις σε τρεις και στις ανώτερες τάξεις σε τέσσερις ώρες ημερησίως. Ο υπόλοιπος χρόνος παραμονής των μαθητών στο σχολείο θα αξιοποιείται με σωματικές ασκήσεις, περιπάτους, γεωργικές και άλλες βιοτεχνικές ασχολίες και θα συμπληρώνεται με την καλλιέργεια δεξιοτήτων στην ιχνογραφία, την καλλιγραφία, τη μουσική και τη μελέτη.
Ένα ακόμη ζήτημα που έθιγε ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος ήταν τα αριστεία που δίνονταν στους μαθητές κατά τη διάρκεια των σπουδών. Ο Χρυσόστομος ανέφερε πως οι έπαινοι και τα βραβεία θα πρέπει να αποφεύγονται και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις διάκρισης να χορηγούνται κατά την τελική αποφοίτηση. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται οι μαθητές να θεωρούν την επιμέλεια στο σχολείο και την ενάσκηση της αρετής ως μια απλή και φυσική υποχρέωση, για την εκπλήρωση της οποίας οφείλουν να αναζητούν την ανταμοιβή στη συνείδησή τους και στην ευμενή και φιλική συμπεριφορά των διδασκάλων οι οποίοι αξιολογούν και τη διαγωγή των μαθητών τους.
Οι προτάσεις του Χρυσοστόμου για την εκπαίδευση των νέων αποσκοπούσαν στο να καταστεί η διδασκαλία μια ευχάριστη για τη νεολαία ενασχόληση, εξαίροντας την επίδραση που έχουν στο μέλλον οι καρποί των μαθητικών χρόνων και κόπων. Ο άγιος τόνιζε πως οι άνθρωποι που ευδοκιμούν και εκτιμώνται στην κοινωνία είναι εκείνοι οι οποίοι «δια της ιδίας αυτών αρετής και εργασίας προήχθησαν», ότι ο άνθρωπος, για να είναι πραγματικά άνθρωπος, οφείλει να είναι δημιούργημα του εαυτού του.
Κεντρική θέση στις προτάσεις του Μεγάλου Πρωτοσύγκελλου για την καλύτερη λειτουργία των ελληνικών σχολείων της ομογένειας αποτελούσε ο διδάσκαλος. Ο Χρυσόστομος αποδοκίμαζε τα «πενιχρά διδασκαλικά μισθάρια», καθώς δεν εξασφάλιζαν στον εκπαιδευτικό κάθε βαθμίδας έναν άνετο και αξιοπρεπή βίο, που θα του επέτρεπε να είναι πλήρως αφοσιωμένος στο έργο του, να παρακολουθεί τις προόδους της επιστήμης και να προσαρμόζει τη μέθοδο διδασκαλίας στις ανάγκες των μαθητών και της εποχής του. Στις οικονομικές δυσκολίες του εκπαιδευτικού προσωπικού, ο Χρυσόστομος πρόσθετε και τις παράλογες ενίοτε απαιτήσεις των γονέων έναντι του διδασκάλου, γεγονός που δεν άφηνε πολλά περιθώρια στον τελευταία να επιτελεί ανεπηρέαστος και με αυταπάρνηση το έργο του.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος υπενθύμιζε «τα παραδείγματα μαρτυρικής διδασκαλικής αφοσιώσεως και εγκαρτερήσεως», τα οποία υπερβαίνοντας κάθε δυσκολία τιμούν την ιστορία των εκπαιδευτικών και αξίζουν τον έπαινο και την προσοχή της κοινωνίας. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η αναφορά του αγίου στην προσήλωση κάποιων διδασκάλων στην επιτέλεση του καθήκοντος η οποία φθάνει στην αυτοθυσία, διευκρινίζοντας: «ουδέποτε όμως δύνανται να προβάλλωνται ως υποχρεωτικός υπογραμμός, κατά τον οποίον οφείλει να βαδίζη πας διδάσκαλος˙ διότι το μεν καθήκον είναι υποχρεωτικόν, η δε αυτοθυσία προαιρέσεως έργον».4
Η αναφορά του Χρυσοστόμου στην αυτοθυσία, ως πράξη που εναπόκειται στην προαίρεση κάθε ανθρώπου, αποκαλύπτει μια σημαντική πτυχή της προσωπικότητας του αγίου η οποία εκδηλώθηκε καθόλη τη μετέπειτα αρχιερατική του διακονία και εκφράστηκε με παρρησία τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, όταν αποτέλεσε ο ίδιος το πρώτο και κορυφαίο παράδειγμα αυτοθυσίας έναντι του καταδιωκόμενου ελληνικού μικρασιατικού λαού.

Υποσημειώσεις.
1. Ταχυδρόμος Εφημερίς εν Κωνσταντινουπόλει, αριθμ. 205/19.12.1898 «Δ’. Ότι εν τω υγιεινώ και ηθικώ έργω αυτής αστοχεί ως τα πολλά η εθνική ημών εκπαίδευσις».
2. Ταχυδρόμος Εφημερίς εν Κωνσταντινουπόλει, αριθμ. 208/ 23.12.1898 «Ε’. Η πνευματική της σχολής ενέργεια».
3. ΕΑ ΙΗ (1898) 417
4. Ταχυδρόμος Εφημερίς εν Κωνσταντινουπόλει, αριθμ. 222/ 13. 1. 1899 «ΣΤ’ Τίνος ένεκα ως επί το πολύ αποτυγχάνει η ημετέρα εκπαίδευσις εν τω υγιεινώ και ηθικώ έργω αυτής», αριθμ. 224 / 15. 1. 1899 «Ζ’. Διατί χωλαίνει ενιαχού το πνευματικόν έργον της εκπαιδεύσεως ημών», αριθμ. 231/ 23. 1. 1899 «Η’. Τα προς ανόρθωσιν του εκπαιδευτικού ημών έργου ληπτέα γενικά μέτρα» και αριθμ. 253/ 19. 2. 1899 «Θ’ . Ποία εν γένει πρέπει να είναι η εσωτερική λειτουργία της σχολής».

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.