Αυτοί που επρόκειτο να γίνουν αρχιερείς εκλέγονται από τους μοναχούς – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Αυτοί που επρόκειτο να γίνουν αρχιερείς εκλέγονται από τους μοναχούς και εγίνοντο πρώτα μοναχοί.

Πόσο πραγματικά ευτυχισμένοι και χρυσοί αιώνες υπήρξαν εκείνοι, κατά τους οποίους κυβερνούσε την Εκκλησία του Χριστού μια εξαιρετική και πάρα πολύ καλή συνήθεια, το να εκλέγωνται δηλαδή από το σεμνό τάγμα των Μοναχών όλοι εκείνοι (εκτός από λίγους, που εξ αιτίας της υπερβολικής τους αρετής από λαϊκοί αμέσως ανέλαβαν την διακυβέρνησι των πιστών) που επρόκειτο να ανέβουν στους υπέροχους θρόνους της αρχιερωσύνης και να αναλάβουν την προστασία των ψυχών˙ όπως μία τέτοια συνήθεια αναφέρουν και τα πρακτικά της συνόδου που έγινε στην αγία Σοφία, όπου ο Καισαρείας και ο Χαλκηδόνος είπαν στον τοποτηρητή του πάπα Ιωάννου τα εξής: «Στην ανατολή, αν κάποιος δεν έχει γίνει μοναχός, δεν γίνεται επίσκοπος ή Πατριάρχης». Και πάλι: «Κατά το χρονικό διάστημα της αρχιερατείας αυτού (δηλαδή του Μεγάλου Φωτίου) πολλοί ψηφίσθηκαν μαζί και κληρικοί και μοναχοί». Την αναφέρει αυτήν και ο ιστορικός Γεώργιος Κεδρηνός και ιδιαιτέρως όμως ο άριστος ερμηνευτής της εκκλησιαστικής ιστορίας, εννοώ τον ιερό Συμεών ο Θεσσαλονίκης, ο
οποίος λέγει:

«Η Εκκλησία, τους περισσότερους από αυτούς που επρόκειτο να γίνουν επίσκοποι, πρώτα τους έκαμνε μοναχούς, και έτσι κατόπιν τους καθιστούσε επισκόπους» (κεφ. σξστ’).

Αυτή βέβαια ήταν συνήθεια, ή για να το πω καλλίτερα, νόμος αγιώτατος, νόμος δικαιώτατος και νόμος κοινωφελής. Αγιώτατος: Διότι εκείνοι με τους ασκητικούς τους αγώνες και με τους αγώνες της μοναχικής ζωής, πρώτα καθαρίζονταν και τότε άρχιζαν να καθαρίζουν τους άλλους πρώτα φωτίζονταν και κατόπιν φώτιζαν τους άλλους πρώτα τελειοποιούνταν και κατόπιν ωδηγούσαν στην τελείωσι τους άλλους. Και για να μιλήσω με συντομία˙ πρώτα αγιάζονταν και ύστερα αγίαζαν. Δικαιώτατος νόμος˙ γιατί αυτοί αφού κρατούσαν στα χέρια τους νικηφόρους φοίνικες εναντίον των παθών διά μέσου των ασκητικών αγώνων, τότε ως βραβείο της νίκης δέχονταν το μεγάλο αξίωμα της αρχιερωσύνης, διότι υπέταξαν το χειρότερο στο καλλίτερο, δηλαδή το σώμα στο πνεύμα˙ και αφού διοίκησαν τους εαυτούς των με την υπέρτατη φιλοσοφία, κατόπιν με τον νόμο της δικαιοσύνης εξουσίαζαν τους άλλους και γίνονταν άρχοντες των λαών. Νόμος κοινωφελής˙

διότι αυτοί, όντας γεμάτο, κατά κάποιον τρόπο, από τον πλούτο των αρετών, από τα διαυγή μαργαριτάρια των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, από τους διαυγέστατους λίθους των πολυφώτων ελλάμψεων της θείας χάριτος, αφού έγιναν όμοιοι με τον Θεό και Πατέρα, ο Οποίος καλείται από τον Ιώβ επίσκοπος: «Θα δοθή σε αυτόν από Εκείνον που επισκοπεί και παρακολουθεί τις πράξεις των ανθρώπων» (Ιώβ 20, 29)1. Και αφού έγιναν όμοιοι με την εικόνα του Υιού του, σύμφωνα με τον Πέτρο που και ο ίδιος τον ονομάζει Επίσκοπο: «Αλλά τώρα επιστρέψτε στον Ποιμένα και Επίσκοπο των ψυχών σας» (Α’ Πέτρ. 2, 25). Και αφού γέμισαν πρώτα αυτοί, όπως είπε ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, με το δώρο της θεώσεως, ή καλλίτερα αφού προετοιμάσθηκαν και έγιναν τέτοιοι, όπως γράφει ο Παύλος ότι πρέπει να είναι ο επίσκοπος λέγοντας: «Ο επίσκοπος πρέπει να είναι άμεμπτος, σύζυγος μιας γυναίκας, προσεκτικός, κόσμιος, σώφρονας, φιλόξενος, διδακτικός όχι μέθυσος, όχι βίαιος, όχι αισχροκερδής, αλλά επιεικής, ειρηνικός και όχι φιλάργυρος» (Α’ Τιμ. 3,2)˙

και για να μιλήσω με συντομία, αφού πρώτα οι ίδιοι έγιναν θεοί κατά χάριν, και ως αρχιερείς λειτούργησαν στο Θεό ιεραρχικά και τριαδικά στα άγια των αγίων, κατά τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη, δια μέσου της μυστικής και υπερφυσικής θεολογίας, τότε λοιπόν, τότε αφού αποδέχονταν την προστασία των πιστών, τους μετέδιδαν από τον πλούτο των χαρισμάτων τους και γίνονταν μ’ αυτούς τα πάντα, ιατροί˙ φωτοδότες˙ οδηγοί˙ σωτήρες˙ θεράπευαν όσους ήσαν ψυχικά ασθενείς˙ φώτιζαν όσους βρίσκονταν στο σκοτάδι˙ καθοδηγούσαν όσους είχαν πλανηθή και έσωζαν ή όλους ή τους περισσότερους με τον λόγο της διδασκαλίας και με το παράδειγμα της ενάρετης ζωής τους.

Υποσημείωση.
1. Ερμηνεύοντας ο σοφός Ολυμπιόδωρος το ρητό αυτό λέγει: «Ακούοντας οι επίσκοποι ότι ο Θεός πήρε αυτή την ονομασία από την Γραφή, ας διατηρούν το αξίωμα αυτής της προσφωνήσεως επιτηρώντας άγρυπνα τα θέματα του ποιμνίου και γινόμενοι σεβαστοί με τον άμεμπτο βίο και την διδασκαλία και ας μάθουν ποιος ωνομάσθηκε εδώ επίσκοπος και ας φροντίσουν να ντυθούν με κάθε τρόπο την εικόνα εκείνου. Διότι όπως ακριβώς τιμάται αυτός που μιμείται την βασιλική εικόνα, αν την μιμείται καλά, τιμάται επίσης και αν την έχει διακοσμήσει καλά˙ έτσι μακάριος είναι και ο Επίσκοπος εκείνος που αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο αληθινός επίσκοπος και τον μιμείται με ζήλο και γίνεται σαν θεός στους ανθρώπους και έχει ως Επίσκοπο εκείνον που τον κάνει αληθινό επίσκοπο εν Χριστώ Ιησού». Γι’ αυτό γράφοντας και ο θείος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης στον επίσκοπο Ταβιβιανό, λέγει: «Ο Επίσκοπος από το ίδιο το όνομά του πρέπει να γνωρίζη καλά την οικεία οικονομία, και αυτά να πράττη» (Επιστολή ρμθ’).

Παλιά οι αρχιερείς δεν ήταν αυτόκλητοι, αλλά ή θεόκλητοι ή δημόκλητοι.

Το παράξενο είναι ότι μέσα σε όλο αυτό το πλήθος των χαρισμάτων, με τα οποία ήταν πλουτισμένοι εκείνοι οι γενναίοι και τρισμακάριοι, είναι ότι δεν φαίνεται ποτέ κάποιος να επεδίωξε μόνος του το μεγάλο αξίωμα της αρχιερωσύνης. Αλλά έπρεπε ή να προσκληθή σε αυτό από το Άγιο Πνεύμα μέσω κάποιων άλλων σημείων και αποκαλύψεων, ή το λιγώτερο, να κληθή από τον λαό. Για να μιλήσω με συντομία έπρεπε να έχη κληθή ή από τον λαό ή από τον Θεό. Αλλά και τότε πάλι άλλος έκοβε το αυτί του, όπως ο Αμμώνιος άλλος υποκρινόταν ότι είχε καταληφθή από δαιμόνιο, όπως ο Εφραίμ, άλλος κρυβόταν, όπως ο Γρηγόριος ο Ακραγαντίνος άλλος έφευγε και περιπλανιόταν εδώ και εκεί, όπως ο Γρηγόριος Νεοκαισαρείας και άλλος εύρισκε άλλον τρόπο για να γλυτώση τον εαυτό του από ένα τόσο βαρύ φορτίο, φοβούμενος το φοβερό ύψος του αρχιερατικού αξιώματος. Αφού λοιπόν εξέλιπε μία τέτοια αγιώτατη συνήθεια από την εκκλησία του Χριστού (αγνοώ για ποιο λόγο) εξέλιπαν μαζί, αλλοίμονο (διότι εδώ σωστό είναι να αναστενάξω πικρά), εξέλιπαν μαζί με αυτά
και όλα τα προαναφερόμενα καλά˙ και αντί γι’ αυτά εισήχθηκαν τα αντίθετά τους δεινά, τα οποία εγώ δεν τα αναφέρω σεβόμενος την κοινή μας Μητέρα για να μην κατακριθώ ως ιεροκατήγορος˙ οι θείοι Πατέρες όμως χωρίς να ντραπούν κανένα, ούτε παίρνοντας υπ’ όψιν τους κάποιον άνθρωπο, τα διακωμωδούν στα συγγράμματά τους˙ και περισσότερο από όλους ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον επωνομαζόμενο απολογητικό του λόγο. Να τα αναφέρω; Καλλίτερα όμως ας παραμείνουν στη σιωπή, για να μην προξενήσουν και αυτά, μολονότι και ξένα, ταραχή και λύπη.
Αφού έτσι είχαν αυτά, εγώ ήθελα, και πάρα πολύ, ο δικός μου δεσπότης να γίνη κάτοχος εκείνης της πρώτης και αγιώτατης συνήθειας και να μάθη πρώτα δια μέσου της εν Χριστώ φιλοσοφίας, ποιος είναι ο εσωτερικός και αφανής σε μας πόλεμος του εχθρού˙ ποια είναι η διάκρισις των συνεχώς εισερχομένων και εξερχομένων λογισμών˙ και ποιους από αυτούς πρέπει να αποδέχεται και να τους αποθησαυρίζη στο ταμείο της καρδιάς, και σε ποιους πρέπει να αντιλέγη και να τους διώχνη και να τους κατατροπώνη εντελώς και πότε˙ ποιους πρέπει να αποφεύγη και ποιους πρέπει να περιφρονή και πότε.1 Και με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να «βρη την βασιλεία του Θεού που είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21) και τον κρυμμένο θησαυρό στον αγρό της καρδιάς του και να απολαύση μεγάλη και ανέκφραστη χαρά για την ανεύρεσί του˙ και να γευθή από εδώ ακόμη τα αγαθά του μέλλοντος αιώνος, όπως διδάσκουν γι’ αυτά οι θείοι Πατέρες, οι ονομαζόμενοι Νηπτικοί και τα γνωρίζουν καλά όσοι έχουν πείρα.
Ποιά είναι τα αγαθά της ησυχίας.
Αυτά ήθελα να πω και τα πιο τέλεια από αυτά που διδάσκονται ιδιαίτερα με ζωντανή φωνή, επειδή είναι δύσκολο να τα καταλάβη και να τα απολαύση ο δεσπότης μου˙ και για να μιλήσω σύντομα, ήθελα να διοικήση πρώτα τον εαυτό του και κατόπιν να γίνη άρχοντας του χριστωνύμου λαού. «Διότι άρχοντας είναι κυρίως αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του και υπέταξε το σώμα του στο Λόγο», όπως λέχθηκε. Γι’ αυτό και όταν βρισκόμουνα στο Άγιον Όρος, πολλές φορές με δάκρυα παρακαλούσα τον Κύριο να φροντίση, κατά κάποιον τρόπο, να έρθης στο Όρος για ν’ απολαύσης τα καλά της ησυχίας, που είναι πολυτιμώτερα από πολλά χρήματα και δόξες και ηδονές του κόσμου, κατά τον θεολόγο Γρηγόριο: «Η ησυχία της απραγμοσύνης είναι τιμιώτερη από την σπουδαιότητα της πολυπραγμοσύνης». (Επιστολή Ολυμπίω)˙ και σύμφωνα με τον σοφό Νείλο «ο ήσυχος βίος είναι σπουδαιότερος από πολλά πράγματα»˙ επειδή κατά τον μέγα Βασίλειο, «Η ησυχία είναι η αρχή της καθάρσεως της ψυχής» (Επιστολή α’)˙ ακόμη και ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης λέγει: «Στην δική ταπεινή γνώσι προστέθηκε η μοναχική αναχώρησις. Διότι αυτός που κινείται μέσα στο θόρυβο και θέλει να γνωρίση τα ουράνια, ξεχνά ότι αυτό που φυτρώνει ανάμεσα στα αγκάθια, πνίγεται μαζί με αυτά˙ και αυτός που δεν ησυχάζει, δεν μπορεί να γνωρίση τον Θεό» (Επιστολή υβ’)˙ γι’ αυτό και ο ψαλμωδός είπε: «Ησυχάστε και μάθετε ότι εγώ είμαι ο Θεός» (Ψαλμ. 45, 11). Και επί πλέον παρακαλούσα τον Κύριο να έλθης στο Όρος και να δης «αν και είναι σπάνιοι) αυτούς που βρίσκονται μέσα στα βουνά και στα φαράγγια, τους οποίους περιφρονούσες, άνδρες που πορεύονται άμεμπτοι και εργάζονται την αρετή και λέγουν την αλήθεια στην καρδιά τους, σύμφωνα με τον λόγο του Δαβίδ. Αυτό δηλαδή το πανάγιο και γλυκύτατο όνομα του Ιησού Χριστού, που είναι η αλήθεια επικαλούνται αδιάλειπτα στο βάθος της καρδιάς τους δια μέσου της καρδιακής και νοεράς προσευχής. Διότι ο νους τους, σύμφωνα με τον μέγα Βασίλειο, «επειδή δεν διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται στον κόσμο από τα αισθητήρια όργανα, επανέρχεται στον εαυτό του και μέσω του εαυτού ανυψώνεται προς την έννοια του Θεού και με το κάλλος εκείνο δεχόμενος φως και δίνοντας φως, λάμπει και φωτίζεται, ξεχνώντας και αυτήν την ίδια την ανθρώπινη φύσι» (Επιστολή α’). Και αυτοί είναι πράγματι εκείνοι για τους οποίους ο ίδιος είπε: «Μακάριοι είναι αυτοί που αγαπούν να βλέπουν το αληθινό κάλλος, διότι αν προσδεθούν σ’ αυτό μέσω της αγάπης και αγαπήσουν τον επουράνιο και μακάριο έρωτα, ξεχνούν και τους συγγενείς και τους φίλους και τον οίκο τους και όλη τους την περιουσία˙ και ξεχνώντας ακόμη και τις σωματικές ανάγκες της τροφής και του ποτού, αφιερώνονται μόνο στον θεϊκό και καθαρό έρωγα» (Ερμηνεία στον μδ’ ψαλμό).
Πόσο άτοπο είναι να εξουσιάζη κανείς άλλους πριν κυριαρχήση στον εαυτό του.

Αλλά επειδή η νεότητα, επειδή η παρακίνησις των πολλών, επειδή και η άγνοια του βάρους του αρχιερατικού αξιώματος (όπως ομολογείς ο ίδιος κτυπώντας τον εαυτό σου με τα βέλη της αυτομεμψίας) όλα αυτά, λέγω, επειδή σε έκαναν να ακολουθήσης την τωρινή επικρατούσα (επίτρεψέ μου να την ονομάσω πονηρή συνήθεια), ώστε πριν από τον κατάλληλο χρόνο να βάλλης στους νεαρούς και απαλούς σου ώμους τέτοιο υπέρογκο φορτίο, και πριν κυριαρχήσης στα πάθη που υπάρχουν μέσα σου, σε ανάγκασαν να εξουσιάσης λαούς˙ το οποίο πόσο άτοπο είναι το παρουσιάζει ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης γράφοντας στον επίσκοπο Στρατήγιο τα εξής: «Είναι πάρα πολύ μεγάλη ντροπή το να συλληφθής να μη μπορής να εξουσιάζης τον εαυτό σου, θέλοντας να εξουσιάζης τους άλλους» (Επιστολή φι’)˙ και προς τον διάκονο Παλλάδιο γράφοντας πάλι ο ίδιος λέγει: «Αν οι υπήκοοι των νόμων, σύμφωνα με τους οποίους διοικούνται, δεν πρέπει να είναι παρήκοοι, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να είναι παρήκοοι, αυτοί που έτυχε να έχουν την εξουσία. Διότι πώς θα συζητήσουν με
τους αρχομένους, αυτοί που δεν γνωρίζουν πως πρέπει να διοικούν; Όσοι λοιπόν από αυτούς, μολονότι άπειροι, επεχείρησαν να διοικήσουν, έπαθαν το ίδιο με αυτούς που όντας άπειροι στο να κρατούν τα ηνία, τόλμησαν να ανεβούν στα πολεμικά άρματα, έχασαν και τους εαυτούς των και τα άλογα˙ ή σαν εκείνους που είναι άπειροι στην θάλασσα, ωδηγήθηκαν όμως σε τέτοια παραφροσύνη, ώστε επεχείρησαν να κρατήσουν το πηδάλιο σε ρυμουλκό πλοίο, μαζί με το οποίο προχώρησαν στο βυθό της θαλάσσης» (Επιστολή αφιστ’)

Αλλά επειδή, λέγω, έτσι έγινε το πράγμα, εμπρός ας ακολουθήσουμε αυτή την δεύτερη (όπως λέγεται) οδό και το έργο του Προμηθέα, ας γίνη του Επιμηθέα, όπως λέγει και η παροιμία˙ και εκείνο που δεν έκανες πριν από την αρχιερωσύνη, φρόντισε να το κάνης τώρα, μετά την αρχιερωσύνη.

Το εξηγώ πιο αναλητικά. Έλα να υπενθυμίσω με συντομία, (και όχι να διδάξω) στην ιερή σου σύνεσι με ποιό τρόπο και ποιές μεθόδους χρησιμοποιώντας θα νικήσης τα πάθη, αν και όχι τελείως, και θα τα διώξης εντελώς από την Πανιερότητά σου˙ αλλά ακόμη και να τα κατασιγάσης και να τα αποκοιμίσης κάπως και να μετατρέψης την πολυαρχία τους και την οχλοκρατία τους, σε ολιγαρχία και όχι αριστοκρατία˙ θέλω να πω, δηλαδή, να μη γίνης πολυπαθής, ούτε εντελώς απαθής, αλλά ολιγοπαθής και μετριοπαθής. Διότι η μοναρχία, που φθάνει σε απάθεια, με μεγάλη δυσκολία δόθηκε και δίνεται σε αυτούς που έφθασαν στο ανώτερο σημείο της θεωρίας και της πράξεως, με την χάρι του Χριστού˙ οι οποίοι (το ακούς και ψέλνεται μέσα στην Εκκλησία με την θεία λύρα των θεσπεσίων μελωδιών) τοποθέτησαν τον νου τους ως ηγεμόνα και αυτοκράτορα εναντίον των ολεθρίων παθών.

Αλλά πριν αρχίσω, βοήθησέ με σε παρακαλώ, με τις πανίερες προσευχές σου, φίλε Δέσποτα, και ας εντείνης την ακοή σου σε αυτά που θα λεχθούν. Και όπως αυτοί που πρόκειται να περάσουν από κάποιο στενό πέρασμα συμμαζεύουν τα ρούχα τους, έτσι ας κάνη σε εμένα και η θεότητά σου˙ αφού συγκεντρώση τους λογισμούς της, με μεγαλύτερη ακρίβεια και με συγκεντρωμένο το μάτι του νου, ας προσέχη σε όσα θα λεχθούν.

Υποσημείωση.

1. Πρέπει κανείς να υποδέχεται τους αγαθούς και καλούς λογισμούς. Και στους κακούς πρέπει γενικά και ολοκληρωτικά να αντιλέγη (εκτός από τους σαρκικούς και αισχρούς λογισμούς) και αυτούς να τους διώχνη και να τους θανατώνη και κυρίως τους πονηρούς και αυτούς που αναφέρονται κατά του πλησίον του. Και τους αισχρούς πρέπει να τους αποφεύγη και να προστρέχη μόνον στον Θεό με την προσευχή˙ τους βλασφήμους όμως και τους λογισμούς της απογνώσεως να τους περιφρονή. Τότε όμως μπορεί ο άνθρωπος να αντιλέγη και να διώχνη και να κατατροπώνη τους κακούς λογισμούς, όταν πάρη δύναμι από τον Θεό και αποκτήση πείρα σ’ αυτόν τον αόρατο πόλεμο˙ και τότε θα τους περιφρονήση ολοκληρωτικά, όταν τους νικήση. Αλλά το να φροντίζη κανείς να περιφρονή πάντα, όλους γενικά τους κακούς λογισμούς και να προστρέχεη στον Θεό, αυτό είναι το ασφαλέστερο, όπως είπαμε και στο βιβλίο το Αοράτου Πολέμου.

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.