Εκκλησιαστική και εθνική δράση του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Μακεδονία (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«… ελθόντων ημών εις Μακεδονίαν, ουδεμίαν έσχηκεν άνεσιν η σάρξ ημών, άλλ’ εν παντί θλιβόμενοι˙ έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι˙ άλλ’ ο παρακαλών τους ταπεινούς, παρεκάλεσεν ημάς ο Θεός».
(Β. Κορ. ζ’ 5-6).
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Μητρόπολη Δράμας ήταν μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση αρχιερατικές περιφέρειες της Μακεδονίας. Τα εκτεταμένα όρια της ιστορικής μητρόπολης ξεκινούσαν στα δυτικά από τον ποταμό Στρυμόνα στον νομό Σερρών και έφταναν στα ανατολικά μέχρι τον ποταμό Νέστο, η ροή του οποίου καθορίζει τα σύνορα ανάμεσα στα γεωγραφικά διαμερίσματα της Μακεδονίας και της Θράκης. Στον κάθετο άξονα η Μητρόπολη Δράμας κάλυπτε τις περιοχές από το Νευροκόπι μέχρι το Παγγαίον όρος, οι πρόποδες του οποίου βρέχονται στα νότια από το Αιγαίο Πέλαγος.1 Για τον λόγο αυτό, ο Χρυσόστομος έφερε τον πομπώδη τίτλο του μητροπολίτη Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, Υπερτίμου και Εξάρχου Μακεδονίας. Η επαρχία Δράμας περιελάμβανε πενήντα κοινότητες και περισσότερους από τριάντα χιλιάδες ορθοδόξους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και βουλγαρόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί, ενώ η πρωτεύουσα του νομού αριθμούσε τέσσερις χιλιάδες ελληνορθόδοξους κατοίκους.
Όπως ελέχθη, η Δράμα ήταν τότε οθωμανική κρήση. Εξαιτίας όμως της άμεσης γειτνίασης με το κράτος της Βουλγαρίας και της εγκληματικής δράσης των κομιτατζήδων, αποτελούσε μια από τις πιο ασταθείς και ταραχώδεις επαρχίες της Ανατολικής Μακεδονίας. Η είσοδος των πρώτων βουλγαρικών στρατιωτικών σωμάτων στην επαρχία Δράμας ξεκίνησε τη δεκαετία του 1880. Αρχικά, η ελληνοβουλγαρική διένεξη είχε περιοριστεί στο εκκλησιαστικό ζήτημα και τη λειτουργία των βουλγαρικών σχολείων. Η διαμάχη όμως αυτή έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, όταν οι Εξαρχικοί, θέλοντας να επιτύχουν τον άμεσο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, κατέφυγαν σε βίαιες και εγκληματικές ενέργειες. Έτσι, από το 1902 οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής ζούσαν υπό το κράτος σκληρής τρομοκρατίας, καθώς επιχειρήθηκε ο βίαιος εξαναγκασμός τους, ώστε να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και να δηλώσουν βουλγαρικό εθνικό φρόνημα.
Η έλευση του Χρυσοστόμου στη Δράμα συμπίπτει με την κλιμάκωση της βουλγαρικής εθνικιστικής δράσης στη Μακεδονία. Η Δράμα υπήρξε το κέντρο των κομιτατζήδων στην Ανατολική Μακεδονία, γι’ αυτό και ολόκληρα τμήματα της επαρχίας αυτής, είχαν περάσει στον έλεγχο των Εξαρχικών. Πλέβνα, Βομπλίτσι, Βώλακας, Γιουρετζίκι, Κουμπάλιστα, Βησσοτσάνη και Προσοτσάνη ήταν μερικές από τις κοινότητες, των οποίων οι κάτοικοι, για να αποφύγουν την ατίμωση και τον θάνατο, είχαν γίνει σχισματικοί, δηλώνοντας πίστη στη Βουλγαρική Εξαρχία.2
Λίγες μέρες πριν την άφιξη του νέου μητροπολίτη στη Δράμα, Βούλγαροι κομιταζήδες θανάτωσαν δια δηλητηριασμού τον ιερέα του Βώλακα, πατέρα Χριστόδουλο, ενώ λίγο μετά ο Γεώργιος Παύλου Χρυσοχόος βρήκε φρικτό θάνατο «ριφθείς ζων εν τη καμίνω θηριώδους Βουλγάρου κεραμέως».3 Η εικόνα ήταν πιο ζοφερή στην επαρχία, καθώς πολυάριθμες κοινότητες Ελληνορθόδοξων γίνονταν στόχος ανταρτών, οι οποίοι καταπατούσαν κτήματα, γεννήματα και υποζύγια των κατοίκων εκείνων που δεν προσχωρούσαν στη Βουλγαρική Εκκλησία.
Ένα από τα πρώτα έργα του Χρυσοστόμου ήταν η εκ θεμελίων ανασύσταση του θεσμού των κοινοτήτων στη μητροπολιτική του περιφέρεια. Στην κατεύθυνση αυτή, την επομένη της ενθρόνισής του, κάλεσε στην έδρα της μητροπόλεως τους δημογέροντες, τους εφόρους και τους προκρίτους της πόλης για να ενημερωθεί για την κατάσταση και τις ανάγκες της επαρχίας του.4 Έπειτα, με ανεξάντλητη δύναμη και θέληση και μη φειδόμενος κόπων, μόχθων και αγώνων, ξεκίνησε περιοδείες σε όλες τις περιοχές της αρχιερατικής του ευθύνης. Κατά τις επισκέψεις στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Δράμας, ο ιεράρχης λειτουργούσε, κήρυττε και ενθάρρυνε τους πληθυσμούς στον αγώνα της πνευματικής και εθνικής επιβίωσης.
Μετά την άφιξή του στη Δράμα, απαντώντας ο άγιος στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ για την κατάσταση που είχε βρει στην επαρχία του, έγραφε: «ελθόντων ημών εις Μακεδονίαν, ουδεμίαν έσχηκεν άνεσιν η σαρξ ημών, άλλ’ εν παντί θλιβόμενοι˙ έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι˙ άλλ’ ο παρακαλών τους ταπεινούς, παρεκάλεσεν ημάς ο Θεός» (Β’ Κορ. ζ’ 5-6), επαναλαμβάνοντας τα λόγια του αποστόλου Παύλου, όταν περιέγραφε στους Κορινθίους τις εντυπώσεις που είχε αποκομίσει από τους Φιλίππους της Μακεδονίας.5
Η πρώτη επιτυχία που αποδίδεται στις ενέργειες του Χρυσοστόμου ήταν η επιστροφή στις τάξεις των Πατριαρχικών6 όλων των σχισματικών κατοίκων του Βώλακα. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1902 περιοδεύοντας ο μητροπολίτης τα χωριά της επαρχίας Δράμας, επισκέφθηκε τον Βώλακα, κωμόπολη η οποία αποτελείτο από εκατόν ογδόντα επτά οικογένειες σλαβόφωνων. Λόγω της στρατηγικής του θέσης, ο Βώλακας λειτουργούσε ως ορμητήριο για τις επιθέσεις των κομιτατζήδων στις περιοχές των Σερρών και της Δράμας, γι’ αυτό και οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους είχαν περάσει πολλά χρόνια πριν στις τάξεις των Εξαρχικών. Ο ιεράρχης έμεινε στο χωριό τέσσερις μέρες και έπεισε τους Εξαρχικούς κατοίκους να εγκαταλείψουν το σχίσμα και να προσέλθουν στην ορθοδοξία. Πράγματι, όλες οι οικογένειες του Βώλακα εμφανίστηκαν ενώπιον του Χρυσοστόμου και παρέδωσαν τα βουλγαρικά βιβλία που χρησιμοποιούσαν τόσο στην εκκλησία όσο και στο σχολείο της κοινότητας, και αναγνώρισαν τον άγιο ως τον κανονικό αρχιερέα και ποιμενάρχη τους.7
Δύο μήνες μετά την έλευση του Χρυσοστόμου στη Δράμα και η δράση του είχε αρχίσει να επιφέρει τους πρώτους θετικούς καρπούς. Το χωριό Βώλακας, που ήταν σχισματικό για δεκαετίες και του οποίου οι κάτοικοι ήταν στην πλειοψηφία τους σλαβόφωνοι, περνούσε πάλι στον έλεγχο του πατριαρχείου, δήλωνε πίστη στην ορθοδοξία.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι την εποχή αυτή η ένταξη στη Βουλγαρική εξαρχία δεν σηματοδοτούσε μόνο την ταύτιση με τη βουλγαρική εθνική συνείδηση και ταυτότητα, γεγονός που οδηγούσε μετά σε αλυτρωτικές αξιώσεις στα εδάφη της Μακεδονίας. Σήμαινε και αποκοπή από το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί που προσχωρούσαν στην Εξαρχία, είτε από επιλογή είτε από εξαναγκασμό, θεωρούνταν αιρετικοί και σχισματικοί.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Βούλγαροι είχαν υποπέσει στην αίρεση του εθνοφυλετισμού. Λίγο αργότερα, το 1870, η Βουλγαρική εκκλησία αποκόπηκε μονομερώς από το οικουμενικό πατριαρχείο και ίδρυσε την Εξαρχία, η οποία εξυπηρετούσε κατά κύριο λόγο πολιτικούς και αλυτρωτικούς σκοπούς εις βάρος άλλων λαών και εθνών της Βαλκανικής. Για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής αυτής κακοδοξίας στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας συγκλήθηκε το 1872 στην Κωνσταντινούπολη Μεγάλη τοπική σύνοδος, η οποία καταδίκασε τη νεωτερική λύμη του φυλετισμού ως εκκλησιολογική αίρεση που αντιτίθεται στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και αποκήρυξε τους Βουλγάρους αρχιερείς ως σχισματικούς, τη δε Βουλγαρική εξαρχία ως φυλετική παρασυναγωγή.8
Ο Χρυσόστομος είχε συνείδηση ότι ενεργούσε στη Μακεδονία ως επίσκοπος της εκκλησίας που καταπολεμούσε την αίρεση και το σχίσμα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα κείμενά του ο άγιος έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στους ορθοδόξους και τους σχισματικούς, την αλήθεια και το ψεύδος, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η δράση του είχε σαφώς εκκλησιαστικό περιεχόμενο.
Θα πρέπει επίσης να λεχθεί πως ο Χρυσόστομος συχνά αποκαλούσε τους σλαβόφωνους πληθυσμούς της κεντρικής Μακεδονίας βουλγαρόφωνους. Αυτό δεν ήταν λάθος ούτε έκρυβε κάποια σκοπιμότητα εκ μέρους του ιεράρχη. Μεγάλα τμήματα των πληθυσμών της μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας, στη γεωγραφική ακτίνα των επαρχιών Καστοριάς – Έδεσσας – Κιλκίς – Σερρών – Δράμας, αν και παρουσίαζαν εθνολογικά μια πολυμορφία, ήταν την εποχή εκείνη κατά κύριο λόγο σλαβόφωνα. Το σλαβικό όμως ιδίωμα που μιλούσαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών ανήκε στην ίδια οικογένεια των νότιων σλαβικών διαλέκτων της Βαλκανικής, γεγονός που το χρησιμοποίησε η βουλγαρική πλευρά για να εξυπηρετήσει τις αλυτρωτικές και επεκτατικές της βλέψεις. Αν και υπήρχαν σημαντικές γλωσσικές διαφορές ανάμεσα στη βουλγαρική γλώσσα και το σλαβικό ιδίωμα της Μακεδονίας, οι Εξαρχικοί και τα βουλγαρικά κομιτάτα εκμεταλλεύτηκαν τη γλωσσική αυτή συγγένεια και προσπάθησαν με βίαιο τρόπο να επιτύχουν την προσάρτηση των περιοχών οι οποίες κατοικούνταν από σλαβόφωνους πληθυσμούς.9
Η επιτυχία του χαρισματικού μητροπολίτη Δράμας συνίσταται στο ότι κατάφερε έγκαιρα να αποσυνδέσει την ελληνική γλώσσα από την εκκλησιαστική και εθνική συνείδηση στη Μακεδονία, γεγονός που του επέτρεψε να προσεγγίσει και να ενσωματώσει στο πατριαρχείο πολλά από τα σλαβόφωνα χωριά της επαρχίας του.10
Η πανηγυρική επιστροφή των κατοίκων του Βώλακα στις τάξεις των πατριαρχικών αποτέλεσε και την πρώτη μεγάλη ήττα των κομιτατζήδων, οι οποίοι «εφρύαξαν και καθ’ εκάστην μελετώσι κενά κατά της ορθοδοξίας και του ευσεβούς ημών Γένους», έγραφε ο ιεράρχης. Έτσι, η απάντησε εκ μέρους των Βουλγάρων δεν άργησε να έρθει. Στις 29 Οκτωβρίου 1902 ομάδα κομιτατζήδων δολοφόνησε στην Πλέβνα (Πετρούσα), κωμόπολη έξω από τη Δράμα, τον πρόκριτο και επιφανή Έλληνα της περιοχής Αθανάσιο Βαλαβάνη. Το θύμα ήταν καπνομεσίτης και πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας. Η οικονομική επιφάνεια και η έντονη δραστηριότητά του κατά των Εξαρχικών είχαν μπει αρκετό καιρό πριν στο στόχαστρο του βουλγαρικού κομιτάτου, το οποίο αποφάσισε να τον εκτελέσει «εν μέση πόλει υπό τα όμματα όλου του εκθάμβου κόσμου, δια 16 εις το στήθος σφαιρών».11
Η άγρια δολοφονία του Αθανασίου Βαλαβάνη συγκλονίζει τους κατοίκους της Δράμας. Ο Χρυσόστομος μεταβαίνει στην Πλέβνα, τελεί τρισάγιο στη μνήμη του εθνομάρτυρα και παρηγορεί τους τρομοκρατημένους κατοίκους. Η παρουσία του εμπνέει και δίνει δύναμη. Στη λύπη και την απόγνωση γεννάται η ελπίδα. Τις επόμενες μέρες ο ιεράρχης συντάσσει διαβήματα προς τον Μουτεσαρίφη12 της Δράμας Ζιά πασά, τον Νομάρχη Χουσεΐν Χιλμή πασά, τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’ και τον οικουμενικό πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, εκθέτοντας τα γεγονότα και ζητώντας την προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την εγκληματική δράση των Βουλγάρων.
Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του προεστού Αθανασίου Βαλαβάνη, ο Χρυσόστομος συνεχίζει απτόητος την εκκλησιαστική του δράση. Στις 3 Νοεμβρίου 1902 μεταβαίνει στο χωριό Κλεπούσνα (Αγριανή) της επαρχίας Ζιχνών και με όπλα του την πειθώ και την αποφασιστικότητα επαναφέρει στο πατριαρχείο όλες τις οικογένειες των σχισματικών που διέμεναν εκεί.13
Η παρουσία και μόνο του μητροπολίτη Δράμας στις διαφιλονικούμενες περιοχές και ο φλογερός εκκλησιαστικός του λόγος είχαν τη δύναμη να μεταστρέφουν συνειδήσεις και να αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων.
Ωστόσο, η έντονη και τόσο αποτελεσματική δράση του Χρυσοστόμου προκαλούν την οργή του βουλγαρικού κομιτάτου. Έτσι, λίγους μήνες μετά την έλευση του μητροπολίτη στη Δράμα, πραγματοποιήθηκε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 1903 Βούλγαροι κομιτατζήδες επιχείρησαν να τον εκτελέσουν σε ενέδρα που είχαν στήσει έξω από την Αλιστράτη,14 «ίνα βεβαίως απαλλαγώσι της οχληράς δι’ αυτούς παρουσίας μου»,15 έγραψε ο άγιος.
Όπως αποδείχθηκε, την απόπειρα δολοφονίας του Χρυσοστόμου οργάνωσε ο Ηλίας Χατζή Γεώργης Ιωαννίδης από την Προσοτσάνη, πρώην Έλληνας δάσκαλος, εξωμότης και αρνητής της ορθόδοξης πίστης και του γένους, ο φόβος και ο τρόμος των πατριαρχικών πληθυσμών στην ανατολική Μακεδονία.16 Μετά την προσχώρησή του στην Εξαρχία προσάρμοσε το όνομά του στα βουλγαρικά γλωσσικά ιδιώματα αποκαλούμενος Χατζηκεωργκίεφ. Ο εν λόγω αρχιβουλγαριστής ήταν πρόεδρος του βουλγαρικού κομιτάτου στη Δράμα και σφοδρός πολέμιος του Χρυσοστόμου καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας του αγίου στη Μακεδονία.
Ο ιεράρχης πληροφορηθείς την τελευταία στιγμή για το αποτρόπαιο σχέδιο εις βάρος του, έλαβε τα απαραίτητα μέτρα και διέφυγε τον κίνδυνο. Επιπλέον, «διδούς τόπον τη οργή», μετακινήθηκε από την Αλιστράτη στη Δράμα. Καθόλη τη διάρκεια της αρχιερατείας του στη Μακεδονία ο Χρυσόστομος όταν με τις ενέργειές του προκαλούσε την μήνιν των Τούρκων και των Βουλγάρων, άλλαζε προσωρινά την έδρα της Μητροπόλεως από τη Δράμα στην Αλιστράτη και το αντίστροφο, για να μην γίνεται αντιληπτή η πολύπλευρη εκκλησιαστική και εθνική του δράση.
Επίσης, με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του και τις συνεχείς επιθέσεις των Βουλγάρων κομιτατζήδων, ο Χρυσόστομος αποφάσισε την οριστική μεταφορά της έδρας της μητροπόλεως από την Αλιστράτη στη Δράμα.17
Λίγε μέρες αργότερα Βούλγαροι κομιτατζήδες προέβησαν σε ένα ακόμα ειδεχθές έγκλημα. Στις 8 Μαΐου 1903 δολοφόνησαν τον πρόκριτο του χωριού Γκόρνιτσα (Καλή βρύση) Δημήτριο Μάρτζου. Παρά το γεγονός ότι η Γκόρνιτσα ήταν ένα αμιγώς σλαβόφωνο χωριό, ο προεστός Δημήτριος Μάρτζου είχε κατορθώσει να κρατήσει τους κατοίκους του μακριά από τα σχέδια και τη δράση των βουλγαριστών, οι οποίοι αποφάσισαν να τον εκτελέσουν. Αφού τον παραπλάνησαν με δόλιο τρόπο να βγει από το σπίτι του, τον πυροβόλησαν και ύστερα τον κατακρεούργησαν.18
Στις 13 Μαΐου 1903 βρέθηκε άγρια δολοφονημένος κοντά στον Βώλακα ο Κωνσταντίνος Άγγελ, επιφανές μέλος της ελληνικής κοινότητας. Οι λησταντάρτες του «αφήρεσαν όλους τους όνυχας, τω έκοψαν την ρίνα, τα ώτα και κατόπιν απετελείωσαν αυτόν δια τριών βολών όπλου συστήματος Μάνλιχερ». Την ίδια τύχη φαίνεται ότι είχε και ο αδελφός του Γεώργιος, «ούτινος τα φορέματα και τινά άλλα αντικείμενα ευρέθησαν μετά τινάς ημέρας πλησίον του τόπου του κακουργήματος».19
Απτόητος ο Χρυσόστομος από τα εγκλήματα των Βουλγάρων κατά των πατριαρχικών συνεχίζει το εκκλησιαστικό του έργο. Στις 25 Μαΐου 1903, Κυριακή της Πεντηκοστής, πραγματοποιεί στο χωριό Σκρίτζοβο (Σκοπιά) τη μεγαλύτερη έως τότε μεταστροφή σχισματικών στην επαρχία Δράμας,20 ενώ λίγο αργότερα επανέρχεται στο οικουμενικό πατριαρχείο και το χωριό Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια).21 Οι κάτοικοι είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία είκοσι πέντε χρόνια πριν, ενώ ο ιερέας είχε χειροτονηθεί από σχισματικό επίσκοπο. Ο Χρυσόστομος μετέβη στην Κουμπάλιστα, τέλεσε πανηγυρική θεία λειτουργία, απέλυσε τον σχισματικό κληρικό και τοποθέτησε στη θέση του ορθόδοξο ιερέας.22
Πριν συμπληρώσει ένα χρόνο στη Δράμα, ο Χρυσόστομος πέτυχε μία ακόμα σπουδαία νίκη. Στο χωριό Βησσοτσάνη (Ξηροπόταμος) οι Εξαρχικοί είχαν κλείσει τρία χρόνια πριν την εκκλησία και απαγόρευαν στους Πατριαρχικούς να τελούν οποιαδήποτε λειτουργική πράξη σε αυτήν. Από την άφιξή του ο Μητροπολίτης είχε θέσει ως πρώτο στόχο το άνοιγμα και τη λειτουργία της εκκλησίας του χωριού, καθώς ήταν ο μοναδικός ναός στα σαντζάκι της Δράμας23 που παρέμενε κλειστός. Ύστερα από αλλεπάλληλες επιστολές διαμαρτυρίας προς τις τουρκικές αρχές στη Δράμα και τη Θεσσαλονίκη, ο άγιος κατάφερε να αποσπάσει την απόφαση του Νομάρχη για το άνοιγμα της εκκλησίας.24
-«Εάν τα πράγματα έχωσιν ούτως, ως αναφέρει το του Μητροπολίτου τηλεγράφημα, να παραδώσης την εκκλησίαν τοις Ρωμαίοις»25, διέταξε ο Νομάρχης τον Μουτεσαρίφη Δράμας.
Έπειτα προς αποφυγή επεισοδίων εκ μέρους του βουλγαρικού κομιτάτου, ο Μουτεσαρίφης ανέθεσε δύο ανώτερους αξιωματικούς να συνοδεύσουν με ικανή στρατιωτική δύναμη τον ιεράρχη, ώστε να παραδοθεί η εκκλησία στους δικαιούχους κατοίκους. Στις 8 Ιουνίου 1903 ο Χρυσόστομος μετέβη στη Βησσοτσάνη και τέλεσε πάνδημη αρχιερατική Θεία Λειτουργία, στην οποία έλαβαν μέρος «και τινές εκ των Βουλγαριζόντων».
Την ίδια περίοδο στην Προσοτσάνη, που αριθμούσε επτακόσιες πενήντα οικογένειες, είχαν αρχίσει να προσέρχονται αθρόως στους κόλπους της μεγάλης εκκλησίας οι σχισματικοί. Παρά το γεγονός ότι στην κωμόπολη αυτή είχε εκδηλωθεί η μεγαλύτερη αντίδραση εκ μέρους των Βουλγάρων, σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου στη Δράμα, οι κάτοικοι που είχαν αποκηρύξει την Εξαρχία ήταν υπερδιπλάσιοι των «αντικειμένων».

Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 43
2. Ο. π., σ’ 3
3. Ο. π., σσ’. 48-49
4. Λοβέρδος, ό. π., σ’. 66
5. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 3
6. Στις αρχές του 20ου αιώνα, με την κλιμάκωση της ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης στη Μακεδονία, η λέξη «Πατριαρχικός» είχε ταυτιστεί με το Έλληνας και η λέξη «Εξαρχικός» με το Βούλγαρος.
7. Το αρχείον τ. Α’, σ’. 9
8. «Ο Όρος της αγίας τοπικής συνόδου της εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης εν μηνί σεπτεμβρίω 1872 εναντίον της βουλγαρικής κακοδοξίας», βλ. παράρτημα ΕΑ ΚΗ (19080 1-4. Για περισσότερα βλ. Βλασίου Ιω. Φειδά, «Πατριαρχείο Βουλγαρίας», εκκλησιαστική ιστορία, Γ’ από την άλωση μέχρι σήμερα (1453 – 2014), Αθήναι 2014, σσ’. 503-518.
9. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 42, 383
10. Αρχιμ. Ανδρέας Νανάκης, «Επιπτώσεις του Μακεδονικού Αγώνα κατά την αρχιερατεία του Χρυσοστόμου στη Δράμα και η εκλογή του στη Μητρόπολη Σμύρνης», οικουμενικού πατριαρχείου Νεώτερα ιστορικά Α’, εκδόσεις University Studio Press / Έκφραση, Θεσσαλονίκη 2000, σ’. 176
11. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 10
12. Μουτεσαρίφης: Οθωμανός αξιωματούχος που είχε την ευθύνη ενός μουτεσαριφλικίου (επαρχίας).
13. Το αρχείον, τ. Α’ σσ’. 15-16
14. Αλιστράτη: παλιά έδρα της ιεράς μητροπόλεως Δράμας, η οποία συναντάται στα κείμενα της εποχής και ως Αρχιστράτη.
15. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 26
16. Ό. π., σσ’, 108, 191
17. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Η Αλιστράτη ως έδρα της ιεράς μητροπόλεως Φιλίππων – Δράμας και Ζιχνών, βιβλιοθήκη εταιρείας Δραμινών Μελετών, Δράμα 2009, σσ’. 53-54
18. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 26, 48, 62
19. Ό. π., σσ’. 48, 62
20. Ό. π., σσ’. 32-33
21. ΕΑ ΚΓ (1903) 272
22. Το αρχείον τ. Α’, σ’. 34
23. Σαντζάκι Δράμας, διοικητική υποδιαίρεση στο βιλαέτι (περιφέρεια) της Θεσσαλονίκης.
24. ΕΑ ΚΓ (1903) 242
25. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 35 (μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, οι Έλληνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποκαλούνταν Ρωμηοί. Ο Ελληνισμός που έμεινε έξω από τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους διέσωσε για έναν ακόμα αιώνα τα χαρακτηριστικά της οικουμενικότητα του ελληνικού βίου και πολιτισμού, όπως τα ενσάρκωσε η υπερχιλιόχρονη Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία).

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.