Ἡ θεία καταγωγὴ τῆς μουσικῆς και οι εκκλησιαστικοί πατέρες του τετάρτου αιώνος – Ηλία Λιαμή.

Είναι πλέον διαπιστωμένο με βεβαιότητα πως η άποψη των αρχαίων Ελλήνων για τη σημασία της μουσικής υιοθετήθηκε από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας ή, τουλάχιστον, απετέλεσε γι’ αυτούς ένα από τα σοβαρότερα θέματα συζητήσεων ως προς την χριστιανική λατρεία.

Ο 4ος  αιώνας μ.Χ. σφραγίζεται από την επίσημη είσοδο της χριστιανικής διδασκαλίας στα ιστορικά, πολιτικά και πολιτιστικά τεκταινόμενα της εποχής εκείνης. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την «μεγάλη έκρηξη» (big bang) στο χώρο της αστροφυσικής: Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η Εκκλησία διαμορφώνει όχι μόνον των θεολογικό της λόγο αλλά και την οργάνωση τής καθημερινότητάς της ως προς τη διοίκηση και τη λατρεία της. Καλείται να διαλεχθεί με τα δεδομένα της εποχής, να απορρίψει ή να ενσωματώσει ορολογία και πρακτικές, να πείσει πως φέρνει στην ανθρωπότητα κάτι το ριζικά καινούργιο, εντοπίζοντας συγχρόνως στοιχεία τού παρελθόντος που θα διευκόλυναν την διάδοση τού λυτρωτικού της μηνύματος.

Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες τού 4ου αιώνα βρέθηκαν ίσως στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι τής εκκλησιαστικής ιστορίας. Από πλευράς πνευματικότητας, αποτελούν ανυπέρβλητα παραδείγματα φλογερής πίστης, ενθουσιασμού αλλά και βεβαιότητας πώς το μέλλον ανήκει σε μία νέα θρησκεία, τη μόνη αληθινή θρησκεία που ξεκίνησε μέσα από ένα άδειο μνημείο, άντεξε τριών αιώνων διωγμούς και κατακόμβες και ανέβηκε στο φως αλώβητη, ακμαία και δικαιωμένη.

Όμως, οι προσωπικότητες αυτές δεν ήταν αφελείς. Έβλεπαν τις ανακατατάξεις, τους κινδύνους, τα φθαρτά υλικά τού παρελθόντος που διεκδικούσαν θέση στο μέλλον αλλά και εκείνα που, αν και ανήκαν στο παρελθόν, ήταν βέβαιο πως είχαν ανοίξει το δρόμο για το καινούργιο, όπως η ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία. Οι Πατέρες αυτοί βίωσαν καταστάσεις αντίστοιχες με εκείνες τού Αποστόλου Παύλου. Καταστάσεις που έμοιαζαν με το έργο τού αγγειοπλάστη που, λίγο να αφήσει την προσπάθεια του, θα δει το έργο του να μεταβάλλεται ξανά σε μία μπάλα από λάσπη. Ήταν υποχρεωμένοι να διαλεχθούν με όλες τις κατηγορίες των θεμάτων: θεολογικά, διοικητικά, λατρευτικά, ηθικά, απολογητικά, ακόμη και καλλιτεχνικά. Τα τελευταία αυτά περιελάμβαναν ως κύριο συστατικό τη μουσική ως μέσον τέρψης, λατρείας και ενδυνάμωσης των δεσμών των μελών της νέας Εκκλησίας.

Για τους λόγους αυτούς η μουσική δεν ήταν δυνατόν να μην απασχολήσει τους Πατέρες του τετάρτου αιώνος, που ανταποκρίθηκαν στην κλήση να ανοίξουνε νέους δρόμους για το λαό τού Θεού και να δώσουν απαντήσεις σε όλες τις κατηγορίες των προβλημάτων και ερωτημάτων των Χριστιανών.

Ήταν επόμενο πως ένα από τα βασικά στοιχεία για τα οποία θα καλείτο να πάρει θέση ήταν η μουσική, ως παράγοντας διασκέδασης αλλά και έκφρασης τού θρησκευτικού συναισθήματος. Ο Μέγας Αθανάσιος, ο μεγάλος αυτός αλεξανδρινός συγγραφέας και πατήρ της Εκκλησίας, στη ζωή και τον συγγραφικό μόχθο τού οποίου στήριξε τη διδασκαλία και το ήθος της, πήρε θέση απέναντι στη μουσική, πιεζόμενος σαφώς από τη θέση της στο ελληνιστικό περιβάλλον μέσα στο όποιον ανδρώθηκε και διαλέχθηκε. Από την θέση που διατυπώνει στην επιστολή του «Προς Μαρκελλίνον εις την ερμηνείαν των ψαλμών», κρατά επιφυλακτική στάση απέναντι στο επιχείρημα πως η μουσική κάνει πιο ευχάριστη την πρόσληψη των πνευματικών αληθειών εκ μέρους των πιστών. Με σαφήνεια διδάσκει πως η Γραφή δεν έχεις σκοπό να επιδιώξει το ευχάριστο και το ελκυστικό. Το κείμενο της, προσθέτει, είναι θεόπνευστο αλλά η μελοποίηση της αποτελεί ανθρώπινο κατασκεύασμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως απορρίπτει την μουσική.

Αντιθέτως, επιφυλάσσει γι΄ αυτήν έναν ανώτερο, συμβολικό χαρακτήρα. Αναγνωρίζοντας στον μουσικό ήχο τη μεγάλη επίδραση που έχει στο ανθρώπινο συναίσθημα, την θεωρεί ως αφορμή στροφής προς τα ανώτερα επίπεδα πνευματικότητας, ενώ συγχρόνως βλέπει στην εναρμόνιση της την αντίστοιχη εναρμόνιση όλων των ψυχών πνευματικών δυνάμεων τού ανθρώπου. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζει στην μουσική τον συνεκτικό κρίκο όλων των δυνάμεων τής ψυχής και την εναρμονισμένη στροφή της προς τον Θεό Πατέρα.

Και εδώ πρέπει οπωσδήποτε κανείς να αναγνωρίσει τη σοφή διακριτικότητα των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας μας ως προς την χρήση της αρχαιοελληνικής σοφίας. Αυτός ο συμβολικός χαρακτήρας της μουσικής συναντά την διδασκαλία τού Πλάτωνα όπως παρουσιάζεται στην «Πολιτεία» και τους «Νόμους» του. Ο αρχαίος σοφός μιλάει εκεί για την γενική αρμονία λογικής και συναισθημάτων που συνθέτουν την αρετή αλλά και την τάξη των κινήσεων της ψυχής που ονομάζει  «ρυθμό και αρμονία». Σε αυτόν ανήκει επίσης και η ισορροπημένη στάση του απέναντι στη μουσική, αφού, αν και δεχόταν τη θεϊκή της καταγωγή, ήταν πολύ αυστηρός ως προς τη χρήση της, διαβλέποντας πως η απόλαυση που προκαλεί, αν ξεφύγει από τον έλεγχο τού νου, μπορεί να εκτραπεί σε ακραία ηδονή.

Αυτό ακριβώς είναι που φοβάται και ο Μέγας Αθανάσιος: Μήπως η ψυχή παρασυρθεί εντελώς από το αισθητικό καλός και αδιαφορήσει για τα νοήματα. Από εκεί πηγάζει και η προτροπή του προς τους ψάλτες, όπως παρουσιάζεται στην εν λόγω επιστολή, να μην θέτουν ως πρώτο στόχο την «θύραθεν καλλιέπεια» αλλά να προτιμήσουν ακόμη και μουσικές ατέλειες προκειμένου να διατηρηθεί η σαφήνεια τού λόγου. Όπως ο Πλάτωνας έτσι και ο Μέγας Αθανάσιος, αναγνωρίζουν την μουσική, περισσότερο ως παράγοντα εσωτερικής πειθαρχίας και αρμονίας των δυνάμεων της ψυχής παρά ως παράγοντα ηδονής ή, αντιστρόφως, αηδίας.

Παρόλα αυτά, ο μεγάλος αλεξανδρινός Πατήρ, όταν στον περίφημο «κατά Ελλήνων» λόγο του θέλει να παρομοιάσει με κάτι την δημιουργία τού Θεού, χρησιμοποιεί την εικόνα μιας μεγάλης χορωδίας από ανθρώπους, παιδιά, γυναίκες και γέροντας, με τον καθένα να συνεισφέρει την ιδιίατερη μελωδία του σε μια συμπαντική αρμονία. Ενώπιον τού ενός Θεού, τού διευθύνοντος την συμπαντική αυτή χορωδία, ο Μέγας Αθανάσιος αναγνωρίζει στην χορωδιακή μουσική πράξη την αλληλοσυμπλήρωση και την συνεργασία που διαρκώς αντιμάχεται την παραφωνία που προκαλεί το πάθος τής επικράτησης τού ίδιου θελήματος εις βάρος όλων των υπολοίπων. (Άπάντα μΜάλου Αθανασίου, Αθήνα 1973, σελίδα 118)

Στην προαναφερθείσα επιστολή προς Μαρκελλίνον, ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει πως δεν αρκεί το κάλλος της μελωδίας, όταν δεν προέρχεται από ψυχή διαποτισμένη από το πνευματικό κάλλος. Η γλώσσα, διδάσκει, πρέπει να ψάλλει από κοινού με τον νουν, διαφορετικά, η ίδια μουσική, αν και εκπέμπει κάλλος αισθητικό, ουσιαστικά εμπλέκει τον ακροατή στην ψυχική αμαρτωλότητα. Με άλλα λόγια, ο Μέγας Αθανάσιος υποδεικνύει την μεγάλη δύναμη που εκπέμπει, κυρίως ο ψυχικός κόσμος τού καλλιτέχνη, στον οποίον και αναγνωρίζει την μεγάλη δύναμη τής επιρροής του στο ευρύτερο κοινωνικό και στην περίπτωσή μας, εκκλησιαστικό σύνολο.

 Είναι όντως εντυπωσιακό πως ο Αθανάσιος επισημαίνει, 1600 χρόνια προ της επιστήμης της ψυχολογίας και πλέον της επιχειρηματικότητας, την μεγάλη σημασία, όχι των λόγων, αλλά εκείνων που χαρακτηρίζονται ως υπεραισθητά ερεθίσματα, όπως κινήσεις, τόνος ομιλίας και γενικά όλες οι αδιόρατες ενδείξεις της ψυχικής, που αποκαλύπτουν την ψυχική κατάσταση τού πομπού. Προφητικά, ο μεγάλος πατήρ διαβλέπει αυτό που είναι ιδιαίτερα εμφανές και στην εποχή μας, δηλαδή την αρνητική επίδραση που έχει ο καλλιτέχνης ως ψυχοσωματική οντότητα στα εκατομμύρια των θαυμαστών του, προς τα οποία έχει διάπλατη πρόσβαση μέσω των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, αλλά και διαδικτυακής επικοινωνίας.

Τέχνη χωρίς ήθος αποτελεί για τον Αθανάσιο παράγοντα κάκιστης επίδρασης, ιδιαίτερα προς τους νέους ανθρώπους, κάτι που θα έπρεπε ως θέση και αρχή να διαποτίζει την κάθε καλλιτεχνική παιδεία. Η άποψη αυτή επαληθεύεται στην αναφορά τού Αθανασίου στον Βίο τού οσίου Αντωνίου, όπου ο μέγας ασκητής προειδοποιεί τους μοναχούς πως οι δαίμονες μπορούν ακόμα και να προσποιηθούν μοναχούς που ψάλλουν ύμνους και προφέρουν λόγους από την γραφή. Παράλληλα όμως, στο ίδιο έργο, αναφέρεται σε μοναστήρια στα οποία οι χοροί έψαλλαν με τέτοιον τρόπο, ώστε να παρουσιάζεται αισθητικώς η ομόνοια και η αγάπη μεταξύ των. Δεν είναι όμως αυτό αυτοσκοπός: Προς έναν μαθητή του ο οποίος γυρίζει εντυπωσιασμένος από την ψαλμωδία των ναών στην έρημο της Νιτρίας, τον προειδοποιεί πως, αλίμονο αν εγκαταλείψουν οι μοναχοί της στερεά τροφή και προσηλωθούν μόνος τα άσματα και τους ήχους, υποδεικνύει δε την προσευχή στον Χριστό να απαγγέλεται «μετά ευλαβούς και ευκατανύκτου και μετρίας και ταπεινής φωνης. (Ευεργετινός εκδ.  1783 σελίδα 371).

Πολύ ενδιαφέρον γεγονός είναι πως ο Μέγας Αθανάσιος αναγκάστηκε να εμπλακεί, αν όχι σε πρωτότυπη σύνθεση ύμνων, οπωσδήποτε όμως σε διασκευή τους: Έχοντας υπόψη του το κύριο λειτουργικό βιβλίο τού Αρείου «Θάλεια» που προσπαθούσε να συνδυάσει την Ελληνική ποίηση και το θέατρο με τα χριστιανικά ιδεώδη, ο Αθανάσιος αναγκάστηκε να επιτρέψει -ίσως και να συμμετάσχει- στη σύνθεση της «Αντιθάλειας».  όπου χρησιμοποίησε τις ίδιες μελωδίες τού Αρείου, διορθώνοντας όμως τους αιρετικούς του στίχους.

Γενικά, σε πρώτη εντύπωση, ο Μέγας Αθανάσιος μπορεί να ενταχθεί αν όχι στους πολέμιους, οπωσδήποτε όμως στους επιφυλακτικούς έναντι της μουσικής και της χρήσης της στη θεία λατρεία και ευρύτερα στην πνευματική ζωή. Μία διεισδυτικότερη όμως έρευνα, τον παρουσιάζει να προσδοκά από τη μουσική πολύ περισσότερα από μία απλή επιφανειακή διασκέδαση και να την τοποθετεί, υπό αυστηρές βέβαια προϋποθέσεις, στο σύνολο των εργαλείων της πνευματικής ωρίμανσης.

Ο Μέγας Βασίλειος, ο κορυφαίος αυτός καππαδόκης Πατήρ, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει έξω από την διδασκαλία τού το τόσο σημαντικό κεφάλαιο της μουσικής, ιδιαίτερα για τους απλούς ανθρώπους. Στην ομιλία του για τον Α’ Ψαλμό αναφέρει (σε ελεύθερη απόδοση) πως «το Άγιο Πνεύμα, βλέποντας πως το ανθρώπινο γένος πολύ δύσκολα προσελκύεται στην εξάσκηση της αρετής, καθώς όλοι οι άνθρωποι είμαστε επιρρεπείς σε ό,τι μας προξενεί ευχαρίστηση, ανάμιξε την ευχαρίστηση που προκαλεί η μελωδία με τις αλήθειες των δογμάτων και την ηθική διδασκαλία της πίστεως μας για να μπορέσουμε να υποδεχτούμε ανεπαίσθητα και χωρίς καμία κούραση τους λόγους που είναι ωφέλιμοι στην ψυχή». Συγκρίνει μάλιστα την τακτική αυτή τού Αγίου Πνεύματος με τη μέθοδο των γιατρών της εποχής που, θέλοντας να βοηθήσουν τους αρρώστους να πάρουν ένα πικρό φάρμακο, άλειφαν με μέλι το στόμιο τού ποτηριού.

Η θέση αυτή τού Μεγάλου Βασιλείου συναντά την πλατωνική αντίληψη για την θεία καταγωγή της μουσικής, όπως καταγράφεται στους «Νόμους» (653δ). Εκεί, ο Πλάτωνας σημειώνει πως οι θεοί, βλέποντας τους ανθρώπους να παλινδρομούν στις αρετές, «λυπήθηκαν το ανθρώπινο γένους που έχει γεννηθεί για να υποφέρει και τού έδωσαν τις Μούσες με τον ηγέτη τους, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο». Στη συνέχεια, βλέποντας οι θεοί την ανταπόκριση των ανθρώπων, τους προσέφεραν τη μουσική.

Ο Μέγας Βασίλειος, περισσότερο από όλους τους σύγχρονους του Πατέρες, αποδέχεται την ευεργετική επίδραση της μουσικής, ιδιαίτερα για εκείνους που βρίσκονται στα πρώτα στάδια τού πνευματικού αγώνα, χωρίς να αποκλείει και εκείνους που έχουν προχωρήσει αρκετά και που, μέσω της μουσικής, βοηθούνται στην ακόμη μεγαλύτερη πνευματική προκοπή. Από τον Γρηγόριο Νύσσης μάλιστα μαθαίνουμε πως η μητέρα τού μεγάλου Βασιλείου, Μακρίνα είχε ως διαρκή σύντροφο τη μουσική σε όλες τις ημερήσιες και νυχτερινές ακολουθίες. Στην ίδια ομιλία μάλιστα αναφωνεί: «Ω της σοφής επινοήσεως τού διδασκάλου αυτού (της μουσικής) που ανεκάλυψε έναν τρόπο, με τον οποίον να ψάλλουμε και συγχρόνως να μαθαίνουμε όσα είναι ωφέλιμα στην ψυχή μας».

Ο Βασίλειος προσπαθεί να στηρίξει τη θέση του για τη θεϊκή καταγωγή της μουσικής αναφερόμενος στους αγγέλους και στη δοξολογία που αναπέμπουν στον Θεό, σύμφωνα με τον ψαλμό στίχο τού Δαυίδ «αινείτε Αυτόν πάντες οι άγγελοι Αυτού». Στην επιστολή του «προς τον φίλον Γρηγόριον», όπου ασχολείται με τη ζωή των μοναχών, σημειώνει ότι «δεν υπάρχει ευτυχέστερο από το να μιμείται κανείς εδώ στη γη την αγγελική υμνωδία». Ιδού και ποιος είναι, κατά τη γνώμη του, ο τρόπος μίμησης των αγγέλων για το μόναχο: Πρέπει «με την αρχή της ημέρας, να σπεύδει με προθυμία να τιμήσει με ύμνους και ψαλμωδίες τον Κτίστη, όταν δε ο ήλιος ανατείλει εντελώς, να τρέχεις στις διάφορες εργασίες με σύντροφο πάντα την προσευχή και τους ύμνους, ώστε σαν με αλάτι να νοστιμίζει τις εργασίες».

Για να αποδείξει την ωφέλεια της μουσικής, τόσο στην εποχή του όσο και παλαιότερα ακόμα, ο Μέγας Βασίλειος, στο περίφημο έργο του ‘’προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», καταφεύγει στην αρχαία Ελλάδα και τη Βίβλο. Από την αρχαία Ελλάδα μνημονεύει τον διάσημο μουσικό Τιμόθεο που ήταν κάτοχος τέτοιας απαράμιλλης τέχνης, ώστε «και στον ίδιον τον Μέγα Αλέξανδρο, όταν κάποτε έπαιξε με τον αυλό το φρύγιο μελος που προκαλεί ενθουσιασμό… ενώ είχε παρατεθεί δείπνο, τον έκανε να σηκωθεί και να πάρει τα όπλα και πάλι τον επανέφερε στην ηρεμία όταν μετέβαλε την αρμονία σε γλυκύτερο και ήρεμοτερο τρόπο». Προβάλλει επίσης το παράδειγμα τού Πυθαγόρα, ο οποίος «όταν συνάντησε γελωτοποιούς μεθυσμένους, διέταξε τον αρχηγό τους που έπαιζε αυλό, αφού μεταβάλλει την αρμονία που προκαλεί το γέλιο, να παίξει σε αυτούς με τον αυλό το δώριον μέλος», που θεωρείτο σεμνοπρεπές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι γελωτοποιοί «τόσο συνήλθαν από την μελωδία, ώστε, αφού έριξαν καταγής τους στεφάνους, αποχώρησαν συνεσταλμένοι
από ντροπή». Από τη Βίβλο ακόμα παραθέτει την περίπτωση της θεραπείας τού Σαούλ από τον Δαβίδ μέσω των ψαλμών του.

555 Κατά την εποχή τού μεγάλου Βασιλείου, καθιερώνονται τα δύο ημιχόρια, δηλαδή οι δύο ομάδες πιστών που έψελναν αντίφωνικα τους ύμνους. Ακόμη καθιερώθηκαν τα εφύμνια, δηλαδή οι καταλήξεις των ψαλμών που ψάλλονται από τον λαό. Αυτά απετέλεσαν για μερίδα πιστών της Νεοκαισάρειας «καινά δαιμόνια». Ο Μέγας Βασίλειος, στην επιστολή 207 «Προς τους κληρικούς της Νεοκαισάρειας» υπενθυμίζει πως πολλές καινοτομίες είχαν εισαχθεί κατά την περίοδο αυτή στο τελετουργικό της εκκλησίας, όπως οι λιτανείες. Καλε μάλιστα, ιδιαίτερα τους μοναχούς, να σταματήσουν να διυλίζουν τον κώνωπα και να ασχοληθούν με την ακρίβεια και την αυστηρότητα των ήχων στις ψαλμωδίες.

Ο μεγάλος Καππαδόκης δεν είναι όμως ανυποψίαστος για τους κινδύνους τς μουσικής. Στην ομιλία του «Κατά μεθυόντων», παίρνοντας αφορμή από αισχρές συμπεριφορές συνοδευόμενες από απρεπείς ύμνους και χορούς, προειδοποιεί τους πιστούς πως η ευπρεπής μουσική που παροτρύνει προς την αρετή, μπορεί εύκολα να δώσει τη θέση της σε απρεπή μουσική που ανοίγει στην ψυχή την θύρα πλήθους παθών. Στις συμβουλές του μάλιστα προς τους νέους επισημαίνει και τον κίνδυνο μελοποίησης πορνικών στίχων, που οδηγούν την ψυχή σε πλήρη παραλυσία.

Οι απόψεις τού Μεγάλου Βασιλείου για τη μουσική μάς αποκαλύπτουν αναμφίβολα την συναισθηματική και ευαίσθητη πλευρά τού χαρακτήρα του. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να συνδυάσει κανείς την πλευρά αυτή με την αυστηρότητα και την αυτοπειθαρχία που χαρακτηρίζει την ζωή και τη διδασκαλία του. Συμπληρώνεται έτσι με τον καλύτερο τρόπο η πλήρης εικόνα ενός αγίου, οδηγώντας και εμάς στον εμπλουτισμό της έννοιας «αγιότητα». Μία έννοια που περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης -νόηση, βούληση, συναίσθημα-, χαριτωμένες από την χάρη τού Αγίου Πνεύματος, η καθεμία με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Όλοι οι άγιοι, παλαιοί και σύγχρονοι, δεν μας απέκρυψαν και τη χαρίτωση τού συναισθηματικού τους κόσμου -αν η μουσική αφορά μόνον τον συναισθηματικό κόσμο-, έναν κόσμο στον οποίον η τέχνη των ήχων και της μελωδίας οδήγησε σε πλουσιότερη πνευματική ζωή και σε άντληση επιπλέον δυνάμεων στον αγώνα προς την θέωση._

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επίσης, ήταν αρκούντως ευφυής για να αντιληφθεί τη μέγιστη οφέλη αλλά και τους μέγιστους κινδύνους που έκρυβε η μουσική σε εποχές που αποτελούσε την κύρια μορφή αναψυχής αλλά και μετάδοσης θρησκευτικών διδασκαλιών.

Όσον αφορά στην καταγωγή της συμφωνεί απολύτως με τον Μέγα Βασίλειο, μάλλον δε και υπερθεματίζει αναφέροντας ότι «τίποτε, απολύτως τίποτε δεν ανυψώνει την ψυχή όσο η μελλοντική συμφωνία και ο ρυθμικά δομημένος θρησκευτικός ύμνος. Τα πνευματικά αυτά τραγούδια δίνουν φτερά στην ψυχή, απαλλάσσοντάς τα από την γήινη φύση της και τα σωματικά δεσμά της, ελκύοντάς τα προς πτήσεις πνευματικές. Συγχρόνως όμως ομολογεί πως η μουσική αποτελεί εναλλακτικό μέσο προσέλκυσης προς εκείνους που, είτε από τη φύση είτε από τη διάθεσή τους, δεν ελκύονται από τον απλό πνευματικό λόγο. Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο το οποίον αναφέρει στην «Ομιλία στον Ζ΄ ψαλμό τού Δαβίδ» είναι πώς διακρίνει την εξωτερική και εσωτερική μουσική, θεωρώντας την πρώτη ως στάδιο που πρέπει να ξεπεραστεί και να δώσει τη θέση του στον πνευματικό ύμνο της διάνοιας. «Μπορείς να ψάλλεις και χωρίς φωνή» διδάσκει ,»καθώς ο Κύριος μπορεί και ακούει την ίδια την καρδία και μπορεί να εισέρχεται στα απόρρητα και κρυπτά μέρη της διάνοιας».

Εύκολα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ως προς τις απόψεις αυτές, τη συγγένεια τού Χρυσοστόμου με τους ασκητικούς κύκλους της εποχής με κορυφαίους τον Εφραίμ τον Σύρο και τον όσιο Παχώμιο. Για τους κύκλους αυτούς, η μουσική είναι όντως αποδεκτή και ως απόδειξη έχουμε την δημιουργία μοναστικών χορών με υμνωδία λιτή και μάλλον αντιφωνική. Από τα κείμενα όμως διαπιστώνουμεπως, κατά τους ηγέτες της μοναστικής ζωής, οι μουσικοί κανόνες βάζουν σε τάξη το συναίσθημα των αρχαρίων, δεν αφορούν όμως τους τέλειους στα πνευματικά, οι οποίοι υπακούουν πλέον σε κανόνες μιας καρδιακής αρμονίας, διαμορφωμένους από τις πνευματικές τους αναβάσεις.

Έρχονται όμως και στιγμές, όπως στην «ΞΗ΄ Ομιλία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», όπου παρασύρεται από το κάλλος τού ήχου των χορών των μοναχών της εποχής εκείνης και τους παρομοιάζει με αγγέλους, ενώ συγχρόνως αντιπαραβάλλει τα πνευματικά αυτά άσματα με την εξαλλοσύνη και τους χορούς των κοσμικών ύμνων που τού θυμίζουν «σκύλους και χοίρους που ουρλιάζουν».

Σταθερή θέση του αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου είναι πως, από μόνη της η μουσική δεν επαρκεί, ώστε να επιτευχθεί η εσωτερική αλλοίωση, πολλώ δε μάλλον όταν εκτελείται μηχανικά και χωρίς συνείδηση των μελοποιημένο κειμένων. Εφιστά την προσοχή των χριστιανών, ώστε να συνδυάζουν την απόλαυση τής μουσικής με την πίστη, διαφορετικά προειδοποιεί πως η μουσική «μαλακώνει το νευρώδες τής διάνοιας και κατασυντρίβει τη γενναιότητα τής ψυχής».

Για τον άγιο Ιωάννη, η μουσική είναι στενά συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση και είναι μάταιο η ψυχή να θελήσει να απαλλαγεί από την ευχαρίστηση που αυτή προκαλεί. Με το δεδομένο αυτό, θεωρεί πως το ερώτημα δεν είναι, ναι ή όχι στη μουσική, αλλά το ποια μουσική θα κατακλύσει την ψυχή. Προτείνει λοιπόν διακριτική μεν αλλά διαρκή την αρμόζουσα μουσική υπόκρουση στην πνευματική ζωή, ώστε να μην μείνει χώρος για κοσμικά και πορνικά άσματα. Βλέπει επίσης τη μουσική να μπορεί να αποτελέσει χαλινό στη λαιμαργία και στις άλλες υλικές απολαύσεις («ΝΕ΄ Ομιλία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο»), αλλά και ανώτερο υποκατάστατο των θρήνων και των κοπετών μπροστά στο γεγονός τού θανάτου («Εις τας Αγίας μάρτυρας Βερενίκην και Προσδόκην παρθένους και Δομνίναν την μητέρα αυτών»).

Ακούγοντας τα εκκλησιαστικά άσματα τής εποχής του, διαπιστώνει πως η μουσική ενώνει τους ανθρώπους και εξαλείφει τις διακρίσεις μεταξύ τους, καθώς «δεν υπάρχει εδώ η διάκριση δούλου και ελεύθερου, ούτε πλούσιου και φτωχού, ούτε άρχοντα και παρακατιανού, αλλά όλοι συγκροτούν επίγειο χώρο ο οποίος μιμείται τον επουράνιο».

Μέγας Βασίλειος, Μέγας Αθανάσιος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι απόψεις των οποίων για τη μουσική αποτέλεσαν το υλικό τής τριλογίας μας «Η θεία καταγωγή της μουσικής. Από τους αρχαίους Έλληνες στους Πατέρες τού τέταρτου αιώνα», είναι σαφές πως διαπιστώνουν ότι η μουσική δεν μπορεί να αποξενωθεί, ούτε από την λατρεία ούτε από την καθημερινότητα των πρώτων χριστιανών. Απέναντί της είναι επιφυλακτικοί, όχι ως προς την ουσία της αλλά ως προς τη χρήση της και με τον τρόπο του ο καθένας, δίνει τις προϋποθέσεις ανάμειξής της στη ζωή τής Εκκλησίας. Μέχρι και σήμερα, ένα παραμένει το αδιαμφισβήτητο γεγονός: Η μουσική, από τη φύση της, παρακάμπτει τη λογική και απευθύνεται σε εσωτερικές δυνάμεις τού ανθρώπου. Ανάλογα με την ποιότητα τής πνευματικότητας εκάστου αλλά και με την πνευματική καθοδήγηση, η μουσική μπορεί να αποβεί παράγων συγκρότησης τής ψυχής και αρμονίας των ψυχικών δυνάμεων, η οποία ετοιμάζει με τον καλύτερο

Βασική πηγή: Γιάννη Πλεμμένου, Συζητώντας για την Ελληνική μουσική, εκδ. ΕΝ ΠΛΩ, Αθήνα 20082.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πεμπτουσία.gr: Σεπτέμβριος 2020

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.