Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 30-ος: Για τη μετάνοια και την αρχή του επαινετού βίου.

Για τη μετάνοια και την αρχή του επαινετού βίου, πως πρέπει δηλαδή να ενεργεί κάθε μέρα αυτός που μετανοεί. Όπου γίνεται λόγος και για τα δάκρυα και την κατάνυξη.

Αδελφοί μου αγαπητοί, ακούστε τη σημασία των λόγων μου και, σαν να είναι για σας καλή συμβουλή, δεχθείτε την με πολλή χαρά και προθυμοποιηθείτε να την εφαρμόσετε, για να ωφεληθούμε από κοινού εγώ και εσείς. Διότι εσείς, βαδίζοντας λίγο λίγο μ’ αυτά που φαίνονται ασήμαντα, προοδεύουμε στα τελειότερα και ανερχόμαστε και γινόμαστε με την πίστη στον Χριστό τέλειο άνδρες.1
Ο σκοπός του λόγου μάλιστα είναι ο ακόλουθος˙ βγαίνοντας δηλαδή από την εκκλησία, να μην αρχίσετε να ρεμβάζετε σε μάταια και ανώφελα πράγματα, για να μην έρθει ο διάβολος και σας βρει να ασχολείστε μ’ αυτά, και όπως ία κουρούνα αρπάζει αμέσως το σπειρί του σιταριού από το χωράφι, πριν σκεπασθεί από το χώμα, και πετά, έτσι και αυτός αρπάξει τη θύμηση αυτών των λόγων της κατήχησης από την καρδιά σας και μείνετε πάλι κούφιοι και άδειοι από τη σωτήρια διδασκαλία˙ αλλά, αν σε κάποιον από σας ανατέθηκε να κάνει και να ασχολείται με κάποιο εργόχειρο ή διακόνημα, ας απομακρυνθεί, έχοντας σκυμμένο κάτω το κεφάλι του και προσέχοντας τον εαυτό του. Καθώς μάλιστα θα ασχολείται με το εργόχειρο και θα κάνει το διακόνημά του, ας λέει μέσα του: «Ω, πόσες μέρες και πόσα χρόνια της ζωής μου πέρασα ο άθλιος, ρεμβάζοντας και γελώντας! Ω, πώς απατήθηκα, ακούγοντας ως τώρα τις θείες Γραφές, χωρίς διόλου να αντιληφθώ την ωφέλεια που προέρχεται απ’ αυτές! Τί με ωφέλησε η παρούσα ζωή; Να, πέρασαν τόσα και τόσα χρόνια της ζωής μου!»
Ποιός λοιπόν γνωρίζει, αν θα ζήσω ως την αυριανή μέρα; Έφαγα επί πολλά χρόνια˙ γέμισα την κοιλιά μου με κρέατα, με κρασί και με πάρα πολύ φαγητό. Ντύθηκα με ωραία ενδύματα, αστειεύθηκα και γέλασα, ζημιώνοντας τον εαυτό μου. Μάζεψα τόσα και τόσα χρήματα και τα ξόδεψα, σπαταλώντας τα σε μάταια πράγματα˙ ύστερα απέκτησα πάλι και άλλα χρήματα. Χόρτασα τα λουτρά και τα αρώματα˙ ανέβηκα σε άλογα και σε μουλάρια˙ απόλαυσα πολλά και πλούσια τραπέζια. Φθόνησα τον συνάνθρωπό μου, κακολόγησα, πόρνευσα, έκλεψα, είπα ψέματα. Συναναστράφηκα με γνωστούς και φίλους ένδοξους και πλούσιους και συγκατοίκησα με άρχοντες. Απέκτησα στη ζωή ξακουστό όνομα, ξάπλωσα σε απαλά στρώματα, ανέπαυσα αυτό το σώμα το γήινο, χόρτασα τον ύπνο.
Ποιό λοιπόν από όλα αυτά με ωφέλησε ως τώρα, ή ποιό θα με ωφελήσει στην έξοδο της ταλαίπωρης ψυχής μου, αν αύριο διατάξει εκείνος, που εξουσιάζει κάθε ζωντανή ύπαρξη, να με πάρουν απ’ αυτό τον κόσμο; Τίποτε, πραγματικά! Ας μην περάσω λοιπόν μάταια και τις άλλες μέρες της επίγειας ζωής μου, αλλά ας βάλω αρχή από τώρα, και αφήνοντας όλα εκείνα, ας κάνω και εγώ τα αντίθετα απ’ αυτά, όπως έκαναν οι άγιοι πατέρες. Και κάνοντας αντίθετα από την προηγούμενη πολυφαγία μου, θα νηστέψω δηλαδή τόσο πολύ, ώστε να μη μπορώ ούτε τη γλώσσα μου να κινήσω για συνομιλία˙ και επιπλέον θα ταλαιπωρήσω την κοιλιά μου με πείνα και δίψα, και οπωσδήποτε θα χαλιναγωγηθεί η αχαλίνωτη γλώσσα μου. Και θα οδηγηθώ συγχρόνως μαζί μ’ αυτά σε κατήφεια και σε χλωμάδα και σε λύπη, και θα ελευθερωθώ από την έπαρση των λογισμών. Και μ’ αυτά θα σταματήσω εύκολα να ρεμβάζω και να αστειεύομαι και να γελώ. Θα ντυθώ με φτωχικά ενδύματα και θα δώσω τα ακριβά στους φτωχούς. Θα σκορπίσω μαζί μ’ αυτά όσο χρυσάφι έχω στα χέρια εκείνων που έχουν ανάγκη˙ διότι, τί μου χρειάζεται από εδώ και πέρα ακόμη και η μέριμνα γι’ αυτά, αν θα εμπιστευθώ ολόκληρο τον εαυτό μου σ’ αυτόν που τρέφει τα πάντα; Θα σταματήσω να ανεβαίνω σε άλογα και σε μουλάρια. Θα αρνηθώ όλους τους συγγενείς και φίλους και γνωστούς˙ διότι οπωσδήποτε αυτός που αγαπά κάποιον περισσότερο από τον Θεό δεν είναι άξιος, όπως λέει ο Θεός, για εκείνον τον ίδιο.2 Δεν θα πλησιάσω λουτρό, δεν θα κοιμηθώ στο στρώμα του κρεβατιού μου,3 αλλά θα αφήσω με προθυμία τον εαυτό μου στο να κοιμάμαι καταγής και χωρίς στρωσίδια, ώστε από την ενόχληση της σκληρότητας του εδάφους και χωρίς να θέλω να κοιμάμαι λίγο. Διότι τί με νοιάζει και αν θα πεθάνω˙ άραγε είμαι άξιος να ζω;
Κάνοντας λοιπόν έτσι, όταν ξυπνώ τα μεσάνυχτα, θα πέφτω γονατιστός και θα κλαίω με λύπη για την ψυχή μου, που αμάρτησε, και θα λέω με στεναγμούς και με δάκρυα στον Θεό˙ ¨Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, γνωρίζω ότι περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, αλλά και από τα ίδια τα άλογα ζώα και τα ερπετά, αμάρτησα μπροστά σ’ εσένα, τον φοβερό και απλησίαστο Θεό μου, και δεν είμαι διόλου άξιος να λάβω ποτέ έλεος από σένα. Γι’ αυτό και δεν θα τολμούσα να πλησιάσω ή να πέσω γονατιστός σ’ εσένα, φιλάνθρωπε Βασιλιά, αν δεν είχα ακούσει την άγια φωνή σου να λέει: Δεν θέλω διόλου το θάνατο του αμαρτωλού, ωσότου να επιστρέψει και να ζήσει4˙ και ακόμη: Χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί5. Αλλά, φέρνοντας στο νου μου και την παραβολή του ασώτου υιού, που είπες, Δέσποτα, πώς δηλαδή, καθώς αυτός ερχόταν, πριν ο ίδιος να σε πλησιάσει, εσύ ο εύσπλαχνος έτρεξες σ’ αυτόν και τον αγκάλιασες σφιχτά και τον καταφίλησες,6 πήρα θάρρος από το πέλαγος της αγαθότητάς σου, και έτρεξα σ’ εσένα με οδύνη και με λύπη και με σκυθρωπή καρδιά, παρ’ όλο που είμαι πωρωμένος και τραυματισμένος φοβερά, και κείτομαι πεσμένος άθλια, για τις ανομίες μου, στα βάθη του άδη. Από τώρα όμως σου δίνω το λόγο μου, Κύριε, ότι, όσο καιρό θα προστάξεις να είμαι σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το σώμα, δεν θα σε εγκαταλείψω, ούτε θα γυρίσω πίσω, ούτε θα αγγίξω άλλο αυτά που είναι μάταια και κακά. Άλλωστε εσύ, Θεέ μου, γνωρίζεις καλά την αδυναμία μου, την ταλαιπωρία μου, την ολιγοψυχία μου, αλλά και τα παλαιά πάθη μου, που πρόκειται να με τυραννήσουν και να με βασανίσουν. Βοήθησέ με, πέφτω γονατιστός μπροστά σου και σε παρακαλώ, μη με εγκαταλείψεις, ούτε να με αφήσεις, αγαθέ, να με περιγελά για πολύ καιρό και να με περιπαίζει ο εχθρός, εμένα, που απ’ αυτή τη στιγμή είμαι δούλος σου¨».
Αυτά λοιπόν πρέπει να συλλογίζεται και να σκέφτεται όλη τη μέρα μέσα του, αδελφοί, εκείνος, που πριν από λίγο αποφάσισε να φύγει από τον κόσμο και να μετανοήσει˙ εκείνος, που θέλησε να μάθει αυτή την τέχνη των τεχνών της αγωνιστικής ζωής και άσκησης και γι’ αυτό μπήκε στο στάδιο αυτής της άθλησης. Γι’ αυτό το λόγο και θα απευθύνω τη συμβουλή μου σ’ αυτόν, αν βρίσκεται βέβαια ανάμεσά μας και διψά να ακούσει από μένα τα δυσκολότερα και βιάζεται να αρχίσει το έργο της αληθινής μετάνοιας.
Προσθέτω λοιπόν, αγαπητέ, σ’ αυτά, που έχουν ειπωθεί, ότι ούτε και τροφή να λάβεις ως το απόγευμα˙ και το απόγευμα, αφού μπεις στο κελλί σου, να καθίσεις στο κρεβάτι σου, και αφού συλλογισθείς μέσα σου όλα όσα έχουν ειπωθεί, ευχαρίστησε πρώτα, διότι αξιώθηκες να φθάσεις στο τέλος της μέρας και στην αρχή της νύχτας. Έπειτα εξέτασε τον εαυτό σου και σκέψου, πόσες αμαρτίες έκανες απέναντι στον Θεό, που σε δημιούργησε, και πόσα χρόνια μακροθύμησε για σένα, αφήνοντας να ζεις και χαρίζοντας όλα, όσα χρειάζονται, για να τα απολαμβάνει το σώμα, την τροφή εννοώ και την πόση, τα ενδύματα και τα σκεπάσματα, αλλά και το ίδιο το κελλί σου, για να κάθεσαι, και ότι δεν οργίσθηκε, ούτε σε αποστράφηκε για τις αμαρτίες σου, ούτε σε παρέδωσε στο θάνατο ή στους δαίμονες, για να σε αφανίσουν. Αφού λοιπόν σκεφθείς καλά όλα αυτά, σήκω επάνω και βάλε στη γη την ψάθα σου, και μία μικρή πέτρα για προσκέφαλο, και ετοίμασε την κοίτη σου, όπου πρόκειται να γείρεις.
Και άκουσε! Θα σου δείξω και άλλο τρόπο θερμής αληθινά μετάνοιας, που γίνεται γρήγορα για σένα πρόξενος για δάκρυα και για κατάνυξη, και μάλιστα, αν είσαι σκληρόκαρδος σαν την πέτρα και απρόθυμος προς το πένθος και χωρίς κατάνυξη. Αλλά ας μη φανεί αβασάνιστα αυτό, που πρόκειται να σε συμβουλέψω, παράδοξο σ’ εσένα και ασυνήθιστο στους πιστούς.
Αυτός, δηλαδή, που μετά το βάπτισμα φύλαξε τον εαυτό του άσπιλο για τον Θεό και διατήρησε το κατ’ εικόνα αμόλυντο για εκείνον που δημιούργησε και τον έπλασε, δεν θα χρειασθεί κανένα άλλο πράγμα απ’ αυτά που ορίσθηκαν για την επιστροφή του, εφόσον βρίσκεται κοντά στον Θεό. Εκείνος όμως, που μετά το βάπτισμα μόλυνε τον εαυτό του με άπρεπες πράξεις και ανομίες, και έκανε το ναό του σώματός του, εννοώ τον οίκο του Θεού, κατοικία ηδονών και παθών και δαιμόνων, ζώντας με άσωτο τρόπο, όχι μόνο χρειάζεται να μεταχειρισθεί για τη μετάνοια τον τρόπο, που πρόκειται να σου πω και να σε συμβουλέψω, αλλά και άλλες πολλές μεθόδους και επινοήσεις μετάνοιας, για να εξιλεώσει τον Θεό και να επαναφέρει στον εαυτό του το θείο αξίωμα,7 που απώλεσε με την αμαρτωλή ζωή. Και ας σε κάνει να πεισθείς ο λόγος «Για τη μετάνοια»8 του θείου πατρός Ιωάννη της Κλίμακος, που περιέχει πολλούς τέτοιους τρόπους.
Αλλά ποιός είναι ο τρόπος της μετάνοιας, που σου δείχνω, συμβουλεύοντας πατρικά, άκουσε, αδελφέ, ασκανδάλιστα και συνετά. Λοιπόν, μετά από την τακτοποίηση της ψάθας, όπου πρόκειται να γείρεις, όπως έχει ειπωθεί, στάσου για προσευχή, σαν να είσαι κατάδικος. Απάγγειλε στην αρχή το Τρισάγιο,9 έπειτα πες το Πάτερ ημών˙ και καθώς το λες, να σκεφθείς ποιός είσαι εσύ, και τί λογής και ποιός είναι αυτός, που τον ονομάζεις Πατέρα. Τη στιγμή μάλιστα που θα φθάσεις να πεις το Κύριε ελέησον, και θα θελήσεις να απλώσεις τα χέρια σου προς τον ουρανό, αφού ατενίσεις σ’ αυτόν με τα ορατά μάτια και προσέξεις στα χέρια σου και συγκεντρώσεις με τη σκέψη τον εαυτό σου, να φέρεις στο νου σου τα φαύλα έργα σου και όσες αμαρτίες έκανες μ’ αυτά και όποια ίσως αισχρά έργα διέπραξες κάποτε μ’ αυτά, και να φοβηθείς λέγοντας μέσα σου: «Αλίμονο σ’ εμένα τον ακάθαρτο και βρομερό, μήπως κάποια στιγμή, βλέποντας ο Θεός να απλώνω μπροστά του με αναίδεια τα χέρια μου, θυμηθεί τις ανομίες, που έκανα μ’ αυτά, και στείλει φωτιά εναντίον μου και με κατακάψει».
Στρέφοντας λοιπόν τα χέρια σου προς τα πίσω και πλέκοντάς τα σαν να οδηγείσαι στο θάνατο, αφού στενάξεις από το βάθος της ψυχής σου, πες με θλιβερή φωνή: «Ελέησέ με τον αμαρτωλό και ανάξιο να ζω, αλλά άξιο πραγματικά για κάθε τιμωρία», και άλλα όσα η χάρη του Θεού θα σου δώσει να πεις. Ανακαλώντας μάλιστα στη μνήμη σου τις αμαρτωλές σου πράξεις, χτύπα δυνατά και αλύπητα τον εαυτό σου λέγοντας: «Πώς έκανες, κακέ και άθλιε, αυτά και αυτά;» Και πάλι στρέψε τα χέρια σου και στάσου, παρακαλώντας τον Θεό. Έπειτα ράπιζε πάλι το πρόσωπό σου, μάδα τα μαλλιά σου, τραβώντας τα, σαν να είναι ο εαυτός σου ένας ξένος και ύπουλος εχθρός, και πες: «Γιατί έκανες αυτά και αυτά;» Και έτσι, αφού μαστιγώσεις αρκετά τον εαυτό σου, δέσε τότε μπροστά τα χέρια σου και στάσου με ιλαρή ψυχή. Και αφού απαγγείλεις προσεκτικά δύο ή τρεις ψαλμούς και κάνεις όσες μετάνοιες θα σκεφθείς ότι μπορείς να κάνεις, στάσου πάλι σκεφτικός και αναλογίσου μέσα σου αυτά που ειπώθηκαν προηγουμένως, μήπως δώσει κάποια στιγμή ο Θεός να έρθουν σ’ εσένα δάκρυα και κατάνυξη. Και αν βέβαια γίνει αυτό, να μη λυπηθείς, αλλά πες στον εαυτό σου αυτά τα λόγια: «Η κατάνυξη και τα δάκρυα είναι για τους άξιους και για εκείνους που ετοιμάσθηκαν γι’ αυτά. Αλλά εσύ, πες μου, πόσα χρόνια παρακαλείς τον Θεό, ή πόσα χρόνια τον υπηρετείς; Με ποια έργα σου ετοιμάσθηκες, για να τα δεχθείς αυτά; Δεν σου είναι αρκετό ότι και ζεις ακόμη;» Αφού πεις αυτά και ευχαριστήσεις τον Θεό, σφραγίζοντας πολλές φορές το πρόσωπο και το στήθος και όλο το σώμα σου με το σημείο του τιμίου σταυρού, πέσε και γείρε να κοιμηθείς στην ψάθα σου.
Όταν όμως θα ξυπνήσεις, μη γυρίσεις από την άλλη πλευρά, αλλά αμέσως σήκω και προσευχήσου πάλι με τον τρόπο που προηγουμένως έχω πει, και μην κοιμηθείς πλέον, αλλά περίμενε με την προσευχή και την ανάγνωση, ωσότου να σημάνει το ξύλινο σήμαντρο, και τότε πήγαινε μαζί με όλους στη σύναξη και στάσου με τρόμο στο ναό, σαν να είσαι στον ουρανό με τους αγγέλους, κρίνοντας τον εαυτό σου ανάξιο ακόμη και για την εκεί παρουσία σου με τους αδελφούς. Καθώς μάλιστα θα στέκεσαι στο ναό, να προσέχεις τον εαυτό σου, ώστε να μη βλέπεις εδώ και εκεί και να μην παρακολουθείς τους αδελφούς, πως στέκεται ή ψάλλει ο καθένας, αλλά να προσέχεις τον εαυτό σου μόνο και την ψαλμωδία και τις αμαρτίες σου. Θυμήσου μάλιστα και την προσευχή που έκανες μέσα στο κελλί σου. Μην ανταλλάξεις διόλου στη σύναξη με κάποιον ανώφελο λόγο,10 μη βγεις από εκεί πριν από την τελευταία ευχή. Αν είναι δυνατό, να μην καθίσεις ούτε στην ανάγνωση, αλλά να αποσυρθείς σε μέρος κρυφό και να σταθείς όρθιος, ακούγοντας, σαν να μου μιλά με τον αναγνώστη ο ίδιος ο Θεός, που εξουσιάζει τα πάντα. Αν μάλιστα προσκληθείς και ο ίδιος για ανάγνωση, να έχεις τέτοια διάθεση, σαν να είσαι δηλαδή ανάξιος να διηγηθείς στους αδελφούς σου με το στόμα σου τις θεόπνευστες Γραφές˙ και αφού τελειώσεις τη θεία ανάγνωση και πρόκειται να κάνεις τη συνηθισμένη μετάνοια και στους δύο χορούς, όχι με καταφρόνηση, ούτε με ραθυμία, αλλά θεωρώντας όλους σαν υιούς του Θεού και αγίους, προσκυνώντας και αγγίζοντας το κεφάλι σου στο έδαφος, λέγε μυστικά μέσα στην καρδιά σου σε όλους αυτούς: «Προσευχηθείτε και συγχωρήστε με τον αμαρτωλό και ανάξιο για τον ουρανό και για τη γη, άγιοι του Θεού». Αν πάλι προσταχθείς να κανοναρχήσεις, μην το κάνεις αυτό με ραθυμία, ούτε βαριεστημένα, αλλά με σύνεση και προσοχή, σαν να μοιράζεις στους αδελφούς με τη δική σου φωνή, όπως με το χέρι, τα θεία λόγια, μπροστά στον Βασιλιά Χριστό, που εξουσιάζει τα πάντα, και να φοβηθείς, μήπως παραλείψεις καταφρονητικά να δώσεις σε κάποιον τον ζωοποιό άρτο, δηλαδή το λόγο του Θεού, όπως ειπώθηκε, και ριχθείς ως καταφρονητής έξω, δεν σου λέω έξω από αυτή την εκκλησία, αλλά από τη βασιλεία των ουρανών. Αφού λοιπόν βγεις από την εκκλησία, θυμήσου μετά από την απόλυση πως πέρασες τη χθεσινή μέρα, και αν έκανες σφάλμα σε κάτι, διόρθωσέ το σήμερα.
Αν λοιπόν μείνεις σταθερός, κάνοντας αυτά, ο Κύριος δεν θα αργήσει να δείξει σ’ εσένα το έλεός του. Εγώ γίνομαι εγγυητής για τον εύσπλαχνο Θεό˙ εγώ, αν και είναι τολμηρό να το πω, προσφέρω τον εαυτό μου ως υπεύθυνο για τον φιλάνθρωπο Θεό! Εγώ να πεθάνω, αν θα σε παραβλέψει˙ εγώ να παραδοθώ στην αιώνια φωτιά αντί για σένα, αν θα σε εγκαταλείψει. Μόνο να μην τα κάνεις αυτά με δισταγμό, ούτε με διψυχία!
Αλλά τί σημαίνει να μην τα κάνεις με δισταγμό και με διψυχία; Πρόσεχε, αγαπητέ! Δισταγμός της καρδιάς είναι το να συλλογίζεσαι ή να σκέφτεσαι γενικά μέσα σου: «Άραγε, θα με ελεήσει ο Θεός ή όχι;» Αυτό το «όχι» είναι δείγμα απιστίας. Αν δεν πιστεύεις ότι εκείνος θέλει να σε ελεήσει πολύ περισσότερο από όσο εσύ περιμένεις, γιατί τότε πηγαίνεις και τον παρακαλείς; Διψυχία πάλι είναι το να μην παραδίνει κάποιος τελείως τον εαυτό του στο θάνατο για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά να φροντίζει έστω και κάτι για την επιβίωση της σάρκας. Αυτό μόνο, να γνωρίζεις καλά, πρέπει να φυλάξει εκείνος, που μετανοεί με κόπο˙ να μη φονεύσει δηλαδή με κάποια πανουργία τον εαυτό του και γίνει αυτόχειρας, όπως για παράδειγμα, με το να ριχθεί σε γκρεμό ή να κρεμασθεί ή να κάνει κάτι άλλο ολέθριο. Για τα άλλα όμως με τα οποία γνωρίζει ότι τρέφεται το σώμα και ζει, ας μη δείχνει αυτός καμία φροντίδα, σύμφωνα με το λόγο του Χριστού, που είπε: «Ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του, και όλα αυτά, που είναι απαραίτητα για την ανάγκη του σώματός σας, θα προστεθούν σ’ εσάς».11 Διότι μπορεί εκείνος που έχει αγωνιστική ζωή και ζει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο να τρέφεται καθημερινά μόνο με ψωμί και νερό, και να ζει και να είναι καλά στην υγεία του περισσότερο από εκείνους που απολαμβάνουν τα πλουσιότερα γεύματα. Γι’ αυτό και ο Παύλος, γνωρίζοντας αυτό, έλεγε και πάντοτε λέει: «Όταν έχουμε τροφές και σκεπάσματα, ας αρκεσθούμε σ’ αυτά»12˙ και ακόμη λέει: «Έχοντας συνειδητοποιήσει μέσα μας τη θανατική μας καταδίκη, ας μη στηριζόμαστε στους εαυτούς μας, αλλά στον Θεό, που ανασταίνει τους νεκρούς».13
Να, λοιπόν, σου είπα, αγαπητέ αδελφέ, πως πρέπει να προσέλθεις στον Θεό και τι λογής μετάνοια να δείξεις σ’ αυτόν. Μη λοιπόν απομακρυνθείς ως την τελευταία σου αναπνοή, ούτε να ξεχάσει την καλή συμβουλή μου, εμένα του αμαρτωλού˙ διότι δεν τα έπραξα αυτά και δεν σου τα είπα, αντλώντας από τη δική μου πράξη, αλλά η χάρη του Θεού μου έδωσε να τα πω για σένα και για τη δική σου σωτηρία. Αν λοιπόν θα κάνεις αυτά με τη βοήθεια του Θεού, παραμένοντας για πολύ καιρό σ’ αυτό το έργο της μετάνοιας, θα γνωρίσεις λίγο λίγο εσύ ο ίδιος άλλα μυστήρια ακόμη μεγαλύτερα, που θα σου τα διδάσκει η ουράνια χάρη, και μ’ αυτές τις πράξεις θα σου χαρισθεί όχι μόνο πηγή δακρύων, αλλά και αποξένωση από όλα τα πάθη. Διότι το να ζητά κάποιος πάντοτε τη μετάνοια και την κατάνυξη, το να ερευνά ποια είναι αυτά που βοηθούν και συνεργούν στο να πενθεί και να κλαίει και να κατανύγεται, και το να κάνει αυτά με προθυμία, αλλά και να μην προτιμά σε κανένα πράγμα τον εαυτό του ή να κάνει διόλου το θέλημα της σάρκας, αυτό οδηγεί σύντομα τον άνθρωπο στην πρόοδο και στην κάθαρση και στην απάθεια, και τον κάνει μέτοχο του Αγίου Πνεύματος, και όχι μόνο αυτό, αλλά και τον κάνει ίσο με τους μεγάλους πατέρες, με τον Αντώνιο, τον Σάββα και τον Ευθύμιο.
Και αυτά βέβαια θα γίνουν, αν με ακούσεις και αγαπήσεις τη μετάνοια και την κατάνυξη˙ αν όμως δεν θελήσεις να με ακούσεις και να κάνεις αδιάκοπο έργο αυτά, που έχουν ειπωθεί, ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος να βλασφημεί και να λέει ότι αυτό είναι αδύνατο˙ ούτε να λέει ότι «εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου, πέρασαν τόσα και τόσα χρόνια»˙ ούτε να μου απαριθμεί το μοίρασμα και το σκόρπισμα του πλούτου και του χρυσαφιού˙ ούτε να λέει: «Από το χρυσάφι, που είχα, έντυσα τόσους και τόσους γυμνούς, χόρτασα πεινασμένους, πότισα διψασμένους,14 διασκόρπισα όλα τα υπάρχοντά μου, πήγα στο τάδε όρος, μπήκα στο τάδε σπήλαιο, επισκέφθηκα τον τάφο του Κυρίου, ανέβηκα στο όρος των Ελαιών, και τώρα μπήκα σ’ αυτό εδώ το μοναστήρι και δέχθηκα τη μοναχική κουρά», ή και, «αφού δέχθηκα προηγουμένως τη μοναχική κουρά, κάθομαι σ’ ένα κελλί και κάνω τόσες και τόσες προσευχές, και με αυτά θα σωθώ, και μου είναι αρκετό!».
Μη λοιπόν εξαπατάς τον εαυτό σου, αδελφέ, όποιος και αν είσαι, ούτε να παρηγορείς τον εαυτό σου με μάταιες σκέψεις, κάνοντας αυτό με ανοησία. Διότι όλα αυτά είναι καλά, και μάλιστα πολύ καλά, αλλά αυτά, αγαπητέ, το να γνωρίζεις, είσαι σπόρος. Πρόσεξε λοιπόν, σου το λέω σαν παράδειγμα˙ όργωσες το χωράφι, το πέρασες με τη σβάρνα δύο και τρεις φορές, έσπειρες το σπόρο. Αντιλήφθηκες άραγε ότι ο σπόρος φύτρωσε από τα σπλάχνα της γης; Αντιλήφθηκες ότι τα σπαρτά της ψυχικής σου γης έγιναν λευκά και έτοιμα για θερισμό; Έκοψες στάχυα από τα σπαρτά, έτριψες με τις παλάμες σου, για να δεις γυμνό τον καρπό των κόπων σου; Και όταν είδες αυτό το σπόρο, άραγε έφαγες, ώστε να χορτάσεις, και πήρες δύναμη; Αν λοιπόν τα γνωρίζεις αυτά, τότε προσκυνώ και κατασπάζομαι τα πόδια σου και καταφιλώ τα πατήματά τους˙ διότι δεν είμαι άξιος να ασπασθώ το πρόσωπό σου. Και να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι, μαζεύοντας με χαρά αυτά που έσπειρες με πολύ κόπο και πόνο.
Αν όμως αγνοείς και αυτά που εγώ σου λέω, και δεν αντιλήφθηκες, αν σπάρθηκε στη γη σου, εννοώ στο χωράφι της καρδιάς σου, κάποιος από τους πνευματικούς καρπούς, τί ωφελήθηκες, πες μου, αν περιπλανήθηκες στα πέρατα της γης και έφθασες στις εσχατιές της θάλασσας; Ασφαλώς τίποτε! Διότι, αν ελεήσω όλο τον κόσμο απ’ αυτά που δεν είναι δικά μου – αλλά έστω ότι είναι δικά μου -, αφήσω όμως τον εαυτό μου γυμνό και φτωχό και να έχει φθάσει στα άκρα της φτώχειας,15 και αν έτσι πρόκειται να πεθάνω στερημένος από τα αγαθά και να παρουσιασθώ στο φοβερό δικαστικό βήμα του Χριστού, ποιά θα είναι η ωφέλειά μου;
Πρέπει να βγούμε εμείς απ’ αυτή τη ζωή και από το σώμα ντυμένοι και στολισμένοι, αν βέβαια θέλουμε να καθίσουμε στον βασιλικό γάμο16 με τους φίλους του βασιλιά. Και τί είναι αυτό που εγώ και όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ντυθούμε, για να μη βρεθούμε τότε γυμνοί; Είναι ο Χριστός, αδελφοί, και Θεός! Αν όμως περιτρέξω πάλι όλη τη γη, που είναι κάτω από τον ουρανό, σαν να είναι μία οικία, και δεν αφήσω ούτε μία χώρα ή πόλη ή εκκλησία, στην οποία δεν θα μπω και δεν θα προσκυνήσω και δεν θα προσευχηθώ, και δεν δω καλά και με ακρίβεια εκείνα που υπάρχουν σ’ αυτές, αλλά αποκλεισθώ από τη βασιλεία των ουρανών, δεν θα ήταν προτιμότερο να μη γεννηθώ και να μην πέσω επάνω στη γη,17 ή να μην αναπνεύσω αυτό τον αέρα και να μη αντικρύσω με τα μάτια μου τον ήλιο; Ναι, πραγματικά, θα ήταν για μένα πολύ προτιμότερο!
Τί λοιπόν να κάνω, για να μην αποκλεισθώ από τη βασιλεία των ουρανών; Αν λάβω το Άγιο Πνεύμα, με το να εκτελέσω όλα αυτά, που ειπώθηκαν προηγουμένως διότι αυτό είναι ο σπόρος του Χριστού, με τον οποίο εμείς οι φτωχοί και θνητοί γινόμαστε συγγενείς του, που, όταν πέσει στην καλή γη, καρποφορεί τριάντα και εξήντα και εκατό φορές περισσότερο18˙ και αυτό το ίδιο είναι η βασιλεία των ουρανών, και χωρίς αυτό, τα άλλα όλα δεν ωφελούν διόλου. Αν δεν ελεήσουμε, αδελφοί, τους εαυτούς μας, και δεν έχουμε τις ψυχές μας καθαρές και γεμάτες φως με τη μετάνοια, δεν θα μας ωφελήσει διόλου η εργασία όλων των άλλων, όπως λέει ο Κύριός μας και Θεός: «Τί θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει όλο τον κόσμο, αλλά θα χάσει την ψυχή του; Ή, τί θα δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για την ψυχή του;»19 Και ακόμη λέει: «Αυτός που έχασε την ψυχή του για χάρη μου θα τη σώσει, εκείνος όμως που την έσωσε θα τη χάσει».20 Αν λοιπόν εγώ δεν χάσω την ψυχή μου με τον προηγούμενο τρόπο, όπως έχω πει, με το να προσφέρω δηλαδή τον εαυτό μου στο θάνατο για τον Χριστό, και δεν την έχω πάλι να ζει την αιώνια ζωή, ποιά θα είναι η ωφέλειά μου από όλα τα άλλα, αγαπητοί αδελφοί; Τίποτε, πραγματικά, τίποτε, αγαπημένοι δούλοι του Χριστού, δεν θα μας ωφελήσει, ούτε θα μας εξαιρέσει από την αιώνια φωτιά, αν δεν εγκαταλείψουμε όλα και όλους, και δεν εξετάσουμε μόνο τους εαυτούς μας.
Αλλά τί σημαίνει να εξετάσουμε τους εαυτούς μας; Αυτό θα το διαπραγματευθούμε σε άλλη κατήχηση,21 επειδή προσέχουμε την έκταση του λόγου.
Αλλά, εσύ, Θεέ μου, η αληθινή σοφία, που καταδέχθηκες να γίνεις για μας τους αμαρτωλούς διδάσκαλος, εσύ δίδαξέ με να πω στον εαυτό μου και στους συνδούλους και αδελφούς μου αυτά που είναι απαραίτητα για τη σωτηρία της ψυχής. Διότι, εσύ είσαι ο οδηγός και ο φωτισμός των ψυχών μας, που δίνεις σ’ εμένα λαλιά, με το άνοιγμα του στόματός μου,22 και δίνεις λόγο σ’ αυτούς, που κηρύττουν το Ευαγγέλιο με πολλή δύναμη23˙ και σ’ εσένα απευθύνουμε τη δοξολογία, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Κολ. 1, 28
2. Πρβ. Ματθ. 10, 37
3. Πρβ. Ψαλ. 131, 3
4. Ιεζ. 33, 11
5. Λουκ. 15, 7
6. Λουκ. 15, 20
7. Θείο αξιωμα˙ εννοεί την επαναφορά στο κατ’ εικόνα με το βάπτισμα.
8. Κλίμαξ, Λόγος Ε’, σσ’. 115, 133
9. Τρισάγιο˙ η αρχή της προσευχής, με το Άγιος ο Θεός.
10. Πρβ. Ματθ. 12, 36
11. Ματθ. 6, 33
12. Α’ Τιμ. 6, 8
13. Β’ Κορ. 1, 9
14. Πρβ. Ματθ. 25, 35-36
15. Εννοεί την πνευματική φτώχεια από τις αρετές.
16. Πρβ. Ματθ. 22, 11-13
17. Βλ. σ’. 295, σημ. 38
18. Πρβ. Μάρκ. 4, 20
19. Ματθ. 16, 26
20. Ματθ. 10, 39
21. Προαναγγέλλει την κατήχηση, που ακολουθεί.
22. Πρβ. Εφ. 6, 19
23. Πρβ. Ψαλμ. 67, 12

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.