Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος ΣΤ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του μητροπολίτη Κορυτσάς ο Χρυσόστομος έλαβε νέο πατριαρχικό γράμμα με συνημμένο αντίγραφο υπουργικού Τεζκερέ, στο οποίο γινόταν λόγος «περί επιληψίμου στάσεώς του εις τα ενταύθα ληστανταρτικά κινήματα».1 Ο ιεράρχης κατηγορείτο ότι συνεργαζόταν με τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα που δρούσαν στην περιοχή και ότι περιφρονούσε τις τουρκικές αρχές. Δεν είναι βέβαιο αν το πατριαρχείο, το οποίο διαβίβαζε τις αποφάσεις της Υψηλής Πύλης, υιοθετούσε τις κατηγορίες εναντίον του Χρυσοστόμου. Το βέβαιο είναι ότι το Φανάρι είχε συστήσει στον Μητροπολίτη Δράμας να ακολουθεί μια πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στις τοπικές αρχές προς όφελος και των δύο πλευρών.

Απαντώντας ο Χρυσόστομος στις νέες κατηγορίες, είπε πως η πίστη και η αφοσίωσή του στην τουρκική κυβέρνηση και τις λοιπές αρχές του οθωμανικού κράτους ήταν δεδομένες. Προς απόδειξη των λεγομένων του ο ιεράρχης ανέφερε ότι πράγματι, μετά από μια μακρά περίοδο έντονης καχυποψίας και προστριβών με τον Μουτεσαρίφη και τον Αρχιαστυνόμο της Δράμας, αμφότεροι είχαν ζητήσει να επέλθει ειλικρινής μεταξύ τους συνεννόηση, με στόχο την επικράτηση της ειρήνης και της καταλλαγής.

Στην τελευταία όμως υπουργική διακοίνωση εναντίον του Χρυσοστόμου διατυπώθηκε και κάτι ακόμα. Εγκαλείτο ο Μητροπολίτης ότι «κατά την κηδείαν του δολοφονηθέντος Γεωργίου Παπάζογλου και μιας Χριστιανής γυναικός εξεφώνησεν εν τη εκκλησία λόγον, δι’ ου εξώθει και υπεκίνει τους Ρωμαίους εις επαναστατικά και ληστανταρτικά κινήματα, μετά τινάς δε ημέρας προσκαλέσας εις την μητρόπολιν νέους τινάς εκ των Ρωμαίων διένειμεν αυτοίς ανά εν και ανά δύο πολύκροτα».2 Ο Χρυσόστομος απάντησε πως εάν είχε μιλήσει με αυτόν τον τρόπο τη μέρα εκείνη, οι Έλληνες θα είχαν εξεγερθεί, η τάξη θα είχε διασαλευθεί και οι ελάχιστοι Βούλγαροι της Δράμας θα είχαν κινδυνεύσει από το εξαγριωμένο πλήθος.

Επιπλέον, πρόσθεσε ότι είχε κάθε δικαίωμα να μιλάει στους ανθρώπους της πνευματικής δικαιοδοσίας του, λέγοντας: «Εγώ, Παναγιώτατε, φρονών ότι ο λόγος του Θεού ου δέδεται, λαλώ ευκαίρως ακαίρως, ελέγχων, επιτιμών, παρακαλών, προτρέπων προς οικοδομήν και ουκ εις καθαίρεσιν˙ εάν δε ο Υπουργικός Τεζκερές εννοή να δέσωμεν και την γλώσσάν μας, ημείς τοιαύτην αντιχριστιανικήν αρχήν δεν θ’ αποδεχθώμεν».3 Σχετικά με την κατηγορία ότι διένειμε όπλα, ο άγιος έγραψε πως «κρίνω ανάξιον και του κόπου ν’ απαντήσω˙ εγώ γνωρίζω ότι οι Αρχιερείς διανέμουσιν ευλογίας και δεν ευλογούσι δολοφονικά περίστροφα˙ κατηγορίαν δε τοιαύτην άντικρυς αντικειμένην εις τον κοινόν νουν θεωρώ αναξιοπρεπές να συζητήσω και αναιρέσω».4

Στις 10 Οκτωβρίου 1906 πραγματοποιήθηκε στην Αλιστράτη μια ακόμα οργανωμένη επίθεση Βουλγάρων, που σκοπό είχε την εξόντωση των προκρίτων της ελληνικής κοινότητας και την καταστροφή των οικιών τους. Εκατόν είκοσι κομιτατζήδες, με επικεφαλής τον διαβόητο οπλαρχηγό Μιχαήλ Δάεφ, ξεχύθηκαν τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου στους δρόμους της Αλιστράτης σκορπώντας τον φόβο και τον τρόμο στους αμέριμνους κατοίκους.

Από τα πυρά της άγριας εκείνης επίθεσης δεν γλύτωσε ούτε το οικοτροφείο, το οποίο στεγαζόταν στο οίκημα της Μητρόπολης. Το οικοτροφείο της Αλιστράτης είχε ιδρυθεί το 1903 από τον Χρυσόστομο και φιλοξενούσε περισσότερα από σαράντα ορφανά παιδιά της επαρχίας Δράμας, οι γονείς των οποίων είχαν δολοφονηθεί από το βουλγαρικό κομιτάτο. Κατά αγαθή συγκυρία η ομάδα των κομιτατζήδων που έμελλε να πραγματοποιήσει τη φονική επίθεση στο μητροπολιτικό μέγαρο και να το παραδώσει στις φλόγες έγινε αντιληπτή. Οι φρουροί και οι άνθρωποι της Μητροπόλεως οργάνωσαν την άμυνα του κτιρίου και προστάτεψαν τα ανήλικα παιδιά, τα οποία έδειξαν υποδειγματική στάση κατά τη διάρκεια της πολύωρης ένοπλης σύγκρουσης. Ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε μεριμνήσει για την ανατροφή και προστασία των ορφανών εκείνων παιδιών, έγραψε με ανακούφιση: «Μη δεν αγρυπνεί υπέρ τας αθώας κεφαλάς των μικρών τούτων ορφανών το όμμα της Θείας Προνοίας; Μήπως δεν ευλογεί και δεν ευοδοί τας ενεργείας των πραττόντων ενόρκως το καθήκόν των ο Θεός;»5

Στις 30 Οκτωβρίου 1906 ο Χρυσόστομος υπέστη τις συνέπειες του πρώτου από τα μέτρα που έλαβαν οι οθωμανικές αρχές εναντίον του. Με διαταγή του Μεγάλου Βεζίρη Μεχμέτ Φερήτ πασά, η οποία διαβιβάστηκε στον Μουτεσαρίφη Δράμας μέσω του Γενικού Επιθεωρητή Μακεδονίας, αποφασίστηκε ο αποκλεισμός του Χρυσοστόμου από τις εργασίες του Ιδαρέ Μετζλισίου6 ως εκπροσώπου της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Το μέτρο ήταν σκληρό και άδικο. Η συμμετοχή των μητροπολιτών στα διοικητικά συμβούλια των πόλεων της πνευματικής δικαιοδοσίας τους ήταν κατοχυρωμένη με αυτοκρατορικά φιρμάνια.

Επιπλέον, αν και ο Χρυσόστομος είχε πολλές φορές κατηγορηθεί για σχέσεις με τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα, ούτε οι οθωμανικές αρχές, ούτε και οι ξένοι παρατηρητές είχαν καταφέρει να τεκμηριώσουν με αποδεικτικά στοιχεία την εμπλοκή του στον Μακεδονικό αγώνα. Ο Χρυσόστομος κράτησε μυστική την απόφαση της μεγάλης Βεζιρίας και δεν ανακοίνωσε την αποπομπή του από το διοικητικό συμβούλιο της πόλης, φοβούμενος ότι αυτό θα δημιουργούσε αναταραχή στους Έλληνες κατοίκους της Δράμας.

Το έτος 1906 έκλεισε με τον πιο οδυνηρό τρόπο για τον Χρυσόστομο και την επαρχία του. Οι τουρκικές αρχές είχαν διατάξει τη σύλληψη του Αρχιδιακόνου της μητροπόλεως Θεμιστοκλή, ο οποίος κατηγορείτο για την εμπλοκή του στον ένοπλο αγώνα, ενώ οι δύο ακόλουθοι (καβάσηδες) του ιεράρχη είχαν οδηγηθεί στις φυλακές «ως αληθείς μάρτυρες».7 Οι τοπικές αρχές της Δράμας είχαν παραχωρήσει το δικαίωμα στον Χρυσόστομο να συνοδεύεται από άνδρες της επιλογής του στις πολύωρες μετακινήσεις και περιοδείες του. Στην κατεύθυνση αυτή, η διοίκηση της πόλης είχε συνδράμει στο παρελθόν τον μητροπολίτη, όταν είχε μεταβεί ως αρχιερατικός επίτροπος στην επαρχία Νευροκοπίου, διαθέτοντας σώμα χωροφυλάκων για την προστασία του. Με πρόσχημα τις κατηγορίες εναντίον του, οι οθωμανικές αρχές έπαψαν να διαθέτουν στον Χρυσόστομο χωροφύλακες κατά τις εξόδους του από την πόλη της Δράμας, ενώ συνέλαβαν και τους δύο καβάσηδες που συνόδευαν μέχρι τότε τον ιεράρχη.

Στα τέλη του 1906 η επαρχία Δράμας δέχτηκε άλλη μια επίθεση από συμμορίες Βουλγάρων οι οποίοι σκόρπισαν τον θάνατο και τον όλεθρο στο πέρασμά τους. Τη νύχτα της 24ης Νοεμβρίου ομάδα κομιτατζήδων έφθασε στον Βώλακα και κατέκαυσε πολλές οικίες, μεταξύ των οποίων αυτή του Έλληνα προεστού Τρύφωνα Στογιάννη. Ο ατυχής πρόκριτος σώθηκε την τελευταία στιγμή με την πολυμελή οικογένειά του, ωστόσο, το σπίτι του έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με άλλες οικίες της ελληνικής κοινότητας.8

Λίγο αργότερα, τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Δεκεμβρίου, κομιτατζήδες έφτασαν στην Κλεπούσνα (Αγριανή), όπου δολοφόνησαν οκτώ μέλη της κοινότητας και πυρπόλησαν δεκάδες οικίες, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές σε όλο το χωριό. Θύματα της νέας βουλγαρικής θηριωδίας ήταν το ηλικιωμένο ζεύγος προκρίτων Βουζίκη, οι οποίοι βρήκαν φρικτό θάνατο όταν πυρπολήθηκε η αρχοντική κατοικία τους. η πρεσβυτέρα του ιερέα Ευάγγελου Παπαφιλίππου παραδόθηκε στις φλόγες. Η οικία του προεστού Άγγελου Μίντου αποτεφρώθηκε και μαζί της καταδικάστηκαν στον δια πυρός θάνατο ο άτυχος Άγγελος, η σύζυγος, η νύφη και το ανήλικο εγγόνι του. Η χήρα Ζαχαρίνα κάηκε ζωντανή, όταν η οικία της παραδόθηκε στις φλόγες. Τη νύχτα εκείνη πολλά σπίτια πυρπολήθηκαν, ενώ καταστράφηκαν μεγάλες περιουσίες σε καπνά, κατοικίδια ζώα, γεννήματα (δημητριακά) και ενδύματα, απαραίτητα στην καρδιά του χειμώνα.9

Στις 18 Δεκεμβρίου 1906 ο Χρυσόστομος απέστειλε έκθεση στο Πατριαρχείο περιγράφοντας τα δεινά των ορθοδόξων Ελλήνων της Μακεδονίας. Ζητούσε και πάλι την προστασία του ποιμνίου του, «διότι εγώ μεν κατεδικάσθην εις αδράνειαν, αι χείρες και η γλώσσά μου εδέθησαν από μηνός και πλέον, ελύθησαν δε αι χείρες των ανομούντων». Ο ιεράρχης είχε πλέον αποδεχθεί ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων στη δεδομένη χρονική στιγμή, αφού «απ’ άκρου εις άκρον της δεινοπαθούσης ενταύθα πατρίδος μας, της Μακεδονικής γης, πνέει αντορθόδοξον και ανθελληνικόν πνεύμα.

Με αφορμή δε τα θύματα στην Κλεπούσνα, ο άγιος έγραψε: «Ο δε επίλογος πάντων των ανωτέρω είνε, ότι ίσως ίσως ο σφαζόμενος και καιόμενος Ελληνικός ορθόδοξος λαός θα θεωρηθή και πάλιν ο υπαίτιος και εν συναυλία ημεδαποί και αλλοδαποί επί του αποδιοπομπαίου τούτου τράγου θα επιρρίψωσι την ευθύνην των φρικαλέων τούτων ανοσιουργημάτων. Τουλάχιστον άχρι ταύτης της στιγμής ουδεμία φωνή συμπαθείας ηκούσθη ποθέν δια την κατακαείσαν ορθόδοξον Κλεπούσναν και τους απανθρακωθέντας προκρίτους μας. Ηλίκος (τόσο μεγάλος) όμως θα εγίνετο θόρυβος, αν μία σταγών αίματος ευγενούς χοιροβοσκού τινός Βουλγάρου εχύνετο…»,10 κατέληγε με σκωπτικό ύφος ο ιεράρχης.

Υποσημειώσεις.

1. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 125
2. Ό.π., σ’. 127
3. Ό. π., σ’. 128
4. Ό. π., σ’. 129
5. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 131 – 133. – Πρβλ. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 528-529
6. Idare Meclisi (Ίδαρέ Μετζλίσι) ήταν το διοικητικό συμβούλιο κάθε πόλης στο οποίο μετείχαν αξιωματούχοι της επαρχιακής οθωμανικής διοίκησης με επικεφαλής τον μουτεσαρίφη. Στο διοικητικό αυτό όργανο είχαν θέση και οι εκπρόσωποι των θρησκευτικών κοινοτήτων, όπως ο μουφτής και ο μητροπολίτης της περιοχής.
7. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 286
8. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 135-136. – Πρβλ. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 612-613
9. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 136-140. – Πρβλ. ΕΑ ΚΖ (1907) 5-6
10. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 139

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Ε’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.