Η φυλακή της αφής: Τί είναι η αφή και η ενέργειά της – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Φθάσαμε και στο πέμπτο αισθητήριο, το οποίο είναι το αισθητήριο της αφής το οποίο αν και θεωρείται ότι είναι κυρίως στα χέρια, ωστόσο περιλαμβάνει όλη την επιφάνεια του σώματος, σε τρόπο ώστε κάθε αίσθησι και κάθε μέρος και μέλος του σώματος, εξωτερικό και εσωτερικό, γίνεται όργανο της αφής. Φυλάξου λοιπόν με πολλή προσοχή από τις απαλές χειραψίες γιατί η αίσθησι, η οποία γεννιέται από αυτό το αισθητήριο είναι η ζωηρότερη, η πλέον σωματική, και γι’ αυτό είναι και η πιο ερεθιστική προς την αμαρτία˙ γι’ αυτό και ο φωστήρας των Νυσσαέων Γρηγόριος, ερμηνεύοντας εκείνο το χωρίο του Άσματος, λέει˙ «Η αφή επί πλέον είναι κατάφυτος Παράδεισος, το δουλικό και τυφλό αισθητήριο, το οποίο ίσως η φύσι το δημιούργησε μόνο για τους τυφλούς» (Λόγ. εις το Άσμα τόμ. α’). Και γνώριζε, ότι είναι δύσκολος κάποιος να ελευθερωθή μετά την ενέργεια της αφής, γι’ αυτό πρόσεχε καλά με όλες σου τις δυνάμεις.
Και αν η ενέργεια των άλλων αισθήσεων είναι δραστική, ωστόσο φαίνεται να στέκεται κατά κάποιο τρόπο μακρυά από την πράξι της αμαρτίας η αφή όμως είναι η πλέον κοντινή και σαν να λέμε η αρχή και το χείλος της πράξεως.
Κανείς δεν πρέπει να αγγίζη ούτε το σώμα του χωρίς ανάγκη.
Πρόσεχε να μην πλησιάζης τα χέρια ή τα πόδια σου κοντά στα σώματα άλλων και μάλιστα νέων˙ και περισσότερο πρόσεχε να μην τα απλώνης χωρίς ανάγκη, ούτε πάνω στα μέλη του σώματός σου, ούτε καν για να ξυσθής καθώς και αυτό το διδάσκουν και ο αββάς Ισαάκ και οι θείοι Πατέρες επακριβώς. Γιατί και από αυτά τα οποία φαίνονται ασήμαντα η αφή, ή για να πούμε την αλήθεια ο πονηρός, συνηθίζει να ερεθίζη προς την αμαρτία και να εγείρη στο νου αμέσως άπρεπες εικόνες επιθυμίας, για να μολύνη το κάλλος της σωφροσύνης των λογισμών. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης της Κλίμακος είπε˙ «Μπορεί να μολυνθή το σώμα με μια απλή επαφή, διότι δεν υπάρχει καμμία αίσθησι πιο επικίνδυνη από την αφή. Να θυμάσαι αυτόν που τύλιξε το χέρι με το κάλυμμα της κεφαλής και να ακινητοποιής το χέρι σου, ώστε να μην εγγίζη οποιοδήποτε μέλος είτε του ιδικού σου είτε ξένου σώματος (Κλίμαξ λόγ. ΙΕ’ παράγρ. 47, 48).1 Γι’ αυτό και όταν ασχολήσαι με τις φυσικές ανάγκες του σώματός σου, σεβάσου τον άγγελο που σε φυλάει, όπως και αυτό το λέει ο άγιος Ισαάκ (Λόγ. κς’ σελ. 167)˙ και αλλού ο ίδιος λέει˙ «Παρθένος δεν είναι αυτός που φυλάει το σώμα του αμόλυντο από την συνουσία, αλλά αυτός που ντρέπεται τον εαυτό του όταν είναι κατ’ ιδίαν» (λόγ. να’).2
Ο αρχιερέας δεν πρέπει να απλώνη τα χέρια του σε δωροληψίες, πλεονεξίες, κτυπήματα και χειροτονίες αναξίων.
Πρόσεχε να μην απλώνης τα χέρια σου σε ανομίες, κατά τον Δαβίδ: «Οι δίκαιοι να μη τύχη και απλώσουν και αυτοί τα χέρια τους σε έργα παράνομα (Ψαλμ. 124, 3)˙ δηλαδή σε δωροληψίες, πλεονεξίες, αδικίες και αρπαγές, σε αισχροκέρδειες και σε κτυπήματα και σε χειροτονίες αναξίων˙ να μην απλώνης τα χέρια σου σε δωροληψίες γιατί είναι απαγορευμένο από την αγία Γραφή˙ γιατί ο Θεός λέει: «Μη δικαιώσης τον ασεβή εξ αιτίας των δώρων και να μην δέχεσαι δώρα, γιατί τα δώρα εμποδίζουν την ορθή κρίσι και καταστρέφουν τις υποθέσεις των δικαίων ανθρώπων» (Έξ. 23, 8). Γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος είπε˙ «Αυτός που δεν διαθέτει αληθινή δικαιοσύνη ως προϋπόθεση μέσα του, αλλά ή δωροδοκείται, ή χαρίζεται στους φίλους3 ή εκδικείται στην έχθρα, ή δειλιάζει μπροστά σε κάποια δικαιοσύνη, δεν μπορεί να είναι ευθύς στην κρίσι του» (Στην αρχή των Παροιμ.).
Να μην απλώνης τα χέρια σου σε πλεονεξίες, αδικίες και αρπαγές διότι ο Απόστολος λέγει: «Δεν ξέρετε ότι οι άδικοι δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού; μη πλανάσθε. Ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτρες, ούτε μοιχοί, ούτε θηλυπρεπείς, ούτε αρσενοκοίτες, ούτε κλέπτες, ούτε πλεονέκτες, ούτε μέθυσοι, ούτε υβριστές, ούτε άρπαγες θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού» (Α’ Κορ. 6, 9). Να μην απλώνης τα χέρια σου σε αισχροκέρδειες και κτυπήματα˙ γιατί ο επίσκοπος πρέπει να είναι τέτοιος, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Αποστόλου, που λέει: «Ο επίσκοπος πρέπει να είναι άμεμπτος, όχι μέθυσος, όχι βίαιος, όχι αισχροκερδής, αλλά επιεικής, ειρηνικός, όχι φιλάργυρος» (Α’ Τιμ. 3, 2)˙ και διότι όποιος αρχιερέας ή ιερέας κτυπήσει κάποιον με το χέρι του ή με ραβδί, καθαιρείται σύμφωνα με τον ζ’ αποστολικό κανόνα που λέει: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος που κτυπά τους πιστούς που αμαρτάνουν ή τους απίστους που διέπραξαν αδικία και θέλει με αυτόν τον τρόπο να τους φοβίση, προστάζουμε να καθαιρήται. Γιατί ο Κύριος με κανένα τρόπο δεν μας δίδαξε αυτό. Αλλά αντίθετα, ενώ τον κτυπούσαν, δεν ανταπέδιδε τα κτυπήματα, όταν τον εξύβριζαν δεν ανταπέδιδε τις ύβρεις, όταν υπέφερε δεν απειλούσε». Αυτό το επιτίμιο ορίζει και ο θ’ κανόνας της ονομαζομένης πρωτοδεύτερης συνόδου. Μην απλώνης τα χέρια σου γρήγορα στις χειροτονίες των αναξίων˙ γιατί και γι’ αυτό παραγγέλλει προς τον Τιμόθεο ο ίδιος Απόστολος λέγοντας˙ «Σε κανέναν μην επιθέτης γρήγορα τα χέρια και μη γίνεσαι συμμέτοχος σε ξένες αμαρτίες» (Α’ Τιμ. 5, 22). Γιατί για όσες αμαρτίες πρόκειται να κάνουν ή έκαναν αυτοί που χειροτονήθηκαν ανάξια, για όλες πρόκειται να απολογηθούν και να τιμωρηθούν οι αρχιερείς που τους χειροτόνησαν. Έτσι αποφασίζει ο θείος Χρυσόστομος: «Μην μου πης ότι ο πρεσβύτερος αμάρτησε, ούτε ο διάκονος. Γιατί όλες οι αιτίες των αμαρτιών αυτών πέφτουν πάνω στα κεφάλια αυτών που τους χειροτόνησαν» (Λόγ. γ’ εις Πράξεις, σελ. 627, δ’ τόμ. της εν Ετώνη εκδόσεως). Γι’ αυτό και ο προφήτης Δαβίδ, αφού ρώτησε ποιός μπορεί να κληρονομήση το όρος και τη βασιλεία του Θεού, απαντά, ότι εκείνος που φυλάει τα χέρια του καθαρά από όλα αυτά˙ «Ποιός θα ανέβη στο όρος του Κυρίου ή ποιός θα σταθή στον άγιο τόπο του; Εκείνος που τα χέρια του δεν έπραξαν κακό και καθαρή είναι η καρδιά του» (Ψαλμ. 23, 3).

Υποσημειώσεις.

1. Ο εξωτερικός Πυθαγόρας, δίδασκε ότι ακόμα και αν δεν υπήρχε κάποιος άλλος θεατής Εδώ ο άγιος λέει για εκείνον τον όσιο, ο οποίος, όταν ήλθε στην ανάγκη για να πιάση την μητέρα του από το χέρι για να την περάση από το ποτάμι, επειδή ήταν γριά, δεν τόλμησε να την πιάση με γυμνά τα χέρια του, αλλά τα τύλιξε στο φακιόλι ή σε κάποιο άλλο κουρέλι και έτσι αφού την έπιασε, την πέρασε απέναντι.
2. Ακόμα και εκείνος της ανθρωπίνης κακίας, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη, ωστόσο ο άνθρωπος θα έπρεπε να σέβεται και να αισχύνεται τον εαυτό του. Γιατί πράττοντας το κακό, υβρίζει και ατιμάζει τον εαυτό του. Αλλά και οι Αθηναίοι για αυτό αφιέρωσαν ναό στην αιδώ, για να είναι η αιδώς αντί του Θεού στην ορθή συνείδησι. Και αν αυτοί οι εθνικοί δίδασκαν αυτά και ένοιωθαν τόση ντροπή προς τον εαυτό τους όταν βρίσκονταν κατ’ ιδίαν, πόσο περισσότερο πρέπει εμείς οι χριστιανοί να ντρεπώμαστε τον εαυτό μας όταν βρισκώμαστε, είτε κλεισμένοι στο σπίτι, είτε σε κάποια ερημική μοναξιά, είτε στο σκοτάδι της νύκτας; Γιατί την αιδώ και την συστολή και την ευλάβεια την οποία έχουμε όταν βρισκώμαστε μέσα σε κάποιο θείο ναό, την ίδια πρέπει να έχουμε και προς τον εαυτό μας, ο οποίος είναι ναός του Θεού και της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το οποίο έχετε από το Θεό (Α’ Κορ. 6, 19). Μάλλον το σώμα μας είναι πολύ τιμιώτερο και σεμνότερο από το ναό, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Γιατί εμείς είμαστε έμψυχοι και λογικοί ενώ ο ναός άψυχος και άλογος˙ και διότι ο Χριστός πέθανε υπέρ ημών και όχι υπέρ των ναών. (Ομιλ. ιδ’ εις την προς Εφεσ’. και ομιλ. κ’ εις την Β’ προς Κοριν.). Επομένως, περισσότερη αισχύνη και συστολή πρέπει να έχουμε προς τον εαυτό μας και το σώμα μας, παρά προς τον ναό. Και γι’ αυτό, όποιος πρόκειται να τολμήση να φθείρη τον άγιο ναό του σώματός του με κάποια αισχρή πράξι, είναι στ’ αλήθεια περισσότερο παράνομος και από εκείνους που πρόκειται να κατεδαφίσουν τους πιο περίφημους ναούς.
Και αν οι εξωτερικοί σοφοί, θέλοντας να κάνουν τους ανθρώπους να απέχουν από τις αισχρές πράξεις όταν είναι κατ’ ιδίαν, τους δίδασκαν να φαντάζωνται ότι έχουν παρόντα ως θεατή κάποιον σοβαρό και σεβάσμιο άνθρωπο˙ έτσι ο Σενέκας δίδασκε τον δικό του Λούκιλλο, να έχη πάντα μπροστά στα μάτια του τον Κηνσωρίνο ή τον Λαίλιο, τους οποίους θεωρούσε προσωποποίησι της ευθύτητας και της δικαιοσύνης˙ έτσι και ο ρήτορας Κηδιάδης έκανε τη βουλή των Αθηναίων να τηρήση δικαιοσύνη στην απόφασιπου έγραψαν για τη διαίρεσι της γης των Σαμίων, διδάσκοντάς τους να φαντασθούν ότι παρίστανται μπροστά τους οι επτά βασιλείς της Ελλάδος και βλέπουν και ακούνε την απόφασί τους. Αν, λέω, μόνο η φανταστική παρουσία θνητών ανθρώπων μπορή να εμποδίση τον άνθρωπο από τα κακά, όταν βρίσκεται κατ’ ιδίαν, πόσο περισσότερο μπορεί να τον εμποδίση από κάθε κακία η αληθινή και άφευκτη παρουσία του πανταχού παρόντος και αθανάτου Θεού; ο οποίος, όχι μόνο βλέπει τις εξωτερικές πράξεις του ανθρώπου, αλλά και τους εσωτερικούς διαλογισμούς της καρδιάς του και τις καταγράφει για να τον τιμωρήση στον καιρό της κρίσεως.
Πολύ ανόητοι είναι λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι όταν βρίσκωνται κατ’ ιδίαν σε σκοτεινά και απόκρυφα μέρη, ή δεν ντρέπονται τον εαυτό τους ή δεν θυμούνται την παρουσία του Θεού, αλλά λένε: «Εγώ βρίσκομαι στο σκοτάδι και ποιός με βλέπει;» Γι’ αυτό ο Θεός τους κατηγορεί αυτούς ως ανόητους, λέγοντας άλλοτε μέσω του Ιερεμία: «Λέει ο Κύριος: Μπορεί να κρυφθή κανείς και να μη τον βλέπω; Δεν είμαι Εγώ εκείνος που με την άπειρη σοφία του και την πανταχού παρουσία του γεμίζει τον ουρανό και τη γη;» (Ιερ. 23, 24)˙ και άλλοτε μέσω του Σειράχ: «Ο άνθρωπος που παραβαίνει την πίστι την συζυγική λέει στον εαυτό του ποιός με βλέπει; Σκοτάδι είναι γύρω μου και οι τοίχοι με κρύβουν, και δεν μπορεί να με δη κανείς, γιατί να φοβηθώ;…. Και δεν ξέρει ότι οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι μύριες φορές πιο λαμπεροί από τον ήλιο και βλέπουν όλες τις πράξεις και παρακολουθούν όλους τους δρόμους των ανθρώπων και παρατηρούν ακόμα και τα πιο απόκρυφα μέρη;» (Σοφ. Σειρ. 23, 18-19).
3. Γι’ αυτό και επαινείται απ’ όλους ο Κλέων, ο βασιλιάς των Αθηναίων, ο οποίος όταν έγινε βασιλιάς παρά τη θέλησί του, κάλεσε τους πιο αγαπητούς φίλους του και με αναστεναγμούς και πολλά δάκρυα χωρίστηκε από τη φιλία τους, φοβούμενος μήπως αναγκασθή κάποτε, από τη φιλία του γι’ αυτούς, να παραβή τη δικαιοσύνη˙ διότι γνώριζε ως φρόνιμος που ήταν, ότι η φιλία και η εξουσία δεν μπορούν να καθίσουν μαζί στην ίδια καθέδρα˙ όποιος ενδυθή τη δικαιοσύνη, είναι ανάγκη να εκδυθή τη φιλία. Όμοια επαινείται και ο Ρουτήλιος, ο οποίος ήταν αγαπημένος φίλος του Σκαύρου, και επειδή ο Σκαύρος του ζήτησε κάτι άδικο και δεν το πέτυχε, ταράχτηκε και του είπε: «Και ποιά ανάγκη της φιλίας σου έχω, αν δεν λαμβάνω από σένα μία ευεργεσία;». Προς αυτήν την κατηγορία απάντησε έξυπνα ο Ρουτήλιος: «Και εγώ ποιά ανάγκη έχω τη φιλία σου, αν πρέπει να κάνω για σένα πράγματα άδικα;» Και έτσι τελείωσε η φιλία τους. Περισσότερο όμως από όλους επαινείται ο Αθηναίος Περικλής, ο οποίος, όταν κάποιος από τους φίλους του τον παρακαλούσε για χάρι του δεσμού της φιλίας τους να ψευδορκήση για την υπεράσπισί του, του απάντησε χωρίς φιλία προς το πρόσωπό του: «Είμαι φίλος μέχρι το βωμό». Ναι, θέλω να είμαστε φίλοι, αλλά ως τα ιερά θυσιαστήρια πάνω στα οποία έβαζαν το χέρι όσοι έπαιρναν δημόσιο όρκο. Καλό είναι εδώ να αναστενάξω πικρά! Γιατί αν αυτοί, που ήταν μακράν της ευαγγελικής χάριτος, μπόρεσαν μόνο μέσω του φυσικού νόμου να ανέλθουν σε τόσο ύψος αρετής, εσύ ο ορθόδοξος, ο άρχοντας, ο αρχιερέας ή ο βασιλιάς, βρισκόμενος μακριά από το νόμο του Θεού τί υποθέτεις; Ότι πρόκειται να σωθής; Είσαι πλανεμένος!

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.