Παύλος Κούλης: ένας πρωταθλητής του πόνου.

Θαυμάζει ο πολύς κόσμος τους πρωταθλητές των διαφόρων αθλημάτων, και ως ένα σημείο καλά κάνει, διότι για να γίνει κανείς πρωταθλητής, πρέπει πολύ να κοπιάσει και να ιδρώσει. Υπάρχουν όμως κάποιοι άλλοι, πολύ πιο αξιοθαύμαστοι πρωταθλητές, τους οποίους ο κόσμος όχι μόνο δεν τους θαυμάζει, αλλά τους βάζει στο περιθώριο και τους αποφεύγει.
Είναι οι πρωταθλητές του πόνου.
Άνθρωποι λαβωμένοι από κάποια μακροχρόνια και οδυνηρή ασθένεια ή από κάποιο ατύχημα, άνθρωποι πτωχοί και άσημοι, άνθρωποι χαροκαμένοι σε μικρή ή σε μεγαλύτερη ηλικία, οι οποίοι αγόγγυστα και δοξολογικά σηκώνουν τον σταυρό που η πολλή αγάπη και σοφία του Εσταυρωμένου Λυτρωτού απέθεσε στους ώμους τους.

Ένας τέτοιος πρωταθλητής του πόνου ήταν και ο αείμνηστος Παύλος Κούλης, ο οποίος, αφού επί 23 χρόνια σήκωσε με θαυμαστή καρτερία και υπομονή, ευχαριστώντας και δοξάζοντας το Θεό, τον σταυρό της κατά πλάκα σκληρύνσεως, στις 26 Αυγούστου 1992 έφυγε από την κοιλάδα του κλαυθμώνος και επορεύθη στον παράδεισο της ανεκλαλήτου μακαριότητος και δόξης.
Τον αείμνηστο Παύλο τον εγνώρισα τον Αύγουστο του 1972, όταν ήμουν κατασκηνωτής στην υπέροχη κατασκήνωση «Άγκυρα», στην περιοχή Παναγοπούλα Αχαΐας.
Κάποιο μεσημέρι είδα να έρχεται στην υπαίθρια τραπεζαρία μας ένα παλληκάρι που βαστούσε μαγκούρα και περπατούσε σιγά- σιγά. Έφαγε μαζί μας και έπειτα μας είπε μερικά οικοδομητικά λόγια και άρχισε να μας μαθαίνει το τραγούδι: «Ο Χριστός αρχηγός μας και στρατιώτες εμείς …», το οποίο άρεσε ιδιαίτερα στο μακαριστό π. Χαρίτωνα Πνευματικάκι, ο οποίος έμεινε κοντά μας ολόκληρη την κατασκηνωτική περίοδο. Εντύπωση μου προξένησε τότε η γλυκιά, ήρεμη και χαρούμενη μορφή του αειμνήστου.

Μετά από λίγα χρόνια, όταν ο Θεός με αξίωσε να μπω στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνάντησα τον αείμνηστο Παύλο στο οικοτροφείο «Μέγας Βασίλειος». Εκεί ερχόταν καθημερινά και έτρωγε μαζί με τους φοιτητές. Και μόνη η παρουσία του έλεγε πολλά.

Στην συζήτηση που ακολουθούσε, πάντοτε κάποιον καλό λόγο είχε να πει και πρώτος, με χαρούμενο τόνο, άρχιζε τα ωραία χριστιανικά τραγούδια. Κατόπιν έμενε για λίγο στην είσοδο του οικοτροφείου, όπου μαζεύονταν γύρω του αρκετοί φοιτητές, για να ακούσουν τις σοφές συμβουλές του. Εκείνον τον καιρό, κάθε Κυριακή, έκανε κύκλο Άγιας Γραφής.

Αργότερα, όταν ο Θεός από την πολλή Του αγάπη επέτρεψε σε μένα μια ευλογημένη και ωφελιμότατη δοκιμασία, συνδεθήκαμε στενότερα, διότι μπορούσαμε καλύτερα να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο.
Πολλές φορές μου θύμιζε το «όν αγαπά Κύριος παιδεύει = εκπαιδεύει, παιδαγωγεί» και τα άλλα υπέροχα και σοφά λόγια του αποστόλου Παύλου που είναι γραμμένα στο δωδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής.
Κάποτε με ρώτησε: «αγαπάει ο Θεός;». Ήταν ένα ερώτημα που έθετε και σε άλλους πονεμένους ανθρώπους, για να ανοίξει μαζί τους έναν εποικοδομητικό διάλογο.

Το Πάσχα του 1978 μας έκανε την τιμή να έλθει στο σπίτι μας. Όταν πήρε το ποτήρι να πιεί το νερό, είπε: «Χριστός Ανέστη!» και εξήγησε ότι το «Χριστός Ανέστη» είναι ευχή πολύ ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη ευχή και από τα «χρόνια πολλά» και από το «στην υγειά σας». Έτσι με δίδαξε τις 40 ημέρες μετά το Πάσχα να λέω κι εγώ «Χριστός Ανέστη» και όταν πίνω νερό κι όταν σηκώνω το τηλέφωνο.

Τον Αύγουστο του 1978 ήμαστε για λίγες ημέρες μαζί στην κατασκήνωση «Άγκυρα». Συζητήσαμε διάφορα θέματα και ψάλαμε αναστάσιμα τροπάρια. Κάποια στιγμή του είπα: «Κύριε Παύλο, εγώ δεν θα μπορούσα να σηκώσω τον σταυρό σας». Εκείνος απάντησε: «Αμ. Μήπως εγώ θα μπορούσα να σηκώσω τον δικό σου σταυρό;».
Κάποια φορά ήταν στη συζήτηση και η μητέρα μου, η οποία τον ερώτησε: «Κύριε Παύλο, πότε άρχισε η αρρώστια σας;». Κι ο κ. Παύλος απάντησε χαρακτηριστικά: «Με συγχωρείτε, τότε δεν άρχισε η αρρώστια μου, αλλά η ιστορία της αγάπης του Θεού».
Μας είπε ότι, όταν τελείωσε σε ηλικία 23ετών την Θεολογική Σχολή, μπήκε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ανωτάτη Ακαδημία του πόνου. Στην αρχή στενοχωρήθηκε πολύ, διότι είχε κάνει όνειρα για το μέλλον, τα οποία με μιας σωριάστηκαν σε ερείπια.
Όμως κάποιο βράδυ, ενώ ήταν ξαπλωμένος, ήρθε στο νού του ο λογισμός: «Δεν το ξέρει ο Θεός αυτό που μου συμβαίνει;». Από εκείνη της στιγμή άφησε το πρόβλημά του με απόλυτη εμπιστοσύνη στην αγάπη, την σοφία και την παντοδυναμία του Θεού και σήκωνε τον σταυρό του, ευχαριστώντας και δοξάζοντας το Θεό. Μάλιστα, την ημέρα που έγινε η διάγνωση της αρρώστιας, κερνούσε γλυκά στο οικοτροφείο, προς δόξαν Θεού.

Το 1990 κινδύνευσε να του κόψουν το πόδι. Τότε, πήρα τηλέφωνο τον αείμνηστο και μακαριστό άγιο μητροπολίτη Λαρίσης κ.κ. Θεολόγο Πασχαλίδη, του είπα τί συνέβαινε στον κ. Παύλο και τον παρεκάλεσα να κάνει προσευχή για αυτόν. Κι ο πατήρ Θεολόγος μου έδωσε μια απάντηση που μου προξένησε μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμό.
Μου είπε χαρακτηριστικά: «Δεν τον φοβάμαι αυτόν». Και είχε απόλυτο δίκιο, διότι λίγο καιρό μετά ο κ. Παύλος έγραψε ένα άρθρο με τίτλο: «Όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμί». Κι αυτή την δύναμη, που προερχόταν από την βαθιά πίστη, ελπίδα και αγάπη στον Χριστό, προσπαθούσε να την μεταδώσει σε πολλούς πονεμένους αδελφούς, τους οποίους καθ’ όλο το μήκος της δοκιμασίας τους επισκεπτόταν με πολλή αγάπη.

Ας είναι αιώνια η μνήμη του και το άγιο παράδειγμα του είθε να το μιμηθούν όλοι οι πονεμένοι.

Η/Υ ΠΗΓΗ
agiabarbarapatras.blogspot.gr

Σε όλα αυτά, ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε μερικά αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του ανδρός, όσα η μνήμη μας έχει συγκρατήσει από την ευεργετική γνωριμία μας μαζί του!

Ο αείμνηστος λοιπόν Παύλος Κούλης διακρινόταν από έναν θαυμαστό και αφοπλιστικό ρεαλισμό, που δεν σου άφηνε περιθώρια ούτε να τον λυπηθείς, ούτε να αδιαφορήσεις για την προσωπικότητά του. Όταν λόγου χάριν, ήθελε να πει στον συνοδό του να τον βοηθήσει ώστε να καθίσει στο αναπηρικό καροτσάκι που χρησιμοποιούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του για την μετακίνησή του, συνήθιζε να λέει: «έλα, πιάσε το λείψανό μου και πάμε»!

Άλλοτε πάλι έλεγε γελώντας: «Κανονικά, σύμφωνα με τους γιατρούς, θα έπρεπε να είχα πεθάνει. Μα η αρρώστια μου προχωρά αργότερα από ότι περιμέναμε και έτσι, ο Θεός μ’ αφήνει να ζω ακόμη»! Συμφιλίωση με το θάνατο, ή κατάφαση της ασθενείας του είναι αυτό? Ότι θέλετε πείτε. Πάντως έτσι ζούσε την καθημερινότητά του.

Του άρεσε επίσης να εντρυφά στην λειτουργική ζωή της εκκλησίας μας και έτσι, μελετούσε συχνά την ιστορική εξέλιξη της Θείας λατρείας, τις ποικίλες μορφές της και τις ανώφελες παρατυπίες, οι οποίες, σημειωτέον, τον ενοχλούσαν πολύ. Έτσι, πριν κοινωνήσει, ζητούσε απαραιτήτως συγνώμη από όποιον νόμιζε πως είχε πικράνει, με τέτοιο τρόπο που δεν σου άφηνε περιθώριο να σκεφτείς πως τα λεγόμενά του ήταν μια απλή τυπική διεκπεραίωση ενός, θρησκευτικού έστω, καθήκοντος!

Πολλές φορές έλεγε, μιλώντας πολύ απλά και κατανοητά: «την ώρα του Κοινωνικού, όταν ο ιερεύς συστέλλει τα Τίμια Δώρα, πίσω από τις κλειστές κουρτίνες ή τις πύλες του Ιερού βήματος, να ξέρετε, πως Άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν ψάλλοντας «ωσαννά, ωσαννά». Να στέκεστε με πολύ προσοχή, γιατί ο Κριτής του κόσμου είναι ήδη εκεί, παρών».

Δεν ήθελε εξάλλου να «κρύβει» τα άσχημα του χαρακτήρος του, και έτσι, πολλές φορές αυτοταπεινωνόταν, λέγοντας: «τι νομίζετε πως είμαι, κανένας άγιος, επειδή το «παίζω» θρησκευάμενος? Είμαι ένα τομάρι και μισό!»

Αλίμονο σε όποιον έκανε κάποιο λάθος ψάλλοντας ή τραγουδώντας μπροστά του. Τον περίμενε «ανάκριση», ενδελεχής ανάλυση του λάθους και επιμελής διόρθωση του ακούσματος. Αν όμως ο διορθούμενος αντιδρούσε, μη δεχόμενος την υπόδειξη, ποτέ δεν επανερχόταν, λέγοντας στους άλλους: «άστον αυτόν. Ξέρει καλύτερα».

Συμβούλευε τους συνομιλητές του να σέβονται και να τιμούν τους πνευματικούς τους πατέρες – τους εξομολόγους, πράγμα που και ο ίδιος έκανε πρώτος αυτός. Η συμβουλή του πνευματικού ήταν γι’ αυτόν νόμος, έστω κιαν τον δυσκόλευε στη ζωή του. Επίσης σεβόταν και τιμούσε πολύ την Ιεραρχία της Εκκλησίας μας. Διατύπωνε βέβαια τις αντιρρήσεις του σε ό,τι, κατ’ αυτόν, λανθασμένο επεσήμαινε, αλλά συμπλήρωνε: «ίσως αυτοί όμως να ξέρουν κάτι άλλο καλύτερα».

Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσε κανείς να υπομνήσει από την ζωή του μακαριστού Παύλου Κούλη, μα το συμπέρασμα, νομίζουμε, από την όλη βιωτή του είναι πως, δεν έζησε τυχαία, αφήνοντας την ροή των πραγμάτων – γεγονότων να τον «παρασύρει» όπου αυτά ήθελαν. Αγωνίσθηκε σκληρά, διαμόρφωσε, Χάρητι Θεού, την προσωπικότητά του, σμιλεύοντας την διαρκώς κατά Θεόν.

«Αιωνία του η μνήμη.»

Ιωάννης Τρίτος.

Παράβαλε και:
«Γιατί, Θεέ μου, εγώ;» ή «Γιατί, Θεέ μου, όχι εγώ;» Μια μαρτυρία-ιστορία για …δυνατή πίστη – Μιράντας Συμεωνίδου.
Ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε αυτή τη δοκιμασία.
Η θαυμαστή ιστορία του Μάρκου.
«Κι εγώ μένω στα χέρια του Θεού τώρα, για πάντα.»

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.