Πώς διορθώνεται το σαρκικό πάθος!

Διήγησις ωφέλιμος και ανάγνωση μετά προσοχής.

Ένας ευνούχος με το όνομα Ευτρόπιος απαρνήθηκε τον κόσμο, έγινε μοναχός και ησύχασε στον δεύτερο πύργο που χτίστηκε από τον πατριάρχη Ηλία. Αφού κατοίκησε σε αυτόν, σύναξε αδελφούς ευνούχους που μόναζαν κοντά στην Ιεριχώ. Αυτός ο Ευτρόπιος αργότερα εξομολογούνταν με μετάνοια και θλίψη, λέγοντας ότι κάποιος άνθρωπος από την Ιεριχώ, πλούσιος ευγενής, έγινε δούλος μαζί του και έφερε την σοδειά στο μοναστήρι και συναναστρεφόταν συχνά με αυτόν και τρώγανε μαζί. Επειδή γέννησε ο πλούσιος έναν γιο, παρακάλεσε τον Ευτρόπιο να γίνει ανάδοχος του παιδιού στο άγιο βάπτισμα, κάτι που έκανε. Όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε ο πατέρας του σε αυτόν και αυτός το περιέλαβε με καθαρή καρδιά και απλότητα ψυχής και το ασπαζόταν ως πνευματικό του τέκνο. Όταν το παιδί μεγάλωσε κι άλλο, ο λογισμός του Ευτρόπιου μεταστράφηκε στο κακό και μπήκε μέσα στην καρδιά του το θηρίον της άνομης επιθυμίας και τον κυρίευσε. Δεν είναι βέβαια περίεργο το να επιθυμήσει ο ευνούχος, γιατί και οι ευνούχοι όχι μόνο επιθυμούν, αλλά και έρχονται σε επαφή με γυναίκες, πλην όμως δεν επιτελούν τεκνογονία. Αλλοιωμένος, λοιπόν, ο Ευτρόπιος, κατά την συνήθεια, γέμισε όλος από τον ρύπο του πάθους, πλήρης από αισχύνη στο πρόσωπό του. Παρακαλούσε όμως τον Θεό να τον εμποδίσει και έλεγε: «Κύριε, ο Θεός μου, καλύτερα στείλε φωτιά από τον ουρανό και κάψε με παρά να με αφήσεις να πράξω αυτήν την βδελυγμία». Ο Κύριος τον σπλαχνίστηκε και πραγματοποίησε αυτό που ζήτησε, ξυπνώντας τον λίγο από το σκότος της άλογης επιθυμίας. Φώναξε, λοιπόν, ο Ευτρόπιος τον πατέρα του παιδιού και του είπε: «Πάρε το παιδί σου και πήγαινε στο σπίτι σου και πλέον μη το φέρεις στο μοναστήρι» και του εξομολογήθηκε τον πειρασμό. Έκτοτε δεν είδε το παιδί, αλλά ο εχθρός έπεσε επάνω του θερμότερος με την ενθύμηση και τύπωνε στο νου του την μορφή του παιδιού, κάνοντάς τον όχι μόνο να μην μπορεί να αποσπαστεί από το μιαρό πάθος του όφεως, αλλά και όταν προσευχόταν και έψαλλε και αγρυπνούσε και στην ανάγνωση ακόμα, ενεργούσε ο πονηρός λογισμός. Έκλαιγε, λοιπόν, και στέναζε και έτριζε τα δόντια του, χτυπιόταν, ραπιζόταν, γρονθοκοπιόταν, χτυπούσε το κεφάλι του και τα πόδια του με ραβδί πολύ δυνατά και με θυμό, αλλά το κακό δεν απομακρυνόταν από αυτόν και περισσότερο τον ξεσήκωνε. Έζησε, λοιπόν, πολύ καιρό έτσι πολεμούμενος, ώστε να απελπίζεται και έλεγε ότι πλέον ο Θεός δεν θέλει να τον ελεήσει. Ο ελεήμων όμως Θεός, όταν αυτός ταπεινώθηκε τελείως και γνώρισε την ασθένειά του, κάμφθηκε στο να τον ελεήσει και βλέποντας την ταπείνωση του δούλου του, έδιωξε το σκοτεινό νέφος από αυτόν και τον λύτρωσε από τον ολέθριο πειρασμό. Και έτσι, αναπνέοντας, ευχαρίστησε τον Θεό που τον έσωσε από τον ψυχικό θάνατο της βδελυρής αμαρτίας.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.