Το εμπόριον.

Όταν ο άνθρωπος ήτο άγριος και απολίτιστος, τότε ότι πράγμα είχεν ανάγκην, δια να συντηρηθή και να ζήση, το ελάμβανεν από την φύσιν. Με το δέρμα του ζώου, το οποίον φονεύει, καλύπτει την γυμνότητά του. Η δε σαρξ του φονευομένου ζώου χορηγεί εις αυτόν την πρωτίστην τροφήν του. Το πλησίον δάσος δίδει εις αυτόν ξύλα δια να στήση την καλύβην του, πυκνόν φύλλωμα δια να την στεγάση, και πλήθος αγρίων καρπών δια να ποικήλη το άχαρι γεύμα του.
Άμα όμως ο άνθρωπος ημερωθή και μορφωθή, δηλαδή πολιτισθή, μεταβάλλει την ζωήν του.
Δεν του είναι αρκετά τα πρώτα αυτά φυσικά εφόδια, τα πρωτογενή, ούτε αρκείται εις την απλήν και ακατέργαστόν τροφήν του. Ζητεί να εύρη άσυλον ασφαλέστερον, ενδύματα καλύτερα, φαγητά ορεκτικώτερα και περισσότερον ευκολοχώνευτα. Αν και αι νέαι αύται ανάγκαι του δεν είναι και τόσον μεγάλαι, βλέπει όμως ότι μερικά πράγματα δεν ημπορεί να τα προμηθευθή μόνος του. Και ζητεί τότε την συνδρομήν και βοήθειαν των ομοίων του.
Αλλά δεν αρκεί τούτο μόνον. Αφού ο άνθρωπος εθεράπευσε τας πρώτας ανάγκας του, άλλαι ανάγκαι παρουσιάζονται εις αυτόν. Ο άγριος ενεδύετο το δέρμα της ελάφου ή της άρκτου. Ο πολιτισμένος όμως αντικαθιστά την ενδυμασίαν αυτήν δια του μαλλίνου υφάσματος, δηλαδή δια του ερίου των ζώων, το οποίον γνέθει και υφαίνει.
Βραδύτερο εις το μοναδικόν αυτό ένδυμα προσθέτει και άλλα. Χρειάζεται εις αυτόν χιτών, υποκάμισον εκ λίνου ή βάμβακος, μάλλινον ή μετάξινον, περιπόδιον, υποδήματα εκ δέρματος κατεσκευασμένα, περισκελίς, πίλος αδιάβροχος και χίλια άλλα πράγματα.
Δεν δύναται πλέον να διαμένη εντός τρώγλης ή καλύβης. Η κατοικία του θα είναι από ξύλα και έπειτα από λίθους ή οπτοπλίνθους, θα έχη πολλά διαμερίσματα ή χωριστά δωμάτια. Θα είναι κτισμένη, δια μεγαλυτέραν ασφάλειαν, επί στερεών θεμελίων, ή, δια να είναι περισσότερον υγιεινή, την κτίζει υπεράνω θολωτού υπογείου.
Η κλίνη του άλλοτε απετελείτο από ξηρά φύλλα δένδρων. Τώρα έχει στρωμνάς, σινδόνας, προσκεφάλαια, κλινοσκεπάσματα και τα λοιπά χρειώδη.
Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι πλέον ικανός να κατασκευάση μόνος του όλα αυτά τα πράγματα, των οποίων έχει ανάγκην. Κατασκευάζει μερικά εξ αυτών, τα υπόλοιπα όμως τα ζητεί από φίλους του και από τους γείτονάς του. Και όσα του περισσεύουν και είναι άχρηστα εις αυτόν ανταλλάσσει με όσα περισσεύουν εις άλλους.
Ο Πέτρος καλλιεργεί την άμπελόν του και παράγει οίνον. Ο Παύλος καλλιεργεί τον αγρόν του και παράγει σίτον. Ο Παύλος δίδει εις τον Πέτρον τρία κιλά σίτου και λαμβάνει εις ανταλλαγήν εξ κιλά οίνου.
Η αμοιβαία αυτή δόσις λέγεται ανταλλαγή, δηλαδή μία πράξις, δια της οποίας μεταβιβάζει τις απ’ ευθείς εν προϊόν αντί άλλου προϊόντος της ιδίας αξίας. Η ανταλλαγή αύτη έχει σκοπόν να προμηθεύση και εις τους δύο εκείνο, του οποίο έχουν ανάγκην. Έκαστος λαμβάνει το πράγμα, το οποίον του λείπει, και δίδει εκείνο, το οποίον του περισσεύει. Ενεργεί μίαν καλήν πράξιν δια τον εαυτόν του. Η ανταλλαγή αυτή είναι ωφέλιμος και δια τους δύο.
Αλλά και αύτη, όσον προχωρεί ο χρόνος, δεν επαρκεί εις τον πολιτισμένον άνθρωπον. Διότι, δια να επιτύχη ο άνθρωπος ό,τι του είναι απαραίτητον, πρέπει να εύρη αυτό έτοιμον και αμέσως να παραδοθή εις αυτόν. Τούτο όμως συνήθως δεν συμβαίνει. Είμαι αμπελουργός και δια τον τρυγητόν έχω την ανάγκην π.χ. ενός κάδου. Δια να τον αποκτήσω, προσφέρω εις τους γείτονάς μου δέκα βαρέλια οίνου, τα οποία πολλοί θα τα ήθελον. Αλλά κανείς από αυτούς δεν έχει τοιούτον κάδον. Εδώ η ανταλλαγή είναι αδύνατος, διότι ελλείπει το ανταλλάξιμον αντικείμενον.
Άλλη αδυναμία. Εγώ ανατρέφω βους, σεις ανατρέφετε πρόβατα. Εις βους ιδικός μου αξίζει οκτώ πρόβατα ιδικά σας. Εάν έχω ανάγκην οκτώ προβάτων, σας προσφέρω ένα βουν και κατ’ αυτόν τον τρόπον η ανταλλαγή επιτυγχάνεται ευκόλως. Άλλ’ εάν μου χρειάζεται εν και μόνον πρόβατον, δεν ημπορώ να σας προσφέρω το εν όγδοον του βοός μου. Εδώ πάλιν η ανταλλαγή είναι αδύνατος, διότι δεν υπάρχει αντικείμενον δυνάμενον να διαιρεθή.
Εις βους αξίζει οκτώ πρόβατα. Ο κάτοχος του βοός δεν δύναται, χωρίς θυσίαν μεγάλην, να ανταλλάξη τον ιδικόν του βουν με εν πρόβατον ξένον. Είναι λοιπόν αδύνατον να προμηθευθή εν πρόβατον δια της ανταλλαγής. Μεταξύ όμως του βοός και του προβάτου δύναται να είναι εν κοινόν μέτρον.
Εάν δεν υπήρχεν έν τοιούτον μέτρον, έπρεπε να ευρεθή. Τούτο έπραξαν οι άνθρωποι και επενόησαν το νόμισμα, το οποίον είναι εν μέτρον της αξίας των ειδών δι’ όλους.
Με τον χρυσόν ή με τον αργυρόν, μέταλλα πολύτιμα, διότι είναι σπάνια, κατεσκεύασαν μικρά στρογγυλά τεμάχια. Είχον διαφορετικόν μέγεθος, διαφορετικόν βάρος και διαφορετικήν αξίαν, π.χ. ενός φράγκου, δύο, πέντε, δέκα, είκοσι φράγκων και ούτω καθεξής. Και τα μετάλλινα αυτά νομίσματα χρησιμεύουν ως μέτρον μεταξύ διαφόρων εμπορευμάτων. Εις βους π.χ. αξίζει 200 τοιαύτα μονόφραγκα, εν πρόβατον αξίζει 25. Ο Πέτρος δεν ημπορεί ν’ ανταλλάξη απ’ ευθείας τον βουν αυτού με εν πρόβατον του Παύλου. Αλλά τί κάμνει; Λαμβάνει 25 νομίσματα του ενός φράγκου, δίδει αυτά εις τον Παύλον και λαμβάνει παρ’ αυτού το πρόβατον, το οποίον εζήτει. Ο Παύλος επώλησε το πρόβατόν του, ο δε Πέτρος το ηγόρασεν. Η αγοραπωλησία ή, απλούστερον, η πώλησις αντικατέστησε την ανταλλαγήν. Ιδού η πρώτη πρόοδος.
Είμαι αμπελουργός και έχω ανάγκην ενός δοχείου. Πωλών λιανικώς οίνον, έχω ανάγκην φιαλών και πωμάτων. Θέλω να προμηθευτώ ταύτα δια της ανταλλαγής και προφέρω οίνον. Ουδείς όμως των γνωρίμων μου έχει φιάλας ή πώματα. Τί να κάμω; Άλλοι άνθρωποι τότε, λιανοπώλαι, θέτουν εις την διάθεσίν μου τα αντικείμενα, τα οποία ζητώ. Οι άνθρωποι ούτοι εις πτωχά μέρη, όπου δεν υπάρχουν οδοί, είναι γυρολόγοι και μεταφέρουν παντός είδους εμπορεύματα μικρού βάρους και όγκου. Ταξιδεύουν από τόπου εις τόπον και πηγαίνουν από θύρας εις θύραν, προκαλούντες τον αγοραστήν.
Όλαι αυταί αι πράξεις της αγοράς και της πωλήσεως των διαφόρων ειδών είναι το λεγόμενον εμπόριον και οι πωλούντες αυτά λέγονται έμποροι. Όταν όμως τα διάφορα προϊόντα δεν είναι εύκολον να μεταφέρωνται από τόπου εις τόπον, τότε εις τας προωδευμένας πόλεις και χώρας συγκεντρώνονται τα εμπορεύματα εις εμπορικά καταστήματα, εις αποθήκας ή εις υπόστεγα. Και εκεί περιμένουν τους πελάτας, τους αγοραστάς, να προσέλθουν και αγοράσουν, εξ αυτών. Οι έμποροι αυτοί, αναλόγως των μεγάλων ή μικροτέρων εργασιών των, λέγονται μεγαλέμποροι, μικρέμποροι ή μεταπράται.
Εξ όσων εμάθομεν περί του εμπορίου βλέπομεν ότι το εμπόριον εγεννήθη μαζί με τον πολιτισμόν των ανθρώπων˙ προ του πολιτισμού εμπόριον δεν υπήρχεν.
«Το Εμπόριον» Σπυρίδων Λοβέρδος (Διασκευή).

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.