Περί νόμου πνευματικού (Κ. 99-124) – Αγίου Μάρκου του ασκητού.

99. Κάθε κακίας αιτία είναι η κενοδοξία και η ηδονή. Εκείνος που δεν μισεί αυτά τα πάθη, ουδέν πάθος δύναται να περικόψη.
100. Ο Απόστολος ωνόμασε την φιλαργυρίαν «ρίζαν πάντων των κακών» (Α’ Τιμ. ς’, 10). Άλλ’ η φιλαργυρία λαμβάνει την ύπαρξίν της απ’ όλα τα κακά.
101. Ο νους εκτυφλούται από τα τρία αυτά πάθη: της φιλαργυρίας, της κενοδοξίας και της ηδονής.
102. Τα τρία ανωτέρω πάθη, αποτελούν θυγατέρας της βδέλλης μητρός των αφροσύνης, αίτινες αγαπώνται υπ’ αυτής σφοδρώς.
103. Η γνώσις και η πίστις είναι σύντροφοι και βοηθοί μας εις την ζωήν και έχουν αμβλυνθή εκ της ενεργείας των τριών αυτών παθών.
104. Ο θυμός, η οργή, οι πόλεμοι, οι φόνοι και όλος ο κατάλογος των κακών, εκ των τριών αυτών παθών έχουν τόσον σφοδρώς ενδυναμωθή μεταξύ των ανθρώπων.
105. Την φιλαργυρίαν, την κενοδοξίαν και την ηδονήν, πρέπει με δύναμιν να τας μισήσωμεν ως μητέρας των κακών και πολεμίας των αρετών.
106. Δια να καταπολεμήσωμεν τα πάθη αυτά, έχομεν εντολήν να «μη αγαπώμεν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω» (Α’ Ιωάν. β’, 15). Όχι, βεβαίως, να μισήσωμεν τα κτίσματα του Θεού, χωρίς σκέψιν, αλλά δια να περικόψωμεν τας αφορμάς των τριών εκείνων παθών.
107. Ο Απόστολος λέγει, ότι «ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις» (Β’ Τιμ. β’, 4). Διότι εκείνος, που είναι δεμένος με τα βιωτικά και θέλει παραλλήλως να νικήση τα πάθη, είναι όμοιος με εκείνον που προσπαθεί να σβήση την πυρκαϊάν ρίπτων άχυρα.
108. Όστις οργίζεται κατά του πλησίον δια χρήματα, ή ηδονάς ή δια δόξαν ανθρωπίνην, ακόμη δεν εγνώρισεν, ότι ο Θεός διοικεί τα ανθρώπινα πράγματα εν δικαιοσύνη.
109. Όταν ακούσης τον Κύριον να λέγη ότι «ει τις ουκ αποτάσσεται πάσι τοις υπάρχουσιν αυτώ, ουκ έστι μου άξιος» (Λουκ. ιδ’, 33), μη σκεφθής ότι μόνον περί χρημάτων λέγει, αλλά και περί όλων όσα ενεργούνται υπό των παθών.
110. Εκείνος που δεν γνωρίζει την αλήθειαν, δεν είναι δυνατόν να πιστεύη αληθώς εις τον Θεόν. Διότι η γνώσις, προηγείται της πίστεως, κατά την φυσικήν ακολουθίαν. (Ενταύθα, ο Όσιος Πατήρ, ομιλεί περί της «αληθούς Πίστεως», την οποίαν οικειούμεθα δια της μελέτης και της χάριτος. Άλλως η πίστις προηγείται της γνώσεως, κατά το «πιστεύω δια να εννοήσω και εννοώ δια να πιστεύσω»).
111. Όπως εις όλα τα κτίσματα, ο Θεός απένειμεν ωρισμένας ενεργείας και καταλλήλους ιδιότητας, έτσι και εις τους ανθρωπίνους λογισμούς, έδωκε την ικανότητα της θεογνωσίας, και τον άγραφον νόμον του, την συνείδησιν, ανεξαρτήτως εάν ημείς συμμορφούμεθα με αυτόν ή όχι.
112. Εάν κάποιος αμαρτάνη χωρίς να αισχύνεται και δεν μετανοεί και παρά ταύτα δεν έπαθε κανένα κακόν μέχρι του θανάτου του, γνώριζε ότι η κρίσις του Θεού δι’ αυτόν θα είναι χωρίς έλεος.
113. Εκείνος που προσεύχεται με φρόνησιν και γνώσιν, υπομένει ευχαρίστως, ως γνωστικός, τους πειρασμούς και τας θλίψεις. Ο δε μνησικακών προς τον πλησίον του ουδέποτε προσηυχήθη καθαρά εις τον Θεόν.
114. Εάν ζημιωθής ή ονειδισθής ή εκδιωχθής από κάποιον, μη προσέξης αυτά που σου συνέβησαν, αλλά βλέπε την μελλοντικήν έκβασιν. Τότε θα ανακαλύψης, ότι η υπομονή σου εις ταπεινώσεις αυτάς, εγένετο πρόξενος πολλών αγαθών, όχι μόνον εις την παρούσαν, αλλά και εις την μέλλουσαν ζωήν.
115. Όπως τους νοσούντας ωφελούν τα πικρότατα φάρμακα, έτσι και τους κακοτρόπους συμφέρει να υποφέρουν πολλάς θλίψεις. Και τα μεν φάρμακα, δίδουν την υγείαν εις τους πρώτους, αι δε θλίψεις οδηγούν εις μετάνοιαν τους δευτέρους.
116. Εάν δεν θέλης να κακοπαθής και να πάσχης, κι εσύ να μη θέλης να πράττεις διάφορα κακά. Διότι απαραβάτως εις τας κακίας ακολουθούν αι θλίψεις. Όπως λέγει ο Απόστολος, «ο γαρ αν σπείρη έκαστος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. ς’, 7).
117. Όταν σπείρωμεν τα φαύλα εκουσίως και ύστερα τα φαύλα ακουσίως θερίζομεν, πρέπει να θαυμάζωμεν την αλάθητον δικαιοσύνην του Θεού.
118. Επειδή μεταξύ της εκουσίου σποράς των φαύλων και του ακουσίου θερισμού των, εις τον καιρόν των, μεσολαβεί μακρόν κάπως διάστημα, αυτό μας οδηγεί εις το να απιστώμεν, ότι ο Θεός ανταποδίδει κατά το δίκαιον.
119. Όταν αμαρτήσης, μη σκέπτεσαι μόνον τι έκαμες, αλλά τι, πριν προβής εις την πράξιν, εσκέφθης. Εάν δεν προηγούντο οι αμαρτωλοί λογισμοί, το σώμα δεν θα ακολουθούσεν εις την πράξιν.
120. Από εκείνους που αδικούν φανερά, πλέον πονηρός είναι εκείνος που ενεργεί τα διάφορα κακά με υπουλότητα. Δια τούτο και τιμωρείται βαρύτερα από τους πρώτους υπό του Θεού.
121. Όστις μηχανεύεται πονηρίας και κακοποιεί τον πλησίον του χωρίς να φαίνεται, αυτός είναι όφις, όπως λέγει η Γραφή, «εγκαθήμενος εν οδώ και δάκνων πτέρναν ίππου» (Γεν. μθ’, 17).
122. Εκείνος που εις τον αυτόν χρόνον εις ωρισμένα μεν σημεία επαινεί, εις άλλα δε κατηγορεί τον πλησίον, αυτός είναι δούλος της κενοδοξίας και του φθόνου. Και δια μεν των επαίνων προσπαθεί να κρύψη τον φθόνον. Δια δε των κατηγοριών, παρουσιάζει τον εαυτόν του σοφώτερον εκείνου.
123. Όπως είναι φυσικώς ασυμβίβαστον να ποιμαίνη κανείς πρόβατα μετά λύκων, ούτως είναι αδύνατον να τύχη θείου ελέους, εκείνος που δολιεύεται τον πλησίον του.
124. Ο εν υποταγή μοναχός, που αναμιγνύει την εντολή του Γέροντός του με το θέλημά του, αυτός είναι μοιχός, καθώς φαίνεται εις την Σοφίαν (Παροιμ. ς’, 32), και εξ αφορμής της πτωχείας των φρενών του, υποφέρει αυτοβασανιζόμενος από λύπας της ψυχής του.

Συνεχίζεται …

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.