Το ανθρωπάκι – Hans Killians.

Hans Killians

Οι δικασταί και οι χειρουργοί αντιμετωπίζουν την ίδια περίπου δυσάρεστη πραγματικότητα: επεμβαίνουν μερικές φορές πολύ αποφασιστικά στη ζωή των συνανθρώπων τους, ενώ έπειτα, κατηγορούμενος και ασθενής εξαφανίζονται για πάντα από τα μάτια τους. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μαθαίνουμε τι απέγινε εκείνος του οποίου η τύχη κάποτε για λίγες ώρες βρισκόταν στα χέρια μας. Ακόμη σπανιώτερα συμβαίνει αυτές οι πληροφορίες να είναι τόσο ευχάριστες, όσο στην περίπτωσι του Αυγούστου Μπιντφάντεν, του μικρολογιστού.
Ο Αυγουστίκ Μπιντφάντεν ήταν ο πιο γκρίζος άνθρωπος που είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Ήταν πρώτ’ απ’ όλα 30 χρονών και τα μαλλιά του φαίνονταν κιόλας γκρίζα. Φορούσε γκρίζο κοστούμι, γκρίζες κάλτσες, μια γκρίζα γραβάτα, γκρίζο πουκάμισο, γκρίζα παπούτσια. Και κατάφερε ακόμη και το λουράκι του ρολογιού του να φαίνεται κι αυτό σκούρο γκρίζο.
Είχε έρθει στην κλινική να τον εξετάσω. Ο αδύνατος άνθρωπος με κύταζε μελαγχολικά με το θολό του βλέμμα, και άρχισε να διηγήται την ιστορία της ζωής του:
— Ξέρετε γιατρέ μου εγώ είμαι ένα ανθρωπάκι. Και έχω όλους τους πόνους που έχει ένα ανθρωπάκι. Κι’ αυτό είναι το τρομερό.
Ο κ. Μπιντφάντεν ήταν απ’ το Βερολίνο και μιλούσε με βερολινέζικη προφορά. Δεν άφηνε να τον διακόπτουν, και ούτε κατάλαβε ότι έπρεπε να εξηγήση τι ήταν τέλος πάντων «ένα ανθρωπάκι». Συνέχιζε χωρίς αναπνοή.
— Και επειδή πρέπει γιατρέ μου… ας είναι! Λοιπόν. Εδώ πίσω έχω ένα γρουμπούλι που ματώνει και με πονάει πολύ. Και σήμερα ακόμη με πονάει. Και από τους γιατρούς είχα πάντα ένα φόβο, γιατρέ μου, και αν μου επιτρέπετε να μιλήσω ειλικρινά, και από σας ακόμη. Λοιπόν, γι’ αυτό πήγα και εγώ στη μαμμή, που κάθεται κοντά μας, και είδε το γρουμπούλι. Ντρεπόμουνα πολύ, αλλά σκέφτηκα : μια μαμμή είναι συνηθισμένη. Και εκείνη μου είπε : Ξέρετε κάτι κ. Μπιντφάντεν, η γυναίκα μου μιλούσε με το «κύριε», πράγμα που λίγοι άνθρωποι το κάνουν γιατί δεν είμαι παρά ένα ανθρωπάκι μου είπε λοιπόν : «κύριε» Μπιντφάντεν, ξεκάθαρα πράγματα, έχετε αιμορρίδες. Και μου έδωσε δυό φάρμακα το ένα να το παίρνω εσωτερικά και το άλλο να το βάζω επάνω με καταλαβαίνετε γιατρέ. Και πρέπει να σας πω και κάτι: Τα πράγματα αυτά δεν με βοήθησαν καθόλου, δηλαδή δεν τα πήρα. Σκέφτηκα, τι θα γίνη, Αύγουστε Μπιντφάντεν, εάν αυτά τα πράγματα σε πονέσουν! Και έτσι έχω ακόμη τις αίμο… τις αιμορρίδες και ματώνουν και τώρα είδα πια ότι… ότι μ’ αυτές τις αιμορρίδες, δεν γίνεται πια ζωή. Χάνομαι!
Κύταξα τη σωματική βλάβη του κ. Μπιντφάντεν και μπόρεσα αμέσως να επιβεβαιώσω τη διάγνωσι της μαμμής. Ήταν πραγματικά πολύ άσχημα.
— Λοιπόν κ. Μπιντφάντεν, είπα, έχετε πράγματι αιμορροίδες και πρέπει να σας τις αφαιρέσουμε με εγχείρησι. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνη πια.
Ο Μπιντφάντεν ανασηκώθηκε τρομαγμένος.
— Γιατρέ μου, δεν το λέτε σοβαρά. Όχι, δεν μπορεί να το λέτε σοβαρά, να θέλετε να μ’ εγχειρήσετε. Κυτάξτε με. Είμαι μονάχα μισή μερίδα, μονάχα ένα ανθρωπάκι. Από παιδί ήμουνα πάντα ασθενικός, και τώρα… να, το βλέπετε και μόνος σας. Γιατρέ, σας λέω: δεν θα τα βγάλω πέρα. Δε θα μπορέσω να σηκώσω τη νάρκωσι. Όχι, δε μπορείτε να μ’ εγχειρήσετε. Δώστε μου κάτι όπως μου έδωσε η μαμμή. Δεν μπορώ να τολμήσω κάτι τέτοιο. Κάνετε ο,τιδήποτε άλλο, μα σας ικετεύω γιατρέ, μη μ’ εγχειρήσετε!
—Αγαπητέ μου, του είπα σοβαρά, πρέπει οπωσδήποτε να σας εγχειρήσω, αλλιώς θα έχετε διαρκώς αιμορραγία και θα εξαντλήσθε, και αυτό δεν πρέπει να γίνεται. Πρέπει να σας ελευθερώσουμε απ’ αυτήν την ελεεινή ιστορία, δεν ειν έτσι ; Και εσείς δεν το θέλετε ;
Ο Μπιντφάντεν ζάρωσε, χάθηκε μέσα σε μαύρες σκέψεις. Το είδα και προσπάθησα να τον απομακρύνω απ’ αυτές, ρωτώντας τον:
— Για εξηγήστε μου λοιπόν, τι εννοείτε όταν λέτε ότι είστε ένα «ανθρωπάκι;»
— Αυτό δεν είναι λέξις που χρησιμοποιείται, εξήγησε ο κ. Μπιντφάντεν. Την έχω βρει μόνος μου. Ένα «ανθρωπάκι» είναι ενας άνθρωπος, που οι άλλοι δεν τον παίρνουν για ολόκληρο. Που γυρίζει γύρω – γύρω απ’ τους πραγματικούς ανθρώπους απαρατήρητος, περνάει κοντά απ’ τους πραγματικούς ανθρώπους, απ’ αυτούς με τα μεγάλα λόγια. Κυττάξτε, γιατρέ. Το επάγγελμά μου είναι να κρατώ τα ημερομίσθια των υπαλλήλων. Όλη μέρα δεν κάνω τίποτ’ άλλο, από το να γράφω αριθμούς πάνω στο χαρτί. Τους προσθέτω αλλά μερικές φορές κάνω και λάθη και τους βάζω ανάποδα. Αυτή είναι η δουλειά που την ξέρω πολύ καλά, αλλά αυτή είναι μια πολύ απλή δουλειά, και απ’ αυτήν είναι σαν να μην παίρνω χρήματα. Παίρνω έναν ελάχιστο, πολύ μικρό μισθό μονάχα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, από το να γράφω ημερομίσθια και, φαντασθήτε, ο προϊστάμενος του γραφείου μου δεν ξέρει σχεδόν ούτε τ’ όνομά μου. Καταντάει να μιλάη μαζί μου μόλις μια φορά τον μήνα και όταν το κάνη αυτό, τότε με λέει, κύριε Μπιντχάζε. Και μια φορά με είπε κ. Κόρντελ. Βλέπετε; Είμαι ένα ανθρωπάκι. Ενα ανθρωπάκι είμαι και για όλους τους συναδέλφους μου. Εκείνοι το τι δεν ξέρουν. Εχουν ποδήλατα, έχουν γυναίκες, πηγαίνουν στον κινηματογράφο. Όταν γυρίζω το βράδυ στο δωματιάκι μου, τι να σας πω, γιατρέ μου. Ξέρετε τι κάνω ; Πέφτω και κοιμάμαι! Το καλοκαίρι πήγα μια φορά έξω, στο Γκρύνβαλντ με το τραμ. Τι να σας πω, στην επιστροφή το τραμ εκτροχιάστηκε, και εγώ καθόμουν μέσα. Το βλέπετε ότι είμαι ένα ανθρωπάκι. Και τώρα έχω… αιμορρίδες και είναι ίσως η πρώτη φορά στη ζωή μου, που τραβώ την προσοχή των άλλων. Αλλά με τι; Μ’ αυτά τα κουτά πράγματα, εκεί πίσω αυτό είν’ όλο.
Κουβέντιασα υπομονετικά μαζί του, και τον έκανα να φανταστή πόσο πολύ θα υπέφερε, αν δεν τον εγχειρίζαμε και δεν τον θεραπεύαμε.
Στο τέλος ξαπλώθηκε ειρηνεμένος στο κρεβάτι του, στο δικό μου τμήμα ανεχόταν αγόγγυστα όλα όσα του κάναμε και περίμενε πρόθυμος την ώρα που θα τον εγχειρίζαμε. Δυό μέρες έπρεπε να περιμένη και αυτό ήταν πολύ.
Αργά το πρωί μιας ζεστής καλοκαιριάτικης μέρας, στεκόμαστε στον προθάλαμο του χειρουργείου και πλέναμε τα χέρια μας για την επόμενη επέμβασι. Μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ζέστης, η δουλειά στο χειρουργείο προχωρούσε αργά, ενοχλητικά αργά, και δεν είχε τελειωμό. Τα πόδια μας λες και ήταν βαριά, σαν μολύβι. Ο ίδρωτας κυλούσε κάτω απ’ την αδιάβροχη λαστιχένια ποδιά, πάνω στο δέρμα. Ακόμη και το οινόπνευμα είχε γίνει ένα ζεστό ζουμί.
Η αίθουσα του χειρουργείου, ήταν χτισμένη σε μια προεξοχή και σκεπασμένη με τζαμαρία. Οι κύριοι μηχανικοί προβλέποντας, σοφά ίσως, την άγρια ζέστη που θάπρεπε να συγκεντρώνεται κάτω απ’ τα τζάμια, τις μέρες του Αυγούστου, είχαν φτιάσει μια εγκατάστασι με τρεχούμενο νερό, που θα τα δρόσιζε, αλλά δυστυχώς δεν λειτουργούσε, δεν είχε ποτέ της λειτουργήσει. Έτσι, το γυάλινο κουτί μας γέμιζε με θερμό αέρα και αιθέρα. Η πίσσα απ’ τη μόνωσι έλυωνε και έσταζε σε μερικές μεριές απ’ το ταβάνι στο πάτωμα, κάνοντας συχνά τα μεγάλα λαστιχένια μας παπούτσια να κολλάνε και να φεύγουν απ’ τα πόδια μας. Πολλές φορές καθώς προχωρούσαμε, χάναμε κανένα.
Το κυρίως πρόγραμμα των εγχειρήσεων είχε τελειώσει. Θα ερχόταν η εβδόμη εγχείρησις, και αυτή ήταν ο Αύγουστος Μπιντφάντεν απ’ το τμήμα CIII, αιμορροΐδες. Ήταν λίγο αδύνατος στο στήθος.
Ισχνός, φρεσκοπλυμένος και καλά προετοιμασμένος, κειτόταν δεμένος πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, ακίνητος. Όπως φαινόταν, είχε παραδοθή στη μοίρα του, καθώς αρμόζει σ’ έναν Αξιοπρεπή άρρωστο. Ενας απ’ τους βοηθούς είχε αρχίσει στο μεταξύ την νάρκωσι. Και εδώ έμεινε ο Μπιντφάντεν όσο δεν θα μπορούσε να περιμένη κανείς ήσυχος. Όλα γίνονταν πολύ τακτικά. Ύστερα από λίγο, κύταζα απ’ το παράθυρο που ήταν κοντά στους νιπτήρες και θέλοντας να παρακολουθήσω τι έκαναν μέσα στο χειρουργείο, φώναξα στο νεαρό συνάδελφο :
— Τι γινόμαστε;
— Κοιμάται κιόλας, απήντησε εκείνος λακωνικά.
Όλα φαίνονταν σε πλήρη τάξι. Και τότε συνέβη κάτι εντελώς απροσδόκητο. Ο Μπιντφάντεν ανορθώθηκε μέσ’ στην νάρκη του, έσπασε τη δερμάτινη ζώνη, ελευθέρωσε τα χέρια του και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε κάτω απ’ το χειρουργικό τραπέζι. Είχε εξαπατήσει το βοηθό, και δεν ανέπνεε βαθιά στη νάρκωσι. Τώρα στεκόταν εκεί, με την παράξενη στολή του χειρουργείου, ανάμεσα στις αδελφές που τα είχαν χάσει. Ξαφνικά βρυχήθηκε :
— Οχι… Οχι δεν θ’ αφήσω να με χειρουργήσουν, δεν θ’ αφήσω να με χειρουργήσουν!
Οταν μπήκα μέσα, σταμάτησε για μια στιγμή και με κύταξε με γουρλωμένα μάτια, τρομαγμένος, σαν να ήμουν κάτι το τρομακτικό, ίσως και ο ίδιος ο διάβολος. Κατόπιν γύρισε σαν αστραπή, έσπασε τον κλοιό των αδελφών με δύναμι, έπεσε πάνω στις πόρτες, τις έσπρωξε, και έφυγε προτού μπορέσουμε να τον κρατήσουμε.
Έξω στο διάδρομο, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, στεκόταν ο επιμελητής μας που τον έλεγαν ο «καθηγητής Καρολάκης» και η γραμματεύς του με τα ξανθά αχυρένια μαλλιά, όταν ο έξαλλος άνδρας έτρεξε κυνηγημένος στο διάδρομο, και εμείς, βοηθοί, νοσοκόμοι, αδελφές τρέχαμε από πίσω του.
Ο καθηγητής Καρολάκης, έμεινε για μια στιγμή άναυδος. Προσπάθησε να συνέλθη, ανέπνευσε βαθιά και αποπήρε με τις φωνές του την κοπέλλα που δεν του έφταιγε τίποτε, ενώ με βροντερή φωνή έδινε διαταγές, πως θα έπρεπε να συλλάβουμε τον φυγάδα. Το κορίτσι τρομαγμένο, με φουντωμένο το κεφάλι, έτρεξε στο γραφείο και τηλεφώνησε σ’ όλα τα τμήματα για να δώση το σύνθημα του κινδύνου.
Η κλινική έμοιαζε μ’ ένα πλήθος μυρμήγκια που έτρεχαν εδώ και εκεί. Ο θόρυβος έφτασε στα τμήματα, έφτασε ακόμη και έξω.
Οι ασθενείς ανησύχησαν. Μερικοί σκέφτηκαν ότι θα καιγόταν το νοσοκομείο. Πηδούσαν απ’ τα κρεβάτια τους, έτρεχαν κουτσαίνοντας με το γύψο στα παράθυρα, φώναζαν βοήθεια. Οι περαστικοί πρόσεξαν αυτό το πράγμα και έτρεξαν στο θυρωρείο. Ο θυρωρός διαισθάνθηκε κίνδυνο! Έτρεξε στο κόκκινο κουτί του κινδύνου, έσπασε το τζάμι και τράβηξε με ορμή τη χειρολαβή.
Εν τω μεταξύ εμείς κυνηγούσαμε τον Αύγουστο Μπιντφάντεν, το ανθρωπάκι, στους διαδρόμους και στις σκάλες… Η φασαρία γινόταν όλο και μεγαλύτερη και εμείς λαχανιάσαμε ξοπίσω του.
Ύστερα από ώρα και από πολλές περιπέτειες, καταφέραμε επί τέλους να τον συλλάβουμε στον τέταρτο όροφο! τον καθησυχάσαμε πως δεν επρόκειτο να τον χειρουργήσουμε, και τον βάλαμε στη μέση, ο καθηγητής Καρολάκης δεξιά και εγώ αριστερά. Οι άλλοι μας ακολούθησαν από πίσω. Έτσι περάσαμε πάλι μέσα απ’ τους διαδρόμους της κλινικής, ένα είδος θριαμβευτικής πορείας. Όταν στρίψαμε στο διάδρομο, που απ’ τα παράθυρά του μπορούσε να ιδή κανείς στο δρόμο, κυταχτήκαμε τρομαγμένοι:
Τι γινόταν λοιπόν; Κυτάξαμε κάτω και είδαμε. Οι πυροσβέστες ! Το βαρύ κόκκινο αμάξι μόλις είχε περάσει την πόρτα. Άνδρες με γυαλιστερά κράνη πηδούσαν κάτω, πετούσαν σκάλες και σωλήνες και ώρμησαν μέσα στο κτίριο. Ο καθηγητής Καρολάκης κιτρίνισε, και εξαγριωμένος άρπαξε τον Μπιντφάντεν και του τράνταξε :
— Αυτό είναι ανήκουστο! Έναν τέτοιο ασθενή ποτέ δεν είχαμε στην κλινική. Αύριο θα γελάη μαζί μας ολόκληρη η πόλις. Και αυτό το χρωστάμε μονάχα σε σας. Τι φαντάζεστε πως είστε τέλος πάντων κύριε ; Να κάνετε έναν τέτοιο μεγάλο θόρυβο γύρω απ’ τον εαυτό σας!
Ακούστηκε ο θόρυβος που έκαναν οι πυροσβέσται στη σκάλα. Ο επί κεφαλής με πελώρια πηδήματα προχωρούσε μπροστά.
— Που είναι η φωτιά ; Τι έγινε ; φώναξε από μακρυά.
Ο καθηγητής Καρολάκης έδειξε με το δάκτυλο τον υπαίτιο.
— Αυτός ο άνθρωπος τα φταίει όλα, είπε με αγανάκτησι.
Σ’ αυτή την κατάστασι μας ξέφυγε και αναστάτωσε ολόκληρη την Κλινική.
Ο Μπιντφάντεν είχε σκύψει το κεφάλι. Έδειχνε πως συναισθάνθηκε επιτέλους το σφάλμα του. τον έσπρωξα ελαφριά με τον αγκώνα.
— Λοιπόν, κύριε Μπιντφάντεν, συνεχίζετε ακόμη να πιστεύετε ότι είσαστε ένα «ανθρωπάκι» ; Δεν νομίζετε και εσείς ότι εδώ πέρα παίζετε τον κύριο ρόλο ;
Ο Μπιντφάντεν ανέπνευσε βαθιά. Το πρόσωπό του φωτίστηκε στην αρχή με ένα ντροπαλό χαμόγελο και μετά έλαμψε.
— Πράγματι γιατρέ, έτσι είναι, είπε, τώρα… τώρα γιατρέ μπορείτε να μ’ εγχειρήσετε.
Έτσι και έγινε. Η μικρή επέμβασις τελείωσε γρήγορα και καλά.
Ο Μπιντφάντεν κειτόταν μετά την εγχείρησι ήσυχος και ειρηνικός στο κρεβάτι του. Τις επόμενες μέρες όμως παρατηρήσαμε ότι του είχε συμβή μια παράξενη μεταμόρφωσι. Η Ορεξη και η αυτοπεποίθησί του μεγάλωναν πραγματικά, έλαμπε το πρόσωπο του, γινόταν πιο γελαστός, πιο ανακοινωτικός και έδειχνε μάλιστα ωρισμένα χαρακτηριστικά «καυχήσεως».
Επειδή είχε γίνει στην κλινική ένα είδος διασήμου ανδρός, είχε πολλές επισκέψεις από άλλους ασθενείς. Όλοι ήθελαν να ιδούν τον άνθρωπο εκείνο που έφυγε απ’ το χειρουργείο και έτρεχε σ’ ολόκληρο το νοσοκομείο και δημιούργησε τόσο θόρυβο. Διαρκώς έπρεπε ο Μπιντφάντεν να διηγήται το κατόρθωμα του και από φορά σε φορά έπαιρνε η διηγήσις του φανταστική μορφή. Όταν τέλος, θεραπευμένος, έφυγε από μας, ήταν σαν μεταμορφωμένος. Μ’ αποχαιρέτησε με λέξεις ευγνωμοσύνης:
— Τα εκάνατε όλα πολύ καλά γιατρέ, θα σας συνιστώ και σ’ άλλους.
Πήγε σ’ όλες τις αδελφές στο τμήμα και στο χειρουργείο για να τις αποχαιρετήση εγκάρδια.
Ύστερα από τρεις μήνες ξαναείδα τον Μπιντφάντεν. Παρουσιάστηκε στην κλινική με κάποιον που είχε πάθει ένα ατύχημα και μου εξήγησε αξιοπρεπώς :
— Γιατρέ μου, από δω ο συνάδελφος έσπασε το πόδι του. Του είπα: Υπάρχει μονάχα ένας που μπορεί να στο κάνη τελείως καλά. Αυτός είστε σεις, γιατρέ. Πάρτε τον λοιπόν, σας παρακαλώ, γιατρέ, κρατήστε τον τον κακομοίρη και επισκευάστε τον.
Τον κρατήσαμε ευχαρίστως και ο Μπιντφάντεν μου εξήγησε ακόμη μερικά πράγματα:
— Ξέρετε γιατρέ, με το πράγμα εκεί πίσω έγινε κάτι πολύ σπουδαίο. Το είχα για πολύν καιρό, και τώρα ξέρω ότι εκείνο κρατούσε κατά κάποιον τρόπο το μυαλό μου και τόκανε να σταματάη.
— Μπα, πως έφθασες σ’ αυτές τις σκέψεις;
— Είναι εύκολο να σας εξηγήσω γιατρέ. Τότε, μετά την υπόθεσι της κλινικής, γύρισα στη δουλειά μου, αλλά εκείνο είχε ένα μεγάλο αντίκτυπο. Η ιστορία, με τους πυροσβέστες δηλαδή, είχε διαδοθή παντού. Ο προϊστάμενος μου μου είπε να παρουσιαστώ αμέσως. Λοιπόν δεν φαντάζεστε πόσο γέλασε. Χτυπιόταν στην καρέκλα του και έλεγε : «Μπιντφάντεν τι τρομερές ιστορίες κάνετε. Ξεσηκώνετε ολόκληρη την πόλι στο πόδι γιατί σας ξύσανε λιγάκι εκεί από πίσω. Λοιπόν Μπιντφάντεν, λέει ο προϊστάμενος, διεσκέδασα τρομερά μ’ αυτή την ιστορία. Πηγαίνετε πάλι στη δουλειά σας και προχωρήστε». Και τι να σας πω γιατρέ. Όλα πήγαιναν πιο εύκολα από πριν. Και μετά χρειάστηκε κάποιος απ’ την εταιρεία μας, που θα κρατούσε μόνος του το μισθολόγιο σε ένα μεγάλο παράρτημα. Και τι να σας πω, ξέρετε ποιος πήρε τη θέσι; Εγώ γιατρέ, εγώ ο Αύγουστος Μπιντφάντεν. Με εξήντα μάρκα παραπάνω! Βλέπετε, γιατρέ, τώρα ξέρω, ότι ανθρωπάκι με είχαν κάνει τα πράγματα που μου κόψατε εκεί πίσω. Εκείνα δε φταίγανε για όλα ; Και τώρα έγινα ένας πραγματικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος. Και βλέπετε γιατρέ, αυτά όλα τα οφείλω σε σας.
— Και στους πυροσβέστες, κύριε Μπιντφάντεν, πρόσθεσα γελώντας και του πρότεινα το χέρι.

Από το βιβλίο: «Πίσω μας στέκει ο Θεός» του HANS KILLIAN.
Μετάφρασις: Δ/ρος Αγλαίας Μπιμπή – Παπασπυροπούλου. Έκδοσις δεκάτη.
Εκδόσεις «Η Δαμασκός». Αθήναι 2006.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.