Τα λειτουργικά αναγνώσματα της Τετάρτης της ΣΤ. εβδομάδος των νηστειών.

Εις την Τριθέκτην

Προφητείας Ησαϊου το ανάγνωσμα
Ησαϊας ΝΗ. 1 – 11.

Ούτω λέγει Κύριος” Αναβόησον εν ισχύϊ, και μή φείση, ως σάλπιγγι ύψωσον την φωνήν σου, και ανάγγειλον τω λαώ μου τα αμαρτήματα αυτών, και τω οίκω Ιακώβ, τας ανομίας αυτών. Εμέ ημέραν εξ ημέρας ζητούσι, και γνώναί μου τας οδούς επιθυμούσιν, ως λαός δικαιοσύνην πεποιηκώς, και κρίσιν Θεού αυτού μή εγκαταλελοιπώς” αιτούσί με νύν κρίσιν δικαίαν, και εγγίζειν Θεώ επιθυμούσι, λέγοντες, τί ότι ενηστεύσαμεν, και ουκ είδες; Εταπεινώσαμεν τας ψυχάς ημών, και ουκ έγνως. Εν γάρ ταις ημέραις των νηστειών υμών ευρίσκετε τα θελήματα υμών, και πάντας τους υποχειρίους υμών υπονύσσετε, ει εις κρίσεις και μάχας νηστεύετε, και τύπτετε πυγμαίς ταπεινόν, ίνα τί μοι νηστεύετεως σήμερον, ακουσθήναι εν κραυγή την φωνήν υμών, ου ταύτην την νηστείαν εγώ εξελεξάμην; Και ημέραν ταπεινούν άνθρωπον την ψυχήν αυτού, ουδ’ άν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου, και σάκκον και σποδόν υποστρώσης, ουδέ ούτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν” ουχί τοιαύτην νηστείαν εξελεξάμην, λέγει Κύριος, αλλά λύε πάντα σύνδεσμον αδικίας, διάλυε στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, απόστειλε τεθραυσμένους εν αφέσει, και πάσάν σου συγγραφήν άδικον διάσπα, διάθρυπτε πεινώντι τον άρτον σου, και πτωχούς αστέγους εισάγαγε εις τον οίκόν σου’ εάν ίδης γυμνόν περίβαλε, και από των οικείων του σπέρματός σου ουχ υπερόψει. Τότε ραγήσεται πρώϊμον το φώς σου, και τα ιάματά σου, ταχύ ανατελεί, και προπορεύσεται έμπροσθέν σου η δικαιοσύνη σου, και η δόξα του Θεού περιστελεί σε, τότε βοήση, και ο Θεός εισακούσεταί σου” έτι λαλούντός σου, ερεί, Ιδού πάρειμι, εάν αφέλης από σού σύνδεσμον, και χειροτονίαν, και ρήγμα γογγυσμού, και δώς πεινώντι τον άρτον εκ ψυχής σου, και ψυχήν τεταπεινωμένην εμπλήσης, τότε ανατελεί εν τω σκότει το φώς σου, και το σκότος σου ως μεσημβρία, και έσται ο Θεός σου μετά σού διαπαντός.

Απόδοση.

Ο Κύριος λέει:
«Φώναξε δυνατά και μη διστάζεις, ύψωσε τη φωνή σου όπως η σάλπιγγα και στον λαό μου εξάγγειλε τα αμαρτήματά τους, στους απογόνους του Ιακώβ τις ανομίες τους.
Εμένα αναζητούνε καθημερινά, κι επιθυμούν το θέλημά μου να γνωρίσουν.
Σαν να ’τανε ένας λαός που τη δικαιοσύνη εφάρμοζαν και δεν είχαν ποτέ εγκαταλείψει του Θεού τους τον νόμο, ζητάνε τώρα από μένα δίκαια να τους κρίνω, κι επιθυμούν να πλησιάσουν τον Θεό.
Μου λένε:
‘‘Γιατί να νηστέψουμε, αφού εσύ δεν το είδες; Ταπεινωθήκαμε κι εσύ ούτε το πρόσεξες;’’
Κι όμως, τις μέρες που νηστεύετε παλεύετε για τα συμφέροντά σας και καταπονείτε αυτούς που έχετε στη δούλεψή σας.»
«Αν τρέχετε στα δικαστήρια και φιλονικείτε την ώρα που νηστεύετε, και τους αδύνατους γρονθοκοπάτε, για ποιον λόγο νηστεύετε για χάρη μου, όπως σήμερα; Μήπως με τις κραυγές σας πρόκειται να γίνει ακουστή η προσευχή σας; Τέτοια νηστεία και τέτοια μέρα για να ταπεινώνεστε δεν τη θέλησα εγώ• ακόμα κι αν λυγίσετε ως κάτω χαμηλά τον τράχηλό σας και πένθιμα ντυθείτε και πάνω σε στρώση στάχτης κάτσετε, ούτε έτσι θα πετύχετε να μου είναι η νηστεία σας αρεστή. Τέτοια νηστεία δεν τη θέλησα εγώ», λέει ο Κύριος, «αλλά να σπάσετε των αδικημένων τα δεσμά, να διαλύσετε τις πολύπλοκες, επαχθείς συμφωνίες, να απελευθερώσετε αυτούς που κρατούνται για χρέη και να σκίσετε κάθε άδικο γραμμάτιο. Μοιράστε στους πεινασμένους το ψωμί σας και βάλτε στο σπίτι σας άστεγους φτωχούς• αν δείτε κάποιον γυμνό, ντύστε τον, και μην φέρεστε υπεροπτικά στους συγγενείς σας. Τότε θα λάμψετε σαν της αυγής το φως, και γρήγορα θα γιατρευτείτε. Εμπροσθοφυλακή σας θα ’χετε τη δικαιοσύνη σας και του Θεού η δόξα θα σας περιβάλλει. Τότε θα απευθύνεστε σ’ εμένα τον Θεό κι εγώ θα σας ακούω• ενώ εσείς ακόμα θα μιλάτε, θα σας απαντώ: ‘‘Εδώ είμαι εγώ’’.
Αν πάψετε να καταπιέζετε τους άλλους, να τους κατηγορείτε άδικα, και να τους κάνετε ν’ αγανακτούν, αν δώσετε με την καρδιά σας στον πεινασμένο το δικό σας ψωμί και δώσετε ανακούφιση στον καταπιεσμένο, τότε το φως σας θα λάμψει στο σκοτάδι, και το σκοτάδι σας θα γίνει σαν του μεσημεριού το φως. Τότε ο Θεός σας θα ’ναι μαζί σας παντοτινά».

Εν τω Εσπερινώ

Γενέσεως το ανάγνωσμα
Γένεσις ΜΓ. 25 – 30 & ΜΕ. 1 – 16.

Προσήνεγκαν τω Ιωσήφ οι αδελφοί αυτού τα δώρα, ά είχον εν ταις χερσίν αυτών εις τον οίκον, και προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί την γήν” Ηρώτησε δέ αυτούς, πώς έχετε; Και είπεν αυτοίς, Υγιαίνει ο πατήρ υμών ο πρεσβύτης, όν είπατε έτι ζήν; Οι δέ είπον, Υγιαίνει, ο παίς σου ο πατήρ ημών, έτι ζή. Και είπεν, Ευλογητός ο άνθρωπος εκείνος τω Θεώ, και κύψαντες προσεκύνησαν αυτώ. Αναβλέψας δέ τοις οφθαλμοίς Ιωσήφ, είδε Βενιαμίν τον αδελφόν αυτού τον ομομήτριον, και είπεν, Ούτός εστιν ο αδελφός υμών ο νεώτερος, όν είπατε προς με αγαγείν; Και είπεν, ο Θεός ελεήσαι σε τέκνον” Εταράχθη δέ Ιωσήφ’ συνεστρέφετο γάρ τα σπλάγχνα αυτού επί τω αδελφώ αυτού, και εζήτει κλαύσαι, εισελθών δέ εις το ταμείον, έκλαυσεν εκεί” και νιψάμενος το πρόσωπον, εξελθών ενεκρατεύσατο. Και ουκ ηδύνατο Ιωσήφ ανέχεσθαι πάντων των παρεστηκότων αυτώ, αλλ’ είπεν, Εξαποστείλατε πάντας απ’ εμού, και ου παρειστήκει ουδείς τω Ιωσήφ, ηνίκα ανεγνωρίζετο τοις αδελφοίς αυτού. Και αφήκε φωνήν μετά κλαυθμού, Ήκουσαν δέ πάντες οι Αιγύπτιοι, και ακουστόν εγένετο εις τον οίκον Φαραώ. Είπε δέ Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού. Εγώ ειμι Ιωσήφ! Έτι ο πατήρ μου ζή; Και ουκ ηδύναντο οι αδελφοί αποκριθήναι αυτώ’ εταράχθησαν γάρ. Είπε δέ Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού. εγγίσατε προς με, και ήγγισαν. Και είπεν. Εγώ ειμι Ιωσήφ ο αδελφός υμών, όν απέδοσθε εις Αίγυπτον” νύν ούν μή λυπείσθε, μηδέ σκληρόν υμίν φανείτω, ότι απέδοσθέ με ώδε, εις γάρ ζωήν απέστειλέ με ο Θεός έμπροσθεν υμών. Τούτο γάρ δεύτερον έτος λιμός επί τής γής, και έτι λοιπά πέντε έτη, εν οίς ουκ έστιν αροτρίασις, ουδέ αμητός’ Απέστειλε γάρ με ο Θεός έμπροσθεν υμών, υπολείπεσθαι υμίν κατάλειμμα επί τής γής, και εκθρέψαι υμών κατάλειψιν μεγάλην. Νύν ούν ουχ υμείς με απεστάλκατε ώδε, αλλά ο Θεός, και εποίησέ με, ως πατέρα Φαραώ και Κύριον παντός του οίκου αυτού, και άρχοντα πάσης γής Αιγύπτου. Σπεύσαντες ούν, ανάβητε προς τον πατέρα μου, και είπατε αυτώ. Τάδε λέγει ο υιός σου Ιωσήφ. Εποίησέ με ο Θεός κύριον πάσης γής Αιγύπτου. Κατάβηθι ούν προς με, και μή μείνης, και κατοικήσεις εν γή Γεσέμ Αραβίας, και έση εγγύς μου σύ, και οι υιοί σου, και οι υιοί των υιών σου, τα πρόβατά σου, και οι βόες σου, και όσα σοί εστι, και εκθρέψω σε εκεί’ έτι γάρ πέντε έτη λιμός έσται επί τής γής, ίνα μή εκτριβής σύ, και οι υιοί σου, και πάντα τα υπάρχοντά σου. Ιδού οι οφθαλμοί υμών βλέπουσι, και οι οφθαλμοί Βενιαμίν του αδελφού μου, ότι το στόμα μου το λαλούν προς υμάς” Απαγγείλατε ούν τω πατρί μου πάσαν την δόξαν μου την εν Αιγύπτω, και όσα ίδετε, και ταχύναντες, καταγάγετε τον πατέρα μου ώδε. Και επιπεσών επί τον τράχηλον Βενιαμίν του αδελφού αυτού, έκλαυσεν επ’ αυτώ, και Βενιαμίν έκλαυσεν επί τω τραχήλω αυτού. Και καταφιλήσας πάντας τους αδελφούς αυτού, έκλαυσεν επ’ αυτοίς, και μετά ταύτα, ελάλησαν οι αδελφοί αυτού προς αυτόν. Και διεβοήθη η φωνή εις τα ώτα Φαραώ, λέγοντες, Ήκασιν οι αδελφοί Ιωσήφ. Εχάρη δέ Φαραώ, και πάσα η θεραπεία αυτού.

Απόδοση.

Τα αδέλφια του Ιωσήφ του προσέφεραν μέσα στο σπίτι τα δώρα που είχαν στα χέρια τους και τον προσκύνησαν σκύβοντας ως το έδαφος. Τότε εκείνος τους ρώτησε: «Πως είστε;» και πρόσθεσε: «Είναι καλά ο γέροντας πατέρας σας, για τον οποίο είχατε μιλήσει; Ζει ακόμα;» Αυτοί απάντησαν: «Ο δούλος σου, ο πατέρας μας, είναι καλά• ζει ακόμα». Ο Ιωσήφ είπε: «Ας είναι ευλογημένος από τον Θεό ο άνθρωπος εκείνος». Έσκυψαν πάλι και τον προσκύνησαν. Καθώς ο Ιωσήφ σήκωσε τα μάτια του, είδε τον Βενιαμίν, τον ομομήτριο αδελφό του, και ρώτησε: «Αυτός είναι ο μικρότερος αδελφός σας, που είχατε πει ότι θα μου τον φέρετε;» Και είπε: «Ο Θεός να σ’ ευλογεί, παιδί μου». Ο Ιωσήφ αναστατώθηκε, γιατί όταν είδε τον αδελφό του ταράχτηκαν τα σωθικά του και ήθελε να κλάψει. Μπήκε τότε στο δωμάτιό του κι έκλαψε εκεί. Έπειτα έπλυνε το πρόσωπό του, βγήκε πάλι έξω, και προσπάθησε να συγκρατηθεί.
Ο Ιωσήφ όμως δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο μπροστά σε όλους εκείνους που βρίσκονταν κοντά του και διέταξε: «Διώξτε τους όλους από μπροστά μου». Έτσι, δεν ήταν κανένας κοντά του την ώρα που θα φανερωνόταν στους αδελφούς του. Ο Ιωσήφ έκλαψε τόσο γοερά, που τον άκουσαν όλοι οι Αιγύπτιοι• μαθεύτηκε ακόμα και στο παλάτι του Φαραώ. Τότε ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ! Ο πατέρας μου ζει ακόμα;» Οι αδελφοί του δεν μπορούσαν να του απαντήσουν, γιατί ήταν ταραγμένοι. «Ελάτε κοντά μου», είπε ο Ιωσήφ στους αδελφούς του, κι εκείνοι πλησίασαν. «Εγώ», τους είπε, «είμαι ο Ιωσήφ ο αδελφός σας, που τον πουλήσατε στην Αίγυπτο. Τώρα όμως, μην είστε πικραμένοι και μη σας φαίνεται σκληρό το γεγονός ότι με πουλήσατε εδώ, γιατί ο Θεός με έστειλε πριν από σας για να σας σώσω τη ζωή. Αυτός είναι ο δεύτερος χρόνος της πείνας στη χώρα, και μένουν άλλα πέντε χρόνια που δεν θα υπάρχει ούτε όργωμα ούτε θερισμός. Ο Θεός, λοιπόν, με έστειλε πριν από σας, ώστε να επιβιώσει κάποιος από σας πάνω στη γη και να συντηρήσει όσο γίνεται περισσότερους από σας. Επομένως, δεν με στείλατε εσείς εδώ, αλλά ο Θεός. Αυτός μ’ ανέδειξε σύμβουλο του Φαραώ, κύριο όλου του σπιτιού του και άρχοντα όλης της Αιγύπτου. Πηγαίνετε, λοιπόν, αμέσως στον πατέρα μου και πέστε του: ‘‘Ο Ιωσήφ ο γιος σου λέει τα εξής: Ο Θεός μ’ έκανε άρχοντα όλης της Αιγύπτου. Έλα, λοιπόν, εδώ και μην καθυστερείς. Θα κατοικήσεις στην περιοχή Γεσέμ της Αραβίας και θα είσαι κοντά μου εσύ, οι γιοι σου και τα εγγόνια σου, τα πρόβατά σου, τα βόδια σου και όλα όσα έχεις. Εκεί εγώ θα σε φροντίσω, καθώς μένουν ακόμα πέντε χρόνια πείνας, για να μην αφανιστείς εσύ, οι γιοι σου και όλα τα υπάρχοντά σου’’. Βλέπετε με τα ίδια σας τα μάτια κι εσείς και ο Βενιαμίν, ο αδελφός μου, ότι εγώ ο ίδιος σας μιλάω. Μιλήστε, λοιπόν, στον πατέρα μου για όλη τη δόξα που έχω στην Αίγυπτο και για όσα είδατε, και βιαστείτε να τον φέρετε εδώ».
Έπεσε τότε ο Ιωσήφ στον ώμο του Βενιαμίν, του αδελφού του, κι έκλαψε• έκλαψε κι ο Βενιαμίν στον ώμο του Ιωσήφ. Έπειτα φίλησε πολλές φορές όλους τους αδελφούς του κι έκλαψε στην αγκαλιά τους• μόνο μετά από όλα αυτά οι αδελφοί του μπόρεσαν να του μιλήσουν. Η είδηση: «Ήρθαν τ’ αδέλφια του Ιωσήφ» διαδόθηκε στο παλάτι του Φαραώ, και χάρηκαν, ο Φαραώ και η ακολουθία του.

Παροιμιών το ανάγνωσμα
Παροιμίαι ΚΑ. 23 – ΚΒ. 4

Ός φυλάσσει το στόμα αυτού και την γλώσσαν, διατηρεί εκ θλίψεως την ψυχήν αυτού. Θρασύς και αυθάδης και αλαζών, λοιμός καλείται” ός δέ μνησικακεί, παράνομος. Επιθυμίαι οκνηρόν αποκτείνουσιν, ου γάρ προαιρούνται αι χείρες αυτού ποιείν τι. Ασεβής επιθυμεί όλην την ημέραν επιθυμίας κακάς, ο δέ δίκαιος ελεεί και οικτείρει αφειδώς. Θυσίαι ασεβών, βδέλυγμα Κυρίω, και γάρ παρανόμως προσφέρουσιν αυτάς. Μάρτυς ψευδής απολείται, ανήρ δέ υπήκοος φυλασσόμενος λαλήσει. Ασεβής ανήρ αναιδώς υφίσταται προσώπω, ο δέ ευθύς, αυτός συνιεί τας οδούς αυτού. Ουκ έστι σοφία, ουκ έστιν ανδρεία, ουκ έστι βουλή κατέναντι Κυρίου, προς τον ασεβή. Ίππος ετοιμάζεται εις ημέραν πολέμου, παρά δέ Κυρίου η βοήθεια. Αιρετώτερον όνομα καλόν, ή πλούτος πολύς” υπέρ δέ χρυσίον και αργύριον χάρις αγαθή. Πλούσιος και πτωχός συνήντησαν αλλήλοις, αμφοτέρους δέ ο Κύριος εποίησε. Πανούργος ιδών πονηρόν τιμωρούμενον κραταιώς, αυτός παιδεύεται” οι δέ άφρονες παρελθόντες, εζημιώθησαν. Γενεά σοφίας φόβος Κυρίου, και πλούτος, και δόξα, και ζωή.

Απόδοση.

Όποιος τα λόγια του προσέχει και συγκρατεί τη γλώσσα του, τον εαυτό του τον φιλάει από τις θλίψεις.
Όποιος είναι θρασύς, αυθάδης κι αλαζόνας, «διεφθαρμένος» λέγεται, κι αυτός που την κακία κρατάει, «παράνομος».
Οι επιθυμίες θανατώνουν τον τεμπέλη, γιατί τα χέρια του δεν θέλουν με κάτι ν’ ασχοληθούν.
Ο ασεβής διακατέχεται από κακές επιθυμίες όλη τη μέρα, ο δίκαιος όμως ελεεί και αγαπάει απλόχερα.
Ο Κύριος απεχθάνεται τις προσφορές των ασεβών, γιατί παράνομα του τις προσφέρουν.
Ο ψευδομάρτυρας θ’ αφανιστεί, αλλά ο άνθρωπος που να ακούει ξέρει, προσέχει τι θα πει.
Ο άνθρωπος ο ασεβής με αναίδεια δείχνει αυτοπεποίθηση, αλλά ο έντιμος, αυτός γνωρίζει πώς να πορευθεί.
Ούτε σοφία υπάρχει ούτε γενναιότητα ούτε και σκέψη σωστή, που ν’ αντιμετωπίσει τον ασεβή.
Το άλογο ετοιμάζεται για τη μέρα της μάχης, η βοήθεια όμως έρχεται από τον Κύριο.
Προτιμότερο τ’ όνομα το καλό, παρά ο πολύς πλούτος, και η εκτίμηση των άλλων από το ασήμι και τον χρυσό.
Πλούσιοι και φτωχοί έχουν ένα κοινό σημείο: ο Κύριος τους δημιούργησε και τους δύο.
Ο έξυπνος, όταν βλέπει τον κακό σκληρά να τιμωρείται, ο ίδιος διδάσκεται• ενώ οι ανόητοι δεν δίνουν σημασία και το πληρώνουν ακριβά.
Απότοκα της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, καθώς και ο πλούτος και η δόξα και η ζωή.

Από το βιβλίο Προφητολόγιον, Τα Λειτουργικά Αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη σελ.251-261 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Επιμέλεια κειμένου Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.