Τα λειτουργικά αναγνώσματα της Παρασκευής της ΣΤ. εβδομάδος των νηστειών.

Εις την Τριθέκτην

Προφητείας Ησαϊου το ανάγνωσμα
Ησαϊας ΞΣτ. 10 – 24

Ευφράνθητι, Ιερουσαλήμ, και πανηγυρίσατεεν αυτή, πάντες οι αγαπώντες αυτήν, και οι κατοικούντες αυτήν, χάρητε άμα αυτή χαρά πάντες, όσοι επενθείτε επ’ αυτή, ίνα θηλάσητε, και εμπλησθήτε από μαστού παρακλήσεως αυτής, και ίνα εκθηλάσαντες, τρυφήσητε από εισόδου δόξης αυτής. Ότι τάδε λέγει Κύριος” Ιδού εγώ κλινώεις αυτούς, ως ποταμός ειρήνης, και ως χειμάρρους επικλύζων δόξαν εθνών, τα παιδία αυτών’ επ’ ώμων αρθήσονται, και επί γονάτων παρακληθήσονται, ως εί τινα μήτηρ παρακαλέσει, ούτω καγώ παρακαλέσω υμάς, και εν Ιερουσαλήμ παρακληθήσεσθε. Και όψεσθε, και χαρήσεται η καρδία υμών, και τα οστά υμών ως βοτάνη ανατελεί, και γνωστή έσται η χείρ Κυρίου τοις φοβουμένοις Αυτόν, και απειλήσει τοις απειθούσιν” Ιδού γάρ Κύριος ως πύρ ήξει, και ως καταιγίς τα άρματα αυτού, αποδούναι εν θυμώ εκδίκησιν, και αποσκορακισμόν αυτού εν φλογί πυρός’ εν γάρ τω πυρί Κυρίου κριθήσεται πάσα η γή, και εν τη ρομφαία αυτού πάσα σάρξ. Πολλοί τραυματίαι έσονται υπό Κυρίου, οι αγνιζόμενοι και καθαριζόμενοι εις τους κήπους, και εν τοις προθύροις οι εσθίοντες κρέας ύειον, και τα βδελύγματα, και τον μύν, επί το αυτό αναλωθήσονται” είπε Κύριος. Καγώ τα έργα αυτών, και τον λογισμόν αυτών επίσταμαι, και εγώ έρχομαι συναγαγείν πάντα τα έθνη, και τας γλώσσας, και ήξουσι, και όψονται την δόξαν μου” και καταλείψω επ’ αυτών σημείον, και εξαποστελώ εξ αυτών σεσωσμένους εις τα έθνη, εις θαρσείς, και Φούδ, και Λούδ, και Μοσόχ, και εις Θοβέβ, και εις την Ελλάδα, και εις τας νήσους τας πόρρω, οί ουκ ακηκόασί μου το όνομα, ούτε εωράκασί μου την δόξαν. Και αναγγελούσι την δόξαν μου εν τοις έθνεσι, και άξουσι τους αδελφούς ημών εκ πάντων των εθνών, δώρον Κυρίω, μεθ’ ίππων και αρμάτων εν λαμπήναις ημιόνων, μετά σκιαδίων εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, είπε Κύριος, ως άν εισενέγκοιεν εμοί οι υιοί Ισραήλ τας θυσίας αυτών μετά ευφροσύνης, και μετά ψαλμών εις τον οίκον Κυρίου” και απ αυτών λήψομαι Ιερείς και Λευϊτας, είπε Κύριος. Όν τρόπον γάρ ο ουρανός καινός, και η γή καινή, ά εγώ ποιώ, μένει ενώπιον εμού, λέγει Κύριος, ούτω στήσεται το σπέρμα υμών, και το όνομα υμών. και έσται μήν εκ μηνός, και σάββατον εκ σαββάτου, και ήξει πάσα σάρξ του προσκυνήσαι ενώπιον εμού εν Ιερουσαλήμ, είπε Κύριος. και εξελεύσονται, και όψονται τα κώλα των ανθρώπων των παραβεβηκότων εν εμοί’ ο γάρ σκώληξ αυτών ου τελευτήσει, και το πύρ αυτών ου σβεσθήσεται” και έσονται εις όρασιν πάση σαρκί.

Απόδοση.

Να χαίρεσαι, Ιερουσαλήμ, πανηγυρίστε οι κάτοικοί της! Χαρείτε μαζί της όλοι εσείς που την αγαπάτε και όλοι όσοι είχατε γι’ αυτήν πενθήσει. Ελάτε να θηλάσετε και να χορτάσετε απ’ τον μαστό της που παρηγορεί• κι όταν τελειώσετε, απολαύστε τον ερχομό της δόξας της. Γιατί ο Κύριος λέει τα εξής:
«Θα στραφώ προς αυτούς σαν ποτάμι που φέρνει την ειρήνη,
σαν χείμαρρος που από τη δόξα πλημμυρίζει των λαών•
στους ώμους θα σηκώνουν τα παιδιά τους,
πάνω στα γόνατά τους θα τα παίζουν.
Όπως παρηγορεί μια μάνα το παιδί της, έτσι κι εγώ θα σας παρηγορήσω• στην Ιερουσαλήμ θα βρείτε παρηγοριά.
Όλα αυτά θα τα δείτε και θα γεμίσετε χαρά, και το κορμί σας θ’ ανανεωθεί όπως το χορτάρι.
Όσοι τον Κύριο σέβονται τη δύναμή του θα γνωρίσουν, μα εκείνοι που σ’ αυτόν δεν υπακούνε, θα νιώσουν να τους απειλεί».

Δείτε! Ο Κύριος θα έρθει σαν φωτιά και τ’ άρματά του θα ’ναι σαν καταιγίδα,
για να επιφέρει με θυμό την τιμωρία του και ν’ αποπέμψει τους εχθρούς με της φωτιάς τη φλόγα.
Γιατί με του Κυρίου τη φωτιά θα τιμωρηθεί όλη η γη,
με το σπαθί του όλοι οι άνθρωποι•
πολλοί θα ’ναι από τον Κύριο χτυπημένοι.

«Αυτοί που εξαγνισμούς τελούν και καθαρισμούς μέσα σε ιερούς κήπους, και στα προαύλια των ειδωλολατρικών ναών τρώνε κρέας χοιρινό, σιχαμερά ειδωλόθυτα και ποντίκια, μεμιάς θ’ αφανιστούν», είπε ο Κύριος, «γιατί εγώ γνωρίζω ακριβώς τις πράξεις και τα σχέδιά τους».
«Έρχομαι να συνάξω όλους τους λαούς», λέει ο Κύριος, «όποια γλώσσα κι αν μιλούν, για να έρθουν και να δουν τη δόξα μου. Θα κάνω θαύματα σ’ αυτούς και απ’ όσους απ’ αυτούς σωθούν κάποιους στα έθνη θα τους στείλω: στη Θαρσίς, στη Φούδ, στη Λουδ, στη Μοσόχ, στη Θοβέλ, στην Ελλάδα και στ’ απόμακρα νησιά, εκεί που δεν έχουν ακούσει τ’ όνομά μου ούτε έχουν δει τη δόξα μου, και θα κηρύξουνε τη δόξα μου σ’ εκείνους τους λαούς.
Τότε θα φέρουν πίσω τους συμπατριώτες σας από τα έθνη όλα, σαν προσφορά στον Κύριο• με άλογα και άρματα, μέσα σε άμαξες σκεπαστές ζεμένες σε μουλάρια θα τους φέρουν στην άγια πόλη της Ιερουσαλήμ», είπε ο Κύριος, «όπως οι Ισραηλίτες μεταφέρουν τις προσφορές τους για θυσίες σ’ εμένα με ψαλμούς στον οίκο μου. Θα πάρω, μάλιστα, μερικούς απ’ αυτούς και θα τους κάνω ιερείς και λευίτες στην υπηρεσία μου», είπε ο Κύριος.
«Κι όπως θα υπάρχουν πάντοτε μπροστά μου ο καινούριος ουρανός και η καινούρια γη, που θα δημιουργήσω εγώ», λέει ο Κύριος, «έτσι θα διαιωνίζονται οι απόγονοί σας και το όνομά σας. Και κάθε που θ’ αλλάζει ο μήνας, κι από το ένα Σάββατο στο άλλο θα έρχονται οι άνθρωποι για να με προσκυνήσουν στην Ιερουσαλήμ», είπε ο Κύριος. «Κι όταν θα βγαίνουν από την πόλη, θα βλέπουν τα πτώματα των ανθρώπων που επαναστάτησαν εναντίον μου• γιατί τα σκουλήκια ασταμάτητα θα τους τρώνε, και η φωτιά θα τους καίει δίχως να σβήνει. Θα είναι εκτεθειμένοι στην κοινή θέα».

Εν τω Εσπερινώ

Γενέσεως το ανάγνωσμα
Γένεσις ΜΘ. 33 – Ν. 26

Κατέπαυσεν Ιακώβ, επιτάσσων τοις υιοίς αυτού, και εξάρας τους πόδας αυτού επί την κλίνην, εξέλιπε, και προσετέθη προς τον λαόν αυτού. Και επιπεσών Ιωσήφ επί πρόσωπον του πατρός αυτού, έκλαυσε πικρώς επ’ αυτώ, και εφίλησεν αυτόν. Και προσέταξεν, Ιωσήφ τοις παισίν αυτού τοις ενταφιασταίς, ενταφιάσαι τον πατέρα αυτού” και ενεταφίασαν οι ενταφιασταί τον Ισραήλ. Και επλήρωσαν αυτού τεσσαράκοντα ημέρας’ ούτω γάρ καταριθμούνται αι ημέραι της ταφής, και επένθησεν αυτόν Αίγυπτος εβδομήκοντα ημέρας. Επεί δέ παρήλθον αι ημέραι του πένθους, ελάλησεν Ιωσήφ προς τους δυνάστας Φαραώ, λέγων. Ει εύρον χάριν εναντίον υμών, λαλήσατε περί εμού εις τα ώτα Φαραώ, λέγοντες” ο πατήρ μουώρκισέ με, πρό του τελευτήσαι αυτόν, λέγων. Εν τω μνημείω, ό ώρυξα εμαυτώ εν γή Χαναάν, εκείμε θάψεις. Νυν ουν αναβάς, θάψω τον πατέρα μου, και επανελεύσομαι. Είπον ούν τω Φαραώ, κατάτα ειρημένα υπό του Ιωσήφ. και είπε Φαραώ τω Ιωσήφ” Ανάβηθι, θάψον τον πατέρα σου, καθάπερ ώρκισέ σε. Και ανέβη Ιωσήφ θάψαι τον πατέρα αυτού, και συνανέβησαν μετ’ αυτού πάντες οι παίδες Φαραώ, και οι πρεσβύτεροι του οίκου αυτού, και πάντες οι πρεσβύτεροι γής Αιγύπτου, και πάσα η παροικία Ιωσήφ, και οι αδελφοί αυτού, και πάσα η οικία η πατρική αυτού’ και την συγγένειαν αυτού, και τα πρόβατα, και τους βόας υπελείποντο εν γή Γεσέμ. και συνανέβησαν μετ’ αυτού άρματα, και ιππείς, και εγένετο η παρεμβολή μεγάλη σφόδρα. Και παρεγένοντο εις άλωνα Ατάδ, ό εστι πέραν του Ιορδάνου, και εκόψαντο αυτόν κοπετόν μέγαν, και ισχυρόν σφόδρα, και εποίησε το πένθος τω πατρί αυτού επτά ημέρας. Και είδον οι κάτοικοι της γής Χαναάν το πένθος επί άλωνι Ατάδ, και είπον. Πένθος μέγα τούτό εστι τοις Αιγυπτίοις. Δια τούτο εκάλεσαν το όνομα του τόπου εκείνου. Πένθος Αιγύπτου” ό εστι πέραν του Ιορδάνου. Και εποίησαν αυτώ ούτως οιυιοί αυτού, καθώς ενετείλατο αυτοίς” και ανέλαβον αυτόν οι υιοί αυτού εις γήν Χαναάν, και έθαψαν αυτόν εις το σπήλαιον το διπλούν, ό εκτήσατο Αβραάμ το σπήλαιον εν κτήσει μνημείου, παρά Εφρών του Χετταίου, κατέναντι Μαμβρή. και υπέστρεψεν Ιωσήφ εις Αίγυπτον, αυτός και οι αδελφοί αυτού, και πάντες οι συναναβάντες θάψαι τον πατέρα αυτού. Ιδόντες δέ οι αδελφοί Ιωσήφ, ότι τέθνηκεν ο πατήρ αυτών, είπον” Μήποτε μνησικακήση ημίν Ιωσήφ, και ανταπόδομα ανταποδώ ημίν πάντα τα κακά, ά ενεδειξάμεθα αυτώ. Και παραγενόμενοι προς Ιωσήφ, είπον. Ο πατήρ σου ώρκισε πρό του τελευτήσαι αυτόν, λέγων. Ούτως είπατε Ιωσήφ, Άφες αυτοίς την αδικίαν και την αμαρτίαν αυτών, ότι πονηρά σοι ενεδείξαντο» και νύν δέξαι την αδικίαν των θεραπόντων του Θεού του πατρός σου. Και έκλαυσεν Ιωσήφ, λαλούντων αυτών προς αυτόν. Και ελθόντες προς αυτόν, είπον” ίδε, ημείς σοί οικέται. Και είπεν αυτοίς Ιωσήφ” Μή φοβείσθε, του γάρ Θεού ειμι εγώ. Υμείς εβουλεύσασθε κατ’ εμού εις πονηρά, ο δέ Θεός εβουλεύσατο περί εμού εις αγαθά, όπως άν γενηθή ως σήμερον, και ίνα τραφή λαός πολύς. Και είπεν αυτοίς” Μή φοβείσθε, εγώ διαθρέψω υμάς, και τας οικίας υμών. Και παρεκάλεσεν αυτούς, και ελάλησεν αυτών εις την καρδίαν. Και κατώκησεν Ιωσήφ εν Αιγύπτω, αυτός και οι αδελφοί αυτού, και πάσα η παροικία του πατρός αυτού. Και έζησεν Ιωσήφ έτη εκατόνδέκα. Και είδεν Ιωσήφ Εφραίμ παιδία, έως τρίτης γενεάς” και οι υιοί Μαχείρ του υιού Μανασσή ετέχθησαν επί μηρών Ιωσήφ. Και είπεν Ιωσήφ τοις αδελφοίς αυτού, λέγων. Εγώ αποθνήσκω, επισκοπή δέ επισκέψεται ο Θεός υμάς, και ανάξει υμάς εκ της γής ταύτης εις την γήν, ήν ώμοσε τοις πατράσιν υμών Αβραάμ, Ισαάκ, και Ιακώβ. Και ώρκισεν Ιωσήφ τους υιούς Ισραήλ λέγων. Εν τη επισκοπή, ή επισκέψηται ο Θεός υμάς, και συνανοίσετε τα οστά μου εντεύθεν μεθ’ υμών. Και ετελεύτησεν Ιωσήφ ετών εκατόν δέκα, και έθαψαν αυτόν εν τή σορώ εν Αιγύπτω.

Απόδοση.

Ο Ιακώβ σταμάτησε να δίνει εντολές στους γιους του, άπλωσε τα πόδια του στο κρεβάτι και ξεψύχησε. Προστέθηκε στους νεκρούς του λαού του. Ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα του, τον έκλαψε και τον φίλησε. Πρόσταξε έπειτα τους δούλους του, τους ταριχευτές, να ταριχεύσουν τον πατέρα του τον Ισραήλ, κι εκείνοι τον ταρίχευσαν. Σαράντα μέρες συμπληρώθηκαν από τον θάνατό του, γιατί τόσες μέρες χρειάζονται για την ταρίχευση. Η Αίγυπτος πένθησε τον Ιακώβ εβδομήντα μέρες.
Όταν πέρασαν οι μέρες του πένθους, ο Ιωσήφ είπε στους αξιωματούχους του Φαραώ: «αν θέλετε να μου κάνετε τη χάρη, πείτε για μένα στον Φαραώ ότι ο πατέρας μου με όρκισε λέγοντας: ‘‘Στον τάφο, που άνοιξα για μένα στη Χαναάν, εκεί να με θάψεις’’. Τώρα, λοιπόν, θα πάω να θάψω τον πατέρα μου και θα ξαναγυρίσω». Τότε ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Πήγαινε και θάψε τον πατέρα σου, όπως σε όρκισε».
Ο Ιωσήφ πήγε να θάψει τον πατέρα του και μαζί του πήγαν όλοι οι αυλικοί του Φαραώ, οι αξιωματούχοι του παλατιού του, όλοι οι αξιωματούχου της Αιγύπτου, όλη η οικογένεια του Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλη η πατρική του οικογένεια, ενώ στη Γεσέμ έμειναν οι συγγενείς του, τα πρόβατα και τα βόδια. Τον ακολούθησαν ακόμα και άμαξες και ιππικό, και σχηματίστηκε έτσι μια πολύ μεγάλη συνοδεία. Έφτασαν, λοιπόν, στο Αλώνι Ατάδ, που βρίσκεται πέρα από τον Ιορδάνη, και έκαναν εκεί για τον Ιακώβ έναν επίσημο και πολύ μεγάλο θρήνο• ο Ιωσήφ τέλεσε για τον πατέρα του πένθος επτά ημερών. Όταν οι κάτοικοι της Χαναάν είδαν τις εκδηλώσεις πένθους στο Αλώνι Ατάδ, είπαν: «Πένθος επίσημο έχουν οι Αιγύπτιοι». Γι’ αυτό, τον τόπο εκείνον που βρίσκεται πέρα από τον Ιορδάνη τον ονόμασαν «Πένθος της Αιγύπτου». Έπειτα οι γιοι του Ιακώβ έκαναν τα εξής: Τον έφεραν στη Χαναάν, τον έθαψαν στο Διπλό Σπήλαιο, που ο Αβραάμ αγόρασε από τον Εφρών τον Χετταίο για δικό του τάφο απέναντι από τη Μαμβρή. Μετά, ο Ιωσήφ γύρισε πίσω στην Αίγυπτο, αυτός, οι αδελφοί του κι εκείνοι που είχαν ανεβεί μαζί του να θάψουν τον πατέρα του.
Όταν οι αδελφοί του Ιωσήφ είδαν ότι ο πατέρας τους πέθανε, σκέφτηκαν: «Ίσως κάποτε μας εκδικηθεί ο Ιωσήφ και μας ανταποδώσει όλα τα κακά που του κάναμε». Παρουσιάστηκαν, λοιπόν, στον Ιωσήφ και του είπαν: «Ο πατέρας σου, πριν πεθάνει, μας έδωσε αυτή την εντολή: ‘‘Να πείτε στον Ιωσήφ: Συγχώρησε την ανομία και την αμαρτία τους, γιατί σου έκαναν μεγάλο κακό’’. Συγχώρησε, λοιπόν, την ανομία των δούλων του Θεού του πατέρα σου’. Ο Ιωσήφ έκλαιγε όσο εκείνοι του μιλούσαν. Οι αδελφοί του τον πλησίασαν και είπαν: «Να ξέρεις ότι εμείς είμαστε δούλοι σου». Ο Ιωσήφ όμως τους είπε: «Μη φοβάστε, γιατί εγώ ανήκω στον Θεό. Εσείς σκεφτήκατε κακά εναντίον μου, ο Θεός όμως σκέφτηκε το καλό μου, για να γίνει αυτό που έγινε μέχρι σήμερα, να τραφεί δηλαδή πολύς λαός». Και πρόσθεσε: «Μη φοβάστε. Εγώ θα συντηρήσω κι εσάς και τις οικογένειές σας». Έτσι, τους παρηγόρησε μιλώντας στην καρδιά τους.
Ο Ιωσήφ έμεινε στην Αίγυπτο μαζί με τους αδελφούς του και όλη την οικογένεια του πατέρα του. Έζησε εκατόν δέκα χρόνια. Είδε τα παιδιά του Εφραίμ ως την τρίτη γενιά, και στα γόνατά του γεννήθηκαν οι γιοι του Μαχείρ, γιου του Μανασσή. Τέλος, ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του: «Εγώ πεθαίνω. Ο Θεός όμως θα φροντίσει οπωσδήποτε για σας, και θα σας οδηγήσει από τη χώρα αυτή στη χώρα που υποσχέθηκε στους πατέρες μας, στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ». Έπειτα ο Ιωσήφ όρκισε τους γιους του Ισραήλ λέγοντας: «Όταν ο Θεός, όπως σας είπα, δείξει τη μέριμνά του για σας, να πάρετε από δω μαζί σας τα οστά μου».
Ο Ιωσήφ πέθανε σε ηλικία εκατόν δέκα ετών. Τον ταρίχευαν και τον έβαλαν σε σαρκοφάγο στην Αίγυπτο.

Παροιμιών το ανάγνωσμα
Παροιμίαι ΛΑ. 8 – 31.

Υιέ, άνοιγε σόν στόμα λόγω Θεού, και κρίνε πάντα υγιώς» Άνοιγε σόν στόμα, και κρίνε δικαίως” διάκρινε δέ πένητα και ασθενή. Γυναίκα ανδρείαν τίς ευρήσει; τιμιωτέρα δέ εστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη’ θαρσεί επ’ αυτή η καρδία του ανδρός αυτής. Η τοιαύτη καλών σκύλων ουκ απορήσει’ ενεργεί γάρ τω ανδρί εις αγαθά πάντα τον βίον. Ευραμένη έρια και λίνον, εποίησεν εύχρηστα ταις χερσίν αυτής. Εγένετο ωσεί ναύς εμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δέ αυτής τον πλούτον. Και ανίσταται εκ νυκτώς, και έδωκε βρώματα τω οίκω, και έργα ταις θεραπαίναις. Θεωρήσασα γεώργιον, επρίατο” από δέ των καρπών των χειρών αυτής κατεφύτευσε κτήμα. Αναζωσαμένη ισχυρώς την οσφύν αυτής, ήρεισε τους βραχίονας αυτής εις έργον’ Εγεύσατο, ότι καλόν εστι το εργάζεσθαι, και ουκ αποσβέννυται ο λύχνος αυτής όλην την νύκτα. Τους πήχεις αυτής εκτείνει επί τα συμφέροντα, τας δέ χείρας αυτής ερείδει εις άτρακτον. Χείρας αυτής διήνοιξε πένητι, καρπόν δέ εξέτεινε πτωχώ. Ου φροντίζει των εν οίκω ο ανήρ αυτής, όταν που χρονίζη’ πάντες γάρ οι παρ’ αυτή ενδεδυμένοι εισί” Διττάς χλαίνας εποίησε τω ανδρί αυτής, εκ δέ βύσσου και πορφύρας εαυτή ενδύματα. Περίβλεπτος δέ γίνεται ο ανήρ αυτής εν πύλαις, ηνίκα άν καθίση εν συνεδρίω μετά των πρεσβυτέρων και κατοίκων της γής. Σινδόνας εποίησε, και απέδοτο τοις Φοίνιξι, και περιζώματα τοις Χαναναίοις. Ισχύν και ευπρέπειαν ενεδύσατο, και ευφράνθη εν ημέραις εσχάταις. Στόμα αυτής δι’ ήνοιξε προσεχόντως και εννόμως, και τάξιν εστείλατο, τή γλώσση αυτής. Στεναί διατριβαί οίκων αυτής, σίτα δέ οκνηρά ουκ έφαγεν. Ανέστησε τα τέκνα αυτής, και επλούτησαν, και ο ανήρ αυτής ήνεσεν αυτήν. Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, πολλαί εκτήσαντο πλούτον, σύ δέ υπέρκεισαι, και υπερήρας πάσας. Ψευδείς αρέσκειαι, και μάταιον κάλλος γυναικός ουκ έστιν εν σοι’ γυνή γάρ συνετή ευλογείται, φόβον δέ Κυρίου αύτη αινείτω. Δότε αυτή από καρπών χειλέων αυτής, και αινείσθω εν πύλαις ο ανήρ αυτής.

Απόδοση.

Γιε μου, όταν ανοίγεις το στόμα σου, να λες τα λόγια του Θεού, και να τους κρίνεις όλους σωστά. Όταν ανοίγεις το στόμα σου, να κρίνεις δίκαια, και να υπερασπίζεσαι τον φτωχό και τον αδύνατο.
Άξια γυναίκα ποιος μπορεί να βρει;
Αυτή αξίζει περισσότερο κι από πολύτιμα πετράδια.
Η καρδιά του άνδρα της θάρρος παίρνει απ’ αυτήν•
κέρδη πολλά από το σπίτι της δεν θα λείψουν, γιατί για το καλό του άνδρα της σ’ όλη της τη ζωή εργάζεται.
Υφαίνει το μαλλί και το λινάρι και χρήσιμα τα κάνει με τα χέρια της.
Μοιάζει με πλοίο που φέρνει από μακριά εμπορεύματα και συγκεντρώνει τον πλούτο της.
Σηκώνεται αξημέρωτα και την τροφή ετοιμάζει για την οικογένειά της, στις υπηρέτριες καθήκοντα αναθέτει.
Βλέπει ένα χωράφι και το αγοράζει, και με όσα με τα χέρια της κερδίζει, φυτεύει κτήμα.
Ζώνει καλά τη μέση της κι ανασκουμπώνεται για δουλειά.
Ένιωσε πως καλό είναι να εργάζεται, και το λυχνάρι της δεν σβήνει όλη τη νύχτα.
Καταπιάνεται με ό,τι είναι καλό, και τα χέρια της στο αδράχτι τα στεριώνει.
Σε όποιον έχει ανάγκη είναι ανοιχτοχέρα, και δίνει στον φτωχό απ’ τα προϊόντα της.
Δεν έχει έγνοια ο άνδρας της για του σπιτιού τα πράγματα, όταν κάπου για χρόνο παραμένει, γιατί όλοι στο σπίτι της είναι ντυμένοι ζεστά.
Διπλά φτιάχνει τα πανωφόρια για τον άνδρα της κι από λευκό λινό κι από πορφύρα φορεσιές για τον εαυτό της.
Ο άνδρας της στις πύλες ξεχωρίζει, όταν παρέα κάθεται με τους πολίτες τους σεβάσμιους της χώρας.
Φτιάχνει λεπτά υφάσματα και τα πουλάει στους Φοίνικες, και ζώνες για τους Χαναναίους.
Είναι ντυμένη δύναμη κι αξιοπρέπεια, και αισιόδοξη το μέλλον ατενίζει.
Το στόμα της με προσοχή ανοίγει και με τον νόμο σύμφωνα,
τον έλεγχο των λόγων της αυτή τον έχει.
Όλα στο σπίτι της είναι καλά προστατευμένα, και το ψωμί δεν τρώει της τεμπελιάς.
Το στόμα της ανοίγει συνετά κι όπως προστάζει ο νόμος.
Η καλοσύνη της τα παιδιά της ανέθρεψε και πλούτισαν, κι ο άνδρας της την παίνεψε:
«Κόρες πολλές πλούτο απέκτησαν,
πολλές κέρδισαν δύναμη,
εσύ όμως τις ξεπέρασες κι είσαι ανώτερη απ’ όλες».
Ψεύτικες είναι οι φιλαρέσκειες και μάταιη της γυναίκας η ομορφιά• γι’ αυτό η συνετή γυναίκα εγκωμιάζεται, αλλά κι αυτή ας εξυμνεί τον φόβο του Κυρίου. Ανταμοιβή δώστε της για τα λόγια που βγαίνουν απ’ τα χείλη της, κι ας επαινείται ο άνδρας της στις πύλες.

Από το βιβλίο Προφητολόγιον, Τα Λειτουργικά Αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη σελ.271-285 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Επιμέλεια κειμένου Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.