Ο Διδάχος – Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.

Ανάμεσα εις τα τόσα νεοπλάσματα των ποικιλωνύμων συλλόγων, κοντά εις τας διαφόρους Αναστάσεις, Αναμορφώσεις, Αναγεννήσεις, Αναζυμώσεις και Αναπλάσεις, τας επαγγελλομένας την διόρθωσιν, επειδή μεταξύ όλων των επαγγελμάτων, εις όλον το Γένος, περνά εξόχως το επάγγελμα της θρησκείας καθώς και το του πατριωτισμού, εδοκίμασε και ο περί ού ο λόγος, ο Θεόδωρος Χρυσοβουλλίδης, να συστήσει και αυτός ένα σύλλογον.

Είναι αληθές, ότι εχρημάτισε προς καιρόν μέλος εις όλους τους άνω ρηθέντας συλλόγους και εις πολλούς άλλους ακόμη, πλην δεν ευδοκίμησεν. Η μπογιά του δεν περνούσε■■, καθώς είπεν είς αδιάκριτος φίλος του. Τότε εδοκίμασε να συστήσει, ως είπομεν, σύλλογον ιδικόν του. Τον εβάπτισεν η Αναβίωσις■■. Αλλά δεν επρόκοψε. Μόλις δέκα ή δώδεκα συγκατένευσΑΝ, μετά πολλάς προσπαθείας του Χρυσοβουλλί δου, να εγγραφώσι μέλη. Ολίγιστοι προκατέβαλον μονόδραχμά τινά” άλλοι υπεγράφησαν διά να πληρώσΟΥΝ, αλλά δεν επλήρωσαν. Τέλος, εφαγώθη ένα γκιουβέτσι, εψάλησαν άσματά τινά θρησκευτικά και πατριωτικά, και ο σύλλογος διελύθη.

Μετ’ ολίγον καιρόν, πάλιν νέαν απόπειραν έκαμεν ο Θεόδωρος, διά να συμπήξει ένα σύλλογον, η ■■Ανακαίνισις■. Πέντε ή έξ ενεγράφησαν. Κανείς δεν έδωκε λεπτόν. Ούτε γκιουβέτσι, ούτε άσματα. Ο δεύτερος σύλλογος απεδείχθη νεκροτόκιον. Τρίτος σύλλογος, η Αναψύχωσις, εσχεδιάσθη από τον Χρυσοβουλλίδην μετά καιρόν ύστερον, όταν ήρχισαν τα πράγματα να γίνονται απειλητικότερα εν Μακεδονία. Αυτήν την φοράν συνεκεντρώθησαν δεκάδες τινές δραχμών. Μετά πρώτον και δεύτερον γκιουβέτσι, τα πράγματα ήρχισαν πάλιν να κρυώνουν. Ο σύλλογος εναυάγησε και απεδείχθη θνησιγενής, όπως οι προ αυτού. Εντοσούτω, ο Θεόδωρος δεν απεγοητεύετο, κι εξηκολούθη να περιφέρεται εις εκκλησίας και εις ομηγύρεις, να βγάζει λόγους και να κηρύττει.

Ο ■■αδιάκριτος φίλος■■ τού είπε μιά των ημερών. Μα τι τσαμπουνάτε, σεις μερικοί; Το βήμα της εκκλησίας δεν είναι, όπως το βήμα το δικανικόν, το βήμα το πολιτικόν, όπου υπάρχουν ρήτορΕς και αντιρήτορες, όπου διακόπτουν ελευθέρως τον αγορεύοντα, όπου δευτερολογούν και τριτολογούν και συζητούν. Το εκκλησιαστικόν βήμα, ο άμβων, είναι αυστηρόν, αποκλειστικόν, αυθεντικόν. Είς μόνον ομιλεί.

Υποτίθεται, ότι λέγει όχι δεδομένα, αλλά συμπεράσματα, παραδεδεγμένα – αναμφισβήτητα δόγματα. Δεν επιτρέπονται εκεί αι αυτοσχέδιοι ανοησίαι. Διά τούτο ο είς εκείνος πρέπει να είναι χρισμένος από την εκκλησίαν. Οφείλει να είναι το στόμα της εκκλησίας, επειδή συζήτησις δεν επιτρέπεται, ούτε δευτερολογία, ούτε διακοπή. Ανάγκη άρα να είναι κληρικός. Διατί δεν γίνεσθε παπάδες, επιτέλους, αν είσθε άξιοι. «ΕΝ τω ναώ δουλεύσετε, εν τω ναώ τραφήσεσθε.» Οχι να κάμετε πορισμόν την ευσέβειαν, άνθρωποι λαϊκοί, κοσμικοί, με στριμμένους μύστακας, με ορθά κολάρα. Τί καινοτομίαι, τί ξενισμοί, τί λεσχηνείαι’ είναι αυτά; Προτεστάνται είμεθα ημείς εδώ;

Υστερον από την ελευθεροστομίαν αυτήν, εξηφανίσθη επί μήνας ο Θεόδωρος και δεν τον έβλεπε πλέον ο αδιάκριτος φίλος. Ηκουσεν αορίστους φήμας, ότι ο ■■διδάχος■■, παρ’ όλην την ηλικίαν και το ΠΕΝΙχρΌΝ ΕξΩΤΕΡΙΚΌΝ ΤΟΥ, εις το κρυπτΌΝ, ΕζήΤΕΙ ΝΑ εύρει νύφη – κοκκώνα■■, και ότι κατέβαλε πολλάς προσπαθείας προς τούτο. Ελεγαν ότι δύο ή περισσοτέρας φοράς είχε γελασθεί έως τώρα και ότι είχεν υπάγει μάλιστα εις μίαν πόλιν της Πελοποννήσου προς εύρεσιν του ποθουμένου. Πρόσθετον μάλιστα ότι μία παρέα, αγαπώσα μέχρι βαναύσου φορτικότητος να παίζει φάρσες, είχε εκμεταλλευθεί την μικροπιστίαν του και είχε γελάσει εις βάρος του ατυχούς ανθρώπου πολύ απρεπώς.

Τέλος μίαν εσπέραν, περί την δύσιν του ηλίου, Ο αδιάκριτος φίλος■■ είδε μακρόθεν τον Χρυσοβουλλίδην εις εν πεζοδρόμιον της οδού Ερμού, ολίγον παραπάνω από την Καπνικαρέαν, να τρέχει κατερχόμενος προς τα κάτω. Ο αδιάκριτος φίλος,■ εις το αντικρινόν πεζοδρόμιον, ανήρχετο. Ο Χρυσοβουλλίδης είδε τον φίλον του, αλλ’ έστρεψε βιαστικά το πρόσωπον προς τον τοίχον κι επροσποιείτο ότι δεν τον είδε. Εβγαλε με την αριστεράν από την τσέπην του το μανδήλιον κι εκάλυπτε τον μύστακα, ως να εσκουπίζετο. Τούτο έκαμε τον φίλον του να κοιτάξει καλύτερα και τότε είδε καθαρά ότι ο Θεόδωρος είχε βάψει τον λευκόν μύστακα με κόκκινον χρώμα. Ε! Θόδωρε! έκραξε γελών ο φίλος” να ιδούμε, αν θα περάσει τώρα η μπογιά σου. Και είτα επέφερε. Τώρα είναι καιρός να συστήσεις πάλιν κανένα σύλλογον… και να τον ονομάσεις ■■Ανάβαψις■.

(Τηρήθηκε η γλώσσα του συγγραφέα, προσαρμοσμένη στη σημερινή ορθογραφία.)

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.