Ζαχαριάς, ο πρωτοκλέφτης του Μοριά – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακολουθώντας τον επόμενο σύνδεσμο, μπορείτε να ακούσετε το κατωτέρω κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 81-ο τεύχος (Μάϊος – Ιούνιος του 2003) του ηχητικού μας περιοδικού, «Ορθόδοξη Πορεία». Το αφιέρωμά μας αυτό, έγινε στα πλαίσια της στήλης του περιοδικού μας: «Ιστορικές μορφές και δρώμενα».

Ζαχαριάς, ο πρωτοκλέφτης του Μοριά – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.mp3

Ήταν στα 1803, τον καταραμένο εκείνο χειμώνα, που γινόταν το φοβερό κυνηγητό της κλεφτουριάς στο Μωριά, σε βουνά και σε κάμπους. Ο Κεχαγιάμπέης έπιασε τη Σκάλα της Μεσσηνίας και άρχισε το φονικό του έργο από τους γιατάκηδες, τους τροφοδότες της Κλεφτουριάς. Άλλους έσφαξε, άλλους σούβλισε, άλλους παλούκωσε με τα χρωματιστά παλούκια. Και δεν αρκέστηκε ο σουλτάνος να στείλει και άλλα ασκέρια στο Μωριά, για ν’ αφανίσουν την κλεφτουριά’ κάλεσε επίσης τους δεσποτάδες και τους Κοτσαμπάσηδες στην Τρίπολη ο Τούρκος βαλής Οσμάν και τους είπε ξεκάθαρα:
«Όποιος δεν πράξει σύμφωνα με το φερμάνι του σουλτάνου και τον αφορισμό του πατριάρχη, θα τον κατακερματίσω και θα ρίξω στους σκύλους τις σάρκες του».
Έτσι άρχισε ο μεγάλος κατατρεγμός των Κλεφτών. Και τ’ αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Τούρκικα ασκέρια, λαός και κλήρος σηκώθηκαν στο ποδάρι εναντίον τους. Μα πιο πολύ ο Τούρκος βαλής επιζητούσε τον αφανισμό του κορυφαίου πρωτοκλέφτη Ζαχαρία γιατί οι Κολοκοτρωναίοι είχαν μισέψει για τα Εφτάνησα ή είχαν ξεκληριστεί. Μα πως να κάμει ζάφτι τούτο το φοβερό θηρίο που τ’ όνομα του έτρεμαν τα τούρκικα ασκέρια; Πως αλλιώς πετυχαίνουν το στόχο τους οι άνανδροι, παρά με τη μπαμπεσιά και με το δόλο.

Ένα πρωί, ένας Τούρκος τάταρης φτάνει μπροστά στον πύργο του μπέη της Μάνης Αντώνη Γρηγοράκη. Έδωσε στο μπέη ένα σφραγισμένο φάκελλο κι εξαφανίστηκε. Τ’ άνοιξε ο μπέης και διάβασε:
«Σεϊτ Οσμάν πασάς, ελέω θεού βεζύρης και ηγεμών του Μορέως. Σε σένα Αντώνμπεη Γρηγοράκη. Σου ορίζω ότι ο πολυχρονεμένος Πατισάχ έχει την οργή του απάνω σου, ότι δίνεις καταφύγιο των Κλεφτών και μάλιστα του Ζαχαρία. Αν θέλεις να γλυτώσεις από την δικαίαν τιμωρίαν, τώρα οπού έρχεται εκεί με την αρμάδαν ο καπουδάν πασάς Σιερεγμέτ, να πιάσεις τον Ζαχαρία και να μας τον στείλεις το γρηγορώτερον. Θέλησις του Υψηλού ημών Πατισάχ είναι να εξολοθρευτεί ο κακότροπος Χαϊνης. Να τον πιάσεις λοιπόν και να μας τον στείλεις προς ησυχίαν της Μάνης και του Μορέως. Ει και άλλως, ο Σιερεμέτμπεης έχει φιρμάνι βασιλικόν ότι όποιος πιάσει τον Ζαχαρία, αυτός θα γένη μπέης της Μάνης. Εξεδόθη απο το υψηλόν διβάνι του βαλή του Μορέως».

Ο Αντώνμπεης ταράχτηκε. Τούπεσε το γράμμα απ’ τα χέρια του. Κιντύνευε λοιπόν και η ζωή του, μα και το αξίωμα του. Νύχτωσε και περπατούσε ακόμα πέρα δώθε στον οντά, πνιγμένος στη συλλογή. Κάπου κάπου ξεφώνιζε:
-Τι μπελά μούβαλες, μωρέ ασή Ζαχαρία, ανεπρόκοπε…
Μόλις νύχτωσε για καλά, στέλνει ένα μπράβο του να ειδοποιήσει τον Μούρτζινο να ρθει στον πύργο. Φτάνει σε λίγη ώρα εκείνος και αρχίζουν τη συζήτηση.
Χάρηκε ο Μούρτζινος που ήθελε κι ο μπέης να βγάλουν απ’ τη μέση το Ζαχαρία. Είχαν παλιά μπλεξίματα οι δυό τους, γιατί μια εγγονή του, την έσερνε σαν παλακίδα μαζί του ο αρχικλέφτης. Μα πως όμως να ξεκάμει κανείς το Ζαχαρία. Με τ’ άρματα πάντως ήταν αδύνατο. Σκέφτηκαν κάμποση ώρα. Και ύστερα ο μπέης λέει:
-Έχω ένα σχέδιο. Ο Κουκέας, ο κουμπάρος του Ζαχαρία, είναι άνθρωπος σου. Ο Ζαχαρίας τον εμπιστεύεται. Στο χέρι σου είναι να τον καταφέρεις να πάρει τη δουλειά απάνω του. Μια πιστολιά στο κεφάλι του Ζαχαρία και όλα έρχονται όπως τα θέλουμε.
-Δύσκολο πράμα να καταφέρουμε τον Κουκέα, μουρμούρισε ο Μούρτζινος.
-Τάξτου γρόσια, Μούρτζινε, τάξτου ό,τι διάολο θέλεις. Φτάνει να γίνει η δουλειά!

Βαρύς χιονιάς ξημέρωσε την άλλη μέρα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το Μούρτζινο να ξημερωθεί στο σπίτι του Κουκέα. Πιάσαν οι δυό τους κουβέντα. Μπήκαν και στο ζουμί:
-Ο Τούρκος τις ξέρει, ορέ Κουκέα, όλες τις κινήσεις σου. Έμαθε πως ο Ζαχαρίας μπαινοβγαίνει στο κονάκι σου, ξέρει πως είστε κουμπάροι και πήρε την απόφαση να σε χαλάσει εσένα κάι τη φαμελιά του και το βιός σου. Αύριο, μεθαύριο, ανηφορίζει λεφούσι αρβανίτικο και σε κάνει στάχτη.
Αλαφιάστηκε ο Κουκέας. Τον έπιασε τρεμούλα.
-Τι να κάμω, μουρμούρισε που είμαι φαμελίτης.
-Να τον ξεκάμεις, ορέ! Και αν δε μπορείς μόνος σου,να σε βοηθήσουμε εμείς.
Έφυγε ο Κουκέας χωρίς να πει τίποτε άλλο.

Το άλλο βράδυ, ο Ζαχαρίας χτυπούσε την πόρτα του κουμπάρου του Κουκέα. Τον επισκέπτονταν συχνά και ξενυχτούσαν κουβεντιάζοντας.
-Έλα, κουμπάρε, του φώναξε απ’ το κεφαλόσκαλο μια φωνή.
Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα ο Ζαχαρίας. Έφτασε κοντά στον Κουκέα και οι δυο άνδρες αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.
-Καλώς εκόπιασες, καπετάνιε, του λέει ο Κουκέας.
-Καλώς σε βρήκα, αδερφέ! τ’ αποκρίνεται ο Ζαχαρίας. Και κοιτάζοντας τον στα μάτια, τον ρωτά:
-Είσαι καλά κουμπάρε; Μου φαίνεται πως τρέμει η φωνή σου.
-Καλά, πολύ καλά είμαι, κουμπάρε. Πέρασε μέσα.
Άφησε την κάπα του και τ’ άρματα του σε μια κασέλα στην είσοδο, ο Ζαχαρίας και προχωρούσε. Και τότε ξαφνικά, τρία τρομπόνια βρόντηξαν μαζί κι έχυσαν φωτιά πάνω του. Κι ο πρωτοκλέφτης Ζαχαρίας σωριάστηκε στο πάτωμα, σαν δέντρο που ξεριζώθηκε.
Το ανήμερο θεριό, ο πρωτοκλέφτης του Μωριά, έσβησε με μιας, κάτω από τα βόλια πληρωμένων δολοφόνων που τους είχε ορμηνέψει ο κουμπάρος του Κουκέας.

Πασκαλιά στάθηκε για την Τουρκιά ο φόνος του παλικαριού, ενώ ο λαός βουτήχτηκε στο πένθος.
Οι μπράβοι του Μούρτζινου και του Κουκέα έκοψαν το κεφάλι του και το πήγαν στην Τριπολιτσά. Το έστησαν εκεί οι Τούρκοι σ’ ένα παλούκι, για να το βλέπουν οι ραγιάδες.
Ένας Τούρκος χωρατατζής θέλησε να κοροϊδέψει το νεκρό και του ‘βαλε στ’ αυτί ένα τριαντάφυλλο. Ένας άλλος τον τσάκισε στο ξύλο. Και οι Τούρκοι τιμούσαν την παλικαριά.

Πήγε κι ο πασάς να ιδεί το κεφάλι του Ζαχαρία. Είδε τον Κουκέα να στέκεται δίπλα στο παλουκωμένο κεφάλι, καμαρώνοντας για το κατόρθωμα του.
-Εσύ τον σκότωσες; τον ρώτησε.
-Ναι, απάντησε εκείνος και πήρε ύφος.
-Το ντοβλέτι όμως τον ήθελε ζωντανό και όχι σκοτωμένο. Τώρα τι τζεβάτι θα δώσω εγώ; ρώτησε θυμωμένος ο πασάς.
Κι αμέσως πρόσταξε κι έκοψαν το κεφάλι του άτιμου Κουκέα. Και το έστειλε στην πόλη.

Ο λαός τραγούδησε τον άτιμο τρόπο που σκότωσαν τον Ζαχαρία.
«Κουμπάρος τον προσκάλεσε να πάη να τον φιλέψει-
πάνω που στρώσαν το σουφρά κι αρχίσανε να πίνουν,
τρεις ντουφεκιές του ρίξανε με τρία ασημένια βόλια-
η μια τον πήρε στην καρδιά, η άλλη στο πλεμόνι,
κι η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στο κεφάλι!
Που είστε παλικάρια μου, παιδιά μ’ αγαπημένα,
πάρετε το κορμάκι μου, πάρτε μου το κεφάλι,
να μην το δώσουν στην Τουρκιά και το κλωτσά στους δρόμους…».
Αλλά και το θρήνο για το χαμό του τραγούδησε η λαϊκή μούσα. Να μερικοί στίχοι:
«Τ’ ακούτε χώρες και χωριά, τ’ ακούτε βιλαέτια,
τ’ ακούτε Μπαρμιτσιώτισσες και Μπαρμπιτσιωτοπούλες,
να μην αλλάξτε τη Λαμπρή, τ άσπρα να μη φορέστε,
σαν του κοράκου το φτερό φκιάστε τη φορεσιά σας,
Το Ζαχαρία σκοτώσανε στον πύργο του Κουκέα,
που ήταν στη Μάνη φλάμπουρο και στο Μοριά κολώνα.
Σαν τάκουσαν οι σύντροφοι, επέσαν να πεθάνουν…».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του ’21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.