«Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος…» – ο Προοιμιακός Ψαλμός, ψαλμός 103.

Ψαλμός 103
• Ευλόγει η ψυχή μου, τόν Κύριον! Κύριε ο Θεός μου εμεγαλύνθης σφοδρα.
• Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φώς ως ιμάτιον.
• Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν, ο στεγάζων εν ύδασιν τα υπερώα αυτού.
• Ο τιθείς νέφη τήν επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων.
• Ο ποιών τούς Αγγέλους αυτού πνεύματα, και τούς λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα.
• Ο θεμελιών τήν γήν επί τήν ασφάλειαν αυτής, ου κλιθήσεται εις τόν αιώνα τού αιώνος.
• Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί των ορέων στήσονται ύδατα.
• Από επιτιμήσεώς σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν.
• Αναβαίνουσιν όρη, και καταβαίνουσι πεδία εις τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά.
• Όριον έθου, ό ου παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γήν.
• Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανάμεσον των ορέων διελεύσονται ύδατα.
• ποτιούσι πάντα τα θηρία τού αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών.
• Επ’ αυτά τα πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν.
• Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού, από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γή.
• Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι, και χλόην τή δουλεία των ανθρώπων.
• Τού εξαγαγείν άρτον εκ τής γής και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου.
• Τού ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω• και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει.
• Χορτασθήσεται τα ξύλα τού πεδίου, αι κέδροι τού Λιβάνου, άς εφύτευσας.
• Εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι, τού ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών.
• Όρη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς.
• Εποίησε σελήνην εις καιρούς. Ο ήλιος έγνω τήν δύσιν αυτού.
• Έθου σκότος, και εγένετο νύξ. Εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία τού δρυμού.
• Σκύμνοι ωρυόμενοι τού αρπάσαι, και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς.
• Ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται.
• Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού, και επί τήν εργασίαν αυτού έως εσπέρας.
• Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας! επληρώθη η γή τής κτίσεώς σου.
• Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωροςε εκεί ερπετά ών ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων.
• Εκεί πλοία διαπορεύονται, δράκων ούτος, όν έπλασας εμπαίζειν αυτή.
• Πάντα πρός σέ προσδοκώσι, δούναι τήν τροφήν αυτών εις εύκαιρον, δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν.
• Ανοίξαντός σου τήν χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Αποστρέψαντος δέ σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται.
• Αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι, και εις τόν χούν αυτών επιστρέψουσιν.
• Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον τής γής.
• Ήτω η δόξα Κυρίου εις τούς αιώνας. Ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού.
• Ο επιβλέπων επί τήν γήν, και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων, και καπνίζονται.
• Άσω τω Κυρίω εν τή ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω.
• Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δέ ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω.
• Εκλείποιεν αμαρτωλοί από τής γής, και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον.
Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! πάντα εν σοφία εποίησας.

Απόδοση.

Είναι ώρα, ψυχή μου, για τη δοξολογία του Κυρίου. Κύριε και Θεέ μου, η μεγαλοσύνη σου είναι απέραντη. Ντύθηκες τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια, Εσύ που περιβάλλεσαι σαν μανδύα το φως. Εσύ απλώνεις ως πέρα τον ουρανό σαν σκηνή από δέρμα. Εσύ στεγάζεις με νερά τα ανώγεια του ουρανού. Επιβαίνεις πάνω στα νέφη σαν σε γρήγορα άρματα και περπατάς πάνω στα φτερά των άνεμων. Έπλασες τους αγγέλους ταχείς σαν τους άνεμους και τους ασώματους λειτουργούς σου δραστήριους και φωτεινούς σαν τη φλόγα της φωτιάς. Στερέωσες τη γη με ασφάλεια πάνω σε ασάλευτα θεμέλια, ώστε να μην κλονισθεί ποτέ, στον αιώνα. Η άβυσσος των υδάτων τη σκεπάζει σαν φόρεμα και πάνω στα βουνά έχουν σταθεί με τη μορφή του χιονιού τα νερά. Όμως όταν αντηχήσει η προσταγή σου θα φύγουν και θα κατέβουν στις πεδιάδες. Η βροντερή φωνή σου τα αναγκάζει να υποχωρήσουν. Τα βουνά ανυψώνονται προς τα πάνω και οι πεδιάδες φέρονται προς τα κάτω, το καθένα στον τόπο όπου Εσύ το εθεμελίωσες. Έθεσες όριο στη θάλασσα, και τα νερά της δε θα υπερβούν, ούτε θα επιστρέψουν και πάλι στη στεριά. Εσύ κάνεις τις πηγές ν’ αναβλύζουν μέσα στα φαράγγια και μέσα απ’ τα βουνά να περνούν τα νερά τους. Τα νερά αυτά ποτίζουν όλα τα άγρια θηρία και οι άγριοι όνοι σβήνουν τη δίψα τους σ’ αυτά. Πάνω στα δέντρα τα διάφορα πτηνά του ουρανού χτίζουν τις φωλιές τους και από τους γύρω βράχους σκορπίζουν το κελάηδημα τους. Εσύ ποτίζεις τα βουνά με τις βροχές του ουρανού, κι απ’ τις βροχές, που είναι έργο δικό σου, θα χορταίνει πάντοτε η γη. Εσύ κάνεις να φυτρώνει το χορτάρι απ’ τη γη για τα φυτοφάγα ζώα και δίνεις τα κατάλληλα γεννήματα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του άνθρωπου. Έτσι προμηθεύεται από τη γη ο άνθρωπος το ψωμί αλλά και το κρασί που ευφραίνει την καρδιά του. Επίσης το λάδι, που κάνει απαλό και ιλαρό το πρόσωπο του, και το ψωμί που στηρίζει την καρδιά του. Θα χορτάσουν από τα νερά τα δένδρα του κάμπου καθώς και τα πελώρια κέδρα του Λιβάνου που Εσύ φύτεψες. Στα κλαδιά των δένδρων, τα μικρά σπουργίτια στήνουν τις φωλιές τους, πάνω δε απ’ αυτές είναι η φωλιά του ερωδιού. Τα ψηλά βουνά όρισε ο Κύριος σαν κατοικία των ελαφιών και τα πετρώδη μέρη για καταφύγιο των λαγών. Εδημιούργησε τη σελήνη για να προσδιορίζει τις εποχές. Ο ήλιος γνωρίζει το βασίλεμά του. Εσύ Κύριε όρισες να έρχεται το σκοτάδι και να γίνεται νύχτα, που όσο κρατάει, τα άγρια θηρία τριγυρίζουν για αναζήτηση της τροφής τους. Βγαίνουν με βρυχηθμούς τα μικρά των λιονταριών για να αρπάξουν τη λεία τους και ο βρυχηθμός τους είναι φωνή προς το Θεό για να τους δώσει τροφή. Ανατέλλει ο ήλιος και τα θηρία μαζεύονται στις φωλιές τους για να κοιμηθούν. Τότε βγαίνει κι ο άνθρωπος για τα έργα του και για τις ασχολίες του ως το βράδυ. Πόσο μεγάλα και λαμπρά είναι τα έργα σου, Κύριε! Όλα τα δημιούργησες με άπειρη σοφία. Η γη είναι γεμάτη από τα κτίσματα σου. Μπροστά μας απλώνεται η θάλασσα μεγάλη και πλατιά. Αναρίθμητα ψάρια ζουν και κινούνται μέσα σ’ αυτή, υδρόβια ζώα μικρά και μεγάλα. Καράβια τη διασχίζουν προς διάφορες διευθύνσεις. Ο δράκοντας, το μεγάλο θαλάσσιο κήτος που έπλασες, παίζει μαζί της και φαίνεται σα να περιφρονεί τη δύναμη της. Όλα αυτά τα ζώα της γης, της θάλασσας και τ’ ουρανού, από Εσένα περιμένουν να τους δώσεις στην κατάλληλη ώρα την τροφή τους, να την μοιράσεις Εσύ, κι αυτά να τη μαζέψουν. Όταν ανοίγεις το πλουσιόδωρο χέρι σου, τα σύμπαντα γεμίζουν από τα αγαθά σου. Μα όταν πάρεις απ’ αυτά το πρόσωπο σου τα πιάνει ταραχή και τρόμος. Παίρνεις τη ζωή τους και σβήνουν και επιστρέφουν στο χώμα απ’ όπου προήλθαν. Κι όταν τους στείλεις πάλι τη ζωογόνα πνοή σου, ξαναδημιουργούνται κι έτσι ξανακαινουργώνεις το πρόσωπο της γης. Ας είναι, λοιπόν, δοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες. ‘Ας ευφραίνεται από την ωραιότητα των έργων του. Ρίχνει το βλέμμα του στη γη και την κάνει να τρέμει• αγγίζει λίγο τα βουνά και γεμίζουν καπνούς. Θα υμνώ τον Κύριο σε όλη μου τη ζωή. Θα του ψάλλω ύμνους όσο θα υπάρχω. Είθε να δοκιμάζω πάντοτε τη γλυκύτητα της συνομιλίας μου μ’ Αυτόν. Ο Κύριος ας είναι πηγή της ευφροσύνης μου. ‘Ας χαθούν εντελώς από τη γη οι αμαρτωλοί και οι άνομοι. Ούτε αχνάρι τους ας μη μείνει. Μην παύεις ψυχή μου να δοξολογείς τον Κύριο. Πόσο μεγάλα και λαμπρά είναι τα έργα σου Κύριε! Όλα τα δημιούργησες με άπειρη σοφία.

***

Από τότε που το θεϊκό πρόσταγμα όρισε•
«…συναχθήτω το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις συναγωγήν μίαν…» και φανερώθηκε η ξηρά, χαιρόμαστε οι άνθρωποι μαζί με τα άλλα πανέμορφα δώρα της δημιουργίας, τα κρυστάλλινα νερά, τη βροχή που στέλλει ο ουρανός, τα ήρεμα ρυάκια, τις βρυσομάνες, τα μακριά ποτάμια, την απέραντη γαλάζια θάλασσα και κατανοούμε το λόγο• «… και είδεν ο Θεός ότι καλόν»!
Κατάπληκτος μπροστά στο μεγαλείο της δημιουργίας, εμπνέεται ο προφητάνακτας Δαβίδ το αριστούργημα της βιβλικής ποίησης, τον 103ο Ψαλμό.
Δεν γνωρίζει σίγουρα τις νεώτερες επιστημονικές απόψεις που μιλούν για τον «παγκόσμιο ωκεανό», ο οποίος σκεπάζει τα 3/4 της γης.
Ο υμνωδός ευλογεί, σε μια δοξολογική έξαρση, τον Κυριο, γιατί με τα πάνσοφα έργα της δημιουργίας του «εμεγαλύνθη σφόδρα».
Ο 103ος Ψαλμός είναι μια υπέροχη ποιητική απόδοση. Ενα λυρικό ποίημα υψηλής έμπνευσης, που με ιερότητα και δέος παρουσιάζει την μεγαλειώδη εικόνα της δημιουργίας. Απήχηση των πρώτων σελίδων του ιερού βιβλίου της Γενέσεως που πανοραματικά απλώνει μπροστά μας τα έργα του κάλλους και της παντοδυναμίας του Πανάγαθου Δημιουργού.
Η καθημερινή χρήση του 103ου Ψαλμού στην ακολουθία του Εσπερινού, που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το προοίμιό του, τον έκανε γνωστό στην εκκλησιαστική γλώσσα ως Προοιμιακό.

Η ομορφιά των επάλληλων εικόνων, το κάλλος των λέξεων, η υπέροχη σύνθεση των εννοιών, η ζωηρή έκφραση των συναισθημάτων, το «θεοπρεπές» ύφος, δίνουν μια ιδιαιτερότητα στο θεόπνευστο λυρισμό του Ψαλμού.
Ακολουθώντας την προτροπή που διατυπώνει στην « Εξαήμερο» ο Μεγας Βασίλειος• «κάθε φορά που βλέπεις νερά να θυμάσαι την πρώτη φωνή• “συναχθήτω το ύδωρ…”», επιλέγουμε σε αυτή την προσέγγιση του Προοιμιακού Ψαλμού τούς στίχους, όπου με μια αστείρευτη εικονοπλαστική δύναμη ο θεόπνευστος ποιητής, παρουσιάζει την ομορφιά στη δημιουργία με την παρουσία του νερού.

Ο Κυριος είναι «ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον», που με τα ύδατα των νεφών στεγάζει το ουράνιο στερέωμα κι ανάλαφρα σαν σε άρμα κινείται επάνω στα σύννεφα και περπατάει στις φτερούγες των ανέμων…
« Επί των ορέων στήσονται ύδατα: από επιτιμήσεώς σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν…» (στ. 6-7).
Αντήχησε η προσταγή του και από την επιτιμητική κραυγή, φοβισμένα φεύγουν τα νερά. Από τη βροντερή φωνή του δειλιάζουν και αποχωρούν για να αποκαλυφθεί η ξηρά…
Οι οπτικές, οι ακουστικές, οι αισθητικές εικόνες, η προσωποποίηση των στοιχείων της φύσης, η ανθρωποπαθής αντιμετώπιση των υδάτων, συγκλονίζουν την ανθρώπινη ψυχή, δημιουργούν δέος και θαυμασμό!
Ο Κυριος είναι που εξαποστέλλει τις πηγές να τρέχουν μέσα στα φαράγγια και στις στενές κοιλάδες. Να κατρακυλούν απ τά βουνά άφθονα νερά, για να ξεδιψούν τα άγρια θηρία.
« Ο ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού…» (στ. 13). Δροσίζονται τα ξερά βουνά, ανθοβολούν και καρποφορούν οι πεδιάδες με τις βροχές, που σαν επουράνια στέγη άπλωσε επάνω από τη γη ο Θεός.
«Συναχθήτω το ύδωρ, το υποκάτω του ουρανού εις συναγωγήν μίαν…». Και ο ψαλμωδός με την άφθαστη ποιητική χάρη θα υμνήσει:
«Κυριε, πάντα εν σοφία εποίησας…».
Ιδού και η θάλασσα, αυτή η μεγάλη και πλατειά. Εκεί υπάρχουν αναρίθμητα ψάρια και ερπετά. Εκεί κινούνται ασταμάτητα ζώα, μικρά και μεγάλα μαζί.

«Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος… εκεί πλοία διαπορεύονται» (στ. 25-26).
Η θάλασσα, στοιχείο ανήσυχο, δυναμικό κι ελεύθερο. Ρευστό και άστατο. Ρουφάει φως και κλείνει σκοτάδι. Την κοιτάζουμε σε ήρεμες ώρες και μας μαγεύει το αντίκρυσμά της. Την αντικρύζουμε φουρτουνιασμένη από την ξηρά και δεν τρομάζουμε «όριον έθου, ο ου παρελεύσονται» (στ. 9).
«Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος…».
Τι ομορφιά, τι πλούτος, τι γαλάζια απεραντοσύνη!
«Ευφρανθήσεται Κυριος επί τοις έργοις αυτού… Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κυριον».

Από το περιοδικό: «η δράση μας», τεύχος Μαϊου 2007.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.