Η τιμωρία του κροκόδειλου – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Στήν οχθη του Νείλου, ενα κατσικάκι έβοσκέ αμέριμνο. Πότε μασούσε λαίμαργα το δροσερό χορτάρι, πότε πηδούσε με χάρη, εύχαριστημένο από τη ζωή του. Κάποια στιγμή, κατηφόρισε ως το νερό να ξεδιψάσει. Τότε ο πελώριος κροκόδειλος, που παραμόνευε μέσα στα καλάμια και στούς παπύρους, σύρθηκε ύπουλα ίσα με τα ρηχά, άνοιξε το μεγάλο του στόμα και με τα φοβερά, κοφτερά του δόντια, επιτέθηκε στο κατσικάκι. το δύστυχο ζωντανό βρέθηκε ανυπεράσπιστο άνάμεσα στα σαγόνια του θηρίου, που δέ χρειάστηκε πάνω από δυό λεπτά για να του τσακίσει τα κόκκαλα και να το καταβροχθίσει. Χορτασμένος, για την ώρα, ο κροκόδειλος χώθηκε πάλι κάτω από το νερό, περιμένοντας το έπόμενο θύμα. Μπορούσε να μένει ακίνητος με τις ώρες. Ηξερε πως σ’ εκείνο το μέρος πάντα θα πετύχαινε κάτι. και ειχε δίκιο, άφού, μισό μίλι άπό το ποτάμι, ήταν το χωριό. Κατέβαιναν συχνά οι χωριανοί στην ακροποταμιά, πότε για να προμηθευτούν νερό και πότε για να ποτίσουν τα ζώα τους. και πάντα υπήρχε κάποιος απρόσεχτος, κάποιος που προχωρούσε πιο μέσα στο νερό ή
ξεμοναχιαζόταν για να κυνηγήσει καμιά νερόκοτα. και τότε…

Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος του χωριού ο κροκόδειλος. Αποφάσισαν πολλές φορές να τον σκοτώσουν και να γλυτώσουν, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ήταν πολύ μεγάλος και πολύ πονηρός. Μιά φορά που του είχαν στήσει παγίδα, δένοντας μέσα στον καλαμιώνα ενα αθώο κατσίκι, με σκοπό να τον παρασύρουν σ’ εκείνο το σημείο, κατάφερε να ξεφύγει την τελευταία στιγμή, έχοντας στο στόμα του το καϋμένο το τετράποδο. Άρπαξε βέβαια κάμποσα βέλη στη ράχη, αλλά τί μπορούσαν να του κάμουν, άφού ήταν προικισμένος με πετσί χοντρό; Άσε που με ενα δυό γερά χτυπήματα της ούράς του, μπορούσε να αναποδογυρίσει τις βαρκουλες των χωρικών, που εξ αιτίας του δέν τολμούσαν πιά να περάσουν στην απέναντι όχθη.

Ήταν, λοιπόν, πολύ στενοχωρεμένοι οι χωριανοί, οχι μόνο γιατί δέν μπορούσαν να πανε απέναντι, να πουλήσουν και να αγοράσουν πράματα, αλλά έμεναν και αλειτούργητοι, επειδή ο ιερέας που τους εξυπηρετούσε, έμενε στην απέναντι μεριά του ποταμού. Κι ο καλός τους ο παππούλης, φοβόταν να περάσει το ποτάμι, όπου τριγύριζε ο τρομερός κροκόδειλος.

Ευδόκησε όμως ο Θεός, και πέρασε μιά μέρα από το χωριό ο μοναχός Ελλής. Ήταν Κυριακή και οι χωρικοί κάθονταν στον αυλόγυρο της εκκλησίας, άκεφοι. Ούτε συζητήσεις, ούτε αστεία.
Πόσον καιρό μένουμε άλειτούργητοι, σάν ειδωλολάτρες; Πέταξε κάποιος.
Θαρρώ πως κοντεύει χρόνος, αποκρίθηκε άλλος, και ξέρεις… Έκοψε άπότομα το λόγο του, βλέποντας τον Έλλή να πλησιάζει. για κοίτα, ο καλόγερος… είπε.
Όλα τα μάτια στράφηκαν στον άσκητή. Ήταν ψηλός κι άδύνατος, με μακριά γενειάδα και πυκνά μαλλιά, που πέφτανε έλεύθερα στούς ώμους του. Φορούσε ενα χιλιομπαλωμένο ράσο και περπατούσε ξυπόλυτος. Κι όμως, παρά τη φτωχική του εμφάνιση, είχε κάτι το επιβλητικό. Λέγανε πως ασκήτευε στην πιο άγρια έρημο, στή Θηβαίδα, και πως είχε από το Θεό το χάρισμα να κάνει θαύματα. Μιά φορά το χρόνο περνούσε από το χωριό, πηγαίνοντας βόρεια, πρός την έρημο της Νιτρίας, όπου ζούσαν πολλοί μοναχοί. Καθώς πλησίαζε με το αργό βάδισμα, του ανθρώπου που εχει περπατήσει πολύ και λές πως δεν αντέχει άλλο, οι χωριανοί προσηκώθηκαν, ο Έλλής στάθηκε μπροστά στη συντροφιά, ύψωσε το δεξί χέρι και τους εύλόγησε. οι πιό νέοι σηκώθηκαν και του έκαμαν τόπο να καθίσει. Εκείνος βολεύτηκε στη πεζούλα, τους κοίταξε. Πρόσεξε και την κλειστή πόρτα της εκκλησίας.

Βαρύθυμους σας βλέπω, αδελφοί, είπε με τη βαθειά φωνή του, τί τρέχει;
Τότε ξέσπασαν ολοι μαζί. Του μίλησαν για τον φονικό κροκόδειλο, για τους άνθρώπους και τα ζώα που είχε φάει, για τις μάταιες προσπάθειές τους να τον σκοτώσουν, για τον παπά τους που φοβόταν να περάσει τον ποταμό.
Νά σκεφτείς, γέροντα, πως εχουμε στο χωριό κάμποσα μωρά αβάφτιστα, πως μερικοί νέοι περιμένουν να παντρευτουν. Κι αν τύχει να πεθάνει κανένας από μας, θα πάει άψαλτος. Τί να κάνουμε;
Γιατί δέν επήγατε στον διοικητή της επαρχίας, να του πείτε το πρόβλημά σας; θα μπορούσε να στείλει στρατιώτες να σκοτώσουν το θηρίο.
Ο διοικητής εχει άλλες εγνοιες. Στείλαμε ανθρώπους μας να του μιλήσουν, αλλά δέν του φάνηκε σπουδαίο το ζήτημά μας! Μας συμβούλεψε να τα βγάλουμε πέρα μονάχοι μας.
Ο Ελλής δεν είπε τίποτα. για κάμποση ώρα εμεινε αμίλητος κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. Κάποια στιγμή σηκώθηκε.
Θά πάω να σας φέρω τον ιερέα σας, δήλωσε και τράβηξε κατά το ποτάμι.
Στήν αρχή οι χωρικοί σάστισαν, ύστερα έτρεξαν ξωπίσω του.
Πώς θα περάσεις απέναντι;
Είναι επικίνδυνο ακόμα και με βάρκα!
Τέτοια κι άλλα παρόμοια του φώναζαν, για νά τον κάμουν ν’ αλλάξει γνώμη, ωστόσο εκείνος δεν τους έδινε σημασία. Βάδιζε αποφασιστικά κι εκείνοι ακολουθούσαν, περίεργοι να δουν τί θα κάμει.
Στήν ακροποταμιά ο Έλλής στάθηκε στο σημείο που το νερό έγλειφε τη στεριά. οι χωρικοί σταμάτησαν πίσω του σε απόσταση.
Έλα! τον άκουσαν να φωνάζει.
Και είδαν τα νερά να αναταράζονται, να κοχλάζουν. και είδαν τη φολιδωτή ράχη, το μεγάλο κεφάλι με τα πονηρά μάτια, τα κοντά άσχημα πόδια. Είδαν τον κροκόδειλο να προβάλλει από το νερό και να σέρνεται μπροστά στον ασκητή,
Χριστέ μου, θα τον φάει, τσίριξε κάποιος,
Σαν να μήν άκουσε τίποτα, σά να μήν έτρεχε τίποτα, ο Έλλής καβαλλίκεψε τον κροκόδειλο και πέρασε το ποτάμι! Οι χωρικοί δέν πίστευαν στα μάτια τους.
Θαύμα! Θαύμα!
Η λέξη πετούσε από στόμα σε στόμα, την έλεγαν ο ένας στον άλλο, λες κι ήθελαν να χωνέψουν καλά το νόημά της. Καί, φυσικά, κανένας δέν το κούνησε από την ακροποταμιά. Ήθελαν να δουν τη συνέχεια.
Στήν άλλη όχθη ο Έλλής βρήκε τον ιερέα.
Ελα, πάτερ μου, πάμε άπέναντι να λειτουργήσεις, του είπε. Είναι κρϊμα να μένουν οι άνθρωποι χωρίς το μυστήριο της θείας εύχαριστίας.
Γέροντά. μου, πως θα περάσουμε το ποτάμι;
Δέν ξέρεις πως ένας κροκόδειλος, σκέτος φονιάς, παραμονεύει; το πέρασμα είναι επικίνδυνο.
Ο Θεός είναι μεγάλος. Κάποιο τρόπο θα μας δείξει.
Ο ιερέας δίσταζε.
Ελα, παμε, επέμενε ο Έλλής. Σκέψου τις ψυχές που σε περιμένουν.
Με μισή καρδιά τον ακολούθησε ο ιερέας. Ο φόβος του θηρίου είχε φωλιάσει στην ψυχή του. στην όχθη στάθηκαν,
Δέ βλέπω βάρκα, δέ βλέπω καϊκι, παρατήρησε ο παπάς.
Σου είπα, ο Θεός θα μας βρει τρόπο, απάντησε ο Ελλής και κάλεσε τον κροκόδειλο.
Βλέποντας το φοβερό ερπετό, ο ιερέας κόντεψε να λιγοθυμήσει.
Ελα, πάτερ, ο Θεός μας έστειλε μέσον να περάσουμε, είπε ατάραχος ο Έλλής.
Δέν καταλαβαίνω… θές να πεις… πώς… μπέρδεψε τα λόγια του ο παπάς.
Μα βέβαια, οι κροκόδειλοι ξέρουν καλό κολύμπι. Το νερό είναι βαθύ, στη ράχη τούτου εδώ θα είμαστε μιά χαρά. Κι έξ άλλου η απόσταση δέν είναι μεγάλη, τον καθησύχαζε ο Ελλής.

Μέ τα πολλά τον άπίθωσε στη ράχη του κροκόδειλου, καβαλλίκεψε κι ο ίδιος και σε λίγη ώρα πατούσαν το χώμα της άλλης ώχθης, όπου οι χωρικοί τους υποδέχτηκαν ψάλλοντας ύμνους στο Θεό.
Ο κροκόδειλος ετοιμάστηκε να βουτήξει πάλι στο νερό, όμως ο Έλλής τον πρόσταξε να μείνει ακίνητος.
Ο Θεός δοξάστηκε σήμερα, άρχισε να λέει δυνατά, για να τον ακούνε ολοι. Χρησιμοποίησε εμένα, τον ταπεινό δούλο του και τούτο το άγριο θηρίο. Ας είναι ευλογητός στούς αιώνες των αιώνων.
Στράφηκε ύστερα στον κροκόδειλο.
Κι εσύ ήσουνα σήμερα μέσα στο σχέδιο του Θεού. Ωστόσο, έχεις κάμει πολύ κακό. Δέν είναι δίκαιο να συνεχίσεις έτσι. για σένα και για όλους αυτούς έδώ τους ανθρώπους είναι καλύτερο να πεθάνεις.
Το θηρίο σπαρτάρησε για λίγο κι ύστερα έμεινε ακίνητο. Έτσι γλύτωσε το χωριό.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 92 – 101.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.