Ο Βράχος και το Κύμα – Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! Μες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ. Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό… Eξύπνησα λιοντάρι!…»

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;…
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»

«Βράχε, με λέν εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Μ’ εφόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη…
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη”
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου.»

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
σαν να ’ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

(από τη συλλογή, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης Β΄. Ποιήματα και Πεζά, Ίκαρος 1981)

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.