Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΙ’ ΟΙ ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ – Φώτη Κόντογλου.

Υστερα από πολλή απαντοχή, ήρθε τέλος πάντων η άνοιξη. Άρχισε η γλυκύτητα του καλοκαιριού. Ήλιος! Χαρά Θεού! Όλα είνε χαρούμενα, ο ουρανός, η στεριά, η θάλασσα, τα βουνά, τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά, οι άνθρωποι. Ακόμα και οι άψυχες και ψυχρές πέτρες σαν να μιλούνε, σαν να τραγουδούνε από χαρά. Τώρα δεν υπάρχει κανένα άψυχο. Ευχαριστούνε τον ζωοδότη που τους δίνει τη ζωή, για να χαίρουνται. Ευχαριστούμε και εμείς οι άνθρωποι τον Χριστό που αναστήθηκε, για το μεγάλο δώρο της ζωής που μας χάρισε και για τη φλέβα της χαράς που αναβρύζει μέσα στην καρδιά μας, κι ευφραινόμαστε από την θαυμαστή πλάση του, μαζί με όλα τα πλάσματά του. Σήμερα, σαν να μεταμορφωθήκαμε όλοι σε Αγγέλους, και δοξολογούμε τον Κύριο, που είπε στον Ιώβ: «Τον καιρό που γινήκανε τα άστρα, με υμνήσανε με τις φωνές τους όλοι οι Άγγελοί μου». Τώρα, τον υμνούν όχι μοναχά οι Άγγελοι, που τότε μονάχα εκείνοι είχανε πλασθή, αλλά και οι άνθρωποι, κι όσα άλλα πλάσματα, πλασθήκανε ύστερα από τους Αγγέλους.

Ολόκληρη η κτίση δοξάζει Εκείνον που, με την παντοδυναμία του, την έβγαλε από το χάος κι από το σκότος της ανυπαρξίας. Κυττάζοντας αυτή την εξαίσια κτίση, που είνε στον αιώνα καταστολισμένη με αμέτρητες χάρες, ο νους μου πηγαίνει πάλι, αυτές τις αγιασμένες ανοιξιάτικες μέρες, στον Θεό, που είπε στον Ιώβ: «Θα σε ρωτήσω, κι εσύ θα μου αποκριθής: Που ήσουνα τον καιρό που θεμελίωνα τη γη; Πες μου το, αν έχης γνώση… Έφραξα τη θάλασσα με καστρόπετρες, της έβαλα σύνορα, και της είπα: Ως εδώ θάρθης και δεν θα πας παραπέρα, και μέσα στον εαυτό σου θα σκάζουνε τα κύματά σου. Ή μαζί σου έβαλα τάξη στο χάραγμα της αυγής; Κι’ ο αυγερινός γνωρίζει την τάξη του… Ή μήπως ξέρεις το δίχτυ της Πούλιας και τον φράχτη του Ωρίωνα, ή γνωρίζεις τα γυρίσματα του ουρανού; Ή θα φωνάξης το σύννεφο και θάρθη, και θα σου υπακούση και θα ρίξη φοβερή νεροποντή; Ή θα στείλης τα αστροπελέκια και θα τρέξουνε; Ποιός έδωσε στις γυναίκες τη σοφία του αργαλιού και τη γνώση στο κέντημα; Ή από τη δική σου φώτιση στέκεται ακίνητο το γεράκι και πετά, κυττάζοντας κατά το νοτιά; Ή, με τη δική σου προσταγή ψηλώνει στον ουρανό ο αητός, κι ὁ αγιούπας (γυψ) κάθεται απάνω στη φωλιά του και κλωσσά, που είνε κανωμένη στην άκρη στον βράχο, κι απο κει γυρεύει να βρη τη θροφή του; Τα μάτια του από μακρυά σημαδεύουνε…».

Φέρνοντας στον λογισμό μου αυτά τα λόγια του Θεού, αισθάνομαι τη φύση, φύση αγιασμένη, ιερό έργο του παντοδύναμου Θεού, που δημιουργώντας την, έχυσε την αγάπη του μέσα σε κάθε πλάσμα, στις φλέβες της γης, στις φλέβες της θάλασσας, στις φλέβες των ζώων και των ανθρώπων.

Κάθουμαι στο μικρό περιβολάκι μας, και μέσα στην ησυχία που είνε γύρω μου, νοιώθω μυριάδες πλάσματα, φωνές που δεν ακούγονται, και που έρχουνται όχι μόνο από τα ζωντανά που βρίσκουνται μακρυά, αλλά κι από τα χρωματιστά λουλούδια, από τα χλωρά και καινούργια φύλλα των δέντρων, από τα σκαθάρια, από τα μαμούδια, από τα πεταλούδια κι από τα μυγάκια που τριγυρίζουν πετώντας ανάμεσα στα δροσερά άνθια και στις πρασινάδες. Μονάχα τα πουλάκια τα ἀκούγω να κελαϊδούν με τα αυτιά μου. Όλα σήμερα είνε ευτυχισμένα.

Η ατμόσφαιρα είνε ζεστή και μοσκοβολημένη, κι ο αγέρας μπαίνει δροσερός μέσα σου και φτάνει ως την καρδιά σου. Από μέσα της έχουνε φύγει τα πάθη που τη μολεύανε, κι απόμεινε καθαρή. Κι ούτε να νοιώσης καν μπορείς πια τι θα πη κακία. Μέσα σε μια τέτοια βλογημένη πλάση, δεν μπορεί να υπάρχουνε άνθρωποι φθονεροί, ραδιούργοι, μικρολόγοι, φιλοκατήγοροι, αχάριστοι, αιμοβόροι. Η κακία σου φαίνεται σαν ψευτιά, σαν ένας βραχνάς που σκόρπισε, και δεν υπάρχει πια στον κόσμο.

Ωστόσο, λίγο παραπέρα από τούτο το μικρό περιβολάκι, που είνε τρυπωμένο ανάμεσα σε μικρά σπίτια και σε μαντρότοιχους, ουρλιάζει το ανύσταχτο τέρας που λέγεται ζωή, κοινωνία και πολιτισμός, η σατανική τούτη μηχανή που την έκανε η πονηρή διάνοια του ανθρώπου. Την έκανε για να την έχη σκλάβα του, μα εκείνη τον άρπαξε στις ρόδες της, τον μπέρδεψε στα γκρανάζια της, και τον στριφογυρίζει δίχως έλεος. Τον ζάλισε σαν τον σκύλο που κυνηγά την ουρά του. Ο δυστυχής, παραπατά ζαλισμένος, λαχανιασμένος, μισοπεθαμένος, μα ωστόσο, αυτό το κουρέλι θαρρεί πως γίνηκε θεός, τρισευτυχισμένος εξουσιαστής της γης και του ουρανού, σκλάβος που έκανε ο ίδιος τις αλυσίδες που είνε δεμένος για πάντα.

Κατεβαίνω στη Βαβυλώνα [=Αθήνα] όσο μπορώ πιο σπάνια, κι όποτε κατέβω στους μεγάλους δρόμους, κιντυνεύω να χάσω τον εαυτό μου. Συλλογίζομαι τη φωλιά μου, το κηπάκι μου, τα πουλάκια, τις πεταλούδες, τα μερμήγκια, τα μυγάκια, όλα αυτά τα ξεχασμένα πλάσματα που είνε σαν εμένα, τιποτένια και βιάζουμαι να γυρίσω πίσω. Στην πολιτεία σαν να είμαι ξένος και ξενητεμένος, σαν να ήρθα πρώτη φορά σε μεγαλούπολη. Οι φάτσες που έχουνε οι άνθρωποι είνε δίχως έκφραση. Μου φαίνουνται τόσο ξένοι, που λες και βρίσκουνται στην άλλη άκρη του κόσμου, κι ακόμα μακρύτερα. Μακρυά, πολύ μακρυά! Άλλης φυλής άνθρωποι, άλλα φερσίματα. Άλλα μυαλά, άλλα αισθήματα, απότομοι, ασυμπάθητοι, αδιάφοροι, πεθαμένοι!

Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στα σταυροδρόμια, και περιμένουνε να ανάψει το πράσινο φανάρι για να περάσουνε αντίκρυ. Στριμώχνουμαι κι εγώ ανάμεσά τους, σαν κανένα γίδι μέσα στα γίδια. Σαν να βρισκόμαστε στη δευτέρα Παρουσία!

Άλλα κοπάδια σπρώχνουνται μπροστά στις εκκλησιές της νέας θρησκείας, στους κινηματογράφους. Οι πόρτες, τα τζάμια κι οι τοίχοι είνε γεμάτοι από γυμνές γυναίκες ζωγραφισμένες. Ένα κορμί έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, και με αυτό τρώγεται μέρα-νύχτα. Το γυρίζει από δω, το γυρίζει από κει, το μισογυμνώνει, το ξεγυμνώνει ολότελα, ξανά το μισοντύνει, κι έτσι βασανίζεται, δεν ξέρει τι να το κάνη. Ε, κακορρίζικε άνθρωπε, το ξεγύμνωσες, το γύρισες από δω κι από κει. Κι έπειτα, τι έκανες τάχα; Το βρώμισες, το μόλεψες, το κουρέλιασες, το ρεζίλεψες, κι ακόμα δεν ησύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, εξαχρείωση, ζωή δίχως καμμιά ουσία. Δεν πας να απογευτής λίγη αληθινή ζωή. Παρά κλείνεσαι μέσα στα σκοτεινά μπουντρούμια και πασκίζεις να ψευτοζήσης με τους ίσκιους, με τις φωτογραφίες! Τι καταδίκη έπαθες! Τι κατάντημα, και δεν το κατάλαβες! «Άνθρωπος, εν τιμή ων, ου συνήκεν. Κατελογίσθη [το ορθό: «παρεσυνεβλήθη»] τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». «Ο άνθρωπος, ενώ πλάστηκε τιμημένος, δεν το κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ορθότερο: ανακατεύτηκε] μαζί με τα ζώα τα άλογα, κι έγινε ένα με αυτά».

Η Αθήνα δεν είνε πια μια πολιτεία ελληνική, κι ας λέμε ο,τι θέλουμε. Μήτε οι άνθρωποι, μήτε τα χτίρια. Ο ήλιος έλειψε. Ο αγέρας βρώμισε. Απορείς πως αλλάξανε όλα μέσα σε λίγα χρόνια, και δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζη πως βρίσκεσαι στην Ελλάδα. Μα δεν μοιάζει μήτε με ανατολίτικη πολιτεία, όπως ήτανε τον καιρό που την είχανε οι Τούρκοι. Είνε ένα μάζεμα από χτίρια ξενόφερτα, που και στον τόπο τους είνε ολότελα άψυχα, παγωμένα, ανέκφραστα, όπως ανέκφραστοι γινήκανε και οι άνθρωποι. Έτσι είνε οι «διεθνείς πόλεις και οι διεθνείς άνθρωποι», που είνε το καύχημα της «διεθνούς κοσμογονίας», που ανάθεμά την, που έχει κάνει τη ζωή ένα πράγμα άνοστο, αμύριστο, ανέκφραστο, κρύο κι ασυμπάθιστο. Είνε η ζωή αποστειρωμένη από κάθε αίσθημα, από κάθε πνευματικό σκίρτημα, από κάθε ζέστα της καρδιάς.

Κυττάζω τα διάφορα χτίρια που στέκουνται σαν τους κρατήρες του φεγγαριού, ασυγκίνητα, άπονα στον άνθρωπο που τάφτιαξε, αδιάφορα, χωρίς να τα γλυκαίνη η αγάπη. Έχουνε όλες τις ευκολίες και τις αναπαύσεις, είνε γεμάτα κουμπιά, μα είνε σαν αρχοντικοί τάφοι. Μέσα τους δεν υπάρχει κανενός είδους ποίηση, να ζεστάνη την καρδιά του ανθρώπου. Είνε κάτι αδιάφορες κι ανέκφραστες μηχανές, έρημες από αγάπη. Είνε οι κατοικίες του σημερινού ανθρώπου, που ξεπλύθηκε και ξεγυμνώθηκε από κάθε αίσθημα. Είνε οι κατοικίες του γυάλινου ανθρώπου. Τέρατα κανωμένα με σίδερα και με τζάμια. Ψυγεία για να συντηρούνται μέσα ‘ αυτά τα ψυχικά και πνευματικά πτώματα. Κι αυτή τη δουλειά την κάνουνε οι μεγάλοι αρχιτέκτονες, και τη λένε αρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Από αυτά τα βουβά κουτιά, λείπει κάθε ανθρώπινη πνοή. Μηχανές νεκρές και παγωμένες. Τι συγκέντρωση μπορεί νάχη ένας άνθρωπος στον εαυτό του, αφού κάθεται μέσα στα γυαλιά, και βλέπουνε από έξω, ακόμα και την τρίχα που θα πέση από τα μαλλιά του; Γυάλινοι άνθρωποι, γυάλινα σπίτια. Με τον καιρό, θα γίνουνε κι οι άνθρωποι διαφανείς σαν τα τζάμια, και θα βλέπη ο ένας τι γίνεται μέσα στον άλλον, τι συλλογίζεται, τι έφαγε, τι ήπιε, πως δουλεύουνε τα πνευμόνια και το στομάχι του, πως χτυπά η καρδιά του… Αλλά ξέχασα, πως δεν θάχη πια καρδιά, κι ούτε αίμα, μήτε αισθήματα. Αυτά θα είνε πράγματα που τα είχε η παλιά μάρκα του ανθρώπου, και που πάλιωσε πια σήμερα.

Λένε πως ημείς ήμαστε του παλιού καιρού, και πως δε μπορούμε να καταλάβουμε τη σύγχρονη ζωή. Αυτό δεν το κρύβουμε, όπως φαίνεται από τούτα που γράφω. Αλλά, για αυτό ίσια-ίσια ήμαστε πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά μάλιστα!

Σήμερα, όπως φαίνεται, τελείωσε η ιστορία του ανθρώπου, κι εμείς δεν θέλουμε να τον αποχωριστούμε αυτόν τον αγαπημένον άνθρωπο. Θέλουμε να σώσουμε αυτό το είδος που πάγει να χαθή, όπως σβήσανε τα μαμούθ, οι πλειστόσαυροι κι οι πτεροδάκτυλοι. Ο σημερινός άνθρωπος, που είνε άνθρωπος λίγο-πολύ μοναχά στο εξωτερικό του, ας δώση στον εαυτό του όποιο όνομα θέλει, αφού δεν καταδέχεται να λέγεται άνθρωπος. Γιατί όπως λέγει, τον ξεπέρασε τον άνθρωπο.

Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

[από το βιβλίο του μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Φώτης Κόντογλου στην τρίτη διάστασή του, σελ. 134. Πρωτοδημοσιεύθηκε στην καθημερινή πολιτικοκοινωνική εφημερίδα της Αθήνας «Ελευθερία», την Κυριακή 10 Μαΐου 1964, στη στήλη «Κυριακάτικα Θέματα»].

[επιλογή• ι. μονή Αγ. Αυγουστίνου Φλωρίνης]

Χριστιανική Σπίθα

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.